Έπος του ‘40: Απόπειρα ψυχογραφήματος μιας μεγάλης στιγμής.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:

 (1) Έπος του ’40: … Οι Κρητικοί πήραν την Τρεμπεσίνα!  
 (2) Αναζητώντας τα «ιερά κόκαλα» των Ελλήνων.
(3) «Ελληνες, ευλογημένος ο αγώνας σας!»: 
Πως είδε ο τουρκικός Τύπος την 28η Οκτωβρίου του '40. 








Έπος του ‘40: Απόπειρα ψυχογραφήματος 
 μιας μεγάλης στιγμής.  

Αρχίζοντας, θέλω να πω δυο λόγια για το πως η Ιστορία, μερικές φορές, αδικεί κάποια γεγονότα, όπως αυτό του έπους του ‘40.

Πόσο δηλαδή ένα φαινόμενο, ψυχολογικό και ιστορικό  απροσδόκητο, δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε από τις μετέπειτα ιστορικές επιχωματώσεις. Η κατοχή, η αντίσταση, το κίνημα του Δεκέμβρη, ο εμφύλιος, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου ήρθαν να εκτοπίσουν τη στιγμή της Αλβανίας.

Δυστυχώς, ό,τι απέμεινε από τη λάμψη του μεγάλου συμβάντος είναι μια κενή ρητορεία, οι παρελάσεις των μαθητών  και των φαντάρων, ένα γεγονός που πολλές φορές συγχέεται με την 25η Μαρτίου. Ένα γεγονός που απλώς προηγήθηκε και προϋπέθετε την κατοχή και την αντίσταση.

Ακόμα και η λογοτεχνία που τόσα έχει προσφέρει στην εμπέδωση της κοινής ιστορικής συνείδησης, δεν έχει ενδιαφερθεί, όσο θα περίμενε κανείς, για το καλούμενο έπος του ‘40. Ό,τι έχει γραφτεί περιορίζεται σε ορισμένα, σπουδαία μεν,  λιγοστά δε, παραδείγματα έργων όπως αυτά του Τερζάκη, του Μπεράτη, του Θεοτοκά, του Αθανασιάδη, του Ελύτη, του Αγγ. Βλάχου. Όλων, δηλαδή, συγγραφέων που έζησαν το έπος ως στρατευμένοι. Από τους νεότερους λογοτέχνες, πολύ μικρό ενδιαφέρον έχει εκδηλωθεί, κάτι βεβαίως που δεν είναι τυχαίο. Στη θέση τους λουστήκαμε, εμείς οι παλιότεροι τις αλήστου μνήμης ταινίες του Τζέιμς Πάρις ή κάποιες άλλες, του τύπου "Υπολοχαγός Νατάσα".

Η βασική θέση, ωστόσο, που διατρέχει το σημερινό επετειακό κείμενο είναι ότι: σπουδαιότερο γεγονός από τα ηρωικά κατορθώματα των Ελλήνων στρατευμένων στην Αλβανία, ήταν ο ξεσηκωμός τους, καθαυτός. Ο οποίος, μόνο παραπλανητικά ήταν αυθόρμητος. Στην πραγματικότητα ήταν αποτέλεσμα βαθύτατων ψυχικών διεργασιών που έφεραν στην επιφάνεια τις υπνωτούσες αρετές ενός βαθύτατα υπερήφανου λαού. Η χαμένη αίσθηση της έννοιας της πατρίδας, που μέχρι την ιταλική εισβολή λαγοκοιμόταν, εξόριστη στα ψυχικά έγκατα της βασανισμένης ύπαρξής του, θα ανασυρθεί, εν είδει ενός συγκλονιστικού και μεταμορφωτικού big bang.

Ας το δούμε αυτό, μέσω μιας ακροθιγούς περιγραφής της κατάστασης, στην οποία βρισκόταν ο λαός πριν από το μεγαλειώδες γεγονός.

Πρώτα σε πολιτικό επίπεδο: Μετά το 1922, η μεσοπολεμική Ελλάδα, την ώρα που προσπαθούσε να ορθοποδήσει από το σοκ της μικρασιατικής καταστροφής, βρέθηκε στη δίνη μιας μεγάλης οικονομικής, κοινωνικής και κυρίως πολιτικής κρίσης.

Φανατισμοί, κινήματα και αντικινήματα, εκτελέσεις, αστάθεια και τέλος η δικτατορία. Από κοντά στην αναταραχή και ο στρατός: Βενιζελικοί εναντίον Κωνσταντινικών, δημοκρατικοί εναντίον μετριοπαθών. Οπερετικές φιγούρες στρατιωτικών με καπέλο πολιτικού: Κονδύλης, Πάγκαλος, Πλαστήρας σε ρόλο που δεν τους πήγαινε, αλλάζοντας στρατόπεδα και ανεβοκατεβάζοντας κυβερνήσεις. Με δυο λόγια μια περίοδος γεμάτη απ’ αυτό που ο λαός κατονομάζει με μια λέξη: παλιοκαταστάσεις.

Στο επίπεδο του κράτους και της δημόσιας διοίκησης τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Η αρχέγονη αγωνία των Ελλήνων για εξασφάλιση γης στη αρχή και καρέκλας για την  επιβίωσή τους στη συνέχεια, μεταμόρφωσε το κράτος σε  μια χθόνια θεότητα, γενναιόδωρη και κραταιά. Κυρίως όμως ανεκτική: Οι πολίτες μπορούν να την κλέβουν, να την εξαπατούν, να την αρμέγουν. 

Με τη συμπεριφορά του, το κράτος κρατούσε τους υπηκόους του δεμένους στο άρμα της επιβίωσης και της ιδιοτέλειας. Ο, τι το καλύτερο, μια   πρώτης τάξεως ευκαιρία στην πραγματικότητα, για την αυτοανάλωση ενός λαού. 

Το μεγαλύτερο θέλγητρο: η πληρωμένη νωχέλεια της δημόσιας καρέκλας. Της κρικέλας όπως την αποκαλούσαν. Όμως επειδή δεν ήταν δυνατόν όλοι να τα έχουν όλα, πάντα, μια συνεχής διαπάλη ανάμεσα σε δυσαρεστημένους και ικανοποιημένους, σε μειονεκτούντες και πλεονεκτούντες, ανθούσε στους κόλπους των πολιτών, των ψηφοφόρων καλύτερα. 

Όλα αυτά, όπως ήταν φυσικό, μόλυναν τον συλλογικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας: Σταθερά και ορατά σημεία  αυτού του χαρακτήρα μια δυσθυμία, μια απαλή και υπόγλυκη κατήφεια, ένα ασταμάτητο μουρμουρητό μιας σιωπηρής απόγνωσης. 

Έτσι, φθονούντες και φθονούμενοι, όλοι μαζί θα άφηναν να διαρρέουν οι δεκαετίες, με ένα παράπονο στα χείλη και στις καρδιές τους.

Λιγότερο πια στα δημοτικά, και περισσότερο τώρα στα ρεμπέτικα τραγούδια, ελεγειακές νότες νανουρίζουν τις νέες γενιές  που παραδίδονται πολλές φορές σε άνισες εσωτερικές ψυχικές αναμετρήσεις. Ένας κατήφορος που φτάνει στον πάτο της στυφής αλήθειας: ότι είμαστε καταδικασμένοι να σβήσουμε με ένα υπόλοιπο μέσα μας,  ένα άχτι, έναν στεναγμό που δεν βγήκε, ένα μαράζι που δεν το διέλυσε καμιά χαρά.  

Έτσι ταλανισμένο, ανάμεσα στα πιο βαθιά και ανομολόγητα διλήμματα βρήκε τον ελληνικό λαό η επίθεση των Ιταλών τον Οκτώβρη του ‘40.

Γογγύζοντας, κρατούσαν τη ψυχή τους μανταλωμένη μέσα σε αδιέξοδα. Μια ψυχή που της έλλειπε ο καθαρός αέρας. Όταν κραυγάζουν αέρα  κατά των εισβολέων, δεν είναι μόνο για να τους απωθήσουν με το ρεύμα της θέλησής τους, ήταν και για να ρουφήξουν το στοιχείο που τους έλειπε τόσα χρόνια: μια πνοή που θα καθάριζε το υπόγειο της ψυχής τους.

Δεν είναι πια πετροβολημένοι οι Έλληνες,  είναι ντυμένοι στο χακί και είναι αποφασισμένοι να φωνάξουν ένα στεντόρειο όχι, τόσο προς τα έξω στους εισβολείς, όσο και κυρίως προς  την ίδια την ψυχή τους, που μούλιαζε μέσα σε μολυσμένα, ψυχοφθόρα παράπονα.

Έτσι λοιπόν συνέβη και οι Έλληνες του ‘40, μέσα στη ασφυξία που περιγράφουμε, και μολονότι ήταν σε συνεχή αντιμαχία με τους εσωτερικούς τους δαίμονες, κατόρθωσαν να υπερβούν τη μιζέρια τους, τα προσωπικά τους και να γίνουν υπέροχα δοτικοί στο κάλεσμα της εν κινδύνω πατρίδας. 

Σε αυτό το πρωτογενές κοινωνικό επίπεδο αναδύθηκε η ανάγκη του "συνανήκειν", κι ακομα η ιδέα ότι όλοι μαζί μπορούσαν να αισθανθούν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο.

Εκείνο που τους έλειπε εμφανίζεται τώρα ως υπόσχεση εξιλέωσης. Εάν αγωνιστείτε γι’ αυτήν τη αθάνατη οντότητα που λέγεται πατρίδα θα γίνετε αθάνατοι. Η ουσία σας είναι να απαρνηθείτε τα εγώ σας, που σας σκοτώνουν καθημερινά. Που σημαίνει: Εάν σωθεί η πατρίδα  που τους γέννησε, σήμαινε ότι οι ίδιοι μπορούν να ξαναγεννηθούν.

Έγιναν λοιπόν ηρωικοί κατά του εισβολέα, τόσο περισσότερο, όσο λιγότερο ηθικοί ήταν μεταξύ τους. Στον ηρωισμό του ‘40 ξαναβρίσκεται η ομοθυμία στη θέση της ανέφικτης ομόνοιας. 

Διερμηνεύοντας αυτά τα συναισθήματα, ο Μεταξάς θα σημειώσει στο ημερολόγιό του μια φράση, δραματικά θυμικής εντάσεως σημαντική. Η λέξη κλειδί της φράσης το ουσιαστικό, "προσβολή". Η πλήρης φράση: "Δεν μπορώ να δεχτώ αυτήν την προσβολή".

Σε ποιον επιτίθεται ο Μουσολίνι; Σε εμάς. Αλλά ποιοι είμαστε εμείς;
Συγκλονιστικότερος τρόπος για να μπει στη εικόνα το εμείς, δεν μπορούσε να υπάρχει.

Αναφορές: Για περισσότερες ιστορικές στιγμές ψυχικής ανάτασης του λαού μας, βλ. το βιβλίο του Βασίλη Καραποστόλη "Διχασμός και εξιλέωση", εκδόσεις Πατάκη, διαμορφωτικό και του παρόντος κειμένου.

Του Γιώργου Ι, Κωστούλα,
 τέως γενικού διευθυντή  εταιρειών του ευρύτερου  χρηματοπιστωτικού τομέα


25/10/2019


              ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ              




 1.
ΕΠΟΣ του ’40: … Οι Κρητικοί πήραν την Τρεμπεσίνα!  

Την καταπληκτική αυτή φωτογραφία δεν την τράβηξε κάποιος πολεμικός ανταποκριτής .Δεν είναι φωτογραφία προπαγάνδας .Την τράβηξε μια από τις κορυφαίες Ελληνίδες φωτογράφους, η Μαρία Χρουσάκη, που υπηρετούσε ως εθελόντρια νοσοκόμα του Ελληνικού Στρατού. Βρίσκεται στην συλλογή της στο Μουσείο Μπενάκη και δημοσιοποιήθηκε μέσω του Βασίλη Χολέβα. Είναι Ιταλοί αιχμάλωτοι ,πολλοί τραυματισμένοι, με τους Έλληνες φρουρούς τους στην κοιλάδα του Αώου. Στο βάθος η φονική Τρεμπεσίνα.

Η χιονισμένη κορυφή, αυτή που κρύβεται μέσα στα σύννεφα ,είναι η ανθρωποφάγος Τρεμπεσίνα .

Υψόμετρο 1924. Γενάρης του 41 .Χιονοθύελλα. Οι Χανιώτες του 14ου Συντάγματος της 5ης Μεραρχίας είναι στα πόδια του βουνού .Στην κορυφή οι Ιταλοί Αλπίνοι. Κάθετη η βουνοπλαγιά Απάρτη.

«Αδύνατον» αναφωνεί ο Νικόλαος Σπένδος, ο Συνταγματάρχης ,στην εντολή «προχωρείτε!».

Πώς να στείλεις τους στρατιώτες στη σίγουρη σφαγή;

Πώς να ανεβάσεις 1500 παγωμένους στρατιώτες ακάλυπτους ,στην κάθετη, κρυσταλλωμένη βουνοπλαγιά ,εκεί που δεν γαντζώνει μήτε σίδερο και που τη γαζώνουν τα πολυβόλα ;

Ναι είναι «Αδύνατον».

«Εγώ παιδιά θα πάω .Κι όποιος θέλει έρχεται. Άμα παγώνουμε εμείς εδώ κάτω ,αυτοί εκεί πάνω θα χουν γίνει κούτσουρα»

Τον λένε Ησίοδο.

Ησίοδο Τσίγκο. Μικρασιάτης από τα Βουρλά. Το μόνο αγόρι της οικογένειας που γλίτωσε από τους Τσέτες, χάρη σε ένα Τούρκο γείτονα που έκρυψε αυτόν και τη μάνα του σ ένα κάρο. Και βγήκαν στα Χανιά. Εκεί μεγάλωσε. Τώρα, έφεδρος ανθυπολοχαγός, ελλείψει μονίμων, διοικεί τον 11ο Λόχο.

«Λοιπόν, εγώ πάω.»

-«Μα κ. Ανθυπολοχαγέ ο Συνταγματάρχης δεν το ξέρει!»

«Θα του το πούμε άμα φτάσουμε»

Τον ακολουθούν σαράντα.

Ανεβαίνουν. Καρφώνουν τις ξιφολόγχες στον πάγο κι ανεβαίνουν.

Δεν τους χτυπούν τα πολυβόλα. Μα τους χτυπά πιο άγρια η θύελλα.

Τους ξυλιάζει τα πόδια και τους αχρηστεύει τα δάχτυλα.Μέχρι και το δάκρυ τους παγώνει.

Ανεβαίνουν. Από τη μέση κι απάνω κάθε 50 μέτρα χάνουν κι έναν.

Μα ανεβαίνουν .

Φτάνουν στο 1924!

Εφτά κι ένας ο ανθυπολοχαγός, οχτώ…

Τα ξυλιασμένα χέρια είναι αδύνατο να περάσουν ξιφολόγχη στα τουφέκια.

Τις κραδαίνουν σα μαχαίρια και πέφτουν στα Ιταλικά αμπριά.

Άδεια!

Ψυχή ζώσα!

Οι Ιταλοί φοβήθηκαν τον παγωμένο θάνατο και φύγαν!

Κατέβηκαν χαμηλά να σωθούν μέχρι να κοπάσει ο δαίμονας.

Κονσέρβες ,τσιγάρα , σοκολάτες όλα στη θέση τους .Τακτοποιημένα .

Το ίδιο τα βαριά πολυβόλα και δυό –τρείς μικροί όλμοι.

«Γυρίστε τα από την άλλη!» φωνάζει ο Ησίοδος.

«Θα’ ρθούνε το πρωί!»

Και έρχονται το πρωί που χει πάψει η θύελλα .Τραγουδώντας να ξαναπιάσουν τα αμπριά τους…

Και τους θερίζουνε τα δικά τους πολυβόλα!

Όσοι ζούνε το βάζουνε τα πόδια ,να ειδοποιήσουν πως την κορφή την πιάσανε οι Έλληνες!

Μα το ίδιο κάνει κι ο Τσίγκος .Φωνάζει στον γκρεμό ,όσοι από τους δικούς του δεν είναι παγωμένοι ,να μην ανέβουν.

Να γυρίσουν στο Σύνταγμα .Να πουν πως θέλουμε ενισχύσεις στην κορυφή!

Στο μεταξύ φαίνονται οι Ιταλοί στη βορεινή ρίζα. Δυο ολόκληρα Συντάγματα Αλπινιστών ανεβαίνουν να ξαναπάρουν το βουνό .

Μα είναι αργά! Ο Παπαστεργίου ,ο Μέραρχος, έχει προλάβει να τους ανεβάσει όλους στο βουνό! Ολόκληρη τη Μεραρχία Κρήτης!

Αριστερά οι Ρεθυμνιώτες του 44ου. Στο Κέντρο οι Χανιώτες του 14ου και δεξιά οι Καστρινοί κι οι Λασιθιώτες του 43ου.

Οι Ιταλοί δεν είναι δειλοί .Ορμούν .Πιάνονται χέρι με χέρι οι Κρητικοί με τους Τυρολέζους και τα παιδιά από τα Απένινα.

Γλιστρούν και πέφτουν αγκαλιασμένοι στις παγωμένες χαράδρες και στις τρύπες του βουνού.

Κοντά δυο μέρες σκοτώνονται ,ώσπου το πράμα γίνεται ξεκάθαρο.

Οι Κρητικοί πήραν την Τρεμπεσίνα!*

*Το μικρό  κείμενο το αφιερώνω και στη μνήμη ενός θείου  που δεν γνώρισα και που σίγουρα έχει μείνει μια μικρή αόρατη κουκίδα στο βάθος  της φωτογραφίας… Τον έλεγαν Παπαδάκη Νικόλαο του Γεωργίου, υπηρετούσε ως δεκανέας  στο 43ο Σύνταγμα Ηρακλείου.Έπεσε μαχόμενος στις 6 Μαρτίου του 1941 κοντά στο χωριό Άρτζα ντι Σόμπρα της Τρεμπεσίνας.

Αναδημοσίευση από το site politica.gr, απευθείας link https://www.politica.gr/stigmes-istorias/trempesina/

  Γιώργος Δ.Παπαδάκης

Από Flight and Space -Οκτώβριος 28, 2019 

ptisidiastima.com/trempesina-cretan-division/?fbclid=IwAR1JfzykizOooBx-5ZE-Yv_xmo1qPZRIqcvThjbEFS4X47So9HVOeMDFgXU




 2.
Αναζητώντας τα «ιερά κόκαλα» των Ελλήνων. 

Πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο, συνοδευόμενη από πλήθος περιπαικτικών σχολίων, μια φωτογραφία που απεικόνιζε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας περιστοιχισμένο από κάποιο άγημα ή κάτι που έμοιαζε σε άγημα. Το στιγμιότυπο ήταν από εγκαίνια έκθεσης με προσωπικά αντικείμενα πεσόντων του 1940, στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας. Είναι βέβαιο ότι η φωτογραφία θα μπορούσε να έχει ληφθεί με τρόπο που να μην προκαλέσει περιπαικτικά σχόλια αλλά είμαστε σίγουροι ότι ακόμα κι έτσι, αν είχε επικοινωνηθεί καλύτερα η εκδήλωση στην οποία τραβήχτηκε, οι περισσότεροι θα απείχαν του αρνητικού σχολιασμού από σεβασμό στην περίσταση. 

Παρ’όλα αυτά, μια τόσο σημαντική έκθεση δεν είχε τη δημοσιότητα που της πρέπει ενώ ακόμα και σήμερα δεν εμφανίζεται καν στο διαδικτυακό τόπο του Πολεμικού Μουσείου!

Εδώ και καιρό, μας έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως οι προσπάθειες που κάνει η Ένωση Συγγενών Πεσόντων κατά τον Πόλεμο 1940-41 με πρόεδρο τον κ. Γιώργο Σούρλα μένουν στο περιθώριο των ενδιαφερόντων μας. Ακόμα και η τελετή που έγινε τον Αύγουστο στο στρατιωτικό νεκροταφείο στην Κλεισούρα όπου και ετάφησαν τα οστά ογδόντα-πέντε Ελλήνων πεσόντων στρατιωτικών του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου 1940-1941, τα οποία ανευρέθησαν στο πλαίσιο εφαρμογής της διμερούς Συμφωνίας Ελλάδος-Αλβανίας του 2009, δεν είχε την κάλυψη που της άρμοζε ενώ η Πολιτεία θα μπορούσε να εκπροσωπηθεί στο υψηλότερο, δυνατό, επίπεδο.

Το ΥΠΕΘΑ θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει δύο κανάλια στα social media, μια σελίδα στο facebook και ένα λογαριασμό στο instagram όπου θα ενημέρωνε με ελκυστικές φωτογραφίες και ιστορίες για την πορεία των ερευνών.

Ποιοι ήταν οι 80 που ετάφησαν στην Κλεισούρα; Δεν θα έπρεπε να έχουν συγκεντρωθεί κάπου οι φωτογραφίες τους, να μάθουμε τις ιστορίες τους μέσα στη χρονογραμμή (timeline) των γεγονότων του Έπους της Αλβανίας και πλαισιωμένες με ντοκουμέντα, χάρτες και επίσημα έγγραφα από το πλούσιο αρχείο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού;

Πόσο επιμορφωτικό για τους πολίτες θα ήταν κάτι τέτοιο και με πόσο ωραίο και σύγχρονο τρόπο θα τιμούσε τη μνήμη των πεσόντων στο μέτωπο της Αλβανίας! Δεν είναι και τόσο δύσκολο, νοιάξιμο απαιτεί.

Μια τέτοια πρωτοβουλία ξεπερνά την έννοια της απόδοσης των οφειλόμενων τιμών, δημιουργεί πραγματική, ουσιαστική και αληθινή σχέση με την ιστορία μας, ενισχύει τον πατριωτισμό που είναι η αγάπη για την πατρίδα (και όχι το μίσος προς τις πατρίδες των άλλων…) και περιθωριοποιεί ως κενό νοήματος κάθε εθνικισμό.

Το πρόγραμμα εκταφής και ταυτοποίησης των οστών των πεσόντων στην Αλβανία είναι εξαιρετικά σημαντικό. Αξίζει να γίνει ευρύτερα γνωστό και ως αφορμή για μάθηση και ενεργητική εμπλοκή των νεότερων με την ιστορία μας. Γιατί είχε δίκιο ο ποιητής όταν φανταζόταν την Ελευθερία να βγαίνει μέσα από τα «ιερά κόκαλα των Ελλήνων». Τιμώντας τους προγόνους μας, τιμούμε κάθε αγώνα για την Ελευθερία.

Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου 


 25 Οκτωβρίου 2019 


Ελληνες στρατιώτες μεταφέρουν στους ώμους τους εξαρτήματα πυροβόλου όπλου 
στο μέτωπο κατά τον Πόλεμο του 1940. 

3.
«Ελληνες, ευλογημένος ο αγώνας σας!»: 
Πως είδε ο τουρκικός Τύπος την 28η Οκτωβρίου του '40. 

Η ηρωική αντίσταση της Ελλάδας στην απόπειρα της φασιστικής Ιταλίας να εισβάλει στο έδαφός της, που ξεκίνησε την 28η Οκτωβρίου 1940, αλλά και η προέλαση του ελληνικού στρατού στην υπό κατοχή αλβανική ενδοχώρα προκάλεσαν τον θαυμασμό όχι μόνο των δυτικών συμμάχων, αλλά και της γείτονος Τουρκίας. Η αρθρογραφία των τουρκικών εφημερίδων της εποχής αποτελεί αψευδή μάρτυρα των αισθημάτων συμπαράστασης και των επαίνων που είχαν προκαλέσει τα ελληνικά κατορθώματα εναντίον ενός σαφώς υπέρτερου, υλικά και αριθμητικά, αντιπάλου. Πρόκειται για μια περίοδο που ο Ισμέτ Ινονού, έχοντας υπερισχύσει στον αγώνα εξουσίας που είχε λάβει χώρα μετά τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ τον Νοέμβριο 1938, είχε αναγορευθεί σε «εθνικό ηγέτη» (Milli Şef) της Τουρκίας.

Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εννέα μήνες αργότερα, διευκόλυνε τον, ούτως ή άλλως, ασφυκτικό έλεγχο που ασκούσε στον Τύπο το «μονοκομματικό καθεστώς» (Tek Parti Rejimi) και, κατά συνέπεια, μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι οι δημοσιευόμενες απόψεις απηχούσαν σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις των πολιτικά ιθυνόντων.

Πράγματι, ο τουρκικός Τύπος παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας και είχε λάβει θέση υπέρ της πρώτης, τόσο στην περίπτωση της δολοφονίας του Αλβανού ληστή Νταούτ Χότζα (τον οποίο η ιταλική προπαγάνδα επιχείρησε να μετατρέψει σε «Αλβανό πατριώτη», χρεώνοντας τη δολοφονία του σε «Ελληνες πράκτορες») όσο και στην περίπτωση του τορπιλισμού της «Ελλης». Ετσι, ο Χιουσεΐν Τζαχίτ Γιάλτσιν στη «Γενί Σαμπάχ» εξέφραζε τον προβληματισμό και την ανησυχία του για την απειλητική στάση της Ιταλίας έναντι της Ελλάδας και προέβλεπε μια διά ξηράς και όχι διά θαλάσσης επίθεση της Ιταλίας (Hüseyin Cahit Yalçın, «Yunanistan ve Italya», Yeni Sabah 15/8/1940). Την επομένη, ο Ζεκερίγια Σερτέλ στην «Ταν» συμμεριζόταν την άποψη του Γιάλτσιν πως μια ενδεχόμενη ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας θα σηματοδοτούσε το τέλος της ειρήνης στα Βαλκάνια (Zekeriya Sertel, «İtalya Yunanistan’dan ne İstiyor?», Tan 16/8/1940). Με τη σειρά του, ο Αχμέτ Εμίν Γιαλμάν στη «Βατάν» έβλεπε «σκοτεινά νέφη στον ορίζοντα», χρεώνοντας στην Ιταλία «κακή πρόθεση» μετά την οποία «εύκολα δίνεται και η αφορμή» (Ahmet Emin Yalman, «Yakın Ufuklarda Bulutlar», Vatan 25/8/1940), ενώ και πάλι ο Σερτέλ εκτιμούσε πως, αν η Ιταλία πραγματοποιούσε τις απειλές της, θα συναντούσε την ένοπλη αντίσταση της Ελλάδας («Yunanistan Romanya gibi Korkutmak İstiyorlar», Tan 26/8/1940).

Η φιλική αυτή στάση προς την Ελλάδα που εξέφραζε ο τουρκικός Τύπος απηχούσε τη βαθιά ανησυχία που κυριαρχούσε τότε στη χώρα για την επιθετική στάση της Ιταλίας. Οι Τούρκοι αρθρογράφοι φαίνεται πως προσδοκούσαν ένοπλη ελληνική αντίσταση στη διαγραφόμενη ιταλική εισβολή. Την επομένη της 28ης Οκτωβρίου, ο Χ. Τζ. Γιάλτσιν δημοσίευε διθυραμβικό άρθρο γνώμης, στο οποίο έπλεκε το εγκώμιο του ελληνικού έθνους και της σθεναρής στάσης του: «Το ηρωικό ελληνικό έθνος που ζώστηκε τα όπλα χωρίς κανένα δισταγμό για να υπερασπιστεί την πατρίδα εναντίον ενός εξωτερικού εχθρού, έχει αναμφισβήτητα προκαλέσει συμπάθεια και αγάπη σε κάθε γωνιά της υφηλίου. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι τη στιγμή αυτή πουθενά αλλού στον κόσμο δεν συμμερίζεται τα αισθήματά του τόσο βαθιά και ειλικρινά άλλος από την Τουρκία. Είμαστε ολόψυχα στο πλάι του ελληνικού έθνους. Ευχόμαστε ολόψυχα να επιτύχει τη νίκη στον αγώνα που δίνει για την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπειά του. (...) Ποιες επιπλοκές θα προκαλέσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος στα Βαλκάνια και στην ανατολική Μεσόγειο; Δεν είναι τώρα η στιγμή να δοθεί απάντηση ορθή και εμπεριστατωμένη στα ερωτήματα αυτά. Ενα είναι βέβαιο, ότι το ελληνικό έθνος δεν θα διστάσει να πολεμήσει για να υπερασπίσει την πατρίδα του, έτσι όπως αρμόζει σε μια χώρα που είναι η κοιτίδα της ελευθερίας και του πολιτισμού» («Yunanistana Taaruz», Yeni Sabah 29/10/1940).

Ηθικώς, μέγα έθνος

Την ίδια ημέρα, ο Αμπιντίν Ντάβερ έγραφε στη στήλη του: «Οσα έθνη δεν δίνουν αξία στην ανεξαρτησία, στην εθνική κυριαρχία, στην τιμή και στην αξιοπρέπεια ανοίγουν τις αγκάλες τους στον κατακτητή. Αντιθέτως, τα έθνη που μένουν πιστά στα ιερά και τα όσιά τους προτάσσουν τα στήθη και τις λόγχες τους στον στρατό του κατακτητή. Η μικρή αλλά ηρωική Ελλάδα προτίμησε το δεύτερο. Δεν θα μπορούσε να πράξει αλλιώς η κληρονόμος ενός αρχαίου πολιτισμού, ένα έθνος που επέδειξε το θάρρος πολύχρονων αγώνων για να αποκτήσει την ανεξαρτησία του, έστω και εναντίον μας. (...) Η συμπάθεια και η φιλία του τουρκικού έθνους στρέφεται προς το ελληνικό έθνος για την άδικη επίθεση που υπέστη. Το υλικώς μικρό αυτό έθνος έχει μεταβληθεί ηθικώς σε μέγα, διότι μάχεται όχι μόνο για τη δική του ανεξαρτησία, αλλά για την ανεξαρτησία και την απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων εθνών». Αξιοπρόσεκτη είναι η επιλογή τόσο του Ντάβερ όσο και άλλων συναδέλφων του να αναφέρονται στους Ελληνες όχι μόνο με το σύνηθες «Yunan», αλλά με το ακριβέστερο και ενδοξότερο «Elen» (Abiddin Daver, «Yunanistanın Uğradığı Haksız Tecavüz», İkdam 29/10/1940).

Αντίστοιχους τόνους υιοθετούσαν οι Μεχμέτ Ασίμ Ους στη «Βακίτ» και Α.Ε. Γιαλμάν στη «Βατάν». Ο πρώτος χαρακτήριζε την απάντηση Μεταξά στον Γκράτσι «ηρωική απάντηση ενός ευγενούς έθνους που έχει επίγνωση της εθνικής του ανεξαρτησίας και ύπαρξης» και εξέφραζε την πεποίθησή του ότι «η γενναία και υψηλόφρων αυτή στάση μιας μικρής χώρας 6-7 εκατομμυρίων, η οποία αγαπά την ανεξαρτησία της, έναντι της επίθεσης της Ιταλίας των 45 εκατομμυρίων, θα μείνει στην ιστορία ως ένα αλησμόνητο παράδειγμα αντρειοσύνης» (M. Asım Us, «Yunanistan’a Haksız Taaruz», Vakit 29/10/1940).

Ο δεύτερος, υπό τον εύγλωττο τίτλο «Εύγε στην Ελλάδα», εξήρε «το θάρρος και την αποφασιστικότητα» των Ελλήνων και εξέφραζε τη βεβαιότητά του για το νικηφόρο αποτέλεσμα του αγώνα τους εναντίον εκείνων που επιβουλεύτηκαν την ανεξαρτησία τους («Aferin Yunanistana», Vatan 30/10/1940).



Συγκινημένος ο συντάκτης της εφημερίδας Yeni Sabah δεν δίστασε να τιτλοφορήσει το άρθρο του στη γλώσσα του γειτονικού έθνους: «Zito To Eksereton Etnos» (12/4/1941). 

Η «απεχθής» ιταλική επίθεση

Ο Νιζαμετίν Ναζίφ προέβαλε την πλήρη στήριξη των Τούρκων και της κυβέρνησης του πρωθυπουργού τους, Ρεφίκ Σαϊντάμ, έναντι της «απεχθούς» ιταλικής επίθεσης και αναφωνούσε: «Ελληνες! Ας είναι ευλογημένος ο αγώνας σας!» (Nizamettin Nazıf, «Elenler! Gazanız Mübarek Olsun!», İkdam 30/10/1940). Ο συντηρητικός μουσουλμάνος και μετέπειτα πατέρας της «τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης», Νετζίπ Φαζίλ Κισάκιουρεκ, συνέκρινε τους Ελληνες με τους αρχαίους Σπαρτιάτες, προτάσσοντας το επίγραμμα του Σιμωνίδη «Ω ξειν’, αγγέλειν Λακεδαιμονίοις...» (Necip Fazıl Kısakürek, «Her Bakımdan Vaziyet», Son Telgraf 31/10/1940), και ο Χακί Σούχα Γκεζγκίν έλεγε με τη σειρά του «Εύγε στους Ελληνες» (Hakkı Süha Gezgin, «Aferin Yunanlılara», Vakit 31/10/1940).

Διθυραμβικά σχόλια και θαυμασμός

Στις 6 Νοεμβρίου ο Χ. Τζ. Γιάλτσιν συνέχιζε τα εγκώμια για το «φίλο ελληνικό έθνος, ο ηρωισμός του οποίου έχει προκαλέσει αγάπη και επιδοκιμασία παγκοσμίως». Ταυτόχρονα, έδινε στο άρθρο του μια εντυπωσιακή πληροφορία για τον τρόπο που έβλεπαν στην Τουρκία την ισχύ και τις ικανότητες του ελληνικού στρατού: «Η Τουρκία γνωρίζει και επικροτεί την αληθινή αξία και την ανδρεία του ελληνικού στρατού. Οι φίλοι μου στην Αγκυρα επαναλάμβαναν τα εγκωμιαστικά σχόλια του μεγάλου Ατατούρκ για τον ελληνικό στρατό και με διαβεβαίωναν πως τον εκτιμούσε πολύ. Ενας έμπειρος στρατηγός μού είπε τα εξής για τον ελληνικό στρατό: “Εχω πολεμήσει εναντίον στρατευμάτων από διάφορα έθνη. Ο Ελληνας στρατιώτης αξίζει να συγκαταλεχθεί μεταξύ των καλύτερων του κόσμου. Εάν οι Ελληνες πολεμήσουν όπως πολέμησαν μαζί μας στον Σαγγάριο, είμαι σίγουρος ότι θα εκδιώξουν τους Ιταλούς”». Στην κατακλείδα του άρθρου του ο Τούρκος δημοσιογράφος πρότεινε να αποσταλεί στην Ελλάδα το πλεόνασμα των τροφίμων της Τουρκίας, παροτρύνοντας τις γυναίκες της χώρας που έπλεκαν μάλλινα γάντια και κασκόλ για τους Τούρκους φρουρούς των συνόρων, να μην ξεχνούν και «τους ευζώνους που υπερασπίζονται την πατρίδα τους στη βροχή και στο χιόνι, στα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας» (H.C. Yalçın, «Yunan Milleti için», Yeni Sabah 6/11/1940).

Τη σκυτάλη από τον Γιάλτσιν έπαιρνε ο Ακα Γκιουντούζ, ο οποίος στο έμπλεο συγκίνησης άρθρο του παρέπεμπε στο έπος των Θερμοπυλών και αναφωνούσε: «Ηρωικό και αιώνιο Ελληνικό Εθνος! Ερρωσο!» (Aka Gündüz, «Kahraman Elen Milleti! Sen SağOl!», Tan 30/1/1941). Εξίσου ενθουσιώδης εμφανιζόταν ο ίδιος συντάκτης δύο μήνες αργότερα, τη φορά αυτή από τη στήλη του στη «Βατάν», όπου υπό τον τίτλο «Ο Δεύτερος Πόλεμος της Ανεξαρτησίας», ανέφερε και τα εξής: «Τι ευτυχείς που είναι όσοι γνωρίζουν το μυστικό να πεθαίνουν αφέντες, παρά να γονατίζουν μπροστά σε αφέντες! Τι ευτυχείς που είστε Ελληνες! Πόσο ευτυχείς! Αν δεν υπήρχαν ορισμένα εμπόδια πολιτικής φύσεως και τι δεν θα ‘δινα να πολεμήσω σαν απλός στρατιώτης στις τάξεις σας παρά τα χρόνια μου και τ’ άσπρα μου μαλλιά. (...) Είθε να γιορτάσουν τα εγγόνια μου με τα εγγόνια σας τη 240ή επέτειο της ανεξαρτησίας σας» («İkinci İstikâl Savaşı», Vatan 28/3/1941). Συγκινημένος ο συντάκτης από το ελληνικό έπος, δεν δίστασε να τιτλοφορήσει το άρθρο του στη γλώσσα του έθνους που τόσο βαθιά θαύμασε και εκτιμούσε: «Zito To Eksereton Etnos» (Yeni Sabah 12/4/1941).

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΓΓΕΛΕΤΟΠΟΥΛΟΣ*

* Ο δρ Γεώργιος Αγγελετόπουλος έχει υπηρετήσει ως στέλεχος επικοινωνίας στα Γραφεία Τύπου της Αγκυρας, της Λευκωσίας και της Κωνσταντινούπολης. Πρόσφατα εκδόθηκε το βιβλίο που συνυπογράφει με τον Ευάγγελο Αρεταίο «Τουρκία: Το τρένο του μεγάλου εκσυγχρονισμού», εκδ. Παπαδόπουλος.

https://www.kathimerini.gr/1049146/gallery/epikairothta/ellada/ellhnes-eyloghmenos-o-agwnas-sas-pws-eide-o-toyrkikos-typos-thn-28h-oktwvrioy-toy-40?fbclid=IwAR0XEmUpyVVMwFf4gtVdYEewuk9VxJ2dGLtA7M8iQiAjNkdsw1Mln8Ss1zw


28/10/2019



  ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΣΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ   

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940