Από την επιστρεφόμενη συσκευασία στην ανακύκλωση.


Από την επιστρεφόμενη συσκευασία
 στην ανακύκλωση. 

Τα οικολογικά κινήματα κατηγορούσαν τους βιομηχάνους που είχαν επιλέξει τις συσκευασίες μίας χρήσης με μόνο κριτήριο την αύξηση της κερδοφορίας τους, καταστρέφοντας το σύστημα επαναχρησιμοποίησης των κενών φιαλών. Τη δεκαετία του 1970 πολλαπλασιάστηκαν οι πρωτοβουλίες για να εξαναγκαστούν οι βιομηχανίες. Ένα χρόνο μετά οι βιομήχανοι εξοργισμένοι μιλούσαν για κομμουνιστικές ιδέες!

Καθημερινά μας εκθειάζουν, μέσα από χίλια δύο κηρύγματα, τη «μοντέρνα συμπεριφορά του υπεύθυνου πολίτη», που απαιτεί μία μόνο χειρονομία: τη διαλογή των απορριμμάτων προς ανακύκλωση. Και αυτό παρουσιάζεται ως εγγύηση διάσωσης ενός υποβαθμισμένου πλανήτη. Μάλλον όμως δεν έχουμε κατανοήσει σωστά τη λογική που κρύβεται πίσω από την προσταγή για «οικολογική υπευθυνότητα»...

Από το παράθυρο του αυτοκινήτου ένα χέρι πετάει μια σακούλα σκουπιδιών, που σκάει και ξεκοιλιάζεται στο ρείθρο του δρόμου. Τα σκουπίδια σκορπίζονται γύρω από τα πόδια ενός επιβλητικού ανθρώπου με μοκασίνια. Είναι ένας Ινδιάνος: φοράει το παραδοσιακό καπέλο με φτερά. Γκρο πλαν. Κοιτάζει κατάματα την κάμερα, κοιτάζει εσάς. Κλαίει. Ζουμ στο δάκρυ που κυλάει πάνω στο σκαμμένο του μάγουλο. Φωνή off: «Η ρύπανση αρχίζει από τους ανθρώπους. Κι αυτοί μόνο μπορούν να τη σταματήσουν». Ένθεση στην εικόνα, με μεγάλα γράμματα: «Keep America Beautiful» («Διατηρήστε όμορφη την Αμερική»).

Ο Ινδιάνος συμβολίζει τη φύση. Εσείς τον πολιτισμό. Είναι η φωνή της ένοχης συνείδησής σας. Ως κατώτερος, δεν μπορεί να μιλήσει: μιλούν όμως τα ανοιχτά μάτια του αντί για το κλειστό στόμα του. Αυτήν την παρθένα Αμερική, που προϋπήρχε του αποικισμού, που βρομίστηκε, ρημάχτηκε, υπέστη γενοκτονίες, εσείς συνεχίζετε να την πληγώνετε. Κι αυτή σας απευθύνει μια βουβή κατηγορία. Και ύστερα ακολουθεί το διαφημιστικό σύνθημα. Η αιτία της ρύπανσης είστε εσείς. Συνεπώς εσείς είστε και η λύση του προβλήματος. Τα πάντα είναι στο χέρι σας. Μπορείτε να ανακουφίσετε την ένοχη συνείδησή σας. Αρκεί να αλλάξετε συμπεριφορά.

Ποιος κρύβεται πίσω από αυτό το γεμάτο διδακτισμό διαφημιστικό μήνυμα που προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1971; Αντίθετα απ’ ό,τι θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος, η Keep America Beautiful, η οποία ιδρύθηκε το 1953, δεν είναι μια περιβαλλοντική ΜΚΟ, αλλά μια κοινοπραξία υπό την αιγίδα των βιομηχανιών αναψυκτικών, ποτών και συσκευασιών -μεταξύ των οποίων η Coca - Cola και η κονσερβοποιία American Can Company.

Επί μακρόν στις ΗΠΑ λειτουργούσε ένα σύστημα επιστρεφόμενων συσκευασιών για τα ποτά και τα αναψυκτικά: ο πελάτης πλήρωνε μερικά σεντς επιπλέον, τα οποία του επιστρέφονταν όταν παρέδιδε την κενή φιάλη. Το σύστημα επαναχρησιμοποίησης της φιάλης -εντελώς διαφορετικό από την ανακύκλωση των υλικών της (το γυαλί δεν έλειωνε, αλλά η φιάλη ξαναγέμιζε)- ήταν αποτελεσματικό, αειφόρο και ελαχιστοποιούσε τα απορρίμματα1.

Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν τη δεκαετία του 1930. Μετά τη λήξη της ποτοαπαγόρευσης, όταν ξανάρχισε η πώληση ποτών, η ζυθοποιία εφηύρε το αλουμινένιο κουτάκι μπύρας. Το πέρασμα σε συσκευασίες μίας χρήσης δημιουργούσε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προοπτικές: κατάργηση του κόστους ανάκτησης και επαναχρησιμοποίησης των συσκευασιών, κατάργηση των μεσαζόντων (των τοπικών εμφιαλωτών μεταξύ άλλων), συγκέντρωση της παραγωγικής δραστηριότητας με παράλληλη επέκταση της διανομής προϊόντων σε μεγάλες αποστάσεις.

Φυσικά, η γενίκευση της συσκευασίας μίας χρήσης συνεπαγόταν την αύξηση του όγκου των απορριμμάτων, οι βιομήχανοι όμως ένιπταν τας χείρας τους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι βιομηχανίες αναψυκτικών -πρώτα η Pepsi και στη συνέχεια η Coca - Cola- ακολούθησαν το παράδειγμα των ζυθοποιών.

Η στροφή προς τη συσκευασία μίας χρήσης υπήρξε θεαματική. Ενώ το 1947 το 100% των αναψυκτικών και το 85% της μπύρας πωλούνταν σε επαναχρησιμοποιήσιμες γυάλινες συσκευασίες, το 1971 το ποσοστό είχε πέσει στο 50% και στο 25% αντίστοιχα2. Από τότε τα ρείθρα των δρόμων, οι αλάνες, οι όχθες των ποταμών και οι χώροι πικνίκ γέμισαν μεταλλικά κουτιά και μη επιστρεφόμενες φιάλες. Προκλήθηκε αναστάτωση. Κυκλοφόρησαν κείμενα συλλογής υπογραφών. Ζητήθηκε με επιτακτικό τρόπο από τις αρχές να λάβουν μέτρα.

Το 1953 η τοπική Βουλή της πολιτείας του Βερμόντ υιοθέτησε τον πρώτο νόμο που καθιστούσε υποχρεωτική την επιστρεφόμενη συσκευασία. Οι επιχειρήσεις ανησύχησαν σοβαρά, καθώς φοβούνταν ότι μια τέτοια νομοθεσία δημιουργούσε «ένα προηγούμενο που κάποια στιγμή θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά ολόκληρη τη βιομηχανία»3. Την ίδια χρονιά δημιουργήθηκε η οργάνωση Keep America Beautiful προκειμένου να ανακόψει την εξέλιξη.

Το καλοκαίρι του 1936, όταν η Continental Can Company λάνσαρε για πρώτη φορά στην αγορά τις μπύρες σε μεταλλική συσκευασία, οργάνωσε μια μεγάλη διαφημιστική εκστρατεία στον Τύπο, όπου εκθείαζε τα πλεονεκτήματα της εφεύρεσής της: ήταν εξαιρετικά πρακτική, άνοιγε με μια κίνηση του χεριού, διατηρούσε τη γεύση και τη φρεσκάδα και, κυρίως, επέτρεπε «να πίνεις κατευθείαν από το κουτί, χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να φέρνεις πίσω τις άδειες φιάλες».

Φυσικά δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι το κυριότερο επιχείρημα για την προώθηση της μπύρας σε μεταλλικό κουτί μίας χρήσεως ήταν ακριβώς ότι μπορείς να το πετάξεις. Τέλος οι επιστρεφόμενες φιάλες, τέλος το κουβάλημα άδειων μπουκαλιών. Η φωτογραφία της διαφήμισης έδειχνε δύο άντρες με σηκωμένα μανίκια μέσα σε μια βάρκα. Η στάση καθενός τους αναπαριστούσε μια σκηνή που μάλλον θα επαναλαμβανόταν αδιάκοπα κατά τη διάρκεια του απογευματινού τους ψαρέματος: ο ένας έπινε με τον αγκώνα υψωμένο, ενώ ο άλλος ετοιμαζόταν να πετάξει το άδειο κουτί στη λίμνη. Πιείτε και ύστερα ξεφορτωθείτε...

Τρεις δεκαετίες αργότερα, μια διαφήμιση αυτού του είδους ήταν αδιανόητη. Κατά βάθος, τίποτα δεν είχε αλλάξει: το πλεονέκτημα των συσκευασιών μίας χρήσης είναι ότι μπορείς να τις πετάξεις. Ωστόσο, δεν ήταν πλέον δυνατόν να το λένε τόσο ανοιχτά. Είχε έρθει η ώρα να διορθωθεί το πρώτο μήνυμα με ένα δεύτερο.

Στο διαφημιστικό σποτ του 1971, αυτό με τον Ινδιάνο που κλαίει, ξανασυναντούμε την ίδια χειρονομία, το χέρι που σηκώνεται για να πετάξει κάτι. Ωστόσο, αυτή τη φορά, συνοδευόταν από μια άλλη εικόνα, το δάκρυ του ιθαγενή, η οποία της προσέδιδε αναδρομικά μια διαφορετική έννοια. Το παλαιότερο προφανές μήνυμα, που τώρα απωθείται, έλεγε: «Αγόρασέ με, είναι βολικό, μόλις πιεις και ψιλοζαλιστείς, με πετάς στη λίμνη».

Αυτό το μήνυμα έχει πλέον γίνει λανθάνον και έχει επισήμως αντικατασταθεί από αυτό: «Είναι μεν μίας χρήσης, αλλά προσοχή: εάν με πετάξεις εκεί όπου δεν πρέπει (και το έχεις ήδη κάνει), θα νιώσεις ένοχος. Εκείνο που εμείς σε παρακινήσαμε στο παρελθόν να κάνεις, τώρα σου επιβάλλουμε όχι μόνο να το αποφεύγεις, αλλά και να νοιώθεις ενοχές».

Καθώς το πρόβλημα αναδιατυπώθηκε ώστε να μπορεί να αποδοθεί σε παρεκτροπές από την ορθή συμπεριφορά, η λύση φαινόταν αυτονόητη: θα προέκυπτε μέσα από μια ηθική αναμόρφωση. Για να εξαλειφθεί η ρύπανση, αρκούσε να υιοθετήσουν όλοι τους καλούς τρόπους περιβαλλοντικής συμπεριφοράς σε ατομικό επίπεδο.

Από την πλευρά τους όμως τα οικολογικά κινήματα κατηγορούσαν τους βιομηχάνους που είχαν επιλέξει τις συσκευασίες μίας χρήσης με μόνο κριτήριο την αύξηση της κερδοφορίας τους, καταστρέφοντας ένα πολύ καλά «στρωμένο» σύστημα επαναχρησιμοποίησης των κενών φιαλών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πολλαπλασιάστηκαν οι πρωτοβουλίες για τον εξαναγκασμό των βιομηχάνων να επανέλθουν στην επιστρεφόμενη συσκευασία.

Το 1971 στο Όρεγκον ψηφίστηκε ένας νόμος προς αυτήν την κατεύθυνση. Την επόμενη χρονιά ακολούθησε το Βερμόντ. Οι βιομήχανοι εξοργίστηκαν, φτάνοντας στο σημείο να ξεχάσουν τους καλούς τρόπους τους. Ο Ουίλιαμ Φ. Μέι με τον διπλό του ρόλο, ως διευθυντής της American Can Company, αλλά και πρόεδρος της Keep America Beautiful, δήλωνε εξοργισμένος:

«Οφείλουμε να αγωνιστούμε με όλα τα μέσα ενάντια στα δημοψηφίσματα για τις επιστρεφόμενες φιάλες που οργανώνονται φέτος στο Μέιν, στη Μασσαχουσέτη, στο Μίσιγκαν και στο Κολοράντο, όπου κομμουνιστές, ή άτομα εμφορούμενα από κομμουνιστικές ιδέες, προσπαθούν να σπρώξουν αυτές τις πολιτείες στον δρόμο που ακολούθησε το Όρεγκον»4.

Μπροστά στην απειλή της υιοθέτησης νομοθετικών ρυθμίσεων, το Glass Container Manufacturers Institute (GCMI, Ινστιτούτο Κατασκευαστών Υάλινων Συσκευασιών) ξεκίνησε το 1970 μια μεγάλη εκστρατεία δημοσίων σχέσεων εφοδιασμένη με έναν προϋπολογισμό αρκετών εκατομμυρίων δολαρίων.

Δύο ημέρες πριν από τον πρώτο εορτασμό της Ημέρας της Γης, πρότεινε στο Λος Άντζελες ένα πιλοτικό πρόγραμμα ανακύκλωσης. Χάρη σε μια κινητοποίηση οργανωμένη από συνεργαζόμενα με το πρόγραμμα σχολεία, οργανώσεις και εκκλησίες, οι κάτοικοι κλήθηκαν να φέρουν κενά γυάλινα δοχεία και φιάλες στα κέντρα περισυλλογής που άνοιξαν για την περίσταση, λαμβάνοντας ως ανταμοιβή 2 σεντς για κάθε κιλό γυαλιού.

Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα, στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα του Λος Άντζελες συλλέγονταν 250.000 φιάλες την εβδομάδα. Ενθαρρυμένο από την επιτυχία, το GCMI οργάνωσε την επόμενη χρονιά ένα πρόγραμμα ανακύκλωσης σε εθνική κλίμακα, κατά τη διάρκεια μια «Εβδομάδας κατά της απόρριψης σκουπιδιών στο περιβάλλον».

Έτσι η πρακτική της ανακύκλωσης προωθήθηκε από τη βιομηχανία ως εναλλακτική λύση απέναντι στα σχέδια για την καθιέρωση της επιστρεφόμενης συσκευασίας και την απαγόρευση των φιαλών μίας χρήσης. Μετά από αυτή τη νικηφόρα εκστρατεία των βιομηχανικών λόμπι, η ανακύκλωση μετατράπηκε σε «αποκλειστική λύση, αντί να αποτελεί συμπλήρωμα προγραμμάτων υποχρεωτικού περιορισμού των απορριμμάτων στην πηγή»5. Από τη στιγμή που άρχισαν να εφαρμόζονται οι πρώτες πρακτικές διαλογής απορριμμάτων, ενθαρρυμένες από τη βιομηχανία, ο όγκος των οικιακών σκουπιδιών που παρήγαν τα νοικοκυριά δεν έπαψε να αυξάνεται με εκρηκτικούς ρυθμούς.

Έτσι, τη στιγμή ακριβώς που οι βιομηχανίες ξήλωναν το σύστημα επιστρεφόμενων συσκευασιών απαλλασσόμενες από το κόστος του και λάμβαναν απόλυτα αντιοικολογικές αποφάσεις, καλούσαν τους καταναλωτές να ακολουθήσουν μια οικολογικά υπεύθυνη συμπεριφορά. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση διπλής ηθικής, όπου διακηρύσσεται ένας ηθικός κανόνας που ισχύει για όλους τους άλλους εκτός από σένα. Φορτώνεις την ευθύνη στους άλλους ώστε να την ξεφορτωθείς ευκολότερα εσύ.

Με τη βοήθεια πλήθους διαφημιστικών εκστρατειών μεγάλης εμβέλειας, οι βιομήχανοι κατόρθωσαν να παρουσιάσουν το ζήτημα των απορριμμάτων ως «ένα ζήτημα ατομικής ευθύνης, αποσυνδεδεμένο από την παραγωγική διαδικασία»6, άσχετο με τη μείωση της παραγωγής απορριμμάτων στην πηγή.

Για εμάς, τους απλούς ανθρώπους, είναι σίγουρα κολακευτικό να φανταζόμαστε ότι τα πάντα στηρίζονται πάνω στους αδύναμους ώμους μας. Όμως, τη στιγμή που εμείς ξεδιαλέγουμε τα απορρίμματα μέσα στην κουζίνα μας και τοποθετούμε χώρια τα ανακυκλώσιμα, ορισμένοι άλλοι φορείς (για παράδειγμα οι δήμοι), με πολύ λιγότερο ορατό και άμεσα αντιληπτό τρόπο, αναγκάστηκαν να επενδύσουν και να χρεωθούν προκειμένου να κατασκευάσουν τις υποδομές που απαιτεί η εκθετική αύξηση της παραγωγής οικιακών απορριμμάτων.

Σε τελική ανάλυση, οι πολίτες είναι εκείνοι που «χρηματοδότησαν (τόσο με τη συμμετοχή τους, όσο και με τους φόρους τους) το σύστημα ανακύκλωσης των συσκευασιών που παράγει η βιομηχανία ποτών και αναψυκτικών, επιτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στις επιχειρήσεις να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους χωρίς να είναι υποχρεωμένες να αναλάβουν το επιπλέον κόστος»7.

Τη δεκαετία του 1970 οι βιομήχανοι υιοθέτησαν τη ρητορική του οικολογικού κινήματος απευθύνοντας εκκλήσεις για «συστράτευση» και «συνέχιση του αγώνα» μέσα από μικρές καθημερινές χειρονομίες υπευθυνότητας. Η διαφημιστική εκστρατεία με τον Ινδιάνο που κλαίει συνοδευόταν από ένα φυλλάδιο με τα «71 πράγματα που μπορείτε να κάνετε για να σταματήσετε τη ρύπανση».

Προσπαθούσαν να προωθήσουν «εξημερωμένες» μορφές πολιτικής στράτευσης, προορισμένες να ικανοποιήσουν την επιθυμία για ανάληψη οικολογικής δράσης που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή στην κοινωνία, προσανατολίζοντας ταυτόχρονα αυτή τη δράση προς μια κατεύθυνση μη ανταγωνιστική και συμβατή με τα συμφέροντά τους, ώστε να αποφύγουν το ενδεχόμενο της αμφισβήτησής τους.

Η ψυχολογική δύναμη τέτοιων τακτικών στηρίζεται στο γεγονός ότι σας προτείνουν κάτι που ακούγεται πολύ ευχάριστο -και αληθινό επίσης, αρκεί να παρουσιάζεται με τον σωστό τρόπο: τα πάντα είναι στο χέρι σας, εσείς έχετε τη δύναμη να «κάνετε τη διαφορά». Προσπαθούν να δώσουν διέξοδο στις ισχυρές προσδοκίες για αλλαγή της κατάστασης των πραγμάτων εδώ και τώρα, ακόμα και στο επίπεδο της καθημερινής ζωής, παγιδεύοντάς τις όμως σε ανώδυνες δράσεις.

Η βιομηχανική προώθηση της ανακύκλωσης υπήρξε μια τακτική αυτού του είδους: αποσκοπούσε στην παραπλάνηση των ενδεχόμενων αντίθετων φωνών διατηρώντας τα άτομα απασχολημένα σε μια απολιτική δράση.

Αυτός ο περίεργος «ηθικός νεοφιλελευθερισμός» αντιπαραθέτει στην πολιτική δράση, την οποία θεωρεί μάταιη, μια πληθώρα μικρών, μεμονωμένων πράξεων. Ωστόσο η πρακτική των βιομηχάνων διαψεύδει αμέσως τους ισχυρισμούς τους: προκειμένου να αποτρέψουν την καθιέρωση περιβαλλοντικών νομοθετικών ρυθμίσεων, αυτοί οι ίδιοι επιδόθηκαν ενεργά σε πολιτική δράση. Πράγματι, δεν ενήργησαν μεμονωμένα: αντίθετα, ενώθηκαν και σχημάτισαν μια συλλογικότητα που ήταν σε θέση να ενεργεί συντονισμένα.

Τη δεκαετία του 1960, τόσο για τα πρωτοεμφανιζόμενα οικολογικά κινήματα όσο και για τα φεμινιστικά, «το προσωπικό ήταν πολιτικό». Οι σχέσεις κυριαρχίας έπρεπε να εντοπιστούν ακόμα και στις πιο κρυμμένες πτυχές της καθημερινότητας.

Η προσπάθεια να αλλάξεις τις καθημερινές πρακτικές σου και να αγωνίζεσαι για την αλλαγή του συστήματος, η κομποστοποίηση των οργανικών απορριμμάτων σου και η ανάληψη ακτιβιστικής δράσης ήταν πράγματα απολύτως συμβατά: το ένα δεν απέκλειε το άλλο. Η ρητορική της ατομικής υπευθυνότητας που προωθεί η βιομηχανία του κλάδου έχει οδηγήσει στην αποσύνδεση και στην αντιπαράθεση αυτών των δύο εννοιών: μετέτρεψε τη μικρομεταρρύθμιση των ατομικών συμπεριφορών σε εναλλακτική λύση απέναντι στην πολιτική δράση. Προώθησε και διέσπειρε επικοινωνιακά μια ψευδή αντινομία μεταξύ μικρο- και μακρο-αλλαγών. Η απαίτηση για αλλαγή του συστήματος, η οποία πλέον παρουσιάζεται ως εντελώς ουτοπική και στείρα, αντικαθίσταται με τη -δήθεν επαρκέστατη- μεταρρύθμιση των ατομικών πρακτικών, που υποτίθεται ότι μπορούν να αλλάξουν σιγά-σιγά τα πράγματα, χωρίς συλλογική δράση και χωρίς συγκρούσεις.

Υπάρχει κάτι το παράδοξο σε αυτήν την ιστορία. Το σύστημα της επιστρεφόμενης συσκευασίας στηριζόταν στην κινητοποίηση ενός καθαρά οικονομικού συμφέροντος: συμπεριφερόμενος ως σωστός «οικονομικός φορέας», ο καταναλωτής επέστρεφε τη συσκευασία για να πάρει πίσω τα 50 σεντς του. Ένας μηχανισμός οικονομικής διαχείρισης βασισμένος στο συμφέρον του, δηλαδή απολύτως σύμφωνος με τις ανθρωπολογικές αρχές της κλασικής οικονομίας.

Ωστόσο η βιομηχανία επέμεινε να αντικαταστήσει αυτό το σύστημα με ένα άλλο που, αντιθέτως, στηρίζεται σε ανιδιοτελή κίνητρα. Από καθαρή έγνοια για το συλλογικό συμφέρον, καθένας μας καλείται να ξεχωρίζει τα απορρίμματά του σε ανακυκλώσιμα ή μη, και μάλιστα χωρίς να υπάρχει το παραμικρό εμφανές εγωιστικό κίνητρο. Έτσι, μεταξύ του Homo Economicus και του Homo Politicus εμφανίζεται και ένα τρίτο είδος: ο Homo Ethicus, ένα «υπεύθυνο» υποκείμενο, επιφορτισμένο στη δική του κλίμακα με την καταπολέμηση, μέσω της μικρο-αρετής του, των συστημικών μακρο-ελαττωμάτων.

Με τη μόνη διαφορά ότι αυτή η νέα ηθική διαχείριση δεν αντιτίθεται στην άλλη διαχείριση, την οικονομική, που επιβάλλεται σε αυτούς τους ίδιους φορείς - υποκείμενα. Δεν την ακυρώνει: την επικαλύπτει. Τα ίδια άτομα που θεωρούνται ηθικά υποκείμενα, εξακολουθούν να είναι -και ακόμα πιο έντονα- οικονομικοί φορείς. Κάθε άτομο οφείλει να διαχειριστεί την ένταση που προκύπτει από αυτές τις δύο αντιφατικές προσταγές: να είναι οικονομικά αποτελεσματικό, αλλά και οικολογικά υπεύθυνο.

Έτσι, η προσταγή για ανάληψη ευθύνης δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μεταφορά αυτής της αντίφασης στην ψυχική ζωή των ατόμων. Πρόκειται για μια νέα μορφή δυστυχούς συνείδησης, συνδεδεμένη με μια μορφή διαχείρισης μέσω του διλήμματος. 

1. Για το πλήρες απόσπασμα, βλ. Joe Greene Conley II, «Environmentalism contained: A history of corporate responses to the new environmentalism», διδακτορική διατριβή, Πρίνσετον, 2006, www.thecre.com

2. Andrew Boardman Jaeger, «Forging hegemony: How recycling became a popular but inadequate response on accumulating waste», Social Problems, τ. 65, Νο 3, Οξφόρδη, Αύγουστος 2018.

3. Αναφέρεται από τον Andrew Boardman Jaeger, ό.π.

4. «Clean-up groups fronting for bottlers, critics say», «The San Bernardino County Sun», 29 Αυγούστου 1976.

5. Bartow J. Elmore, «The American beverage industry and the development of curbside recycling programs, 1950-2000», Business History Review, τ. 86, Νο 3, Κέμπριτζ, φθινόπωρο 2012.

6. Don Hazen, «The hidden life of garbage: An interview with Heather Rogers», AlterNet, 30 Οκτωβρίου 2005, www.alternet.org

7. Bartow J. Elmore, «The American beverage industry and the development of curbside recycling programs, 1950-2000», ό.π.

  Grégoire Chamayou 
 φιλόσοφος, επικεφαλής έρευνας στο CNRS, συγγραφέας του «La Société ingouvernable. Une génération du libéralisme autoritaire», εκδ. La Fabrique, Παρίσι 2018, από το οποίο εμπνεύστηκε το παρόν κείμενο

Didier Gaillard. — Sans titre, 2010 - Bridgeman images

Επιμέλεια: Βασίλης Παπακριβόπουλος


  7 Οκτωβρίου 2019  


             ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ            



 Γιατί οι περιβαλλοντιστές χρειάζεται να κατανοούν 
τα οικονομικά.

Ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα για τους υποστηρικτές της ελεύθερης επιχειρηματικότητας είναι οι περιβαλλοντικές ανησυχίες, ιδίως οι μεγάλης κλίμακας όπως η κλιματική αλλαγή. Αυτό που καθιστά τόσο ενδιαφέροντα τα πιο επεξεργασμένα περιβαλλοντολογικά επιχειρήματα είναι το γεγονός ότι πολλές φορές χρησιμοποιούν ιδέες και όρους που συχνά χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν οικονομικά συστήματα.

Για παράδειγμα, τόσο τα φυσικά όσο και τα κοινωνικά συστήματα είναι εξελικτικά. Η φύση, όπως και η κοινωνία είναι μια αναδυόμενη (ή κατά τον Χάγιεκ “αυθόρμητη”) τάξη. Στο παρελθόν έχω χαρακτηρίσει τις αγορές “επιστημολογικά οικοσυστήματα”. Και η οικολογία μοιράζεται το ίδιο πρώτο συνθετικό με την οικονομία. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι περιβαλλοντιστές χρησιμοποιούν συχνά λέξεις όπως “πόροι”, “σπανιότητα” και “αποδοτικότητα”, τις οποίες ακούμε και σε συζητήσεις που αφορούν τις αγορές και τα οικονομικά ευρύτερα.

Λόγω αυτών των ομοιοτήτων, οι υποστηρικτές των ελεύθερων αγορών και όσοι ανησυχούν για την παρέμβαση των ανθρώπων στον φυσικό κόσμο θα πρέπει να ακούσουν οι μεν τους δε πολύ πιο προσεκτικά απ’ όσο συμβαίνει σήμερα. Πρόσφατα είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε μια τέτοια συζήτηση και αυτό με έκανε να αναλογιστώ κάποιες από τις αιτίες της έλλειψης επικοινωνίας, καθώς και το τι μπορεί η οικονομική επιστήμη να προσθέσει στον τρόπο που οι περιβαλλοντιστές συχνά βλέπουν αυτά τα ζητήματα. Ακολουθούν λοιπόν κάποιες σχετικές σκέψεις μου.

Οικονομολόγοι και περιβαλλοντιστές

Μια ιδέα είναι ότι οι υποστηρικτές των αγορών θα πρέπει να αξιοποιούν περισσότεροι τις αναλογίες με τα φυσικά οικοσυστήματα όταν μιλούν με περιβαλλοντιστές. Οι αγορές λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό όπως και η δαρβίνεια εξέλιξη, τουλάχιστον κατ’ αναλογία. Η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία είναι τα οικονομικά ισοδύναμα των “μεταλλάξεων”, και το κέρδος και η ζημία είναι τα οικονομικά ισοδύναμα της “φυσικής επιλογής”.

Όπως ακριβώς η βιολογική διαδικασία οδηγεί τα είδη στο να προσαρμοστούν στο περιβάλλον τους, καθώς οι μεταλλάξεις που ενισχύουν την πιθανότητα επιβίωσης θα περάσουν στις μελλοντικές γενιές, έτσι και οι οικονομικές διαδικασίες οδηγούν τους ανθρώπους σε μια “καλύτερη προσαρμογή στο κοινωνικό τους περιβάλλον” μέσω της αναδιάταξης του φυσικού κόσμου κατά τρόπους ώστε να παράγεται περισσότερη αξία.

Οι περιβαλλοντιστές αναγνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο αυτού του είδους τα περίπλοκα προσαρμοστικά συστήματα δημιουργούν τάξη χωρίς κάποιον σχεδιαστή στον φυσικό κόσμο, και η επισήμανση ότι η ίδια περιγραφή ισχύει και για τις αγορές μπορεί να είναι ένας τρόπος ώστε να γίνουν πιο ενδιαφέρουσες και παραγωγικές συζητήσεις, αλλά και για να ενισχυθεί η εκτίμηση για τις αγορές.

Όπως και οι οικονομολόγοι, οι περιβαλλοντιστές ενδιαφέρονται για τους σπάνιους πόρους και την αποδοτικότητα. Αυτό που συχνά μας διαφοροποιεί, είναι ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε αυτούς τους όρους. Για παράδειγμα, οι περιβαλλοντιστές συνήθως αντιλαμβάνονται τους “φυσικούς πόρους” ως αντικείμενα που παράγει η φύση. Μερικές φορές παραγνωρίζουν τον ανθρωπογενή πόρο του κεφαλαίου και τον συνδυασμό της φύσης και της ανθρωπότητας που ως πόρο ονομάζουμε “εργασία”.

Για να φέρω ένα παράδειγμα αυτής της σύγχυσης, αναλογιστείτε το επιχείρημα που αντιμετώπισα πρόσφατα ότι οι πράσινες μορφές ενέργειας όπως η ηλιακή είναι επιθυμητές γιατί χρησιμοποιούν λιγότερους σπάνιους πόρους και δημιουργούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας.

Η απάντησή μου ως οικονομολόγος είναι να καλωσορίσω κάθε τρόπο παραγωγής ενός αγαθού που χρησιμοποιεί λιγότερους φυσικούς πόρους εφόσον όλες οι υπόλοιπες παράμετροι παραμένουν αμετάβλητες. Αν μπορώ να παραγάγω το ίδιο ποσό ενέργειας χρησιμοποιώντας λιγότερο κάρβουνο και τίποτα παραπάνω, αυτό είναι κάτι το θετικό. Παρατηρείστε όμως το υπόλοιπο μέρος του ισχυρισμού: η πράσινη ενέργεια χρειάζεται επίσης ένα μεγαλύτερο μέρος από τον σπάνιο πόρο της ανθρώπινης εργασίας. Αυτό σημαίνει η “δημιουργία θέσεων εργασίας” σ’ αυτό το πλαίσιο. Υπάρχουν πλήθος δεδομένων ότι η πράσινη ενέργεια είναι πολύ πιο απαιτητική σε εργασία από τα ορυκτά καύσιμα ή άλλες μορφές που βασίζονται στον άνθρακα.

Οι περιβαλλοντιστές ορθώς κατανοούν ότι είναι καλό να χρησιμοποιούμε λιγότερα ποσά ενός σπάνιου φυσικού πόρου, αλλά φαίνεται να ξεχνούν αυτή την ιδέα σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη εργασία.

Αξίζει τον κόπο;

Η συνετή διαχείριση των σπάνιων πόρων σημαίνει ότι θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη πόση εργασία θα χρειαστεί για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου ποσού ενέργειας. Όπως ακριβώς το να χρησιμοποιούμε περισσότερους φυσικούς πόρους απ’ όσους ενδεχομένως χρειάζεται σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε εναλλακτικά πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε με αυτούς τους πόρους, έτσι και η δημιουργία θέσεων εργασία που μπορεί να μην απαιτούνται για την παραγωγή της ενέργειας που χρειαζόμαστε σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε άλλα πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε.

Η σύγχυση αυτή οφείλεται εν μέρει στις διαφορετικές σημασίες της λέξεις “αποδοτικότητα”. Οι περιβαλλοντιστές συχνά ενδιαφέρονται για την “ενεργειακή αποδοτικότητα” ή την “αποδοτικότητα των πόρων”. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αποδοτικότητα καυσίμων ενός αυτοκινήτου. Τα αυτοκίνητα είναι πιο αποδοτικά αν μπορούν να ταξιδέψουν περισσότερα χιλιόμετρα ανά λίτρο βενζίνης.

Για έναν οικονομολόγο όμως η αποδοτικότητα που έχει σημασία είναι η “οικονομική αποδοτικότητα” ή η απάντηση στο ερώτημα “αξίζει τον κόπο”;

Σήμερα διαθέτουμε την τεχνολογία να κατασκευάσουμε πολύ πιο αποδοτικά ως προς τα καύσιμα αυτοκίνητα, αλλά αν δεν μπορούμε να τα παραγάγουμε για λιγότερα από, ας πούμε, 100.000 δολάρια, οι άνθρωποι θα πουν ότι δεν αξίζει τον κόσμο. Αυτά τα αυτοκίνητα μπορεί να είναι πιο τεχνολογικώς αποδοτικά, αλλά είναι λιγότερο οικονομικώς αποδοτικά.

Με άλλα λόγια, αυτά τα αυτοκίνητα θα χρησιμοποιούσαν πολύτιμους πόρους για να παραγάγουν κάτι που νομίζουμε ότι έχει μικρότερη αξία από τις εναλλακτικές που μπορούν να παραγάγουν οι ίδιοι πόροι.

Η κατανόηση της σπανιότητας

Αυτό είναι και το σημείο όπου η λέξη “σπανιότητα” μπαίνει στη συζήτηση. Οι περιβαλλοντιστές φαίνεται να χρησιμοποιούν την σπανιότητα ως εάν να σημαίνει ότι κάτι είναι δυσεύρετο. Στον καθημερινό λόγο, ένα πράγμα είναι σπάνιο όταν υπάρχει σε μικρές ποσότητες. Όμως για τους οικονομολόγους, η σπανιότητα δεν αφορά το μέγεθος του φυσικού αποθέματος, αλλά τη σχέση ανάμεσα στο φυσικό απόθεμα και στην επιθυμία των ανθρώπων για το αγαθό αυτό.

Για παράδειγμα, εξ όσων γνωρίζω, υπάρχει μόνο μια μπάλα του μπέηζμπολ με υπογραφή του Στήβεν Χόρβιτς. Αντιθέτως υπάρχουν πολλές που φέρουν την υπογραφή του Ντέρεκ Τζήτερ. Παρά το γεγονός ότι οι μπάλες του Τζήτερ είναι περισσότερες σε αριθμό, είναι πολύ πιο σπάνιες με την οικονομική έννοια (κάτι που αντανακλάται στην πολύ μεγαλύτερη αξία τους) καθώς κανείς δεν θέλει μια μπάλα του μπέηζμπολ με αυτόγραφο του Χόρβιτς, ενώ πολλοί θέλουν μια μπάλα υπογεγραμμένη από τον Τζήτερ.

Οι αγορές μας επιτρέπουν να έχουμε έναν ενδείκτη αυτής της οικονομικής σπανιότητας - τις τιμές. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι θα πληρώσουν πολλά περισσότερα χρήματα για μια μπάλα του Τζήτερ απ’ ό,τι για μια μπάλα του Χόρβιτς, μας λέει ότι η μπάλα του Τζήτερ είναι πολύ πιο σπάνια με οικονομικούς όρους και πολύ πιο πολύτιμη. Οι τιμές παρέχουν γνώση και κίνητρα σχετικά με την σπανιότητα των αγαθών, και μας επιτρέπουν να τα χρησιμοποιούμε μόνο για εκείνα τα πράγματα των οποίων η αξία για τους ανθρώπους είναι αρκετά υψηλή ώστε να δικαιολογείται η χρήση.

Οι αγορές μας επιτρέπουν να κάνουμε τέτοιες συγκρίσεις αξίας, και έτσι να ξεπερνάμε την απλή τεχνολογική αποδοτικότητα και να φτάνουμε στην αντίστοιχη οικονομική. Με άλλα λόγια, οι αγορές μας υποχρεώνουν να σκεφτόμαστε το κόστος.

Οι πιο αξιόλογοι περιβαλλοντιστές το κατανοούν αυτό κάποια στιγμή, γι’ αυτό και οι καλύτερες προτάσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι αυτές που προσπαθούν σε κάποιο βαθμό να εντάξουν το σύστημα της αγοράς στην εξίσωση.

Τα κρατικά πρόστιμα δεν επιλύουν το πρόβλημα

Τα τέλη και οι φόροι άνθρακα για παράδειγμα, προσπαθούν να εντάξουν τα εξωτερικά κόστη της ενέργειας που βασίζεται στον άνθρακα στις αποφάσεις που λαμβάνονται από τους παραγωγούς ενέργειας. Αυτές οι προτάσεις συχνά προσπαθούν στη συνέχεια να επιστρέψουν στους καταναλωτές τα έσοδα που συλλέγονται για να τους βοηθήσουν να ανταποκριθούν οικονομικά στις ψηλότερες τιμές της ενέργειας που προκαλεί ο φόρος.

Αυτές οι προτάσεις είναι καλύτερες από την παλιά ρυθμιστική προσέγγιση των διαταγών και του ελέγχου, αλλά παρουσιάζουν δύο προβλήματα που οι οικονομολόγοι βρίσκονται σε προνομιακή θέση να επισημάνουν.

Πρώτον, το να βρει κανείς τον σωστό φόρο / τέλος / τιμή δεν είναι κάτι το απλό. Ξέρουμε ότι οι τιμές της αγοράς είναι το αναδυόμενο αποτέλεσμα της διαδικασίας που ο Μίζες αποκαλεί “μερεμέτια της αγοράς”. Ο Μίζες εξάλλου επεσήμανε ότι οι άλλες στις τιμές που παρατηρούμε είναι το ορατό άκρο μιας αιτιακής αλυσίδας που ξεκινά βαθιά μέσα στο ανθρώπινο μυαλό. ΟΙ τιμές στην αγορά λειτουργούν γιατί είναι το αποτέλεσμα των διαδικασιών λήψης αποφάσεων των ανθρώπων που δρουν σ’ εκείνες τις αγορές, ρισκάρουν τους δικούς τους πόρους και αξιοποιούν τη δική τους γνώση.

Οι τιμές ή τα τέλη που ορίζονται από τη γραφειοκρατία δεν έχουν τα ίδια ισχυρά κίνητρα για προσεκτική συμπεριφορά, ούτε συμπυκνώνουν ποτέ τόση πληροφορία όσο οι πραγματικές τιμές αγοράς. Έτσι, οι πολιτικές διαμάχες με θέμα αυτούς τους φόρους και τα τέλη είναι αναπόφευκτες, και με τις διαμάχες αυτές χάνεται κάθε πρόσχημα οικονομικής ορθολογικότητας.

Και αυτό μας φέρνει στο δεύτερο επιχείρημα που μπορούν οι οικονομολόγοι να διατυπώσουν στη συζήτησή τους με περιβαλλοντιστές: η αποτυχία της αγοράς δεν είναι επαρκής λόγος για κρατική παρέμβαση. Οι προτάσεις για φόρο άνθρακα, όπως και κάθε άλλη πολιτική, μπορεί να φαίνονται σπουδαίες στο χαρτί, αλλά πρέπει πάντα να θέτουμε το ερώτημα αν οι πολιτικοί μπορούν να κάνουν και θα κάνουν αυτά που έχουν σχεδιάσει όσοι προτείνουν αυτή την πολιτική.

Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι ένας φόρος άνθρακα συγκέντρωνε δισεκατομμύρια σε έσοδα που θα έμπαιναν στην άκρη για να αναδιανεμηθούν στα νοικοκυριά των ΗΠΑ. Δεδομένου του ιστορικού της κοινωνικής ασφάλισης, θα περιμέναμε άραγε όντως ότι οι πολιτικοί δεν θα προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα έσοδα για να ικανοποιήσουν ισχυρά ειδικά συμφέροντα ή για άλλους σκοπούς που θα τους απέδιδαν περισσότερες ψήφους ανά δολάριο απ’ ό,τι ένα μέρισμα στα νοικοκυριά των ΗΠΑ;

Οι οικονομολόγοι μπορούν να υπενθυμίσουν στους περιβαλλοντιστές ότι όσο ακατάστατες κι αν είναι οι αγορές (όπως άλλωστε είναι η και φύση), η κρατική παρέμβαση είναι συχνά χειρότερη. Έχουμε να συγκρίνουμε την πραγματικότητα δύο μη τέλειων διαδικασιών και το γεγονός ότι οι αγορές δεν είναι τέλειες δεν δικαιολογεί καθαυτό την κρατική παρέμβαση.

Λέγεται ότι τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα συμβαίνουν στα σύνορα, όπου συγκρούονται δύο πολιτισμοί. Αυτό ισχύει και για τα σύνορα μεταξύ των αυθόρμητων τάξεων της αγοράς και των οικοσυστημάτων.

Μολονότι εστίασα στο τι μπορούν να μάθουν οι περιβαλλοντιστές από τους οικονομολόγους, η μάθηση αφορά και τις δύο πλευρές. Το να βρούμε το πώς να θέτουμε τα όρια όταν δύο αναδυόμενες τάξεις αλληλεπιδρούν κατά τον τρόπο που αυτό συμβαίνει με τη φύση και τις οικονομίες προϋποθέτει προσεκτική σκέψη και υπομονετικό διάλογο. Ελπίζω και οι δύο πλευρές να φανούν αντάξιες της πρόκλησης. 

Του Steven Horwitz

Ο Steven Horwitz είναι καθηγητής Οικονομικών στην έδρα Charles A. Dana στο St. Lawrence University και συγγραφέας του βιβλίου Hayek's Modern Family: Classical Liberalism and the Evolution of Social Institutions. Είναι μέλος του δικτύου στελεχών του FEE.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 16 Μαΐου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.

https://www.liberal.gr/think-tanks/giati-oi-periballontistes-chreiazetai-na-katanooun-ta-oikonomika/272176?fbclid=IwAR2ZK_b_ZgbCrsgFyziHy3Yhi98iBqiLQo3iMTC2Oq_ACfdtuZO1N1BaJ-I


 29 Οκτωβρίου 2019