Γιατί η Ουγγαρία αμφισβητεί το ευρώ.
Γιατί η Ουγγαρία αμφισβητεί το ευρώ.
Η νομισματική ένωση είναι μια μη αντιστρεπτή ιστορική εξέλιξη. Το ευρώ ήρθε για να μείνει. Αυτό απεφάνθη σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Il Foglio τον περασμένο μήνα ο ηγέτης της Λέγκας Ματέο Σαλβίνι, επιχειρώντας να κλείσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη συζήτηση εντός του κόμματός του σχετικά με την πιθανή έξοδο της Ιταλίας από την ευρωζώνη. Και όμως, πρόκειται για το ίδιο πολιτικό μόρφωμα το οποίο στο πρόσφατο παρελθόν κατέβαινε στις κάλπες με το σύνθημα "Όχι στο ευρώ”.
Στην Γαλλία, η αντίστοιχη μεταστροφή έχει ήδη συντελεστεί, με την Μαρίν Λεπέν να εγκαταλείπει αθόρυβα την αντίθεσή της στη νομισματική ένωση. Άλλωστε, γύρω από αυτό το ζήτημα παίχτηκε εν πολλοίς το πολιτικό της διαζύγιο με τον άλλοτε υπαρχηγό της Φλοριάν Φιλιπό.
Η "νέα δεξιά” της "παλιάς Ευρώπης” υποστέλλει τους αντιευρωπαϊκούς τόνους. Και όμως σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή το σχέδιο της νομισματικής ενοποίησης αμφισβητείται ηχηρά από μία χώρα της Ε.Ε. που βρίσκεται εκτός ευρώ.
Με άρθρο γνώμης στους Financial Times υπό τον τίτλο "Πρέπει να παραδεχτούμε ότι το ευρώ ήταν ένα λάθος”, ο κεντρικός τραπεζίτης της Ουγγαρίας Γκιόργκι Μάτολτσι χαρακτηρίζει το κοινό νόμισμα "παγίδα” και προτείνει την καθιέρωση μηχανισμών εξόδου των κρατών-μελών από την νομισματική ένωση.
Κατά τον Μάτολτσι, η δημιουργία του ευρώ υπήρξε μία πολιτική απόφαση η οποία βασίσθηκε σε εσφαλμένες προκείμενες. Ήταν ένα κατεξοχήν γαλλικό σχέδιο το οποίο απέβλεπε στην "χαλιναγώγηση” της Γερμανίας, στην απόκρουση της απειλής από το ανατολικό μπλοκ και στην εξισορρόπηση της σχέσης της Ευρώπης με τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν μία "γερμανική Ευρώπη”, ενώ το μεν ανατολικό μπλοκ κατέρρευσε πριν καν κυκλοφορήσει το κοινό νόμισμα, οι δε ΗΠΑ, που διατήρησαν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημά τους σε χώρους όπως η υψηλή τεχνολογία, δεν έπαψαν να αντιμετωπίζουν την ευρωζώνη ως έναν ανταγωνιστή απέναντι στον οποίο διεξάγουν πόλεμο, υπόγειο ή και ανοικτό, τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Ο Μάτολτσι εξαπολύει την επίθεσή του σε μία συγκυρία κατά την οποία τα διεθνή συναλλαγματικά αποθέματα σε ευρώ διαμορφώνονται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών και στη δική του χώρα το 66% του πληθυσμού τάσσεται υπέρ της προσχώρησης στην ευρωζώνη.
Το παράδοξο, σημειώνει ο Λεονίντ Μπερσίνσκι του Bloomberg, γίνεται μεγαλύτερο αν λάβουμε υπόψη ότι ο ίδιος ο Μάτολτσι στις αρχές του χρόνου είχε προαναγγείλει την είσοδο της Ουγγαρίας στο ευρώ μέσα στις "προσεχείς δεκαετίες”. Πράγμα λογικό για μία χώρα η οποία διεξάγει το 70% του διεθνούς εμπορίου της σε ευρώ και διοχετεύει στην ευρωζώνη τα δύο τρίτα των εξαγωγών της.
Ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ δεν κουράζεται να υπενθυμίζει ότι το ευρώ είναι το νόμισμα της Ε.Ε. και όχι ενός υποσυνόλου της. Όμως οι μεγαλύτερες από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες της διεύρυνσης του 2004 (Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία) παριστάνουν, ιδίως μετά την κρίση, ότι δεν τις αφορά η δέσμευση να προσχωρήσουν στη νομισματική ένωση, μόλις θα πληρούν τις προϋποθέσεις.
Για έναν σύμμαχο του εθνικιστή Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν, όπως ο Μάτολτσι φαντάζεται κανείς ότι η νομισματική κυριαρχία είναι αναντικατάστατη. Όμως το άρθρο του κεντρικού τραπεζίτη στους Financial Times περιλαμβάνει πολλές αποχρώσεις.
Στην πραγματικότητα, ο Μάτολτσι δεν συνηγορεί υπέρ της διάλυσης της ευρωζώνης – άλλωστε οι κραδασμοί από κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ μεγάλοι και για τα εκτός του κοινού νομίσματος μέλη της Ε.Ε.
Το επιχείρημά του αφορά μία ενδεχομένως μικρότερη (μέσω των μηχανισμών εξόδου), αλλά και κυρίως περισσότερο ενοποιημένη ευρωζώνη, με έναν κοινό προϋπολογισμό που θα φτάνει στο 15%-20% του ΑΕΠ της, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά.
Είναι μόνο μια τέτοια εμβάθυνση που θα δελέαζε τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες να εγκαταλείψουν τα πλεονεκτήματα της νομισματικής κυριαρχίας, με αντάλλαγμα την μεγαλύτερη σύγκλιση με τον δυτικοευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ακόμη και για τη Βουδαπέστη, λοιπόν, το ευρώ φαίνεται πως "ήρθε για να μείνει”. Και οι σημαντικότερες αντιστάσεις δεν αφορούν εντέλει τους δύστροπους Ανατολικοευρωπαίους, αλλά μάλλον την Γερμανία.
Του Κώστα Ράπτη
7/11/2019