Οι «κονσέρβες» του προϊστορικού ανθρώπου.
Οι «κονσέρβες» του προϊστορικού ανθρώπου.
Ο μυελός των οστών και το λίπος αποτελούν σημαντική πηγή διατροφής και έχουν προσελκύσει την προσοχή των ανθρώπινων ομάδων από τους προϊστορικούς χρόνους. Όπως δείχνει μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Science Advances» ο προϊστορικός άνθρωπος χρησιμοποιούσε τα οστά των ζώων σαν «κονσέρβα». Τα κρατούσε στα σπήλαια όπου κατοικούσε, ώστε να καταναλώνει τον μυελό σε περιόδους που δεν υπήρχε φαγητό. Τουλάχιστον αυτό γινόταν στο σπήλαιο Κεσέμ στο Ισραήλ, κατά την Πλειστόκαινο, περίπου 200.000 με 400.000 χρόνια πριν.
Πρόκειται για τα αποτελέσματα μιας πρώτης έρευνας και οι επιστήμονες που τη συνέταξαν επισημαίνουν πως ο συνδυασμός αρχαιολογικών και άλλων μετρήσεων τους επέτρεψε να διαπιστώσουν πως ο μυελός των οστών ήταν δυνατόν να διατηρηθεί για περισσότερο από δύο μήνες, εφόσον δεν είχε εξαχθεί από τα οστά.
Από μικροβιολογικής άποψης, η κατανάλωση μυελού εβδομάδες μετά τον θάνατο του ζώου, φαίνεται να είναι σχετικά ασφαλέστερη από την κατανάλωση ξηρού κρέατος, καθώς ο μυελός παραμένει ενθυλακωμένος και έτσι έχει προστασία έναντι των μικροβίων. Το ζωικό λίπος αποτελεί σημαντική πηγή ανθρώπινης διατροφής. Η θερμιδική του αξία είναι πολύ υψηλότερη από την θερμιδική αξία των πρωτεϊνών ή των υδατανθράκων. Επομένως, οι πηγές λίπους έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις κοινότητες που εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από ζωικά προϊόντα με μικρή ή καθόλου πηγή υδατανθράκων, λένε οι ερευνητές στην εισαγωγική τους τοποθέτηση.
Πολλές μελέτες έχουν επικεντρωθεί στην τεκμηρίωση της επεξεργασίας του λιπώδους οστού και της ανίχνευσής του στα απολιθώματα, αλλά η πιθανότητα διατήρησής του σε αρχαιολογικούς χώρους των πρώιμων προϊστορικών περιόδων παραμένει πρακτικά ανεξερεύνητη. Μία από τις πλέον αξιόλογες περιπτώσεις είναι η περίπτωση κάποιων κοινοτήτων των Εσκιμώων, όπου τα οστά συχνά αποθηκεύονταν κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών για να υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά μεγάλες παρτίδες προς κατανάλωση λιπών και μυελού.
«Το εύρημα αυτό αλλάζει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τους προγόνους μας, καθώς μέχρι σήμερα πιστεύαμε ότι οι ανθρωπίδες δεν είχαν την ικανότητα ή έστω δεν συνήθιζαν να καταναλώνουν την τροφή τους καθυστερημένα», δήλωσε ο Ραν Μπαρκάι από το Πανεπιστήμιο του Τελ Αβιβ, στο Ισραήλ. Συγκεκριμένα, μέχρι πρόσφατα πιστευόταν ότι οι παλαιολιθικοί άνθρωποι ήταν κυνηγοί που ζούσαν καταναλώνοντας όποιο ζώο έπιαναν την ίδια ημέρα και, όταν δεν υπήρχε αρκετή τροφή, περνούσαν μεγάλες περιόδους πείνας.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν πάνω από 80.000 δείγματα ζωικών οστών που βρέθηκαν στο σπήλαιο, προκειμένου να προσδιορίσουν με ακρίβεια πώς οι προϊστορικοί άνθρωποι αποκτούσαν πρόσβαση στο μεδούλι. Λόγω του υψηλού βαθμού κατακερματισμού του οστικού υλικού, μόνο το 8,46% ήταν ταξινομικά αναγνωρίσιμο. Τα οστά φαίνεται να ανήκουν σε 14 είδη, συμπεριλαμβανομένων των οπληφόρων, των πτηνών, των χελωνών και πολύ σποραδικά τον σαρκοφάγων. Τα ελάφια ήταν συντριπτικά περισσότερα (μεταξύ 75 και 79%).
Η ομάδα εντόπισε εγκοπές στο 78% των επιφανειών των οστών, κάτι που συνιστά ένδειξη συντήρησης των οστών για να καταναλωθούν αργότερα. Αυτές οι εγκοπές είναι αποτέλεσμα της αυξημένης προσπάθειας που απαιτείται για την απομάκρυνση του αποξηραμένου δέρματος από οστά που έχουν διατηρηθεί καιρό.
Οι ερευνητές επίσης εξέτασαν πώς αλλάζει το μεδούλι με την πάροδο του χρόνου, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πράγματι παρέμενε θρεπτική τροφή. Εξέτασαν 79 οστά από άκρα ελαφιού τόσο σε φυσικές υπαίθριες συνθήκες όσο και σε ένα εσωτερικό περιβάλλον που στόχευε στην προσομοίωση του περιβάλλοντος της σπηλιάς όπου εντοπίσθηκαν.
Στη συνέχεια, οι ίδιοι πειραματίστηκαν με την αφαίρεση του δέρματος και της σάρκας των ζώων από αυτά τα κόκαλα σε διάφορες χρονικές στιγμές στη διάρκεια των εννέα εβδομάδων αποθήκευσης. Ο αριθμός των μικρών τομών και των εγκοπών αυξανόταν όταν το δέρμα αφαιρούνταν μετά από τέσσερις ή περισσότερες εβδομάδες, δημιουργώντας έτσι το ίδιο «μοτίβο» εγκοπών που είχε παρατηρηθεί στα κόκαλα από τη σπηλιά.
Διαπιστώθηκε ότι τα καλυμμένα με δέρμα οστά θα μπορούσαν να αντέξουν εννέα εβδομάδες έκθεσης σε καιρικές συνθήκες φθινοπώρου χωρίς να χάσουν σημαντική ποσότητα της θρεπτικής τους αξίας. Όμως, το λίπος μέσα σε αυτά υποβαθμίστηκε μετά την τρίτη εβδομάδα όταν αυτά ήταν αποθηκευμένα στο εσωτερικό περιβάλλον της σπηλιάς, αλλά και όταν αποθηκεύονταν άνοιξη σε εξωτερικό χώρο. Σημειώνεται πως η οσμή αποτρέπει τον άνθρωπο από το να καταναλώσει κάτι χαλασμένο, επομένως, όταν ο προϊστορικός άνθρωπος έτρωγε αυτό το μεδούλι, προφανώς δεν ήταν χαλασμένο.
Εθνογραφικές μελέτες έχουν δείξει ότι ένας σημαντικός αριθμός λαών συμμετέχει και σήμερα σε κάποια καθυστερημένη κατανάλωση. Η πρακτική αυτή συχνά απαιτεί την ανάπτυξη των τεχνικών συντήρησης (κυρίως στην περίπτωση του κρέατος), η οποία μπορεί να ποικίλει ανάλογα με παράγοντες όπως η γεωγραφική περιοχή, περιβαλλοντικές συνθήκες, εποχικότητα, και / ή τεχνολογικές ικανότητες. Η αποξήρανση, το κάπνισμα και η κατάψυξη στα βόρεια κλίματα, επιτρέπουν την αποθήκευση ολόκληρων σφαγίων.
Η αποθήκευση τροφίμων κυνηγών-συλλεκτών θεωρείται ένας «μηχανισμός μείωσης των κινδύνων» που έχει σχεδιαστεί για να αντισταθμίζει την εποχική ύφεση της διαθεσιμότητας πόρων και θεωρείται χαρακτηριστικά ως ένδειξη εντατικοποιημένων δραστηριοτήτων διαβίωσης. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι εκτός από τη διατροφική σημασία του, ο μυελός έχει επίσης πολλές άλλες παραδοσιακές χρήσεις, όπως καύσιμο για φωτισμό. Είτε καταναλώθηκε είτε χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς, το σημαντικό σημείο εδώ είναι η ικανότητα σχεδιασμού και πρόβλεψης που προκύπτει από αυτό το γεγονός.
Αγγελική Κώττη
13 Οκτωβρίου 2019