Προεδρία των ΗΠΑ: Μια σύγκρουση δισεκατομμυριούχων.
Προεδρία των ΗΠΑ:
Μια σύγκρουση δισεκατομμυριούχων.
Αν και ανέκαθεν οι αμερικανικές εκλογές εμπεριείχαν ισχυρές δόσεις θεάματος χολιγουντιανού τύπου, αυτή τη φορά, οι επερχόμενες, αναμένονται να ξεπεράσουν κάθε προηγούμενο. Αν και οι βασικοί πρωταγωνιστές τους υπερβαίνουν τα 70 έτη, εμφανίζονται πανέτοιμοι να αντισταθμίσουν την έλλειψη νεανικής φρεσκάδας με το υπερμεγέθες πορτοφόλι τους.
Πράγματι, όταν στις αρχές Νοεμβρίου ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης και μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης Μάικλ Μπλούμπεργκ κατέθεσε στην Αλαμπάμα τα απαραίτητα έγγραφα για να συμμετάσχει στην εσωκομματική ψηφοφορία των Δημοκρατικών για την ανάδειξη του υποψήφιου του κόμματος στις προεδρικές εκλογές του 2020, άρχισαν οι συγκρίσεις.
Καταρχήν, σε περίπτωση που λάβει το χρίσμα, ο 77χρονος Μπλούμπεργκ θα παλέψει για την προεδρία με τον σχεδόν συνομήλικό του, 73χρονο, Ντόναλντ Τραμπ. Και οι δύο είναι δισεκατομμυριούχοι. Ο νυν πρόεδρος είναι μεγιστάνας της αγοράς ακινήτων, ενώ ο υποψήφιος είναι μεγιστάνας των ΜΜΕ και ιδιοκτήτης του ομώνυμου οικονομικού ειδησεογραφικού πρακτορείου.
Ο Μπρετ Στέφενς των New York Times κατέγραψε ακόμη μερικές, κομβικές ομοιότητες. Ο αρθρογράφος σημειώνει ότι η αμερικανική Δεξιά «κατηγορεί τους Δημοκρατικούς ότι μισούν τον καπιταλισμό, μισούν το Ισραήλ, μισούν την αστυνομία, μισούν την Αμερική και το μόνο που τους αρέσει είναι οι φόροι. Με τον Μπλούμπεργκ δεν μπορούν να τα πουν αυτά.».
Γιατί;
Καταρχήν, «επειδή τα χρήματά του εξουδετερώνουν το μεγάλο πλεονέκτημα του Τραμπ: ότι το επιτελείο του έχει σήμερα στα χέρια του διπλάσια χρήματα από αυτά που είχε το επιτελείο του Ομπάμα στο ίδιο σημείο της εκστρατείας για την επανεκλογή του.».
‘Οντως, όπως γράφει ο Guardian, ο Μπλούμπεργκ ξεκινά την καμπάνια του με 31 εκατομμύρια δολάρια αγοράς διαφημιστικού χρόνου. Ο ίδιος, μαζί με τον άλλον υποψήφιο για το χρίσμα των Δημοκρατικών και επίσης δισεκατομμυριούχο, Τόμ Στάγιερ, καθώς και με τον Τραμπ, θα καλύψουν τα 2/3 του συνόλου των προεκλογικών διαφημιστικών δαπανών.
Επίσης, συνεχίζει ο Σέφενς, «επειδή οι απόψεις του για τον έλεγχο των όπλων, τις αμβλώσεις και την κλιματική αλλαγή ταιριάζουν με τις απόψεις των Δημοκρατικών χωρίς να τρομάζουν τον μέσο Αμερικανό (…) Επειδή ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν μπορούν να αρνηθούν την ικανότητά του να κυβερνήσει τη χώρα. Η τις γνώσεις του για την οικονομία. Η την αξιοπιστία του σε παγκόσμιο επίπεδο. Η την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Ο Μάικ Μπλούμπεργκ έχει δωρίσει περισσότερα χρήματα - τουλάχιστον 6 δισεκατομμύρια δολάρια - απ’όσα είχε ποτέ ο Τραμπ. (…) Επειδή οι ψηφοφόροι που θα μετρήσουν στις εκλογές - δηλαδή εκείνοι που δεν κατοικούν ούτε στις βαθιά κόκκινες ούτε στις βαθιά γαλάζιες πολιτείες - θέλουν έναν κεντρώο. Οι Δημοκρατικοί στο Μίσιγκαν, το Ουισκόνσιν, την Πενσιλβάνια, τη Βόρεια Καρολίνα, την Αριζόνα και τη Φλόριντα δηλώνουν ότι θέλουν «έναν υποψήφιο που είναι πιο μετριοπαθής από τους περισσότερους Δημοκρατικούς» και μπορεί να γεφυρώσει τις μεγάλες διαφορές. Επειδή, τέλος, ο Μπλούμπεργκ είναι ένας maker (ένας άνθρωπος που πράττει), ενώ ο Τραμπ ένας faker (ένας άνθρωπος που ψεύδεται).».
«Ξέμειναν» από υποψήφιους
Για τον μέσο Ευρωπαίο πολιτικοποιημένο πολίτη τα παραπάνω κριτήρια μοιάζουν - και είναι - εξαιρετικά επιφανειακά, αν όχι πολιτικά αφελή. Αντανακλούν, ωστόσο, όχι μόνο την διαχρονική κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα των ΗΠΑ να κρύβει κάτω από το «χαλί» των επουσιωδών διαφορών τη συμφωνία των βασικών πολιτικών δυνάμεων στα σημαντικά, αλλά και την προφανή έλλειψη επιλογών, σήμερα, από το περίφημο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ. Πιο απλά, το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ «ξέμεινε» από πολιτικούς κατάλληλους να προωθήσουν τα συμφέροντα της ελίτ - ακόμη και από το «καλάθι» της «σόου μπιζ» όπως συνέβη με τον Ρήγκαν - και προσέτρεξε κατευθείαν στην ίδια την οικονομική ελίτ για βρει πρόθυμους εκπροσώπους τους να κάνουν απευθείας τη «δουλειά», δίχως πολιτική διαμεσολάβηση. Οπως περίπου συνέβη, τηρουμένων των αναλογιών, με την κυβέρνηση Παπαδήμου το 2011 - 2012, οπότε η ελληνική αστική τάξη χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει ένα ανώτατο τραπεζικό στέλεχος στην πρωθυπουργία μιας ακόμη κυβέρνησης των μνημονιακών χρόνων.
Για την ιστορία, ο Τόμ Στάγιερ είναι εκπρόσωπος του χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Ετσι, συμπληρώνεται μια εξαιρετικά συμβολική «τριάδα» υποψηφίων για την αμερικανική προεδρία που προέρχονται από κλάδους - «πυλώνες» του καπιταλισμού. Αλλά είναι και ο νεότερος της «τριάδας», αφού είναι «μόλις» 62 ετών.
Έτσι λοιπόν, οι Αμερικανοί θα δουν πολύ Μάικλ Μπλούμπεργκ στις τηλεοράσεις τους το επόμενο διάστημα, με τον Νεοϋορκέζο δισεκατομμυριούχο, ο οποίος επιβεβαίωσε την περασμένη Κυριακή, ότι θα διεκδικήσει το χρίσμα, να ετοιμάζεται να σπάσει το ρεκόρ για την ακριβότερη διαφημιστική προεκλογική εκστρατεία στην ιστορία, το οποίο κατείχε ο Ομπάμα με σχεδόν 25 εκατομμύρια δολάρια στην τελευταία εβδομάδα της εκστρατείας του 2012, σύμφωνα με την διαφημιστική Advertising Analytics.
Σε αντίθεση, όμως, με τον Μπλούμπεργκ, ο Ομπάμα δεν έβγαλε αυτό το ποσό από την τσέπη του: Το μάζεψε από τους υποστηρικτές του. Πλησιάζει, δε, το ποσό που ο Στάγιερ ξόδεψε για διαφήμιση στην τηλεόραση για σχεδόν ένα ολόκληρο έτος, με τα συνολικά καμπανιακά του έξοδα να φτάνουν περίπου τα 56 εκατομμύρια δολάρια. Ο Τραμπ έχει ξοδέψει περίπου 34 εκατομμύρια δολάρια στις διαφημίσεις. Μαζί, Μπλούμπεργκ, Στάγιερ και Τραμπ, αποτελούν, όπως είπαμε, τα 2/3 του συνόλου των ποσών που δαπανήθηκαν στην εκστρατεία για την προεδρία.
Οι «ρομαντικοί»
Φυσικά, η παρουσία ενός ακόμη δισεκατομμυριούχου στον προεκλογικό αγώνα για τον Λευκό Οίκο έχει ενοχλήσει άλλους υποψηφίους που επιμένουν ότι οι εκλογές είναι μια πολύ σοβαρή διαδικασία για να κερδίζονται από όποιον έχει περισσότερα χρήματα. Ενας από αυτούς του υποψήφιους είναι ο αειθαλής, Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος δήλωσε «αηδιασμένος από την ιδέα ότι ο Μάικ Μπλούμπεργκ ή οποιοσδήποτε άλλος δισεκατομμυριούχος πιστεύει ότι μπορεί να παρακάμψει την πολιτική διαδικασία και να ξοδέψει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια για να αγοράσει τις εκλογές μας».
Η δε Ελίζαμπεθ Ουόρεν, επίσης εκπρόσωπος της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών, όπως ο Σάντερς, χλεύασε την τακτική «κόβω δρόμο» του Μπλούμπεργκ: «Η άποψή του είναι ότι δεν χρειάζεται ανθρώπους να χτυπάνε πόρτες. Δεν χρειάζεται να βγαίνει έξω και να απευθύνεται στους ανθρώπους. Δεν χρειάζεται εθελοντές. Και αν βγεις έξω και χτυπήσεις σε 1.000 πόρτες, εκείνος θα ξοδέψει άλλα 37 εκατομμύρια δολάρια για να πλημμυρίσει τα ραδιοκύματα και έτσι σχεδιάζει να αγοράσει το χρίσμα από το Δημοκρατικό κόμμα. Νομίζω ότι αυτό είναι θεμελιώδες λάθος».
Μία από τις διαφημίσεις του Μπλούμπεργκ με τίτλο «Υπόσχεση» («Promise») λέει: «Ο Μάικ διεκδικεί την προεδρία για να κερδίσει τον Τραμπ και να κάνει τους πλούσιους να πληρώσουν το δίκαιο μερίδιό τους, ώστε να οικοδομήσουμε μια οικονομία που να λειτουργεί για όλους».
Πολλοί όμως, σχολιάζει ο Guardian, αντίθετα βλέπουν τις προεδρικές βλέψεις του Μπλούμπεργκ ως ένδειξη ανησυχίας μεταξύ των υπερ-πλουσίων στην προοπτική της αύξησης της φορολογίας τους, που θα επιφέρουν προεδρίες τύπου Σάντερς και Ουόρεν. Οχι άδικα. Η Ουόρεν πουλάει ήδη προϊόντα με το… «Δάκρυ του Δισεκατομμυριούχου» στην προεκλογική εκστρατεία της, ενώ κυκλοφόρησε και την Αριθμομηχανή για Δισεκατομμυριούχους, που δείχνει πόσο θα βάλουν το χέρι στην τσέπη σύμφωνα με το οικονομικό σχέδιό της.
Σε πέντε δημοσκοπήσεις πανεθνικής κλίμακας, η δυναμική του Μπλούμπεργκ για το χρίσμα κινείται μόλις στο 2%. Θα πρέπει να σπάσει το φράγμα του 4% για να «προκριθεί» στο επόμενο debate των Δημοκρατικών στις 12 Δεκεμβρίου. Ο ίδιος έχει δεσμευτεί ότι δεν θα δεχτεί καμία προεκλογική δωρεά και ότι θα δαπανήσει 500 εκατομμύρια δολάρια από τα δικά του χρήματα για την εκστρατεία του, αφήνοντάς τον με «μόλις» 52,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Θα τον «λυπούνται» ακόμη και οι άστεγοι κάτω από τις γέφυρες στα περίχωρα του Λος Άντζελες…
29/11/2019