Ο εθνικισμός και η κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού.
Ο εθνικισμός και η κατάρρευση
του σοβιετικού κομμουνισμού.
Το γεγονός ότι ο εθνικισμός μπορεί να γίνει κατανοητός ως μια από τις αιτίες της κατάρρευσης του κομμουνισμού δεν είναι μια άποψη την οποία συμμερίζονται όλοι. Για παράδειγμα, σειρά επιστημονικών εργασιών που αφορούν το τέλος του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση ισχυρίζονται πως ο εθνικισμός έπαιξε μικρό ρόλο. Πως τα κύρια γεγονότα έλαβαν χώρα εντός των επίσημων θεσμών της Μόσχας και είχαν λίγη συνάφεια με την κοινωνία ή πως ο εθνικισμός ήταν περίπου ένα περιθωριακό κίνητρο ή με οριακή επιρροή στις δράσεις όσων εμπλέκονταν στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων.
Αποτυχημένες ιδεολογίες και θεσμοί, μια οικονομία σε παρακμή, το βάρος του στρατιωτικού ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ και οι εργαλειακοί στόχοι πλουτισμού της νομεκλαντούρας έπαιξαν τον κύριο ρόλο. Σε πολλές αφηγήσεις για το τέλος του κομμουνισμού, ο εθνικισμός απεικονίζεται απλώς ως συνέπεια της πτώσης, ως φάση μετά την αποσύνθεση του κομμουνισμού, και όχι ως αυτόνομη δύναμη στο πλαίσιο της ίδιας της κατάρρευσης.
Ωστόσο, η ιστορία, διατυπωμένη κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφήνει απέξω αμέτρητα κρίσιμα ζητήματα. Πρώτον, αγνοεί εντελώς την κρίσιμη κινητοποιητική διάσταση της πολιτικής κατά την περίοδο 1987-92. Εντός της Σοβιετικής Ένωσης πραγματοποιήθηκαν τεράστιες κινητοποιήσεις που αφορούσαν εκατομμύρια ανθρώπους κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, με τα εθνικιστικά αιτήματα να είναι τα πιο σημαντικά στις σημαίες και τα πανώ των ανθρώπων που κινητοποιούνταν. Πράγματι, στην εποχή της καθεστωτικής αλλαγής στη Σοβιετική Ένωση, η αλλαγή και η διάλυση του σοβιετικού κράτους δεν ήταν εντελώς χωριστές φάσεις στα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν και επέφεραν το τέλος του κομμουνισμού. Ήταν φάσεις περισσότερο αλληλεπικαλυπτόμενες και αλληλένδετες από όσο τις παρουσιάζουν πολλές αναλύσεις. Το 1988 και το 1989, το θεσμικό άνοιγμα πολιτικοποίησε τον εθνικισμό εντός πολλαπλών πλαισίων στη Σοβιετική Ένωση. Αυτές οι συγκρούσεις με τη σειρά τους αύξησαν τις διαιρέσεις στο Κομμουνιστικό Κόμμα σε σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισής τους, ενθάρρυναν την εξάπλωση των διαμαρτυριών σε άλλες ομάδες, δημιούργησαν τεράστια αναταραχή εντός των θεσμών, και τελικά οδήγησαν στην κατάτμηση του σοβιετικού κράτους σε εθνικά κομμάτια. Αυτό, λοιπόν, ήταν ένα αποτέλεσμα που φαινόταν εντελώς αδιανόητο για τη συντριπτική πλειοψηφία των σοβιετικών πολιτών (και μάλιστα των περισσότερων σοβιετικών αντιφρονούντων), όταν άρχισε η glasnost στα τέλη του 1986. Αποτέλεσε το ακούσιο απότοκο των πολιτικών του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ – κάτι το οποίο κατέστη δυνατό όχι μόνο από το διευρυνόμενο πολιτικό χώρο που άνοιξε με την glasnost, αλλά και από τις κοινωνικές δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν σε αυτό το χώρο και τον χρησιμοποίησαν για να αναδιαμορφώσουν το καθεστώς και το κράτος. Η δράση και η ενδεχομενικότητα, και όχι μόνο ο δομικός καθορισμός, υπήρξαν σημαντικοί παράγοντες του τέλους του κομμουνισμού. Επιπλέον, όπου η εθνικιστική κινητοποίηση ήταν αδύναμη (όπως στην Κεντρική Ασία), οι κομμουνιστικές ελίτ επέζησαν του τέλους της Σοβιετικής Ένωσης, ακόμα και όταν το σοβιετικό κράτος κατέρρευσε γύρω τους. Πράγματι, για να πούμε ότι ο κομμουνισμός τελείωσε σε αυτές τις περιπτώσεις, πρέπει να θέσουμε το ερώτημα, «ως προς τι;» Κανένα από τα μετασοβιετικά κράτη δεν ήταν εντελώς νέο. Όλα ήταν θραύσματα της κρατικής εξουσίας πριν από την ανεξαρτησία, και ο βαθμός στον οποίο αναδιοργανώθηκαν οι κυβερνητικές ελίτ και οι γραφειοκρατίες στην μετα-κομμουνιστική περίοδο τελικά εξαρτιόταν από το βαθμό στον οποίο αμφισβητήθηκαν από την κοινωνία κατά τη διάρκεια της περιόδου της glasnost, κυρίως μέσω της εθνικιστικής κινητοποίησης.
Παρόλα αυτά, το επιχείρημα ότι ο εθνικισμός ήταν περιθωριακός σε σχέση με το τέλος του κομμουνισμού προσφέρει μια ανεπαρκή απάντηση στο ερώτημα γιατί ορισμένα κομμουνιστικά καθεστώτα (Κίνα, Βόρεια Κορέα, Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη και Κούβα) επιβίωσαν της περιόδου 1987-92. Πολλά από αυτά τα κομμουνιστικά καθεστώτα αντιμετώπισαν επίσης ιδεολογικές κρίσεις και φθίνουσες οικονομίες, κινήθηκαν αποφασιστικά σε μεταρρυθμίσεις υπέρ της αγοράς ή αντιμετώπισαν την απειλή του αυξημένου στρατιωτικού ανταγωνισμού με τις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι οικονομίες τους ήταν εξίσου παράλογες, οι κυβερνήσεις τους ήταν καταπιεστικές, και οι γραφειοκρατίες τους εξίσου διεφθαρμένες με αυτές των Ευρωπαίων και των Ευρασιατικών κομμουνιστικών καθεστώτων που απέτυχαν. Ωστόσο, τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής επέζησαν ενώ τα ευρωπαϊκά και ευρασιατικά κομμουνιστικά καθεστώτα όχι. Φυσικά, ο κύριος λόγος για τον οποίο επιβίωσαν τα καθεστώτα της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής είναι ότι ποτέ δεν ξεκίνησαν το είδος της πολιτικής φιλελευθεροποίησης στο οποίο προέβη η Σοβιετική Ένωση, απελευθερώνοντας πολιτικές δυνάμεις που τελικά κατέστρεψαν το κράτος. Επίσης, μια ακόμα σημαντική διαφορά ήταν η ικανότητα των καθεστώτων της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας να αξιοποιούν τον εθνικισμό των κυρίαρχων εθνικών ομάδων ως βασική νομιμοποιητική δύναμη, επιτρέποντας σε αυτά τα κομμουνιστικά καθεστώτα να στιγματίζουν τις ξένες επιρροές, να περιθωριοποιούν ευκολότερα τις αντιπολιτευτικές προκλήσεις που αντιμετώπισαν και να διατηρούν τη νομιμότητά τους σε βασικούς τομείς της κοινωνίας.
Αντίθετα, στα ευρωπαϊκά και ευρασιατικά καθεστώτα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο εθνικισμός απέτυχε σε μεγάλο βαθμό ως νομιμοποιητική δύναμη, αντιθέτως χρησίμευσε ως μια σημαντική πηγή απονομιμοποίησης και αντιπολίτευσης. Παρά το ότι ο ρωσικός εθνικισμός θεωρήθηκε από παλιά ως το λίκνο της σοβιετικής εξουσίας, διατηρώντας το σοβιετικό καθεστώς κατά τη δεκαετία του ’30 και κινητοποιώντας κρίσιμη υποστήριξη εντός της κοινωνίας προς όφελος της σοβιετικής πολιτικής κυριαρχίας σε όλη την Ανατολική Ευρώπη και την Ευρασία, ως επί το πλείστον απέτυχε να υπερασπιστεί είτε τον κομμουνισμό είτε τη σοβιετική αυτοκρατορία στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Αντ’ αυτού, πολλοί Ρώσοι συμμετείχαν στις επιθέσεις, αναγνωρίζοντας ειρωνικά των εαυτό τους ως θύματα της σοβιετικής «αυτοκρατορικής» κυριαρχίας, κηρύσσοντας τη ρωσική κυριαρχία έναντι της σοβιετικής κυβέρνησης. Με αυτή την έννοια, ο σοβιετικός κομμουνισμός τσακίστηκε εν μέρει από αυτό που ο Roman Szporluk αποκαλούσε «από-σοβιετοποιήση της Ρωσίας» -δηλαδή την αυξανόμενη αποσύνδεση των Ρώσων και της ρωσικής εθνικής ταυτότητας από ένα κράτος με το οποίο είχαν συνηθίσει να ταυτίζονται στο παρελθόν. Όμως, δεν ήταν μόνο η αποδυνάμωση της ρωσικής ταύτισης με το σοβιετικό κράτος και το αυτοκρατορικό του σχέδιο που διευκόλυνε την κατάρρευση του κομμουνισμού. Ο αγώνας εναντίον όσων θεωρήθηκαν ευρέως ως ξένα κατασταλτικά καθεστώτα που επιβλήθηκαν από τη σοβιετική εξουσία ήταν επίσης ένα βασικό εσωτερικό κίνητρο που διέτρεχε τα γεγονότα του 1989-91, τόσο εντός της Σοβιετικής Ένωσης όσο και μεταξύ των ανατολικοευρωπαϊκών δορυφόρων. Ο κομμουνισμός στην Ευρώπη και στην Ευρασία ήταν κάτι περισσότερο από μια τυραννική κυριαρχία, ένα ανόητο οικονομικό σύστημα και μια τελετουργική ιδεολογία. Ήταν επίσης μια διεθνής και πολυεθνική ιεραρχία τέτοιων πολιτικών που ιδρύθηκε και διαχειρίζονταν από τη Μόσχα - μια αλληλένδετη δομή ελέγχου που αντέγραφε πρότυπα πολιτικής, οικονομίας και κοινωνικής οργάνωσης σε όλο τον γεωπολιτικό χώρο. Εντός της ανατολικής Ευρώπης που κυριαρχούνταν από την Σοβιετική Ένωση, οι εκκλήσεις για λαϊκή κυριαρχία δεν μπορούν εύκολα να διαχωριστούν από εκκλήσεις για ανεξαρτησία από τη μοσχοβίτικη κηδεμονία, δεδομένου ότι αυτά τα καθεστώτα είχαν σε μεγάλο βαθμό επιβληθεί και διατηρηθεί μέσω εξωτερικών ελέγχων και παρεμβάσεων. Έτσι, πίσω από την επιθυμία για ελευθερία του 1989 υπήρχε η επιθυμία για εθνική κυριαρχία. Με αυτή την έννοια, το 1989 στην Ανατολική Ευρώπη δεν αποτέλεσε απλώς μια σειρά ανταρσιών ενάντια στον κομμουνισμό ως κατασταλτικό πολιτικό και κοινωνικό σύστημα, ήταν επίσης μια σειρά εθνικών εξεγέρσεων ενάντια στη σοβιετική κυριαρχία και, ως εκ τούτου, ήταν στενά συνδεδεμένες με την ίδια εξέγερση που μέχρι το φθινόπωρο του 1989 είχε ήδη ευρέως διαδοθεί εντός της σοβιετικής κοινωνίας.
Ακριβώς επειδή ο εθνικισμός ήταν ένας βασικός παράγοντας στην κατάρρευση του κομμουνισμού, η διαδικασία της κατάρρευσης εξαπλώθηκε σε μεγάλο βαθμό στις δύο θεσμικές μορφές που χρησιμοποιήθηκαν για να οικοδομήσουν τον πολυεθνικό και διεθνή έλεγχο: τον εθνοφεντεραλισμό και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Και οι δύο αυτοί θεσμοί έκαναν χρήση ψευδών μορφών κυριαρχίας για να αποκρύψουν τον κεντρικό έλεγχο, έτσι ώστε η κατάρρευση του κομμουνισμού να περιστρέφεται σε σημαντικό βαθμό γύρω από την αποκατάσταση της γνησιότητας ενάντια στις ψεύτικες κυριαρχίες του κομμουνιστικού εθνοφεντεραλισμού και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Με την εξαίρεση της Αλβανίας (που εξηγείται ως μια απλή περίπτωση περιφερειακών παρενεργειών και στην πραγματικότητα είναι το τελευταίο από τα ανατολικοευρωπαϊκά κομμουνιστικά καθεστώτα που κατέρρευσε), τα άλλα εννέα κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν είτε μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας είτε ήταν υπό την ισχυρή πολιτική κυριαρχία της ΕΣΣΔ (Μογγολία) ή όπως η ΕΣΣΔ ήταν εθνοφεντεραλιστικά κράτη (Γιουγκοσλαβία). Αντίθετα, τα έξι ασιατικά και λατινοαμερικανικά κομμουνιστικά καθεστώτα που επιβίωσαν ήταν έξω από το σύστημα του σοβιετικού θεσμικού ελέγχου, είχαν εγκαθιδρυθεί ανεξάρτητα από τη σοβιετική εξουσία και δεν χρησιμοποίησαν τον εθνοφεντεραλισμό ως θεσμική μορφή για τη διαμεσολάβηση των σχέσεων με τις δικές τους εσωτερικές μειονότητες.
Στη συνέχεια αναπτύσσω τρία επιχειρήματα σχετικά με το ρόλο του εθνικισμού στην κατάρρευση του κομμουνισμού. Πρώτον, ο εθνικισμός (τόσο με την παρουσία του ή με την απουσία του όσο και με τις διάφορες συγκρούσεις που απελευθέρωσε) διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη δόμηση του τρόπου με τον οποίο εκτυλίχθηκε η κατάρρευση του κομμουνισμού. Φυσικά, υποστηρίζοντας πως ο εθνικισμός ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στην κατάρρευσης του κομμουνισμού, δεν πρέπει να παρερμηνευτεί με την έννοια ότι ο εθνικισμός «προκάλεσε» την κατάρρευση του κομμουνισμού. Η ιστορία περιλαμβάνει πολύπλοκες αιτιώδεις συνάφειες και θα ήμασταν ανόητοι αν περιορίζαμε μια σειρά γεγονότων τόσο περίπλοκα όπως η κατάρρευση του κομμουνισμού εντός των ορίων ενός και μοναδικού αιτιώδους παράγοντα. Όμως, θα ήταν επίσης ανόητο να αγνοήσουμε την εθνική διάσταση στην κατάρρευση του κομμουνισμού, όχι μόνο επειδή ήταν βασική για τη δυναμική με την οποία πραγματοποιήθηκε αυτή η πτώση, αλλά και γιατί θα είχαμε ελλιπέστατα κατανοήσει τις μετακομμουνιστικές κοινωνίες και τις πολιτικές τους, αν υποφωτίζαμε την εθνική διάσταση. Δεύτερον, η εθνικιστική κινητοποίηση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν ήταν μια σειρά μεμονωμένων εθνικιστικών ιστοριών. Αντίθετα, ήταν ένα σύνολο αλληλένδετων κυμάτων δραστηριότητας, όπου η δράση σε ένα πλαίσιο ασκούσε βαθιά επίδραση στη δράση σε άλλα πλαίσια - αυτό που έχω ονομάσει «παλιρροϊκό» πλαίσιο εθνικισμού. Πράγματι, ούτε το σοβιετικό κράτος ούτε ο ανατολικοευρωπαϊκός κομμουνισμός πιθανότατα θα κατέρρεαν αν αυτές οι εθνικιστικές εξεγέρσεις εμφανίζονταν απομονωμένες η μια από την άλλη, ωστόσο οι διασυνδέσεις τους ήταν κρίσιμες για την παραγωγή της ίδιας της κατάρρευσης. Τρίτον, αν και σαφώς δομημένες, οι δράσεις εθνικιστικής κινητοποίησης δεν αντανακλούσαν απλώς μια προϋπάρχουσα λογική των θεσμών, των δομών και των ταυτοτήτων. Αντίθετα, οι δράσεις κινητοποίησης διαδραμάτισαν ανεξάρτητους ρόλους στο μετασχηματισμό θεσμών, δομών και ταυτοτήτων, έτσι ώστε, ενώ η κατάρρευση του κομμουνισμού συχνά να απεικονίζεται ως δομικά υπερκαθορισμένο δράμα (με μερικούς να λένε ότι η κατάρρευση του κομμουνισμού ήταν προκαθορισμένη από την ίδρυσή του), στην πραγματικότητα εξαρτιόταν από μυριάδες πράξεις αμφισβήτησης και σύγκρουσης των οποίων τα αποτελέσματα σίγουρα δεν ήταν προκαθορισμένα.
Του Mark R. Beissinger*
* Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Princeton των ΗΠΑ
Μετάφραση: Βασίλης Ρόγγας
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το άρθρο του συγγραφέα «Nationalism and the Collapse of Soviet Communism», Journal of Contemporary European History 18 (3): 331-347, 2009
http://www.avgi.gr/article/10811/10385297/o-ethnikismos-kai-e-katarreuse-tou-sobietikou-kommounismou
11 Νοεμβρίου 2019