Πώς η διαδικασία παραπομπής ευνοεί τον Τραμπ.



Πώς η διαδικασία παραπομπής ευνοεί τον Τραμπ.

Στο αποψινό δείπνο της Ημέρας των Ευχαριστιών ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να ευχαριστήσει τον Ύψιστο για πολλά. Κυρίως όμως για τους αντιπάλους που του εξασφάλισε.

Η πρώτη φάση της διαδικασίας παραπομπής του προέδρου των ΗΠΑ ολοκληρώθηκε, με τις καταθέσεις που δόθηκαν ενώπιον της Επιτροπής Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων να έχουν αποτελέσει τηλεοπτικό θέαμα προς κατανάλωση όλου του αμερικανικού εκλογικού κοινού. Ωστόσο, τα δημοσκοπικά μετρήσιμα ήταν μάλλον πενιχρά για τους αντιπάλους του Τραμπ: Ο ένοικος του Λευκού Οίκου δεν είδε την δημοτικότητά του να υποχωρεί (αντίθετα αυξήθηκε τον Οκτώβριο από το 43% στο 48% σύμφωνα με το Emerson College) , ενώ το ποσοστό των πολιτών που τάσσονται υπέρ της παραπομπής ουδέποτε ξεπέρασε το 50%.

Στην δεύτερη φάση της διαδικασίας η οποία ξεκινά ενώπιον της Επιτροπής Δικαιοσύνης της Βουλής στις 4 Δεκεμβρίου, μετά τις διακοπές των Ευχαριστιών, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κληθεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή δια των συνηγόρων του, όμως εκτιμάται ότι θα επιμείνει στην γραμμή την οποία ακολουθεί έως τώρα: αποχή από τις ακροάσεις, ώστε να εμπεδωθεί το αφήγημα πως η παραπομπή αποτελεί μία "κομματική φάρσα” από μέρους των Δημοκρατικών. Τα πολιτικά πλεονεκτήματα μιας τέτοιας στάσης εκτιμάται ότι είναι περισσότερα από τα όποια μειονεκτήματα.

Οι Δημοκρατικοί χαρίζουν έτσι στον Τραμπ την ευκαιρία να προβάλλει ως ένας outsider "διωκόμενος από το κατεστημένο” και όχι ως ο κυβερνήτης μιας χώρας με οξύτατα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.

Και τα πράγματα θα είναι χειρότερα για τους Δημοκρατικούς, εάν η διαδικασία προχωρήσει στο καθοριστικό της στάδιο, την σύγκληση της Γερουσίας υπό τύπον δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει με πλειοψηφία δύο τρίτων επί της καθαίρεσης του προέδρου.

Το σώμα ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι δεν έχουν παρουσιάσει δείγματα διάρρηξης της ενότητάς τους. Έχουν αντιθέτως κάθε λόγο να παρατείνουν την διαδικασία, να αξιοποιήσουν την ευκαιρία για να αναδείξουν πιθανά σκάνδαλα των Δημοκρατικών, σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του ουκρανικού ζητήματος από την κυβέρνηση Ομπάμα (ιδίως τον εκβιασμό που φέρεται να άσκησε ο τότε αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν στο Κίεβο προκειμένου να αντικατασταθεί ο εισαγγελέας που ερευνούσε την εταιρεία η οποία απασχολούσε τον γιο του) και κυρίως να καθηλώσουν στη Ουάσιγκτον όλους τους διεκδικητές του προεδρικού χρίσματος, οι οποίοι αντί να διεξάγουν προεκλογική εκστρατεία θα πρέπει να παρίστανται στις ακροάσεις ως γερουσιαστές ή μάρτυρες.

Είναι αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης, που γεννούν σε πολλούς Δημοκρατικούς δεύτερες σκέψεις. Ήδη η Δημοκρατική βουλευτής Μπρέντα Λόρενς από την πολιτεία-κλειδί του Μίσιγκαν δήλωσε ότι δεν στηρίζει πλέον την παραπομπή, αλλά προτιμά την λύση της επίπληξης του προέδρου από το Κογκρέσο. Αν από την κοινοβουλευτική ομάδα των Δημοκρατικών διαρρεύσουν συνολικά 15 βουλευτές η παραπομπή δεν θα προωθηθεί καν από τη Βουλή στη Γερουσία.

Για την Δημοκρατική πρόεδρο της Βουλής Νάνσι Πελόζι η οποία ανέβηκε από τους τελευταίους στο βαγόνι της παραπομπής, η επιλογή της επίπληξης θα αποτελούσε μια ανώδυνη διαφυγή. Σε κάθε περίπτωση, ο Τραμπ δεν κινδυνεύει με πρόωρο τερματισμό της θητείας του – ίσως ούτε και με πολιτικό τραυματισμό στα μάτια των ψηφοφόρων.

Όμως ο αγώνας που δίνει η ηγεσία των Δημοκρατικών δεν αφορά στην πραγματικότητα τον Τραμπ. Αφορά τον έλεγχο του κόμματος, την απόκρουση ενοχλητικών υποψηφιοτήτων για το προεδρικό χρίσμα, όπως αυτές του Μπέρνι Σάντερς και της Ελίζαμπεθ Ουόρεν, καθώς και την θωράκιση της "κεντρώας” πολιτικής γραμμής, για την οποία πρόσφατα επιστρατεύτηκε με παραινέσεις του ο Μπαράκ Ομπάμα.

Το "όλα για να απομακρυνθεί ο Τραμπ” όχι μόνο δεν εγγυάται την επίτευξη του διακηρυγμένου στόχου, αλλά επιδεινώνει την κρίση των Δημοκρατικών. Περιορίζει την δημόσια συζήτηση σε έναν νομικό-διαδικαστικό δαίδαλο, αφήνοντας εκτός αντιπαράθεσης τα ζητήματα των ακολουθούμενων πολιτικών. Παράλληλα εμφανίζει τους Δημοκρατικούς ως ενεργούμενο στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής αυτού που πλέον ακομπλεξάριστα αποκαλείται και στις ΗΠΑ "βαθύ κράτος” και έχει ως όρο επιβίωσης την επιμονή στον "νέο ψυχρό πόλεμο”. Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η παρατήρηση του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος στον οποίο στηρίχθηκε η διαδικασία παραπομπής ότι ο Τραμπ παραβίαζε τη "συναίνεση των υπηρεσιών” (interagency consensus), επιδιώκοντας (ως εκλεγμένος πολιτικός προϊστάμενος!) να χαράξει τη δική του εξωτερική πολιτική.

Του Κώστα Ράπτη


28/11/2019