Χονγκ Κονγκ: Το λιμάνι της πολιτικο-οικονομικής αγωνίας του Πεκίνου.
Χονγκ Κονγκ: Το λιμάνι της πολιτικο-οικονομικής αγωνίας
του Πεκίνου.
Αν μπορούσε να συνοψιστεί, σε έναν τίτλο, ό,τι συνέβη στο Χονγκ Κονγκ τα τελευταία 24ωρα, με επίκεντρο, φυσικά, τις περιφερειακές εκλογές της περασμένης Κυριακής, θα ήταν αυτός του αμερικανικού ιστότοπου διεθνών αναλύσεων, Foreign Policy: «Μια συμβολική νίκη στο Χονγκ Κονγκ».
Ο τίτλος εμπεριέχει, ταυτόχρονα και ισότιμα, δύο εν πολλοίς αντιθετικές, αλλά διαλεκτικά αλληλοσυμπληρούμενες, παραδοχές: 1) Η ευρείας κλίμακας νίκη των αντικυβερνητικών δυνάμεων σε αυτές τις εκλογές αποτελεί ένα «χαστούκι» - όπως το χαρακτήρισαν τα δυτικά ΜΜΕ - προς το Πεκίνο 2) Παρόλ΄ αυτά, πρακτικά, αυτή η νίκη δεν σημαίνει κάτι άλλο πέρα από την ηθική ικανοποίηση των αντικυβερνητικών ηγετών, δεδομένου ότι οι περιφερειακοί σύμβουλοι ασχολούνται με την αποκομιδή των απορριμμάτων και τα δρομολόγια των λεωφορείων. Έχουν, δηλαδή, ελάχιστα παραπάνω αρμοδιότητες από ένα δημοτικό συμβούλιο στην Ελλάδα.
Και οι δύο παραπάνω παραδοχές αντικατοπτρίζουν μέρος της πραγματικότητας. Ο παράγοντας που θα καθορίσει τον προσανατολισμό του συμβολισμού του εκλογικού αποτελέσματος είναι η δυναμική του αντικυβερνητικού κινήματος από εδώ και πέρα. Και αυτός ο παράγοντας είναι απρόβλεπτος από όλες τις πλευρές.
Το εκλογικό μήνυμα
Το πλαίσιο, ωστόσο, εντός του οποίου θα κινηθούν οι εξελίξεις είναι γενικά δεδομένο. Οι εκλογές διεξήχθησαν στο φόντο των μαζικών κινητοποιήσεων που ξεκίνησαν σε αυτήν την εμβληματική, πρώην βρετανική αποικία, τον περασμένο Ιούνιο εναντίον σχεδίου νόμου που θα επέτρεπε την έκδοση υπόπτων πολιτών του Χονγκ Κονγκ στην ηπειρωτική Κίνα. Το νομοσχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε τον Σεπτέμβριο, όμως έκτοτε οι διεκδικήσεις των διαδηλωτών διευρύνθηκαν, θέτοντας ζητήματα εκδημοκρατισμού, με αιχμή την άμεση εκλογή του τοπικού κυβερνήτη και μεγαλύτερη αυτονομία. Τόσο η αφορμή για τις διαδηλώσεις - δηλαδή ο νόμος για την έκδοση - όσο και τα διευρυμένα αιτήματα, αντανακλούν την πολιτική κουλτούρα που κυριαρχεί στο Χονγκ Κονγκ μετά την μεταβίβαση της κυριαρχίας του στην Κίνα από την Βρετανία το 1997 και τη σχετική συμφωνία που δίνει στο σημαντικό αυτό λιμάνι μεγάλο βαθμό αυτονομίας, τουλάχιστον μέχρι το 2047. Η συμφωνία αυτή με τη σειρά της αντανακλά, αν δεν είναι η πλέον εμβληματική έκφρασή του, το μετα-μαοϊκό δόγμα «μια χώρα - δύο συστήματα», πάνω στο οποίο το Πεκίνο έχτισε την εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξή του, δημιουργώντας ένα «υβρίδιο» κεντρικά ελεγχόμενης καπιταλιστικής οικονομικής βάσης… με σοσιαλιστικό εποικοδόμημα.
‘Ετσι, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο Χονγκ Κονγκ είναι σε γενικές γραμμές η εξής: Οτιδήποτε παραπέμπει σε θεσμική ενίσχυση των σχέσεων με το Πεκίνο, όπως, πχ. ο νόμος για τη δικαστική έκδοση, εκλαμβάνεται από την αντιπολίτευση ως «υπονόμευση» της συμφωνημένης διευρυμένης αυτονομίας. Οτιδήποτε εκφεύγει αυτού που το Πεκίνο θεωρεί ως θεσμική «έκφραση γνώμης» εκλαμβάνεται από τις αρχές ως απόπειρα «υπονόμευσης» του κράτους και της κυριαρχίας του στην πόλη. «Οποιαδήποτε προσπάθεια αποσκοπεί στο να προκαλέσει χάος στο Χονγκ Κονγκ ή να υπονομεύσει την ευημερία και την σταθερότητά του είναι καταδικασμένη σε αποτυχία» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων Ουάνγκ Γι μετά τις εκλογές, υπενθυμίζοντας ότι το Χονγκ Κονγκ «αποτελεί μέρος της Κίνας» ανεξαρτήτως του αποτελέσματος.
Η επικεφαλής της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ, η Κάρι Λαμ, φάνηκε πιο διαλλακτική, λέγοντας πως «σέβεται το αποτέλεσμα των εκλογών» και θέλει «να ακούσει με ταπεινότητα» τον λαό.
Οι παραπάνω, πρώτες αντιδράσεις, που παραπέμπουν σε μια λογική «μαστίγιου και καρότου» εμπεριέχουν και ένα ποσοστό αμηχανίας μπροστά στους αριθμούς. Καταρχήν, καταγράφηκε ρεκόρ συμμετοχής σε τέτοιου είδους τοπικές εκλογές. Στις κάλπες προσήλθαν σχεδόν 3 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή, ένα ποσοστό άνω του ο 71%, των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Πριν από 4 χρόνια αυτοί που ψήφισαν ήταν μόλις 1,4 εκατομμύρια.
Επίσης, η συμμετοχή ήταν υψηλότερη σε συνοικίες, που βρέθηκαν τους τελευταίους μήνες στο επίκεντρο των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων.
Όλος αυτός ο κόσμος έδωσε τον έλεγχο των 17 από τα 18 συνοικιακά συμβούλια και σχεδόν το 90% των 452 εδρών, στους αντικυβερνητικούς υποψηφίους. Στις εκλογές του 2015 είχαν εκλεγεί μόνον λίγοι περισσότεροι από 100 υποψήφιοι της αντιπολίτευσης. Σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης, το μεγαλύτερο τοπικό πολιτικό κόμμα που πρόσκειται στο Πεκίνο υπέστη σοβαρό πλήγμα, μετά την ήττα τουλάχιστον 155 από τους 182 υποψηφίους του.
Αν και εντυπωσιακά, τα παραπάνω αποτελέσματα έχουν εξαιρετικά πεπερασμένη σημασία σε πρακτικό επίπεδο, καθώς, μόλις έξι από τις έδρες του Νομοθετικού Συμβουλίου (του κοινοβουλίου του Χονγκ Κονγκ), το οποίο θα ανανεωθεί το ερχόμενο έτος, διεκδικούνται από υποψηφίους που προέρχονται από περιφερειακά συμβούλια. Επίσης αυτά, τα περιφερειακά συμβούλια, αποστέλλουν μόνον 117 μέλη τους στην εκλογική επιτροπή των 1.200 ατόμων, η οποία ελέγχεται από το Πεκίνο και είναι επιφορτισμένη με την εκλογή του επικεφαλής της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ.
Είναι, όμως, επίσης προφανές, ότι, ούτε οι περιορισμένες αρμοδιότητες των περιφερειακών συμβουλίων, ούτε το σύστημα ανάδειξης του τοπικού κυβερνήτη είναι ικανά να μειώσουν την πολιτική σημασία του εκλογικού αποτελέσματος. Διότι είναι αδύνατον για το Πεκίνο να «στρουθοκαμηλίσει», όταν η Δημοκρατική Συμμαχία για τη Βελτίωση και την Πρόοδο του Χονγκ Κονγκ (DAB - που στηρίζει την κινεζική κυβέρνηση) εξέλεξε μόλις 21 συμβούλους, ενώ μέχρι πρόσφατα ήταν πρώτο κόμμα και το 2015 είχε εκλέξει 119 συμβούλους. Και όταν, ταυτόχρονα, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, το Δημοκρατικό Κόμμα (Democratic) και το Κόμμα των Πολιτών (Civic) εξέλεξαν αντίστοιχα 91 και 32 συμβούλους (από 54 και 20 το 2015) και πλέον αποτελούν τις δύο πρώτες δυνάμεις στα περιφερειακά συμβούλια.
Υπονομεύοντας το δόγμα «Μία χώρα, δύο συστήματα»
Παρά το γεγονός ότι η στάση των αντικυβερνητικών κομμάτων και δυνάμεων έναντι του Πεκίνου ποικίλει σε ό,τι αφορά στην ένταση και το περιεχόμενο των αιτημάτων, σε γενικές γραμμές ορίζεται από την κοινή απαίτησή τους για ακόμη μεγαλύτερη αυτονομία του Χονγκ Κονγκ. Το ίδιο το Πεκίνο αφήνει να εννοηθεί, πως πίσω από τις διαδηλώσεις και το αίτημα της μεγαλύτερης αυτονομίας «κρύβονται» δυνάμεις, τις οποίες δεν κατανομάζει, οι οποίες χρησιμοποιούν το Χονγκ Κονγκ ως πεδίο «μάχης» στον εμπορικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Για τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ οι «βίαιες παράνομες δραστηριότητες» στο Χονγκ Κονγκ έχουν «πλήξει σοβαρά το κράτος δικαίου και την κοινωνική τάξη», «θέτοντας σε αμφισβήτηση την αρχή “Μία χώρα, δύο συστήματα”».
Από μία άποψη, οι φόβοι του Πεκίνου ότι το αίτημα για μεγαλύτερη αυτονομία θέτει αντικειμενικά ζητήματα αμφισβήτησης της κινεζικής κυριαρχίας στο Χονγκ Κονγκ, έχει μια βάση. Διότι η αυτονομία που συμφωνήθηκε με τους Βρετανούς το 1997, αφορά το νομικό σύστημα, το νόμισμα, την τελωνειακή πολιτική, τις πολιτιστικές αντιπροσωπείες, τις διεθνείς αθλητικές ομάδες, τους νόμους για την μετανάστευση, ενώ η Κίνα αντιπροσωπεύει το Χονγκ Κονγκ διπλωματικά και στρατιωτικά. Συνεπώς, από αυτήν την άποψη, μεγαλύτερη αυτονομία από την παραπάνω, θα σημάνει de facto απόσχιση.
Επισήμως, πάντως, η στάση της Δύσης κινείται μεταξύ της καταδίκης της κρατικής καταστολής των διαδηλώσεων και των εκκλήσεων για σεβασμό στη συμφωνία του 1997, χωρίς ιδιαίτερες ρητορικές εξάρσεις. Άλλωστε, με εξαίρεση τον σκληρό εμπορικό ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, το Πεκίνο «επελαύνει» οικονομικά στην Ευρώπη και τα διμερή οικονομικά συμφέροντα είναι τεράστια.
Πεδίο ανταγωνισμών
Περισσότερο το Πεκίνο φαίνεται να ανησυχεί για την οικονομία. Στο «κατώφλι» των εκλογών της Κυριακής δημοσιεύτηκαν τα επίσημα στοιχεία για το ΑΕΠ του Χονγκ Κονγκ, το οποίο εμφανίστηκε συρρικνωμένο για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο (Ιούλης - Σεπτέμβρης 2019), με πολλούς να μιλούν για ύφεση. Οι αρχές συνδέουν την υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης με τα «τοπικά κοινωνικά επεισόδια» και τον αντίκτυπό τους, κάνοντας λόγο για «υποτονικές οικονομικές προοπτικές» που «επιβαρύνουν την κατανάλωση και το επενδυτικό κλίμα». Αναθεώρησαν μάλιστα προς τα κάτω την πρόβλεψη για το σύνολο του 2019, κατά 1,3%.
Επιπλέον, η αμερικανική Γερουσία ενέκρινε νομοσχέδιο, το οποίο προβλέπει ότι κάθε χρόνο θα πρέπει να «επαληθεύεται» ότι το Χονγκ Κονγκ διατηρεί επαρκή βαθμό αυτονομίας και τότε θα διατηρούνται και τα ειδικά οικονομικά μέτρα που οι ΗΠΑ εφαρμόζουν απέναντί του. Η έγκριση αυτή προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση της Κίνας, η οποία απείλησε με αντίποινα.
Στην οικονομία της περιοχής επικεντρώνονται και οι διεθνείς αναλύσεις. Ο Guardian, λ.χ. διαπιστώνει, πως σχεδόν έξι μήνες μετά την έναρξη του κινήματος διαμαρτυρίας, το Χονγκ Κονγκ αντιμετωπίζει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το μέλλον του ως το κορυφαίο διεθνές επιχειρηματικό κέντρο της Ασίας. Το λιανικό εμπόριο και η τουριστική βιομηχανία, που αναπτύχθηκαν λόγω των πλούσιων Κινέζων επισκεπτών που ξοδεύουν γενναιόδωρα στα καταστήματα της πόλης, υποφέρουν, πλέον, ιδιαίτερα. Οι αφίξεις στο αεροδρόμιο μειώθηκαν κατά 13% και τα τελευταία στοιχεία για τις λιανικές πωλήσεις έδειξαν ότι μειώθηκαν κατά 18%, σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα.
Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι ότι η αεροπορική εταιρεία Cathay Pacific με έδρα το Χονγκ Κονγκ εξέδωσε πρόσφατα προειδοποίηση, τη δεύτερη σε ένα μήνα, ενοχοποιωντας την αναταραχή στο Χονγκ Κονγκ ως αιτία για τη μείωση κατά 35% των αφίξεων τον περασμένο μήνα. Η μεγάλη η βρετανική εταιρία ρουχισμού πολυτελείας, Burberry, ανέφερε ότι οι πωλήσεις της στο Χονγκ Κονγκ μειώθηκαν περισσότερο από 10%.
Το αμερικανικό νομοσχέδιο, το οποίο, σύμφωνα με την βρετανική εφημερίδα έχει ισχυρές πιθανότητες να μετατραπεί σε νόμο με την υπογραφεί του Τραμπ, συνιστά σοβαρή απειλή για το Πεκίνο. Η εταιρεία συμβούλων Capital Economics ανέφερε ότι το νομοσχέδιο υπογραμμίζει την αυξανόμενη αίσθηση ότι η αυτονομία του Χονγκ Κονγκ «επιδεινώνεται» και θα μπορούσε να πείσει ορισμένες επιχειρήσεις να αναζητήσουν νέες έδρες στην ανατολική Ασία.
Προς το παρόν, η οικονομία του Χονγκ Κονγκ δείχνει να αντιδρά στους κλυδωνισμούς. Η τοπική χρηματιστηριακή αγορά, η Hang Seng, η οποία είναι η πέμπτη μεγαλύτερη στον κόσμο με βάση την αξία των εισηγμένων εταιρειών, παρά τις συνεχείς ταλαντεύσεις έχει χάσει μόλις 2,2% από τότε που ξεκίνησαν οι διαμαρτυρίες. Ενώ, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι πλούσιοι κάτοικοι της πόλης μεταφέρουν τα μετρητά τους από το Χονγκ Κονγκ, όπου οι τιμές των ακινήτων παραμένουν εξαιρετικά υψηλές παρά την αναταραχή.
Το βέβαιο είναι, πως οι εξελίξεις στο Χονγκ Κονγκ αντανακλούν τον οικονομικό ανταγωνισμό της Κίνας με τις άλλες μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, ανεξάρτητα από το αν και κατά πόσο οι διαμαρτυρίες «υποκινούνται» ή απλώς ενθαρρύνονται από την Δύση.
Η οικονομία λοιπόν αποτελεί το πραγματικό πεδίο επί του οποίου εξελίσσεται η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην περιοχή. Και όπως σχολιάζει ο Guardian, με τις οικονομικές προβλέψεις να μην είναι πολύ ελπιδοφόρες, οι διαδηλωτές φαίνεται να έχουν επιτύχει το στόχο όπως εκφράζεται σε μια πρόσφατη αφίσα στα κοινωνικά δίκτυα του Χονγκ Κονγκ: «Στριμώξτε την οικονομία για να αυξήσετε την πίεση»…
Γρηγόρης Ν. Θεοχάρης
28/11/2019