Γιατί αποτυγχάνει πάντα το «Μαξίμου»;Οι διοικητικές, τεχνικές και λειτουργικές ανεπάρκειες του κεντρικού συστήματος εξουσίας*
Στη γη της φαιδράς πορτοκαλέας ...
Μια ελληνική σημαία και μια σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανεμίζουν έξω από το μέγαρο Μαξίμου στις 13 Μαΐου 2015. Αριστερά του βρίσκονται άλλα, ιδιωτικά κτήρια. REUTERS/Alkis Konstantinidis
Γιατί αποτυγχάνει πάντα το «Μαξίμου»;
Οι διοικητικές, τεχνικές και λειτουργικές ανεπάρκειες
του κεντρικού συστήματος εξουσίας*
Όποιος έχει περιπλανηθεί στο μέγαρο Μαξίμου δεν μπορεί παρά να έχει διαπιστώσει ότι το Μαξίμου κτιριοδομικά δεν αποτελεί από καμία άποψη επαρκή εργασιακό χώρο ούτε για Υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου, πόσω μάλλον για Πρωθυπουργό. Οι χώροι είναι ιδιαίτερα περιορισμένοι. Δεν χρειάζεται δε να αναφερθούμε στις ελλιπείς ή ανύπαρκτες σύγχρονες υποδομές επικοινωνίας και ασφαλείας.
Το ερώτημα, έτσι όπως τίθεται στον τίτλο του κειμένου, ξεκινά εξαρχής με δύο παραδοχές. Η πρώτη είναι ότι το Μαξίμου, ως σύστημα εξουσίας ή, καλύτερα, ως το βασικό σύστημα εξουσίας στην Ελλάδα, αποτυγχάνει· και η δεύτερη παραδοχή είναι ότι αυτό συμβαίνει πάντα. Το μόνο που μένει να απαντηθεί είναι το «γιατί» συμβαίνει.
Βεβαίως, είναι πιθανό το ότι αποτυγχάνει και, μάλιστα, το ότι αυτό συμβαίνει πάντα ‒εκείνο που οι περισσότεροι πολιτικοί ονομάζουν «πολιτική φθορά»‒ να είναι μαχητό για κάποιους από τους αναγνώστες αυτού του άρθρου και ενδέχεται οι δικές τους ερμηνείες να είναι διαφορετικές. Είναι, όμως, προφανές ότι δεν αναφερόμαστε στην πολιτική φθορά που σίγουρα επέρχεται πάντα, αλλά στο γεγονός ότι όλα τα αντίστοιχα συστήματα εξουσίας στην Ελλάδα, από τη Μεταπολίτευση και μετά, χάνουν στο τέλος της ημέρας εντελώς το κύρος τους, εξαφανίζονται από το πολιτικό σκηνικό, κινδυνεύουν με δικαστικές και πολιτικές διώξεις, ενώ και η φθορά καθαυτή επέρχεται πολύ πιο γρήγορα και με πολύ μεγαλύτερη ένταση απ’ ό,τι συμβαίνει συνήθως σε αντίστοιχες ευρωπαϊκές περιπτώσεις, με τις οποίες άλλωστε συγκρινόμαστε ή θα έπρεπε να συγκρινόμαστε. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πτυχή ίσως να ήταν καλύτερο να αφεθεί για τους ιστορικούς, διότι η φθορά ενός συστήματος είναι πολυπαραγοντική.
Μόνη φιλοδοξία του παρόντος άρθρου είναι η καταγραφή ορισμένων υπαρκτών προβλημάτων αυτού του συστήματος εξουσίας, το οποίο, παρότι μικρό, συνιστά το πιο σημαντικό υποσύστημα του ευρύτερου συστήματος εξουσίας της χώρας μας. Η ανάλυσή μας θα επικεντρωθεί σε ζητήματα οργάνωσης και ορθής λειτουργίας αυτού του μικρού υποσυστήματος, το οποίο στο εξής θα καλείται «σύστημα εξουσίας Μαξίμου», ώστε να καταδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να επιτυγχάνει καλύτερα τους όποιους στόχους θέτει κάθε φορά, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τους κινδύνους και τις τριβές της εξουσίας, για να μπορεί να πηγαίνει μακρύτερα και με λιγότερη πολιτική «φθορά».
Ας ξεκινήσουμε από τα τυπικά· και το πλέον τυπικό είναι ο χώρος εργασίας του συστήματος εξουσίας στο Μαξίμου. Όποιος έχει περιπλανηθεί στο κτίριο δεν μπορεί παρά να έχει διαπιστώσει ότι το Μαξίμου κτιριοδομικά δεν αποτελεί από καμία άποψη επαρκή εργασιακό χώρο ούτε για Υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου, πόσο μάλλον για Πρωθυπουργό. Οι χώροι είναι ιδιαίτερα περιορισμένοι: Υπάρχουν ελάχιστα γραφεία διασπαρμένα σε διαφορετικά επίπεδα και χωρίς καλή επικοινωνία μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός διαθέτει λιγότερο χώρο για την γραμματειακή του υποστήριξη απ’ ό,τι ένας Γενικός Γραμματέας (η πολιτική δύναμη και οι αρμοδιότητες του οποίου δεν συγκρίνονται ούτε στο ελάχιστο με εκείνες του Πρωθυπουργού). Και οι υπόλοιποι, όμως, εργασιακοί χώροι είναι επιεικώς απαράδεκτοι: Οι περισσότεροι βρίσκονται στο υπόγειο του κτιρίου, με ανεπαρκή ή καθόλου αερισμό και φωτισμό, πολλή υγρασία και με ελάχιστες σύγχρονες παροχές και υποδομές. Το ίδιο ισχύει και για τον πρώτο όροφο, όπου Υπουργοί και γραμματεία βρίσκονται στον ίδιο χώρο, συνήθως ένα πολύ μικρό γραφείο. Ο Υπουργός Επικρατείας έχει τη γραμματεία του στον διάδρομο από τον οποίο διέρχονται εργαζόμενοι και στον οποίο αναμένουν οι επισκέπτες, οι οποίοι μπορούν έτσι να παρακολουθούν τις συνομιλίες και τις εργασίες της γραμματείας του Υπουργού.
Δεν χρειάζεται δε να αναφερθούμε στις ελλιπείς ή ανύπαρκτες σύγχρονες υποδομές επικοινωνίας και ασφαλείας. Το κτίριο είναι ένα συνονθύλευμα μπαλωμάτων εκσυγχρονισμού δικτύων χωρίς κεντρικό μηχανισμό ελέγχου ή μνήμη, δηλαδή χωρίς διαχρονική γνώση της κατάστασης, καθώς κάθε Πρωθυπουργός φέρνει τους δικούς του ειδικούς, ελλείψει εμπιστοσύνης στους προηγούμενους, και όλα ξεκινούν από την αρχή, όπως συμβαίνει άλλωστε πάντα για όλα τα σημαντικά πράγματα στην Ελλάδα.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, την δουλειά αυτή, ειδικά στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, θα έπρεπε να έχουν αναλάβει διαχρονικά είτε ο στρατός είτε οι μυστικές Υπηρεσίες της χώρας. Αντ’ αυτού, τα δίκτυα υποστηρίζονται με τη μέθοδο του «outsourcing» από ιδιωτική τηλεπικοινωνιακή εταιρεία ξένων συμφερόντων και από την γνώση και την «φιλοπονία» προσώπων που περιβάλλουν τον Πρωθυπουργό ή το εκάστοτε σύστημα εξουσίας του Μαξίμου. Είναι προφανές και στις δύο περιπτώσεις ότι η εν λόγω πολιτική εγκυμονεί διαχρονικά κινδύνους στο πεδίο της επικοινωνίας. Αλλά σ’ αυτό το θέμα θα επανέλθουμε αναλυτικότερα παρακάτω.
Το κτιριοδομικό πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι στο Μαξίμου λείπει το υπόγειο γκαράζ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την έλλειψη διαθέσιμου χώρου για τα οχήματα των εργαζομένων και των επισκεπτών, αλλά και ότι όλοι (μεταξύ των οποίων και ξένες μυστικές Υπηρεσίες) μπορούν να παρακολουθούν ανά πάσα στιγμή ποιος επισκέπτεται τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς και να αναζητούν με άλλα μέσα τους λόγους της επίσκεψης ή το περιεχόμενο των συζητήσεων. Στον αντίποδα, το Προεδρικό Μέγαρο ακριβώς απέναντι από το Μέγαρο Μαξίμου, διαθέτει επαρκέστερους χώρους από κάθε άποψη (γραφείων, υποδοχής, στάθμευσης), ενώ ως σύστημα εξουσίας δεν έχει ούτε καν στο ελάχιστο τις ίδιες αρμοδιότητες ή δυνατότητες. Είναι, λοιπόν, αντίφαση η εγκατάσταση της Προεδρίας στο Προεδρικό Μέγαρο και η εγκατάσταση του Πρωθυπουργού στο Μέγαρο Μαξίμου. Θα έπρεπε, εν τη απουσία άλλης πρότασης για το γραφείο του Πρωθυπουργού, να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Επιπλέον, η Προεδρία της Δημοκρατίας διαθέτει και πληθώρα χώρων σε κτίριο απέναντί της, πράγμα που εντείνει περαιτέρω την παραπάνω διαπιστωθείσα αντίφαση.
Η ασφάλεια του Μεγάρου Μαξίμου είναι και αυτή ιδιαιτέρως ελλιπής και στηρίζεται αποκλειστικά στον υπερβολικά υψηλό αριθμό αστυνομικών που περιβάλλουν το κτίριο. Ωστόσο, αυτού του είδους η φύλαξη είναι αναχρονιστική· προστατεύει βέβαια τα γραφεία από κάποιον που θα προσπαθήσει να εισέλθει πεζός στο κτίριο αλλά δεν προστατεύει από κανενός άλλου είδους σύγχρονο κίνδυνο. Απέναντι στον μάλλον ιδιαίτερα απίθανο κίνδυνο της έκρηξης παγιδευμένου διερχόμενου οχήματος μέχρι την παρακολούθηση των συνομιλιών των προσώπων εντός του κτιρίου και την επίθεση στο κτίριο με ιπτάμενο drone, το Μαξίμου είναι ανοχύρωτο. Στην πρώτη περίπτωση το κτίριο δεν διαθέτει κανενός είδους «blast proof» προδιαγραφή με αποτέλεσμα οποιοσδήποτε να μπορεί να περάσει μπροστά από το κτίριο με το όχημά του και να βρεθεί μόλις μερικά μέτρα από το παράθυρο του (ισόγειου) γραφείου του Πρωθυπουργού. Στην περίπτωση του drone δεν υφίσταται ούτε καν ως σκέψη η δημιουργία ενός πλέγματος προστασίας με αντίμετρα για ενδεχόμενα μικρά ιπτάμενα αντικείμενα που μπορούν να βρεθούν ad hoc πάνω από το κτίριο. Η πλαϊνή είσοδος των επισκεπτών μοιάζει και αυτή με σύντομο ανέκδοτο ασφαλείας, με αναχρονιστικά μηχανήματα και μεθόδους ελέγχου των επισκεπτών, τύπου face control και έλεγχο ταυτότητας. Όποιος έχει περάσει από τον έλεγχο ασφαλείας της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα έχει διαπιστώσει ότι η ασφάλεια είναι κλάσεις ανώτερη, ενώ είναι προφανές ότι το σύστημα εξουσίας στο Μαξίμου, σε σχέση με την χώρα, την Ελλάδα, έχει ασύγκριτα περισσότερους κινδύνους και δυνατότητες απ’ ό,τι η οποιαδήποτε πρεσβεία. Συνεπώς, πρόκειται και εδώ για μια σημαντική αντίφαση που έχει να κάνει με τον επαγγελματισμό τής διαχείρισης αυτού του σημαντικού θέματος και εν τέλει με την ίδια την εικόνα της χώρας που δείχνει απολύτως μη σοβαρή σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα.
Προτού περάσουμε στο θέμα των τηλεπικοινωνιών και της διοικητικής οργάνωσης πρέπει να μιλήσουμε για ένα ακόμη ζήτημα, αυτό των περιβαλλόντων χώρων. Όποιος έχει περπατήσει στους χώρους του Μαξίμου, έχει μπει στο γραφείο του Πρωθυπουργού και έχει κοιτάξει από τα παράθυρα ή έχει ανέβει στην ταράτσα του κτιρίου θα έχει διαπιστώσει ότι το κτίριο περιβάλλεται από άλλα μεγάλα ιδιόκτητα κτίρια, τα οποία συνιστούν δυνητική απειλή ασφαλείας. Ακριβώς απέναντι από τα παράθυρα του γραφείου του Πρωθυπουργού βρίσκονται παράθυρα διαμερισμάτων μέσα στα οποία δεν γνωρίζει κανείς ποιος ή τι βρίσκεται, ενδεχομένως δε να μη γνωρίζει ούτε καν τον ιδιοκτήτη τους. Η «θέα» της ταράτσας είναι εξίσου «επικίνδυνη» με πολλά κτίρια και διαμερίσματα αγνώστου ιδιοκτήτη να περιβάλλουν ασφυκτικά το Μαξίμου και να αποτελούν δυνητική τρύπα ασφαλείας. Δεν δημιουργεί άλλωστε έκπληξη το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι ένοικοι του Μαξίμου διαμαρτύρονται ότι διαρρέουν πληροφορίες τις οποίες έχουν ακούσει λίγοι άνθρωποι, κάποιες φορές δε μόνον δύο, εκείνοι και ο Πρωθυπουργός. Ελλείψει μέτρων ασφαλείας, όπως ειδικές μεμβράνες στα τζάμια, ηλεκτρονικά αντίμετρα και ειδικές μονώσεις στους τοίχους, είναι δυνατόν σε όποιον επιθυμεί να επενδύσει σε σύγχρονες μεθόδους υποκλοπής (οι οποίες στην συγκεκριμένη περίπτωση θα στοίχιζαν λιγότερο από ένα εκατομμύριο ευρώ) να υποκλέψει με σχετική άνεση συνομιλίες που πραγματοποιούνται μέσα στο κτίριο. Επιπλέον, υπό ορισμένες περιστάσεις υπάρχει η δυνατότητα ακόμα και για οπτική επαφή, καθώς το Μέγαρο, όπως είπαμε, περιβάλλεται από πλήθος κτιρίων που συνιστούν δυνητικούς κινδύνους ασφαλείας.
Μια ακόμα σημαντική κτιριοδομική έλλειψη είναι το δωμάτιο ασφαλείας. Σε κάθε σοβαρό σύστημα εξουσίας, ακόμα και σε επιχειρήσεις, υπάρχει ένα κλειστό και ασφαλές από κάθε άποψη δωμάτιο, συνήθως σε υπόγειο χώρο, στο οποίο μπορούν να πραγματοποιηθούν άκρως απόρρητες συζητήσεις για πολύ σημαντικά εθνικά θέματα. Σε αυτό το δωμάτιο εισέρχεται κανείς μετά από εξονυχιστικό και ενδελεχή σωματικό έλεγχο ασφαλείας και αφού έχει αφήσει στην είσοδο κάθε είδους συσκευή. Επιπλέον, ο χώρος δεν διαθέτει καμία μη πιστοποιημένη συσκευή και φυλάσσεται όλο το εικοσιτετράωρο. Αντιθέτως, στο δικό μας σύστημα εξουσίας τα άτομα που συζητούν με τον Πρωθυπουργό εισέρχονται σε άκρως απόρρητες συσκέψεις με τα κινητά τους τηλέφωνα… Στο Μέγαρο Μαξίμου δεν υπάρχει ούτε καν το αυτονόητο που υπάρχει παντού στον κόσμο, ακόμα και σε πρεσβείες: Ειδικός χώρος εναπόθεσης των κινητών τηλεφώνων των καλεσμένων. Πουθενά στον «αναπτυγμένο» κόσμο δεν εισέρχεσαι σε πρεσβεία ή σε Υπουργείο για υψηλόβαθμη σύσκεψη με το κινητό ανά χείρας, πόσω μάλλον στο γραφείο του Πρωθυπουργού.
ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
Τώρα, ας περάσουμε σε ένα ακόμα ευαίσθητο ζήτημα, αυτό των τηλεπικοινωνιών και του απορρήτου των συνομιλιών. Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να φτιάχνουμε ωραίες διοικητικές δομές με βαρείς τίτλους, οι οποίες, όμως, τελικά δεν αποδίδουν τίποτε, είτε γιατί δεν έχουν τα μέσα, είτε γιατί δεν έχουν τις αρμοδιότητες, είτε γιατί δεν έχουν την σωστή εποπτεία για την επίτευξη των στόχων τους. Στην χώρα μας έχουμε ανεξάρτητες Αρχές και μυστικές Υπηρεσίες το αποτύπωμα των οποίων στην διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών είναι μικρό έως ανύπαρκτο. Άλλωστε, το σκάνδαλο της παρακολούθησης του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή από το κέντρο της Vodafone μέσω προγράμματος υποκλοπής που είχε αναπτυχθεί απομακρυσμένα από την Eriksson δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με την σειρά. Η κουλτούρα των προσώπων υψηλού ενδιαφέροντος όσον αφορά την ασφάλεια του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών είναι εντελώς ανύπαρκτη, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στις Υπηρεσίες Ασφαλείας, οι οποίες δεν έχουν ούτε οδηγίες ούτε δυνατότητες να αντιμετωπίσουν αυτό το πολύ σημαντικό ζήτημα. Ένα ζήτημα που εν τέλει συνιστά παράδοση μέρους της εθνικής κυριαρχίας σε κάθε είδους ξένα ή εγχώρια συμφέροντα. Η υφιστάμενη κατάσταση υποδηλώνει συνάμα σε όλους τους ξένους, συμμάχους μας ή μη, ότι η χώρα δεν είναι σοβαρή, ότι «μπάζει από παντού» και αιμορραγεί κρίσιμες για την ασφάλειά μας πληροφορίες.
Οι άνθρωποι υψηλού ενδιαφέροντος έχουν επίσης αφεθεί σε αυτήν την κατάσταση και, εάν κανείς μιλήσει μαζί τους, η συνήθης απάντηση που λαμβάνει είναι ότι το ξέρουν αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτε ή το αντιμετωπίζουν μιλώντας στα τηλέφωνα με απόλυτη ειλικρίνεια, έχοντας δηλαδή το αίσθημα ότι όλοι τους ακούν και ότι πρέπει να είναι ειλικρινείς και σοβαροί, για να μην εκτεθούν. Ωστόσο, δεν μπορεί να ασκηθεί εθνική πολιτική με αυτόν τον τρόπο ούτε καν πολιτική ασφαλείας, εάν όλοι γνωρίζουν τον χαρακτήρα των υπευθύνων και τις αντιδράσεις τους σε κρίσιμα ζητήματα ή τις αληθινές προσθέσεις τους.
Ας δούμε τι ακριβώς συμβαίνει με την ασφάλεια των τηλεπικοινωνιών. Στο Μέγαρο Μαξίμου οι κρίσιμες σταθερές συνδέσεις ελέγχονται από ένα αναχρονιστικό πλαίσιο, όπου μια υπηρεσία ιδιωτικής εταιρείας, ιδιοκτήτης της οποίας είναι το δημόσιο ξένης ευρωπαϊκής χώρας, ελέγχει και πιστοποιεί όλα τα τηλεπικοινωνιακά συστήματα για την σταθερή τηλεφωνία και το διαδίκτυο, παρέχοντας τον απαραίτητο εξοπλισμό. Σε ό,τι αφορά το απόρρητο ή τον εξοπλισμό, καμία κρατική Υπηρεσία Ασφαλείας δεν μπορεί να γνωρίζει ή να κάνει συστηματικό και αποτελεσματικό έλεγχο καθώς δεν έχει τα μέσα, την γνώση ή έστω τον έλεγχο όλης της διαδρομής της βασικής υποδομής. Συνεπώς, ο εξοπλισμός παραδίδεται και ελέγχεται από «πιστοποιημένους» ιδιώτες, ενώ όλες οι συνδέσεις φεύγουν από το κεντρικό κτίριο και διέρχονται από πληθώρα «καφάο» σε διάφορα μέρη της πρωτεύουσας, προτού καταλήξουν σε κεντρικό τηλεπικοινωνιακό κτίριο, το οποίο είναι εκτός του ελέγχου της ελληνικής κυβέρνησης. Όλοι καθησυχάζονται στα χαρτιά από ένα αστείο σύστημα πιστοποιήσεων και υπογραφών μετακύλισης της ευθύνης, το οποίο θα μπορούσε να μας το παρέχει και ο TurkSat (Τουρκικός Κρατικός Δορυφόρος), εάν π.χ. ο ελληνικός στρατός τού ζητούσε να μισθώσει αναμεταδότη για τις τηλεπικοινωνιακές ανάγκες των ελληνικών φρεγατών.
Οι σοβαρές χώρες δεν παίρνουν πιστοποιήσεις από κανέναν ιδιώτη, αλλά φροντίζουν να ελέγχουν και να πιστοποιούν οι ίδιες κρίσιμα για την ασφάλειά τους συστήματα. Η [σημερινή, ελληνική] κωδικοποίηση αυτών των συστημάτων είναι επίσης παλιά και παρωχημένη: Αναλογικού τύπου, τρέχει πάνω σε χιλιάδες χιλιόμετρα χαλκού και διέρχεται από εκατοντάδες κόμβους· είναι συνεπώς αναπόφευκτο να αιμορραγεί πληροφορίες από παντού. Άλλωστε είναι γνωστό σε όλους ότι πολλές από αυτές τις ούτως ή άλλως άχρηστες κάρτες κωδικοποίησης έχουν κλαπεί από παλιά, ενώ η κωδικοποίηση παραμένει η ίδια. Συνεπώς, κάποιος μπορεί να οδηγηθεί στο καθόλα ασφαλές συμπέρασμα ότι τα σταθερά και τα τριψήφια τηλέφωνα δεν είναι καθόλου ασφαλή για επικοινωνίες, ενώ η δαιδαλώδης υποδομή του συστήματος, η παλαιότητά του και ο ανύπαρκτος μηχανισμός ελέγχου λειτουργούν ως το καλύτερο δυνατό προπέτασμα καπνού για όσους θέλουν να ακούν τις συνομιλίες όλων των προσώπων υψηλού ενδιαφέροντος.
Στις κινητές συνδέσεις η κατάσταση είναι εξίσου ζοφερή. Καταρχάς το πολύ προφανές: Όλα τα πρόσωπα υψηλού ενδιαφέροντος χρησιμοποιούν απλά κινητά τηλέφωνα εμπορίου με συνδέσεις και νούμερα που τα γνωρίζουν όλοι. Στον αντίποδα, ακόμα και απλοί χαμηλόβαθμοι υπάλληλοι πρεσβειών στην χώρα μας έχουν ειδικές κινητές συσκευές και συνδέσεις υψηλής ασφαλείας. Η δική μας απάντηση σε αυτό το πρόβλημα είναι είτε οι ετήσιοι, προγραμματισμένοι, αναποτελεσματικοί και ελλιπείς έλεγχοι της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών στις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας είτε οι συνομιλίες μέσω ερασιτεχνικών εφαρμογών δεδομένων τύπου Viber ή Whatsapp. Βέβαια, όπως αποδείχτηκε και από πρόσφατες αποκαλύψεις στον διεθνή Τύπο, οι εν λόγω εφαρμογές μόνο ασφαλείς δεν είναι. Επιπλέον, είναι πέρα από προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρχει ασφάλεια σε ένα σύστημα κωδικοποίησης που έχει φτιάξει ξένη εταιρεία και πληθώρα προσώπων ή ξένων μυστικών Υπηρεσιών γνωρίζουν τις βασικές αρχές της κωδικοποίησής της. Ασφάλεια υπάρχει σε κωδικοποίηση και προγραμματισμό που παράγει η ίδια η χώρα, σε κόμβους μεταφοράς της πληροφορίας που ελέγχει η ίδια η χώρα.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι τα πρόσωπα υψηλού ενδιαφέροντος ταξιδεύουν στο εξωτερικό με τα κινητά τους τα οποία περιέχουν όλες τις πληροφορίες (ακόμα και προσωπικές), ενώ είναι γνωστό ότι υπάρχουν τεχνολογίες άμεσης απομακρυσμένης υποκλοπής όλων των περιεχομένων των συσκευών αυτών. Χαρακτηριστικά, στη Νορβηγία, Υπουργός αποπέμφθηκε από την θέση του, επειδή ταξίδεψε στο Ιράν με το επαγγελματικό κινητό του παρά τις αντίθετες απόψεις των μυστικών Υπηρεσιών της χώρας του. Εδώ αξίζει να επισημανθούν δύο πράγματα: Πρώτον, το γεγονός ότι υπήρχε σαφής θέση των μυστικών Υπηρεσιών για την διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών και, δεύτερον, ότι η μη συμμόρφωση με αυτήν σήμαινε την αποπομπή από θέση ευθύνης. Προφανώς το κράτος και το πολιτικό σύστημα στη Νορβηγία λειτουργούν με σοβαρότητα.
Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στις ευρυζωνικές συνδέσεις των προσώπων υψηλού ενδιαφέροντος με τους ίδιους να χρησιμοποιούν gmail, yahoo και άλλους απλούς λογαριασμούς από servers που βρίσκονται εκτός Ελλάδας. Επιπλέον, ανταλλάσσουν πληροφορίες χωρίς ενδείξεις διαβάθμισης και χωρίς κρυπτογράφηση. Όλα αυτά τα μηνύματα πρέπει να θεωρείται περισσότερο από προφανές ότι υποκλέπτονται στο σύνολό τους, όχι μόνο από πολύ μεγάλες και δυνατές χώρες, αλλά και από ιδιώτες, καθώς η τεχνολογία υποκλοπής είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και απλή στην χρήση της. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι στην χώρα μας απουσιάζουν πλήρως πολιτικές κυβερνοασφάλειας καθώς και ένας ενιαίος φορέας με εποπτικό, ρυθμιστικό και επιχειρησιακό βραχίονα εφαρμογής των σχεδιαζόμενων πολιτικών, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα από την ευρωπαϊκή οδηγία NIS, η οποία ενσωματώθηκε στην Ελλάδα με στρεβλό και ατελή τρόπο.
Κάποιος θα αναρωτιέται ευλόγως μετά από όλα αυτά εάν τα παραπάνω συμβαίνουν λόγω ανικανότητας ορισμένων Υπηρεσιών ή επειδή υφίσταται ένα ολόκληρο σύστημα πλουτισμού που πουλάει τις υποκλαπείσες πληροφορίες στη «χονδρική». Κανείς, τουλάχιστον ο γράφων, δεν γνωρίζει με βεβαιότητα. Μένει να αποδειχτεί.
Όσον αφορά τις υποδομές προτείνεται η προσωρινή μετεγκατάσταση της βασικής δομής εξουσίας του Μαξίμου, δηλαδή το γραφείο του Πρωθυπουργού, στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και η κατασκευή μιας νέας υποδομής με όλες τις απαιτούμενες προδιαγραφές στο ακίνητο του Δημοσίου στο Γουδί. Τα προτερήματα αυτής της ενέργειας θα είναι πολλαπλά. Καταρχάς η ασφάλεια θα είναι σημαντικά υψηλότερη, από κάθε άποψη, όπως και οι μετακινήσεις όλων των επισκεπτών. Επιπλέον, στο Πεντάγωνο και στο νέο κτίριο θα υπάρχουν επαρκείς χώροι για όλη την δομή του γραφείου του Πρωθυπουργού και για τους συνεργάτες του, που πρέπει να είναι στον ίδιο χώρο, και βασική υποδομή ασφαλείας στην διακίνηση των εγγράφων και των δεδομένων. Το Μέγαρο Μαξίμου μπορεί να παραδοθεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας ή να παραμείνει ιστορικό αξιοθέατο, σίγουρα, όμως, δεν μπορεί να έχει καμία ουσιαστική χρησιμότητα πέρα από συμβολική.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Ή ΤΟ «ΓΥΑΛΙΝΟ ΚΛΟΥΒΙ»
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο σημείο, αυτό της οργάνωσης του συστήματος εξουσίας που αποκαλείται «Μαξίμου». Ξεκινάμε από το προφανές, ότι η εκφώνηση ωραίων λόγων και οι ίδιοι οι λόγοι, μαζί με τις καλές προθέσεις και την ειλικρινή επιθυμία να πετύχεις σπουδαία πράγματα για την πατρίδα σου και την κοινωνία, δεν αρκούν. Η εξουσία δεν έχει ανάγκη από ηθικά λογύδρια αλλά από αποτελέσματα. Ηθική στην εξουσία είναι η επίτευξη των ηθικών σου στόχων και όχι η απλή δήλωσή τους. Μαζί με την αρετή χρειάζεται και η αποτελεσματικότητα, και αποτελεσματικότητα είναι ο συνδυασμός της εμπειρίας σε συγκεκριμένα θέματα, με την ευφυΐα και την συναισθηματική νοημοσύνη. Οι ωραίοι λόγοι και οι καλές προθέσεις καίγονται στην πυρά της κακής οργάνωσης, της ανικανότητας και των προσωπικών επιδιώξεων αυτών που μοιράζονται την εξουσία με τον ηγέτη. Για εκείνον δε, ο χειρότερος εχθρός του είναι η διαμεσολάβηση της πληροφορίας από τους «φίλους» γύρω του ή από αυτούς που εμπιστεύεται, καθώς τα «μαντρόσκυλα» δεν φυλούν ποτέ τη μάντρα, αλλά τον ρόλο τους στη μάντρα. Η συστηματική αποστέρηση της πληροφορίας που επιχειρούν όλα τα ανταγωνιστικά συστήματα εξουσίας γύρω από τον βασικό άξονα ή πόλο της εξουσίας, και η θέαση του κόσμου μέσα από τα δικά τους μάτια, οδηγεί σε πραγματική διακυβέρνηση και άσκηση εξουσίας από τα υποσυστήματα γύρω από το βασικό σύστημα εξουσίας, σε λανθασμένες αποφάσεις, σε υποτίμηση καλών και ικανών προσώπων και εξύψωση ανίκανων και λιγότερο «επικίνδυνων» ή ανταγωνιστικών για την εξουσία των υποσυστημάτων. Επιπλέον, κάθε πληροφορία που φτάνει «διαμεσολαβημένη» και αξιοποιείται ως έχει, στον βωμό της απομείωσης της πολυπλοκότητας της καθημερινότητας και της άσκησης της εξουσίας, ενδέχεται να περιέχει «ξεκαθάρισμα λογαριασμών», εμπάθεια, απόψεις ανταγωνιστικών οικονομικών συμφερόντων ή απλώς λανθασμένη κρίση.
Η διαμεσολαβημένη πληροφόρηση του ηγέτη αποθρασύνει εν τέλει τα ανταγωνιστικά υποσυστήματα που καταλήγουν να ασκούν ξεδιάντροπη εξουσία μιλώντας «στο αυτί του ηγέτη». Η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα είναι: «Δεν εμπιστεύομαι κανέναν παρά μόνο όλους», ήτοι, μιλώ με πολύ κόσμο, διασταυρώνω κάθε πληροφορία και τιμωρώ παραδειγματικά τις προσωπικές ατζέντες και κυρίως την παραπληροφόρηση. Στο bottleneck [στμ: την στενωπό] της εξουσίας, δηλαδή σε υπουργικό επίπεδο, οι τριβές είναι μεγάλες και οι Υπουργοί έχουν την συνήθεια να αλληλοεξοντώνονται. Γι’ αυτό το διευθυντήριο του Πρωθυπουργού πρέπει να συζητάει πάντα με όλα τα ανταγωνιστικά συστήματα και να αναζητά την αλήθεια ή τη μεγαλύτερη δυνατή γνώση της κατάστασης που θέλει να αναλύσει.
Η άσκηση της εξουσίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό και πολύπλοκο ζήτημα για να αφήνεται στην τύχη ή στις δυνητικές ικανότητες ορισμένων προσώπων. Η αποτελεσματική διοίκηση, όμως, στο γραφείο του Πρωθυπουργού σημαίνει και αποτελεσματική οργάνωση των προσώπων που εργάζονται για τον Πρωθυπουργό και γύρω από αυτόν, καθώς η δύναμη και η αποτελεσματικότητα όλων των ηγετών είναι αυτή των συνεργατών τους. Ο προσωπάρχης στο σύστημα εξουσίας των ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα σημαντικό πρόσωπο. Το ίδιο συμβαίνει και σε όλα τα αναπτυγμένα ευρωπαϊκά συστήματα εξουσίας.
Στον αντίποδα, στην Ελλάδα, τα πρόσωπα που ασκούν αυτή την εξουσία λαμβάνουν διαφορετικές μορφές και έχουν συνήθως διαφορετικούς ρόλους και «συστατική επιστολή». Σίγουρα, ο Διευθυντής του Γραφείου του Πρωθυπουργού δεν μπορεί να μοιάζει με γραμματέα ή να έχει τον ρόλο ενός νευρικού διώκτη όλων ή, ακόμα χειρότερα, να διευθετεί οικονομικά συμφέροντα ή να λειτουργεί ως εισπράκτορας για λογαριασμό του, για λογαριασμό του κόμματος ή άλλων. Επίσης, μετά βεβαιότητας, οι συστάσεις του δεν μπορεί να προέρχονται από την αγορά ή από έναν μεγάλο επιχειρηματία, ούτε χρειάζεται να είναι παιδικός φίλος του Πρωθυπουργού, για να υπάρχει εμπιστοσύνη στο σύστημα, αλλά πρέπει να έχει καλές επαφές με την «αγορά» για να φτάνει στον ίδιο κάθε χρήσιμη πληροφορία. Ανθρώπους της απολύτου εμπιστοσύνης του μπορεί να έχει κάθε Πρωθυπουργός, ωστόσο αυτό που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό είναι να περιβάλλεται από ικανούς ανθρώπους, με διοικητική, οργανωτική και επιστημονική επάρκεια. Επίσης, η εμπιστοσύνη χτίζεται ή καταστρέφεται πάντα μέσα από την συνεργασία. Έτσι, μπορεί να ξεκινήσεις να συνεργάζεσαι με πρόσωπα που δεν εμπιστεύεσαι απολύτως, γιατί δεν γνωρίζεις καλά, ή με άλλα που γνωρίζεις πολύ καλά και τα εμπιστεύεσαι απόλυτα. Σε κάθε περίπτωση η τριβή της άσκησης της εξουσίας μπορεί να αλλοιώσει σημαντικά την σχέση και να τη μεταβάλει προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο.
Η οργάνωση του γραφείου του εκάστοτε Πρωθυπουργού απαιτεί ιδιαίτερες δεξιότητες και συνιστά μια πολύ μεγάλη πρόκληση, καθώς οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα αποτυγχάνουν κυρίως λόγω της έλλειψης συντονισμού και της δυσλειτουργίας του συστήματος εξουσίας στο Μέγαρο Μαξίμου. Αποφάσεις που δεν λαμβάνονται, λαμβάνονται αργά ή με λανθασμένο τρόπο, επηρεάζουν σημαντικά το προσδόκιμο ζωής μιας κυβέρνησης, ενώ το κεντρικό σύστημα εξουσίας, ο Πρωθυπουργός, συνήθως καταποντίζεται από υπερπληθώρα πληροφοριών και υπερβολικό φόρτο εργασίας, χάνοντας την ουσία της διακυβέρνησης που είναι οι μεγάλες αποφάσεις και οι θεσμικές αλλαγές.
Η επιτυχία της μηχανής εξουσίας που ονομάζεται «Μαξίμου» και συντονίζει τα πολλαπλά κέντρα εξουσίας στην Ελλάδα εξαρτάται από την εύρυθμη λειτουργία της και τον συντονισμό των προσώπων που εργάζονται για αυτή. Σε κάθε άλλη περίπτωση είναι σχεδόν αδύνατο να παραχθεί πολιτικό νόημα και επιτυχής εποπτεία διοίκησης έργου με απτά αποτελέσματα. Έτσι, η άσκηση της εξουσίας μέρα με την ημέρα περιορίζεται σε διαχείριση κρίσεων, ανάγνωση των πρωτοσέλιδων των εφημερίδων και προσπάθεια απάντησής τους ή σε ένα ιδιότυπο outsourcing εξουσίας σε διάφορα συμφέροντα, προκειμένου να καλυφθεί η δυστοκία στον μηχανισμό λήψης αποφάσεων και να αποσιωπηθεί επικοινωνιακά. Είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό ότι αρκετές κυβερνήσεις μεταπολιτευτικά έχουν ξεκινήσει με τις καλύτερες προθέσεις, όσον αφορά την διακυβέρνηση της χώρας, και έχουν καταλήξει, εν όψει της πραγματικής διοικητικής ανικανότητάς τους, σε σύντομο χρονικό διάστημα να τρέχουν πίσω από τα ίδια συμφέροντα που ξεκίνησαν να πολεμούν. Πέραν της προφανούς έλλειψης ενός μηχανισμού project management και καθημερινής παρακολούθησης του έργου των Υπουργών, είναι επίσης προφανές ότι υπάρχει διαχρονική έλλειψη μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων, διαχείρισης της επικοινωνίας και στρατηγικού σχεδιασμού.
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, δεν είναι ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε «πρακτορίστικα». Είναι αυτονόητα και εθνικά. Είναι απλοί κανόνες ασφαλείας και διοίκησης μιας κανονικής χώρας. Η χώρα μας πρέπει να ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία και να μπορεί να εφαρμόζει όποια πολιτική θεωρούν οι δημοκρατικά εκλεγμένοι εκπρόσωποι των θεσμών ως ορθή, χωρίς να εκβιάζονται, και ακόμη περισσότερο χωρίς να βρίσκονται πάντα ένα βήμα πίσω από κάθε είδους συμφέροντα άλλων χωρών ή εγχώρια. Οι Πρωθυπουργοί στην Ελλάδα δεν κινδυνεύουν από δολοφονικές απόπειρες αλλά κυρίως από απόπειρες δολοφονίας της προσωπικότητάς τους και εκβιασμό, καθώς και από την εγγενή διοικητική ανικανότητα των προσώπων και των μηχανισμών εξουσίας που τους περιβάλλουν. Συνεπώς, ασφάλεια δεν είναι μόνο η διακοπή της κυκλοφορίας την ώρα που διέρχονται από έναν κεντρικό δρόμο, αλλά η διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών τους και η διαφύλαξη της κρίσιμης πληροφορίας της πατρίδας μας.
Βέβαια, εν τέλει, όσο διοικητικά ικανά και εάν είναι τα πρόσωπα που τους περιβάλλουν, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο «χιλιόχρονο βασίλειο», αλλά σε μεγαλύτερους, δηλαδή μακρύτερους χρονικά κύκλους διακυβέρνησης. Ακατάλληλες υποδομές, ακατάλληλη οργάνωση και ακατάλληλοι άνθρωποι μπορούν να οδηγήσουν σε κατάρρευση του κεντρικού συστήματος εξουσίας και σε ταχείες εναλλαγές εξουσίας από τις οποίες μόνο η χώρα, η οικονομία και οι πολίτες δεν επωφελούνται.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος αρ. 59
(Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2019)
του Foreign Affairs The Hellenic Edition.
Βασίλης Μαγκλάρας
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΓΚΛΑΡΑΣ είναι διδάκτωρ Οικονομικών και διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών. Υπήρξε Γενικός Γραμματέας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων την περίοδο 2016-2019. Είναι vice co-chair της Επιτροπής Industrial Resources and Communication Services του NATO.
20/11/2019