Συνταγματική Αναθεώρηση, η Ευκαιρία που πάλι χάθηκε.


 Γιώργος Σωτηρέλης: ''Συνταγματική Αναθεώρηση,
 η Ευκαιρία που πάλι χάθηκε'',26/11/2019, 98.4.

Ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Γ. Σωτηρέλης, μιλώντας σήμερα στον 98.4  στηλίτευσε τόσο την ατολμία των κομμάτων για τομές στο Σύνταγμα, μετά από 10 χρόνια κρίσης της χώρας, αλλά και την εργαλειοποίηση του κράτους με πολιτικές στελεχώσεις , τεχνοκρατικών θέσεων που αναδεικνύουν ως πομφόλυγες δηλώσεις περί αξιοκρατίας και μητρώου στελεχών διαχρονικά.  Ο κ. Σωτηρέλης , σημείωσε πως  είχαμε ακόμη ακόμη μία αδιάφορη συνταγματική αναθεώρηση. Η συνταγματική πολιτική των δύο μεγάλων κομμάτων ως προς την αναθεώρηση ήταν τελικά αντίστοιχη με την γενικότερη προβληματική στάση τους απέναντι στους θεσμούς και επιβεβαίωσε περίτρανα την πολιτική ανωριμότητα και την θεσμική αναξιοπιστία τους. Θα  έπρεπε να αντιμετωπισθούν και άλλα μείζονα προβλήματα που χρονίζουν στην σύγχρονη Δημοκρατία μας (όπως οι "ελληνοχριστιανικές" ψυχώσεις για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, η απαγόρευση της ίδρυσης μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων και η πλήρης χειραγώγηση τόσο της ραδιοτηλεοπτικής ενημέρωσης, γενικά, όσο και της ΕΡΤ, ειδικότερα). Αντί αυτού, όμως, η μεν κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που ανέλαβε μετά από πολλές αναβολές την πρωτοβουλία της αναθεώρησης, υπέταξε εξ αρχής την αναθεώρηση στις εκτός τόπου και χρόνου «επαναστατικές» φαντασιώσεις της, απειλώντας ακόμη και με «συντακτική συνέλευση», που θα σήμαινε εκτροπή της λειτουργίας του πολιτεύματος! Η δε τότε αξιωματική αντιπολίτευση επεδόθη σε έναν άλλου είδους άκριτο μαξιμαλισμό (να κριθούν αναθεωρητέες όλες οι διατάξεις), που επίσης έδειχνε απουσία σοβαρής συνταγματικής πολιτικής. Αμφότερα πάντως τα κόμματα κατέθεσαν στο τέλος κάποιες πιο μετριοπαθείς (και άτολμες) προτάσεις, σε σχέση με προηγούμενα επεξεργασμένα σχέδιά τους, που θα μπορούσαν –παρότι αναντίστοιχες, με τις προκλήσεις των καιρών– να αποτελέσουν βάση συζήτησης. Ο κ. Σωτηρέλης , εξήγησε γιατί οι αλλαγές στην  εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας , στο νόμο περί ευθύνης  Υπουργών , την ψήφο των Ελλήνων εκτός Ελλάδας αλλά και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες από κινήσεις πολιτών , είναι τελικά άτολμες και θα γεννήσουν άλλα προβλήματα. 

 Η συνταγματική αναθεώρηση που δεν έγινε. 

Τελικά, όπως φαίνεται από τις έως τώρα κοινοβουλευτικές συζητήσεις, θα έχουμε ακόμη μία αδιάφορη συνταγματική αναθεώρηση. Η συνταγματική πολιτική των δύο μεγάλων κομμάτων ως προς την αναθεώρηση ήταν τελικά αντίστοιχη με την γενικότερη προβληματική στάση τους απέναντι στους θεσμούς και επιβεβαίωσε νομίζω περίτρανα την πολιτική ανωριμότητα και την θεσμική αναξιοπιστία τους. Όπως προσπάθησα να δείξω σε προηγούμενα άρθρα, δυστυχώς ήταν αναπόφευκτο τα κόμματα αυτά να μην καταλήξουν σε μια χρήσιμη και επίκαιρη αναθεώρηση.

Αφ’ενός μεν διότι δεν σέβονται το Σύνταγμα κατά την άσκηση της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής τους. Αφ’ετέρου δε διότι δεν έχουν κατανοήσει επαρκώς ότι η βαρύτατη κοινωνικοοικονομική κρίση που βιώσαμε τόσο τραυματικά τα τελευταία χρόνια, με ευθύνη όλων όσοι μας κυβέρνησαν στον εικοστό πρώτο αιώνα, επιβάλλει πολιτική περίσκεψη και θεσμικό αναστοχασμό, με επίκεντρο την απαιτούμενη –ούτως ή άλλως– συναίνεση.

Συναίνεση βέβαια δεν σημαίνει απόκρυψη ή θόλωση των διαχωριστικών ιδεολογικών γραμμών, όπως συνέβη με την πόλωση ετερόκλητων δυνάμεων γύρω από την αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο, αλλά αποσαφήνισή τους, ώστε να προσέλθουν σε έναν καθαρό και εποικοδομητικό διάλογο για το μέλλον του τόπου, με πρώτο μέλημα την οριστική υπέρβαση της κρίσης (που δυστυχώς δεν είναι ακόμη δεδομένη), την κοινωνική συνοχή και την ισότιμη συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Με άλλα λόγια, τα σημεία εκκίνησης για την αναθεώρηση έπρεπε να είναι δύο:

Η περιχαράκωση των κομμάτων

Προεχόντως μεν οι θεσμικές δυσλειτουργίες που ανέδειξε ή μεγέθυνε η κρίση, καθώς το Σύνταγμά μας ναι μεν έδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα σε αυτήν αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις δοκιμάσθηκε σκληρά. Ιδίως λόγω της έλλειψης αποτρεπτικών εγγυήσεων για την αντιμετώπιση ποικίλων παρεκτροπών που παρατηρήθηκαν στο πεδίο της πρόληψης και διαχείρισης δημοσιονομικών κρίσεων, της έκτακτης νομοθεσίας –ιδίως με την κατάχρηση ανέλεγκτων δικαστικά πράξεων νομοθετικού περιεχομένου– της μονομερούς συρρίκνωσης της κοινωνικής προστασίας, εις βάρος των αδυνάτων, και της ανυπαρξίας ουσιαστικού πολιτικού και δικαστικού ελέγχου των κυβερνητικών πράξεων.

Κατά δεύτερον δε έπρεπε να αντιμετωπισθούν και άλλα μείζονα προβλήματα που χρονίζουν στην σύγχρονη Δημοκρατία μας (όπως οι "ελληνοχριστιανικές" ψυχώσεις για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, η απαγόρευση της ίδρυσης μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων και η πλήρης χειραγώγηση τόσο της ραδιοτηλεοπτικής ενημέρωσης, γενικά, όσο και της ΕΡΤ, ειδικότερα). Αντί αυτού, όμως, η μεν κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που ανέλαβε μετά από πολλές αναβολές την πρωτοβουλία της αναθεώρησης, υπέταξε εξ αρχής την αναθεώρηση στις εκτός τόπου και χρόνου «επαναστατικές» φαντασιώσεις της, απειλώντας ακόμη και με «συντακτική συνέλευση», που θα σήμαινε εκτροπή της λειτουργίας του πολιτεύματος!

Η δε τότε αξιωματική αντιπολίτευση επεδόθη σε έναν άλλου είδους άκριτο μαξιμαλισμό (να κριθούν αναθεωρητέες όλες οι διατάξεις), που επίσης έδειχνε απουσία σοβαρής συνταγματικής πολιτικής. Αμφότερα πάντως τα κόμματα κατέθεσαν στο τέλος κάποιες πιο μετριοπαθείς (και άτολμες) προτάσεις, σε σχέση με προηγούμενα επεξεργασμένα σχέδιά τους, που θα μπορούσαν –παρότι αναντίστοιχες, με τις προκλήσεις των καιρών– να αποτελέσουν βάση συζήτησης.

Θα ανέμενε λοιπόν κανείς ότι θα ήταν πλέον δυνατόν να βρεθούν κοινοί τόποι, με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Δυστυχώς όμως ούτε αυτό συνέβη. Τα δύο κόμματα περιχαρακώθηκαν πεισματικά στις θέσεις τους, τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη Βουλή, με αποτέλεσμα να καταλήξουν, μέσα από μια ευπρεπή αλλά κατώτερη των περιστάσεων και μη εποικοδομητική συζήτηση, σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Το αποτέλεσμα ήταν να απορριφθούν όλες οι ενδιαφέρουσες προτάσεις, ένθεν κακείθεν.

Η αναθεώρηση που δεν έγινε

Ειδικότερα, ήδη από την προηγούμενη Βουλή απορρίφθηκαν κακώς αρκετές θετικές προτάσεις της ΝΔ. Σημαντικότερη βέβαια είναι η δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών –και απαρεγκλίτως μη κερδοσκοπικών– πανεπιστημίων, η οποία προσέκρουσε, δυστυχώς, στην στείρα, εμμονική και απλώς αριστεροφανή άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος προτιμά να δίνει μάχη οπισθοφυλακών αντί να επιβάλει, τώρα που μπορούσε, αυστηρές συνταγματικές εγγυήσεις προκειμένου να αποφευχθεί ένα –επερχόμενο– "άτακτο" bypass…).

Ωστόσο κακώς δεν έγιναν, κατά την άποψή μου, δεκτές και οι ακόλουθες προτάσεις: α) η διαφορετική ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης, β) ο εξορθολογισμός της –νομοθετικής ιδίως– λειτουργίας του κοινοβουλίου, γ) η στοιχειωδώς πλουραλιστικότερη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, δ) η ελαφρά –έστω– διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, ε) η αναβάθμιση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ως προς τον έλεγχο συνταγματικότητας, στ) η θέσπιση αυστηρών εγγυήσεων ως προς την διεξαγωγή δημοψηφίσματος και, τέλος, ζ) η αλλαγή της ίδιας της διαδικασίας αναθεώρησης, ώστε να καταστεί κάπως ευχερέστερη.

Αλλά και η ΝΔ ανταπέδωσε, τόσο στην πρώτη όσο και στην παρούσα Βουλή, αρνούμενη να αξιοποιήσει –έστω με σημαντικές τροποποιήσεις– χρήσιμες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως:

Πρώτον, την κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας και την καθιέρωση πρόσθετων εγγυήσεων υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας, οι οποίες, αν και μετριοπαθείς, αντιμετωπίσθηκαν με ψοφοδεή στάση απέναντι στην Εκκλησία και με εμφανή συντηρητισμό (ακόμη και από τους "γιαλαντζί" φιλελεύθερους βουλευτές της), ενώ συνέπραξε, με αστεία προσχήματα, και το "προοδευτικό" ΚΙΝΑΛ…

Δεύτερον, τις μορφές άμεσης λαϊκής συμμετοχής (λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία και δημοψηφίσματα), οι οποίες θα μπορούσαν –υπό αυστηρές πάντως εγγυήσεις και προϋποθέσεις– να ενισχύσουν τα κουρασμένα αντανακλαστικά της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας (ευτυχώς, με μια κίνηση της τελευταίας στιγμής, η κυβερνητική πλειοψηφία δέχθηκε, έστω και απρόθυμα, την λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία).

Τρίτον, την περαιτέρω θεσμική θωράκιση των κοινωνικών και των εργασιακών δικαιωμάτων, δηλαδή των δικαιωμάτων που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση. Τέταρτον, την συνταγματική κατοχύρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος στις βουλευτικές εκλογές, υπό τον όρο όμως ότι η προτεινόμενη απόκλιση του 10% θα αφορά το σύνολο των εδρών (δηλαδή 30 έδρες από τις 300), όπως είχε προτείνει ο αείμνηστος Δημήτρης Τσάτσος.

Πέμπτον, την απονομή του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, και σε αλλοδαπούς με μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα. Έκτον, την ανάθεση στον νομοθέτη της αρμοδιότητας για τον καθορισμό του συστήματος της περιφερειακής οργάνωσης του κράτους (κάποιος πρέπει να εξηγήσει στον κ. Θεοδωρικάκο ότι αυτό είναι απαραίτητο, αν θέλει να καταργήσει, όπως εξήγγειλε, την αποκεντρωμένη διοίκηση…).

Τι αναθεωρείται τελικά;

Τι απέμεινε τελικά, που αναθεωρείται; Ελάχιστες είναι κατά την άποψή μου οι ενδιαφέρουσες τροποποιήσεις, και αυτές όμως είτε είναι ελλιπείς είτε κινούνται σε λάθος κατεύθυνση. Ειδικότερα: Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας θα μπορεί πλέον να γίνει χωρίς την μεσολάβηση εκλογών. Αυτό είναι κατ’αρχήν ορθό, και το έχω και προσωπικά υποστηρίξει, πλην όμως υπό μια βασική προϋπόθεση: να υπάρξει μέριμνα για στοιχειωδώς έστω συναινετική εκλογή (έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα σχετικές προτάσεις).

Ωστόσο, όπως διαμορφώνεται η διάταξη, δηλαδή να μπορεί ο Πρόεδρος να εκλέγεται ακόμη και με σχετική πλειοψηφία, αναρωτιέμαι: μήπως θα ήταν προτιμότερο να παραμείνει η διάταξη ως έχει –ώστε να έχει ευρύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση για την επιτέλεση του ρυθμιστικού του ρόλου– και να προβούν απλώς σε μια επίσημη πολιτική δέσμευση τα τρία μεγαλύτερα κόμματα ότι δεν θα ξαναχρησιμοποιήσουν προσχηματικά (όπως έκαναν και τα τρία στο παρελθόν) την εκλογή του προέδρου για να προκαλέσουν εκλογές;

Επίσης, η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρο 68 παρ. 2, για τις εξεταστικές επιτροπές είναι μεν θετική (καθώς επιτρέπει την σύστασή τους ακόμη και με τις ψήφους μόνο της αντιπολίτευσης) πλην όμως είναι ελλιπής. Το κρισιμότερο πρόβλημα με αυτές τις Επιτροπές δεν είναι η απαιτούμενη πλειοψηφία, αλλά το ότι στο τέλος κατατίθενται τόσα πορίσματα όσες και οι κοινοβουλευτικές ομάδες που συμμετέχουν σε αυτές.

Ερωτάται λοιπόν, για μια ακόμη φορά: γιατί κωφεύουν τα κόμματα στην πρόταση να εισαχθεί μια ακόμη διάταξη, που να ορίζει ότι το πόρισμα θα το συντάσσει υποεπιτροπή από προσωπικότητες υπεράνω πολιτικής υποψίας, που θα εκλέγονται από τα 3/5 ή ακόμη και από τα 2/3 της Εξεταστικής Επιτροπής; Δεν θα έπρεπε να μας παραδειγματίσει στο σημείο αυτό το παράδειγμα της Ισλανδίας, όπου παραπέμφθηκε σε δίκη, μετά από το πόρισμα μιας τέτοιας υποεπιτροπής, ο πρωθυπουργός της χώρας;

Αλλαγές κατώτερες των περιστάσεων

Η αλλαγή των συνταγματικών ρυθμίσεων για την ευθύνη υπουργών ασφαλώς και ήταν επιβεβλημένη. Ωστόσο, αρκεί να παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τι συμβαίνει σήμερα στην επιτροπή για την άσκηση προκαταρκτικής εξέτασης, ως προς την υπόθεση Παπαγγελόπουλου, για να πεισθεί, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ότι η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας δεν λύνει το πρόβλημα. Η Βουλή έπρεπε να απεμπλακεί συνολικά από την δικαστικής φύσης αρμοδιότητα της άσκησης ποινικής δίωξης κατά υπουργών, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι πολιτικό και άρα εξ ορισμού –ιδίως στην Ελλάδα– μεροληπτικό σώμα.

Ούτε βέβαια στα πολιτικά δικαστήρια έχω ιδιαίτερη εμπιστοσύνη (και από προσωπική πείρα). Ωστόσο, οποιαδήποτε στάθμιση και αν κάνει κανείς, θα καταλήξει ότι ένα πολυπληθές δικαστικό όργανο (πχ η ολομέλεια εφετών της Αθήνας) θα ήταν πολύ προτιμότερο. Ο δε ελεγκτικός ρόλος της Βουλής θα έπρεπε να περιορίζεται στις Εξεταστικές Επιτροπές (όπως τις προσδιορίσαμε προηγουμένως). Είναι δε τεράστιο λάθος το ότι αυτό δεν έγινε και στην υπόθεση Novartis, ώστε η διερεύνηση των πολιτικών ευθυνών να έχει προηγηθεί της όποιας διερεύνησης ποινικών ευθυνών.

Ορθή είναι και η τροποποίηση για τον περιορισμό της πλειοψηφίας που απαιτείται στην Διάσκεψη των Προέδρων (από 4/5 σε 3/5) για τον ορισμό των μελών των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών. Τα 4/5 είχαν όντως αποτελέσει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τροχοπέδη στην λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών. Ωστόσο, και η πλειοψηφία που επελέγη δεν μου φαίνεται αρκετή εγγύηση αμεροληψίας, αν δεν συνοδευτεί, τουλάχιστον, από μια πρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα: την σύμπραξη, για την επίτευξη αυτής της πλειοψηφίας, τουλάχιστον τριών κοινοβουλευτικών ομάδων.

Και βεβαίως να παρατηρήσουμε ξανά ότι και στο σημείο αυτό τα κόμματα κωφεύουν ως προς το να ψηφίζεται και η ηγεσία της ΕΡΤ από την ίδια πλειοψηφία, ώστε να δοθεί οριστικό τέλος στην προπαγανδιστική χειραγώγηση της από την εκάστοτε κυβέρνηση. Στα συν αυτής της αναθεώρησης θα μπορούσε να είναι και η απόφαση της πλειοψηφίας για συνταγματική κατοχύρωση ενός εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης (την οποία είχα υποστηρίξει, στο πλαίσιο συνολικής αναθεωρητικής πρότασης, ήδη από το 2.000, στη μελέτη: Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης).

Ωστόσο, η προτεινόμενη τροποποίηση δεν είναι επιτυχής, διότι υιοθετεί ουσιαστικά μια ευνουχισμένη εκδοχή του εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, που περιορίζεται στο νεοφιλελεύθερης έμπνευσης «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» και δεν αφορά ένα συνολικότερο κοινωνικό δίχτυ προστασίας, που θα προσδώσει νέο νόημα και περιεχόμενο στην κανονιστική εμβέλεια των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Η ψήφος των εκτός επικρατείας πολιτών

Η πλέον προβληματική, πάντως, από όλες τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, είναι αυτή που ανέκυψε την τελευταία στιγμή και αφορά την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών. Υπό την πίεση κομμάτων της αντιπολίτευσης, και σε ένα κλίμα μίζερο και αποκαρδιωτικό για τους Έλληνες πολίτες που (αναγκάσθηκαν να) ζουν στο εξωτερικό, υπήρξε δυστυχώς συμφωνία όχι μόνον να εγκαταλειφθεί η επιστολική ψήφος, παρότι προβλέπεται ρητά στο ισχύον Σύνταγμα, αλλά και να προχωρήσει μια εντελώς ανεπίτρεπτη, από την συνταγματική μας τάξη, αναθεωρητική πρωτοβουλία.

Συγκεκριμένα, να επιβληθούν, μέσω του άρθρου 54 του Συντάγματος, πρόσθετες προϋποθέσεις (ΑΦΜ και παραμονή 2 τουλάχιστον χρόνων στη χώρα, την τελευταία τριακονταπενταετία), ως προς την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν. Ωστόσο, το άρθρο 54 αφορά μόνο το εκλογικό σύστημα και τις εκλογικές περιφέρειες και μόνο για σχετικές με αυτά αλλαγές έχει κριθεί αναθεωρητέο. Τις προϋποθέσεις ως προς το δικαίωμα του εκλέγειν τις ρυθμίζει αποκλειστικά το άρθρο 51, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας και ως εκ τούτου αποκλείει κάθε άλλο προσόν, πλην της ηλικιακής ωριμότητας.

Επειδή λοιπόν το άρθρο αυτό δεν περιλήφθηκε στις αναθεωρητέες διατάξεις –και παρά το γεγονός ότι ούτως ή άλλως συνταγματική τροποποίηση της καθολικής ψηφοφορίας δεν νοείται, διότι αυτή αποτελεί εξειδίκευση της λαϊκής κυριαρχίας, που καθιερώνεται στο μη αναθεωρήσιμο άρθρο 1 του Συντάγματος– επιχειρείται εν τέλει μέσω μιας προφανής (και πρωτοφανής) παράκαμψη της συνταγματικά προβλεπόμενης αναθεωρητικής διαδικασίας.

Και η παράκαμψη αυτή θα είναι ελέγξιμη από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ως Εκλογοδικείο, παρότι αυτό "προειδοποιήθηκε" από την κυβέρνηση, εμμέσως πλην σαφώς, να μην διανοηθεί καν έναν τέτοιο "δικαστικό ακτιβισμό", αν η διάταξη ψηφισθεί από την συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής…

Άλλη μία χαμένη ευκαιρία

Αυτές λοιπόν οι λίγες, ελλιπείς και προβληματικές τροποποιήσεις (στις οποίες προστέθηκε, έστω την τελευταία στιγμή και με υπερβολικές προϋποθέσεις, η «λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία»), αποτελούν όλη κι όλη την προστιθέμενη αξία της εν εξελίξει αναθεώρησης. Ώδινεν όρος και έτεκε μυν…

Ευλόγως λοιπόν το ερώτημα που πλανάται εύλογα πάνω από το πολιτικό μας σύστημα είναι το ακόλουθο: άξιζε πράγματι τον κόπο, για ένα τόσο απογοητευτικό αποτέλεσμα, να σπαταληθεί ξανά, όπως το 2008, η ευκαιρία για μια ώριμη, πρόσφορη και εποικοδομητική συνταγματική αλλαγή;

 Γιώργος Σωτηρέλης

https://slpress.gr/politiki/i-syntagmatiki-anatheorisi-poy-den-egine/?fbclid=IwAR1rO7hfatnjnSmD472B7l8gBeR7QBxnqc1kbKlVdXB0nkG3oJqAaZLWcZI


25/11/2019 


              ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ            




  Η Βουλή αρνήθηκε την θεσμική αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος μέσω της Συνταγματικής Αναθεώρησης.

Το αίτημα της θεσμικής αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης μέσα από μία ριζική συνταγματική αλλαγή τέθηκε επιτακτικά το 2010, όταν η χώρα χρεοκόπησε. Τότε, η κοινωνία συνειδητοποίησε ότι η υπερχρέωση του κράτους οφειλόταν εν πολλοίς στην κατασπατάληση, στην διασπάθιση και στην λεηλασία του δημοσίου χρήματος και ότι όλα αυτά γίνονταν χάριν της διαπλοκής, της διαφθοράς και της άσκησης της εξουσίας υπέρ κομματικών ή προσωπικών συμφερόντων. Ακολούθως, δεν άργησε να αναδειχθεί και η ευθύνη του Συντάγματος, διότι αποδείχθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να κατοχυρώσει, όχι μόνο αδιάβλητους μηχανισμούς ελέγχου εκείνων που ασκούν την δημόσια εξουσία και διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα, αλλά ούτε και σύγχρονες δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

Μέσα σε αυτή την κοινωνική ζύμωση, μερίδα των πολιτών, είτε μέσω ατομικής αρθρογραφίας και δράσης, είτε μέσω της συμμετοχής σε κινήσεις πολιτών, πρότεινε μεγάλες τομές που κατέτειναν στην πλήρη αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος, όπως η εισαγωγή θεσμών άμεσης συμμετοχής των πολιτών (υποχρεωτικά δημοψηφίσματα, τα δημοψηφίσματα και οι προτάσεις νόμων με πρωτοβουλία πολιτών), η ίδρυση ανεξάρτητου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η κλήρωση μεταξύ των ανωτάτων δικαστών για την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, ο έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων και όσων ασκούν δημόσια εξουσία αποκλειστικά από την Δικαιοσύνη χωρίς απόρρητο, η κατάργηση των προνομίων και της ασυλίας βουλευτών, η κατάργηση των διατάξεων του άρ. 86 περί ευθύνης υπουργών, ο περιορισμένος αριθμός θητειών σε αξιώματα, το ασυμβίβαστο βουλευτή – μέλους κυβέρνησης, ακόμη και η πλήρης διάκριση των εξουσιών με μετάβαση σε πολίτευμα προεδρικής δημοκρατίας. Επισημάνθηκε δε ότι το πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να προβεί από μόνο του σε τέτοιες μεταρρυθμίσεις αναμόρφωσής του, παρά μόνο με την σύμπραξη των πολιτών μέσω συντακτικής συνέλευσης.

Όταν με πρωτοβουλία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε η διαδικασία αναθεώρησης, υπήρξαν κινήσεις πολιτών που επεσήμαναν ότι η προβλεπόμενη διαδικασία, βάσει της οποίας οι πολίτες τίθενται στο περιθώριο και παραδίδεται το σύνολο της αρμοδιότητας αλλαγής του Συντάγματος αποκλειστικά στην βουλή, δεν παρέχει καμία απολύτως εγγύηση ότι οι αλλαγές που θα συντελεστούν να είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας, πολλώ δε μάλλον που σύμφωνα με το άρ.110 η πρώτη βουλή αποφασίζει μόνο ποια άρθρα θα αναθεωρηθούν και στην συνέχεια η επόμενη βουλή ψηφίζει το ακριβές περιεχόμενο της αναθεώρησης ακόμη και με απλή κυβερνητική πλειοψηφία 151 βουλευτών, χωρίς να ρωτήσει και να δώσει λόγο σε κανέναν.

Σήμερα που η αναθεώρηση ολοκληρώθηκε επιβεβαιώθηκαν πλήρως οι επιφυλάξεις:Με ευθύνη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν κρίθηκε αναθεωρητέα η αναχρονιστική διάταξη του άρ. 90 που αναθέτει την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης στην εκάστοτε κυβέρνηση, με ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης ΝΔ δεν εισήχθησαν για μία ακόμη φορά στο ελληνικό Σύνταγμα οι σημαντικοί θεσμοί του υποχρεωτικού δημοψηφίσματος για κύρωση διεθνών συνθηκών, του δημοψηφίσματος με πρωτοβουλία πολιτών για την κατάργηση νόμου, ή για εθνικό ζήτημα, του τοπικού δημοψηφίσματος, του αναλογικού εκλογικού συστήματος και του περιορισμένου αριθμού των βουλευτικών θητειών, ενώ, με ευθύνη όλων, δεν τέθηκαν προς συζήτηση θεσμοί όπως πρωτίστως η αλλαγή της διαδικασίας αναθεώρησης με την εισαγωγή του συνταγματικού δημοψηφίσματος, το συνταγματικό δικαστήριο, το ασυμβίβαστο βουλευτή – μέλους κυβέρνησης, η κατάργηση των διατάξεων του άρ. 86 περί ευθύνης υπουργών, ο αδιάβλητος έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων από την Δικαιοσύνη και πολλά άλλα.

Ακόμη και οι ελάχιστες αλλαγές που φέρονται προς την σωστή κατεύθυνση είναι προβληματικές. Συγκεκριμένα:
  • Η βουλευτική ασυλία του άρ.62 δεν καταργείται, αλλά η δίωξή του βουλευτή εξαρτάται και πάλι από απόφαση της βουλής, η οποία θα καλείται να κρίνει ανεξέλεγκτα εάν το αδίκημά του συνδέεται με τα καθήκοντά ή την πολιτική του δραστηριότητα.
  • Οι προτάσεις νόμων με πρωτοβουλία πολιτών καθιερώνονται για πρώτη φορά στο άρ. 73 υπό ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις, ήτοι με συλλογή 500.000 υπογραφών (η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ πρόβλεπε 100.000, ενώ, ενδεικτικά, στην Ιταλία αρκούν 50.000 υπογραφές, στην Αυστρία 100.000 και στην Ισπανία 500.000), μόλις 2 ανά βουλευτική περίοδο και υπό τον όρο να μην αφορούν θέματα δημοσιονομικά, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας. Το κυριότερο όμως είναι ότι η εφαρμογή της διάταξης εξαρτάται από την ψήφιση νόμου. Συνεπώς, εάν η βουλή δεν ψηφίσει τον σχετικό νόμο η διάταξη του άρ.73 δεν θα τεθεί ποτέ σε εφαρμογή!
  • Η κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας του άρ. 86 δεν αρκεί για να αλλάξει την φυσιογνωμία της διάταξης , αφού ακόμη και για την διενέργεια έστω και προκαταρκτικής εξέτασης εναντίον μέλους ή πρώην μέλους κυβέρνησης εξακολουθεί να απαιτείται απόφαση της Βουλής.

Όσο για τις διατάξεις περί εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, αποτελούν θλιβερή θεσμική οπισθοδρόμηση, αφού η εκλογή του με απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών τον υποβιβάζει από ρυθμιστή του πολιτεύματος σε υπάλληλο της κυβέρνησης.

Εκτός της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, τεράστιες είναι και οι ευθύνες όλων των λοιπών κομμάτων της προηγούμενης βουλής για την στάση που κράτησαν ενάντια σε κάθε δημοκρατική αλλαγή, αλλά και των κομμάτων της παρούσας βουλής, πλην της Ελληνικής Λύσης και του ΜΕΡΑ25, τα οποία υποστήριξαν με δημοκρατικές προτάσεις την ανάγκη ριζικής συνταγματικής μεταρρύθμισης.

Με αυτό το Σύνταγμα θα πορευθεί η χώρα, τουλάχιστον κατά την κρίσιμη επόμενη δεκαετία και αυτή θα είναι η προσφορά της Βουλής για τον εορτασμό των 200 ετών από την ελληνική επανάσταση. Αναρωτιέμαι όμως, πόσοι εκ των βουλευτών που με ευκολία ψήφισαν και εμπόδισαν την θεσμική αναμόρφωση του κράτους θα τολμήσουν κατά τους εορτασμούς της ελληνικής επανάστασης να ισχυριστούν ότι είναι οι συνεχιστές των οραμάτων του Ρήγα που συνέταξε το σχέδιο Συντάγματος της «Ελληνικής Δημοκρατίας», ή των αγωνιστών που εμπνεύστηκαν τα δημοκρατικά επαναστατικά Συντάγματα της Επιδαύρου του 1822, του Άστρους του 1823 και της Τροιζήνας του 1827.

Χρήστος Λυντέρης
Δικηγόρος-διδάκτωρ νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών  
και μέλος της Πρωτοβουλίας για Ριζική Συνταγματική Αλλαγή.

https://www.huffingtonpost.gr/entry/e-voele-arnetheke-ten-thesmike-anamorfose-toe-politikoe-sestematos_gr_5ddce9d4e4b0d50f3295f93a?utm_hp_ref=gr-homepage&fbclid=IwAR3uDBA_pJgLIvWxTP5rIByX_X9PfERsL-nk0STbdxKCYAC6s2aLu-JdM8s


26/11/2019




 ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΣΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ  

(1)
Β. Σαρακινός: Περιορισμένη η αναθεώρηση,
 διευρυμένες οι προσωπικές αντιπαραθέσεις (25/11/2019)

  Χωρίς εκπλήξεις και μετά από μια μαραθώνια διαδικασία ολοκληρώθηκε η ονομαστική ψηφοφορία για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Με την ψήφιση εννέα σημαντικών διατάξεων, από τις συνολικά 49 που πρότειναν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και αφορούσαν 28 άρθρα, η Ολομέλεια της Βουλής ψήφισε και παρέδωσε τον νέο συνταγματικό χάρτη της χώρας, εν μέσω βέβαια προσωπικών αντιπαραθέσεων των πολιτικών αρχηγών.

Διαβάστε ΟΛΟΚΛΗΡΟ το άρθρο ΕΔΩ:
https://slpress.gr/politiki/periorismeni-i-anatheorisi-dieyrymenes-oi-prosopikes-antiparatheseis/?fbclid=IwAR0agUTG8de1cLH2Je5bqogqaFE8ZlCnkiMgCeLWqCSCLZH43GRZU5MoPeo#.XdwqDPrAwDo.facebook


(2)
Θ. Διαμαντόπουλος:Συνταγματικό κρίμα κ. Μητσοτάκη (27/11/2019)

'' (...) Και έτσι η σημερινή βουλή έκαψε μια αναθεώρηση ασχολούμενη με τα ήσσονα χωρίς να θίξει τα μείζονα και τα κρείσσονα. Δηλαδή…

Πρώτον, τη συνταγματική πρόβλεψη για υποχρεωτική δημοσιονομική επίγνωση, όπως επιμόνως αναφέρει ο πρόεδρος Ευ. Βενιζέλος, η οποία μάλιστα θα έπρεπε να αφορά τη «δημοσιονομική πολιτική» τόσο των κυβερνήσεων όσο και των δικαστηρίων…

Δεύτερον, δε, τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ζούμε σε μια χώρα όπου αυτή «απονέμεται» συνήθως μετά την εκδημία όσων την διεκδικούν. Πρωτίστως με ευθύνη των ίδιων των δικαστών. (Όταν οι σαμαροβενιζέλοι θεσμοθέτησαν την υποχρέωση της αναβάλλουσας σύνθεσης να εκδικάζει η ίδια την αναβαλλόμενη απόφαση, οι αναβολές έπεσαν στο 1/10. Μόλις οι τσιπροκαμμένοι κατήργησαν αυτή τη ρύθμιση, οι αναβολές πήγαν αμέσως στο προηγούμενο επίπεδο, δηλαδή δεκαπλασιάστηκαν πάλι)… Με την όποια σημασία του ζητήματος και για το επενδυτικό κλίμα της χώρας… Επίσης, δε, ζούμε σε μια χώρα όπου η διαπλοκή και η υπόγεια επικοινωνία μεταξύ της πολιτικής και της δικαστικής εξουσίας έγινε πλέον οφθαλμοφανής και τους πιο ανυποψίαστους…

Και όμως όλα αυτά έμειναν συνταγματικώς ανέγγιχτα. Αντί να σταλεί στα τάρταρα η εν εξελίξει αναθεώρηση και να δρομολογηθεί άλλη πολύ ουσιαστικότερη. Πόσο κρίμα κ. Μητσοτάκη!  ''


 Διαβάστε ΟΛΟΚΛΗΡΟ το άρθρο ΕΔΩ:
https://www.liberal.gr/apopsi/suntagmatiko-krima-k-mitsotaki/275860



 (3)
Β.Ασημακόπουλος:Συνταγματική Αναθεώρηση
 - Η απουσία μιας ιθαγενούς πολιτικής θεωρίας (27/11/2019).
  
«Το ξάπλωμα και η επικράτηση της Ορθοδοξίας στις χώρες και τους λαούς της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς και τη Μικρασία και τη Μέση Ανατολή ανταποκρίνεται ιστορικά στην αντίδραση που προκαλούσαν οι τάσεις για πνευματική, πολιτική και οικονομική επέκταση και επιβολή του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους και του καθολικισμού-παπισμού. Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία και η χριστιανική θρησκεία γενικότερα, όπως την εκφράζει η Εκκλησία αυτή, παίξαν όχι μόνο στη Ρωσία μα και στα Βαλκάνια προοδευτικό ρόλο, τόσο σαν παράγοντας που διευκόλυνε και επετάχυνε την εθνική διαμόρφωση, συσπείρωση και ανάπτυξη, παρέχοντάς της ενιαία ιδεολογικά πλαίσια, όσο σα στοιχείο που στα χρόνια του εξανδραποδισμού και της σκλαβιάς κάτω απ’ την οθωμανική τυραννία συνέτεινε σημαντικά και ουσιαστικά στον εθνικοαπελευθερωτικό τότε αγώνα...»                             
                              Ν.Ζαχαριάδης, Η Ορθοδοξία,Ριζοσπάστης, 9/9/1945

Η Συνταγματική Αναθεώρηση, είναι μια διαδικασία στην οποία εγγράφεται η συγκυρία/παρόν, η διαχρονία/παρελθόν και η πρόβλεψη/μέλλον. Τα κόμματα που αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία και σε κάθε περίπτωση συμμετέχουν στη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης κρίνονται στη βάση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών: Των προτάσεων που κάνουν, των ιεραρχήσεών τους, του πως αντιλαμβάνονται τη χώρα, την ιστορία της, τα προβλήματα της, τις κύριες και δευτερεύουσες αντιθέσεις. Επίσης, σε αυτά προστίθενται η ιδεολογικο-πολιτική οπτική τους, αλλά και τα κοινωνικά συμφέροντα που εκπροσωπούν.

Τι συμπεράσματα μπορούμε να εξάγουμε άραγε από τη Συνταγματική Αναθεώρηση που ολοκληρώθηκε; Αρκετά και σημαντικά. Από τις προτάσεις που κατατέθηκαν ήδη από την προηγούμενη Βουλή, τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε, αλλά και τα άρθρα που τελικά αναθεωρήθηκαν, προέκυψε ότι απουσίαζε μια στρατηγικού χαρακτήρα σύλληψη, επαναστατική ή μεταρρυθμιστική, σε σχέση με το κράτος.

Δεν παρατηρήθηκε από τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά και από την κοινωνία συνολικά, μια φλόγα αντίστοιχη --για παράδειγμα-- με την αναθεώρηση του 1911 ή με τις πλούσιες επεξεργασίες κατά τη συζήτηση για το Σύνταγμα του 1975. Η μεν αναθεώρηση του 1911 αποτέλεσε σημαντική θεσμικά στιγμή στην ανορθωτική βενιζελική κίνηση ενώ στο Σύνταγμα του 1975 θεμελιώθηκε η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία.
(...)

(1)Τα θετικά της αναθεώρησης.
(2)Η εθνικά επιζήμια οπτική του ΣΥΡΙΖΑ.
(3)Αρνείται την ύπαρξη ελληνικού έθνους.
(4)Οι μνημονιακής έμπνευσης ρυθμίσεις της ΝΔ.
(...)

Διαβάστε ΟΛΟΚΛΗΡΟ το άρθρο ΕΔΩ: