ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Ο ανηφορικός δρόμος της Ελλάδας μέχρι την επενδυτική βαθμίδα.


 Ο ανηφορικός δρόμος της Ελλάδας
 μέχρι την επενδυτική βαθμίδα.

Το μήνυμα που στέλνει ο προϋπολογισμός του 2020 είναι ότι η οικονομία μπαίνει σε μια νέα περίοδο όπου θα δούμε τα λόγια να γίνονται πράξεις.

Το τέλος στα υπερπλεονάσματα του παρελθόντος, τα μέτρα όπως οι φορολογικές ελαφρύνσεις 1,18 δισ ευρώ, και οι στόχοι όπως η αύξηση επενδύσεων με ρυθμό 13,4%, και τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις ύψους 2,44 δισ. ευρώ, που εφόσον επιτευχθούν θα φέρουν ανάπτυξη 2,8% και θα μειώσουν το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 6,3 μονάδες χαμηλότερα του χρόνου, σηματοδοτούν την επιστροφή σε μια κανονικότητα, ενώ στρώνουν το έδαφος για είσοδο της οικονομίας σε μια νέα πίστα.

Αλλά για να τελεσφορήσουν οι προσπάθειες αυτές, να αποκτήσει η η ελληνική οικονομία επενδυτική βαθμίδα, και να εισέλθει στην Ποσοτική Χαλάρωση, χρειάζεται και απομένει ακόμη πολύς δρόμος. Δρόμος δύσκολων μεταρρυθμίσεων, που θα είναι ανηφορικός.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το κόστος δανεισμού. Η απόδοση του 10-ετούς ελληνικού ομολόγου κατέγραψε το ιστορικό χαμηλό του 1,16% στα τέλη Οκτωβρίου και μετά πήρε την (ελαφρά) ανιούσα στο 1,39% στα τέλη Νοεμβρίου.

Το κόστος δανεισμού ωστόσο του ιδιωτικού τομέα παρέμεινε (στοιχεία Σεπτεμβρίου) στο ιδιαίτερα υψηλό 4,04% έχοντας μάλιστα αυξηθεί (!) από το 3,72% που κατέγραψε όταν ο κ. Μητσοτάκης έγινε Πρωθυπουργός.

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η όποια μείωση στο κρατικό κόστος δανεισμού δεν περνά, τουλάχιστον άμεσα, στον ιδιωτικό τομέα. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι η Standard & Poor’s πρόσφατα αναβάθμισε την χώρα μας κατά μία βαθμίδα σε ΒΒ- από Β+.

Η αλήθεια είναι ότι (δυστυχώς) εξακολουθούμε και παραμένουμε 3 βαθμίδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα ή ακόμα και 4 βαθμίδες (κάτω από την επενδυτική βαθμίδα) σύμφωνα με την πιο «σκληρή» και «επιφυλακτική» Moody’s.

Αυτό λοιπόν που χρειαζόμαστε, και ιδιαίτερα ο ιδιωτικός τομέας, προκειμένου να δανεισθεί φθηνά και να αρχίσει επιτέλους να επενδύει στην ελληνική οικονομία, είναι η επαναφορά της χώρα μας στην επενδυτική βαθμίδα, η οποία θα μας δώσει το δικαίωμα συμμετοχής στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Στην πράξη αυτό μεταφράζεται σε ιδιαίτερα ισχυρά οφέλη για την ελληνική οικονομία καθώς πρόσφατη μελέτη εκτιμά ότι η ένταξη στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης έχει την δυνατότητα να μειώσει το κόστος κρατικού δανεισμού κατά περίπου… 72 μονάδες βάσης.

Τότε, και μόνο τότε, το ιδιωτικό κόστος δανεισμού θα ακολουθήσει άμεσα την μείωση του κρατικού κόστους δανεισμού, το οποίο, διαθέτοντας το «δίκτυ ασφαλείας» της Ποσοτικής Χαλάρωσης, θα πάψει να καταγράφει μεγάλες και απρόβλεπτες διακυμάνσεις.

Πρέπει, όμως, να είμαστε ρεαλιστές. Η Christine Lagarde ξεκίνησε την θητεία της στην ΕΚΤ εν μέσω έντονων διαφωνιών ως προς το αν και κατά πόσο πρέπει να συνεχισθεί το πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης. Και τούτο επειδή αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι η θετική επίδραση του QE στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης φθίνει σε καθεστώς χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων, όπως τα σημερινά.

Με άλλα λόγια, υπάρχει ο υπαρκτός κίνδυνος, το πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης να τερματισθεί προτού η Ελλάδα επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα. Θα πρέπει, επιπλέον, να σημειωθεί ότι, από ιστορική άποψη, χρειάστηκαν, 8,5 έτη (σωστά διαβάζετε αγαπητοί αναγνώστες και αναγνώστριες!) προκειμένου η Ελλάδα να επιστρέψει στην βαθμίδα ΒΒ- της Standard&Poor’s. Κάτι που μας διδάσκει ότι περαιτέρω αναβαθμίσεις, μέχρι την επενδυτική βαθμίδα, θα είναι μάλλον χρονοβόρες.

Αυτό θα πρέπει να το γνωρίζει (ή τουλάχιστον ελπίζω ότι το γνωρίζει) η κυβέρνηση Μητσοτάκη η οποία, προκειμένου να προλάβει το τρένο της Ποσοτικής Χαλάρωσης, θα πρέπει να πολλαπλασιάσει την προσπάθεια της για επίσπευση των μεταρρυθμίσεων στην χώρα μας έτσι ώστε να βελτιώσουμε την ανταγωνιστική μας εικόνα διεθνώς.

Κάτι, που βέβαια, επαναλαμβάνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος τονίζει ότι ο «Ηρακλής» αποτελεί ένα μόνο βήμα για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα οποία, όπως έχω καταγράψει σε πρόσφατη εργασία μου «προνίζουν» την πιστοληπτική μας αναβάθμιση. Όπως δηλαδή και να το δούμε, οι θετικές εξελίξεις στην Ελλάδα θα «τρέξουν» μόνο μέσω περαιτέρω πιστοληπτικών αναβαθμίσεων!

 Κώστας Μήλας ,
 καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής,
 University of Liverpool.


26 Νοεμβρίου 2019 

Σκίτσο του Π.ΖΑΧΑΡΗ


   ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΣΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ   


Η μείωση των κόκκινων δανείων δεν αποτελεί μόνο τη μεγαλύτερη πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Κυρίως αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την κοινωνία, που υπό το βάρος της κρίσης συσσώρευσε ανεξόφλητες οφειλές στις τράπεζες άνω των 100 δισ. ευρώ.

Η συρρίκνωση σε περίπου 70 δισ. ευρώ του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν στους ισολογισμούς τους οι τράπεζες τα δύο τελευταία χρόνια, μέσα κυρίως από πωλήσεις πακέτων σε ξένα επενδυτικά κεφάλαια, δεν έχει εξανεμίσει το πρόβλημα, καθώς οι οφειλές αυτές εξακολουθούν να βαραίνουν τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Τη διαχείρισή τους έχουν αναλάβει εξειδικευμένες εταιρείες, οι servicers, που αδειοδοτούνται και εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Μέσα σε δύο μόλις χρόνια, περίπου είκοσι εταιρείες διαχείρισης έχουν λάβει άδεια δραστηριότητας στην ελληνική αγορά. Ορισμένες εξ αυτών είναι θυγατρικές μεγάλων τραπεζών, αλλά πλέον μετασχηματίζονται και αυτονομούνται μέσα από την πώλησή τους σε funds. Η αγορά των servicers διαχειρίζεται σήμερα περί τα 30 δισ. ευρώ, αλλά μετά και τις συναλλαγές που έχουν προγραμματιστεί για τους επόμενους μήνες, τα συνολικά δάνεια που θα έχουν υπό διαχείριση θα ξεπεράσουν τα 60 δισ. ευρώ. Η «Κ» σταχυολογεί τις απόψεις των εκπροσώπων της αγοράς σε κρίσιμα ερωτήματα, όπως τι περιθώρια διαγραφών και ρυθμίσεων έχουν, σε τι διαφέρουν από τις εισπρακτικές εταιρείες, τι χρονικό ορίζοντα έχουν και ποια είναι η προσέγγισή τους στο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους.
(...)
Διαβάστε ΟΛΟΚΛΗΡΟ το άρθρο  ΕΔΩ: