Πώς η Ολλανδία έφτιαξε έναν από τους πιο σημαντικούς φορολογικούς παραδείσους του κόσμου. Και πώς μπορεί να κλείσει.
Τουρίστες ποζάρουν για φωτογραφίες έξω από το Rijksmuseum στο κέντρο του Άμστερνταμ, στην Ολλανδία, τον Δεκέμβριο του 2017. Yves Herman / Reuters
Πώς η Ολλανδία έφτιαξε έναν από τους πιο σημαντικούς φορολογικούς παραδείσους του κόσμου. Και πώς μπορεί να κλείσει.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πέρσι, έκανε ό, τι δεν είχε τολμήσει να κάνει πριν κανένα άλλο θεσμικό όργανο της ΕΕ, και αναγνώρισε επίσημα την Ολλανδία ως φορολογικό παράδεισο. Μετά από αυτόν τον χαρακτηρισμό, η ολλανδική κυβέρνηση δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει όπως πριν. Τους τελευταίους μήνες, άρχισε να μεταρρυθμίζει τους φορολογικούς κανόνες της.
Στους Ολλανδούς αξιωματούχους πραγματικά δεν αρέσει όταν κάποιος αποκαλεί την χώρα τους φορολογικό παράδεισο.
Το 2009, η κυβέρνηση Obama έκανε ακριβώς αυτό, ονομάζοντας την Ολλανδία ως μια από τις χώρες όπου πολλές μεγάλες αμερικανικές εταιρείες είχαν ιδρύσει θυγατρικές προκειμένου να αποφύγουν να πληρώσουν τους αμερικανικούς φόρους. Σε μια συνέντευξη Τύπου, ο Λευκός Οίκος σημείωσε επίσης ότι, μαζί με τις Βερμούδες και την Ιρλανδία, η Ολλανδία διεκδίκησε σχεδόν το ένα τρίτο όλων των ξένων κερδών που αναφέρθηκαν το 2003 από αμερικανικές εταιρείες.
Αυτές οι δηλώσεις προκάλεσαν οργή στην Ολλανδία και διαμαρτυρία του Ολλανδού πρεσβευτή στην Ουάσινγκτον. «Δεν είμαστε χαρούμενοι», δήλωσε ο Jan Kees de Jager, υπουργός Οικονομικών της Ολλανδίας. «Αναμένω ότι θα υπάρξει μια διευκρίνιση και δεν θα καταλήξουμε σε λίστες σαν κι αυτές στο μέλλον, μεταξύ των Βερμούδων και της Ιρλανδίας». Εν πάση περιπτώσει, η απάντηση των Ολλανδών φαινόταν να υποδηλώνει ότι όλοι γνωρίζουν ότι αυτοί οι τόποι -και άλλοι, όπως τα Νησιά Καϋμάν και η Ελβετία- είναι φορολογικοί παράδεισοι και το να συγκαταλέγεται η Ολλανδία μαζί τους ήταν προφανώς μια βαθιά προσβολή.
Λίγο αργότερα, ο De Jager ισχυρίστηκε ότι οι Αμερικανοί συμφώνησαν να σταματήσουν να περιγράφουν την Ολλανδία με αυτούς τους όρους. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την επιθυμία να καθησυχαστεί ένας παραπονούμενος σύμμαχος των ΗΠΑ. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η Ολλανδία ανήκε απολύτως στον κατάλογο με τους σημαντικούς φορολογικούς παραδείσους -και εξακολουθεί να ανήκει και σήμερα.
Το 2017, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ολλανδία ανήλθαν σε 5,2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των χρημάτων δεν επενδύθηκε καθόλου: Μόνο 836 δισεκατομμύρια δολάρια εισήλθαν στην ολλανδική οικονομία. Τα άλλα 4,3 τρισεκατομμύρια δολάρια εισήλθαν σε εταιρίες-κελύφη ή θυγατρικές που δημιουργήθηκαν για να αποφύγουν την πληρωμή φόρων αλλού. Όπως θα έπρεπε να υποδηλώνουν τέτοιοι αριθμοί, αυτό δεν είναι το έργο μερικών σκοτεινών παικτών που προσπαθούν να κρύψουν τα παράνομα κέρδη τους: Ορισμένοι από τους μεγαλύτερους παίκτες στην παγκόσμια οικονομία βρίσκονται στο παιχνίδι. Η Google και η IBM συγκαταλέγονται στις πολλές αμερικανικές εταιρείες που έχουν εγκαταστήσει τις δραστηριότητές τους στην Ολλανδία προκειμένου να μειώσουν τους φόρους τους στην πατρίδα τους. Οι περισσότεροι θεωρούν την Fiat Chrysler ιταλο-αμερικανική πολυεθνική˙ τεχνικά, ωστόσο, είναι μια ολλανδική εταιρεία, που έχει αποφασίσει για φορολογικούς λόγους να ιδρύσει την επίσημη έδρα της στο Άμστερνταμ το 2014.
Το 2016, οι Κάτω Χώρες -με πληθυσμό μόλις 17 εκατομμύρια- αντιστοιχούσαν στο 16% όλων των κερδών από το εξωτερικό που διεκδικούν οι εταιρείες των ΗΠΑ. Περιττό να πω ότι αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις απλώς πωλούν μια εξαιρετική ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών στους Ολλανδούς. Αντί γι’ αυτό, είναι επειδή η Ολλανδία αφήνει τις εταιρείες αυτές να παρκάρουν τα χρήματα που βγάζουν αλλού σε ολλανδικές θυγατρικές ή εταιρίες-κελύφη ή να μεταφέρουν τα κέρδη αυτά μέσω οντοτήτων «γραμματοκιβωτίου» [στμ: «PO-box companies»] στην Ολλανδία, από τις οποίες μπορούν να αποστέλλονται σε άλλους φορολογικούς παραδείσους. Για παράδειγμα, το 2017, η Google πήρε 22,7 δισεκατομμύρια δολάρια από κέρδη που πραγματοποίησε εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών και τα μεταβίβασε μέσω της Ολλανδίας στις Βερμούδες, όπου τα χρήματα απέφυγαν να φορολογηθούν εντελώς.
Η ολλανδική κυβέρνηση ανέκαθεν ισχυριζόταν ότι δεν σκόπευε να κάνει τα πράγματα να λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Όλες αυτές οι επιχειρήσεις-κελύφη και όλα αυτά τα χρήματα, όπως έχουν υποστηρίξει οι αξιωματούχοι, είναι απλώς τα τυχαία παραπροϊόντα καινοτόμων φορολογικών πολιτικών που αποσκοπούν απλώς να δώσουν στις ολλανδικές εταιρείες ένα στήριγμα σε μια υπερ-ανταγωνιστική παγκόσμια οικονομία. Παρά τις διαμαρτυρίες αυτές, η αλήθεια είναι ότι εδώ και δεκαετίες η Ολλανδία έχει καθιερωθεί εσκεμμένα ως φορολογικός παράδεισος ευθέως εις βάρος των Ευρωπαίων γειτόνων της, των Ηνωμένων Πολιτειών και των αναπτυσσόμενων χωρών. Και μέχρι πρόσφατα, οι Ολλανδοί την έχουν γλιτώσει σχετικά με αυτό.
Αλλά τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι δημοσιογράφοι και ερευνητές άρχισαν να χτυπούν τον συναγερμό. Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο ΟΟΣΑ έχουν ξεκινήσει να ασκούν πίεση στην Ολλανδία για να καθαρίσει την φωλιά της. Και το ολλανδικό κοινό έχει αρχίσει όλο και περισσότερο να αγανακτεί με την κατάσταση. Η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε με υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις και προέβη σε ορισμένα προκαταρκτικά βήματα. Ωστόσο, οι προτεινόμενες διορθώσεις είναι ως επί το πλείστον της βιτρίνας: Η ολλανδική κυβέρνηση ξεκάθαρα ελπίζει ότι όλοι θα χάσουν το ενδιαφέρον τους αφότου κάνει κάποιες σχετικά ανώδυνες παραχωρήσεις. Έτσι, αν θέλουν να δουν τον ολλανδικό φορολογικό παράδεισο να κλείνει για τα καλά, η ΕΕ, ο ΟΟΣΑ και οι παρατηρητές στον Τύπο και στους μη κυβερνητικούς οργανισμούς πρέπει να συνεχίσουν να ασκούν πίεση.
ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ
Η Ολλανδία είναι μια μικρή χώρα που έχει επιχειρήσει πάνω από το ειδικό βάρος της στην παγκόσμια οικονομία εδώ και αιώνες, πρώτα ως ναυτική αποικιακή δύναμη και αργότερα ως σημαντικό κέντρο της ευρωπαϊκής οικονομίας και εμπορίου. Ένα στοιχείο της επιτυχίας της ήταν να σχεδιάζει φορολογικούς κανόνες με γνώμονα την βελτίωση της ικανότητάς της στο να ανταγωνίζεται στο εξωτερικό. Ήδη από το 1893, η Ολλανδία είχε θέσει τις βάσεις για την τελική ανάδυσή της ως φορολογικός παράδεισος με έναν κανόνα γνωστό ως «η εξαίρεση της συμμετοχής», διασφαλίζοντας ότι τα κέρδη που μεταφέρονται από μια θυγατρική σε μια μητρική εταιρεία δεν θα φορολογούνται δύο φορές. Τελικά, ο κανόνας αυτός θα χρησίμευε για την προστασία των ολλανδικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό, των οποίων το εισόδημα στο εξωτερικό υπόκειται σε φόρους σε άλλες χώρες.
Στην δεκαετία του 1960 και του 1970, η ιδέα αυτή κατοχυρώθηκε στην ολλανδική εξωτερική πολιτική όταν η Ολλανδία άρχισε να διαπραγματεύεται φορολογικές συμβάσεις με άλλες χώρες που θα προσέφεραν πλεονέκτημα στις μεγάλες ολλανδικές επιχειρήσεις όπως η Shell, η KLM, η Unilever και η Philips. Τέτοιες συμφωνίες επιτρέπουν στις ολλανδικές εταιρείες και τους επενδυτές να διοχετεύουν στην Ολλανδία τα κέρδη που πραγματοποιούν στο εξωτερικό, αποφεύγοντας πρόσθετη διασυνοριακή φορολογία. Σε αντάλλαγμα, η χώρα όπου πραγματοποιήθηκε το κέρδος ελπίζει να ενθαρρύνει περαιτέρω άμεσες ξένες επενδύσεις. Η Ολλανδία ξεκίνησε με λίγες τέτοιες συμφωνίες, αλλά τώρα έχει περίπου 100 -πολύ περισσότερες από τον μέσο αριθμό των μελών της ΕΕ (80) και πιο κοντά σε εκείνες των πολύ μεγαλύτερων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γαλλία (107).
Μια τέτοια συμφωνία ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική: Εκείνη μεταξύ της Ολλανδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με τους όρους της, οι πολυεθνικές που εδρεύουν στις ΗΠΑ έχουν δημιουργήσει ολλανδικές εταιρείες που ονομάζονται περιορισμένης εταιρικής σχέσης, τις οποίες η κυβέρνηση των ΗΠΑ θεωρεί τεχνικά φορολογητέες στην Ολλανδία και ως εκ τούτου δεν υπόκεινται σε φόρους από τις ΗΠΑ -παρόλο που στην πράξη οι εταιρείες δεν φορολογούνται πραγματικά από τους Ολλανδούς. Ως αποτέλεσμα, τα κέρδη των εταιρειών αυτών δεν φορολογούνται από καμία από τις δύο χώρες. Μια έκθεση που δημοσιοποιήθηκε νωρίτερα φέτος από την Oxfam εκτιμά ότι μόνο το 2016 αυτό το «παράθυρο» επέτρεψε στις πολυεθνικές με έδρα τις ΗΠΑ όπως η Google, η Pfizer, η Nike και η Uber, να αποφύγουν να πληρώσουν φόρους επί συνολικών κερδών στο εξωτερικό ύψους άνω των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Λειτουργώντας ως φορολογικός παράδεισος, η Ολλανδία επιτρέπει στις εταιρείες να στερούν από άλλες κυβερνήσεις τα κεφάλαια που χρειάζονται για βασικές υπηρεσίες: Υποδομές, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση κ.ο.κ. Αυτό βλάπτει τις κυβερνήσεις και τους απλούς ανθρώπους παντού, αλλά το αποτέλεσμα είναι ίσως πιο ολέθριο στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου οι ανάγκες είναι πιο απελπιστικές και η φορολογική βάση είναι ήδη μικρή. Πάρτε, για παράδειγμα, την βρετανο-αυστραλιανή εταιρεία εξόρυξης Rio Tinto. Όπως αποκαλύπτεται σε μια έκθεση του 2018 που συν-εκδόθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Πολυεθνικές Επιχειρήσεις (SOMO), το οποίο εδρεύει στην Ολλανδία, και την OT Watch, μια ομάδα περιβαλλοντικής προστασίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Μογγολίας, η Rio Tinto χρησιμοποίησε τα τελευταία χρόνια την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο ως φορολογικούς παραδείσους προκειμένου να μειωθούν οι φόροι που θα έπρεπε να καταβάλει για τα κέρδη που πραγματοποίησε από εξορύξεις στη Μογγολία. Με αυτόν τον τρόπο, η εταιρεία κατάφερε να μειώσει τον φορολογικό λογαριασμό της κατά 230 εκατομμύρια δολάρια -ποσό που θα μπορούσε υποθετικά να έχει επιτρέψει στην κυβέρνηση της Μογγολίας σχεδόν να διπλασιάσει τις δαπάνες της για την εκπαίδευση ή την υγειονομική περίθαλψη.
ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ «ΠΑΡΑΘΥΡΑΚΙΑ»
Ένα κρίσιμο κομμάτι της ιστορίας της μεταμόρφωσης της Ολλανδίας σε φορολογικό παράδεισο είναι το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε με ευρεία υποστήριξη από όλο το πολιτικό φάσμα. Ολλανδικές κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων έχουν παίξει το παιχνίδι και, μέχρι πρόσφατα, υπήρξε μικρή αντίδραση από πολιτικούς θεσμούς όπως ο Τύπος ή ο ακαδημαϊκός κόσμος. Εν τω μεταξύ, ένα ευρύ φάσμα ειδικών συμφερόντων συνέβαλαν στην οικοδόμηση του ολλανδικού [φορολογικού] παραδείσου και τον προστάτεψαν από ελέγχους. Οποτεδήποτε εμφανίζονται επικρίσεις επί των ολλανδικών φορολογικών πολιτικών, οι υπερασπιστές έχουν μια αξιόπιστη απάντηση: Εάν η Ολλανδία άλλαζε τους νόμους της, θα έχανε τη μοναδική της θέση ως μια μικρή χώρα ικανή να ανταγωνίζεται στην παγκόσμια οικονομία, κάτι που θα οδηγούσε σε ελάττωση της οικονομικής και πολιτικής ισχύος της. Στην πραγματικότητα, οι καρποί του να είναι φορολογικός παράδεισος απολαμβάνονται κυρίως από ένα μικρό κομμάτι της ολλανδικής κοινωνίας: Οι περίπου 10.000 λογιστές, δικηγόροι και σύμβουλοι που απασχολούνται άμεσα ή έμμεσα με την βιομηχανία φοροαποφυγής. Η ευρύτερη ολλανδική οικονομία επωφελείται ελάχιστα: Η συντριπτική πλειοψηφία των «επενδύσεων» που δέχεται η Ολλανδία λόγω της φορολογικής της πολιτικής φεύγουν γρήγορα για άλλους φορολογικούς παραδείσους. Μια μελέτη που εκπόνησε η ολλανδική κεντρική τράπεζα το 2018 έδειξε πόσο πενιχρά είναι τα κέρδη: Το συνολικό ποσό που οι εταιρείες «γραμματοκιβωτίου» ξοδεύουν ετησίως για μισθούς και ασφάλιστρα για κυβερνητικά προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας είναι περίπου 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια -ένα μικρό ποσό όταν εξετάζεται συγκριτικά το ετήσιο ΑΕΠ της Ολλανδίας που είναι πάνω από 820 δισεκατομμύρια δολάρια.
Παρόλο που η βιομηχανία της φοροαποφυγής κατάφερε να ασκήσει αδικαιολόγητη επιρροή στην Ολλανδία, έχει λιγότερη επιρροή στην υπόλοιπη Ευρώπη, και η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ διεξήγαγαν μια μακρά αν και όχι ιδιαίτερα αποτελεσματική μάχη για να αλλάξουν οι Ολλανδοί τους τρόπους τους. Το 1999, η ΕΕ δημοσίευσε μια έκθεση με την οποία αναγνωρίζεται η Ολλανδία ως η χώρα στην ΕΕ με τα πλέον επιβλαβή φορολογικά καθεστώτα. Ο Ολλανδός υπουργός Οικονομίας, Wouter Bos, απέρριψε τα ευρήματα αυτά ως παρακινούμενα από «καθαρή ζήλια», και για περισσότερο από μια δεκαετία η Ολλανδία μπόρεσε να αποφύγει οποιαδήποτε πραγματική καταστολή. Το 2013, ωστόσο, ο ΟΟΣΑ ανανέωσε την μακρόχρονη προσοχή του στην φοροαποφυγή και τα επόμενα χρόνια η ΕΕ ασχολήθηκε με το ζήτημα επίσης, εγκρίνοντας δύο σημαντικές οδηγίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Τελικά, πέρσι, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκανε ό, τι δεν είχε τολμήσει να κάνει πριν κανένα άλλο θεσμικό όργανο της ΕΕ, και αναγνώρισε επίσημα την Ολλανδία ως φορολογικό παράδεισο. Αυτή η κίνηση κέρδισε την υποστήριξη ορισμένων Ολλανδών βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μια θέση την οποία ορισμένοι πολιτικοί στην Ολλανδία βλέπουν ως ισοδύναμη με προδοσία.
Μετά από αυτόν τον χαρακτηρισμό, η ολλανδική κυβέρνηση δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει όπως πριν. Τους τελευταίους μήνες, άρχισε να μεταρρυθμίζει τους φορολογικούς κανόνες της. Καταρχάς, το «παραθυράκι» της συμφωνίας φορολογίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Ολλανδίας προβλέπεται να κλείσει το επόμενο έτος. Και η ολλανδική κυβέρνηση υπέβαλε μια πρόταση για την εισαγωγή παρακρατούμενου φόρου επί των πληρωμών τόκων και δικαιωμάτων που διοχετεύονται σε άλλους φορολογικούς παραδείσους. Με τον τρόπο αυτό, όμως, θα τεθεί τέλος σε ένα πολύ περιορισμένο τμήμα των συναλλαγών, αφήνοντας ανέπαφο τον ρόλο της Ολλανδίας ως αγωγού για τέτοια χρήματα.
Εάν η Ολλανδία θέλει πραγματικά να αλλάξει τους τρόπους της, θα πρέπει να κάνει πιο δραματικά βήματα. Το πρώτο θα ήταν να εξασφαλιστεί η φορολόγηση, με κανονικό ποσοστό, όλων των εσόδων από τόκους και δικαιώματα που διοχετεύονται προς ή μέσω της Ολλανδίας. Η κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να εγκρίνει νομοθεσία που θα καθιστούσε δυσκολότερη την δημιουργία μιας εταιρείας «γραμματοκιβωτίου», να αναθεωρήσει τις φορολογικές της συμφωνίες για την πρόληψη καταχρήσεων, και να κλείσει τα ανοιχτά «παραθυράκια» που οι εταιρείες θα μπορούσαν να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται ακόμη και αν είχαν διορθωθεί οι συμφωνίες. Τέλος, αντί να παρεμποδίσουν την ΕΕ και τον ΟΟΣΑ, οι Ολλανδοί θα πρέπει αντ' αυτού να συνεργαστούν και με τους δύο οργανισμούς στις προσπάθειές τους για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής. Όλα αυτά θα απαιτούσαν μια βαθιά αλλαγή στην ολλανδική πολιτική, και δεν είναι καθόλου καθαρό αν είναι πιθανό κάτι τέτοιο. Ωστόσο, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, φαίνεται ότι η Ολλανδία θα μπορούσε απλώς να ξεκινήσει να κόβει τις κακές της συνήθειες.
Στα αγγλικά:
Johan Langerock και Maarten Hietland
Ο JOHAN LANGEROCK είναι σύμβουλος πολιτικής σχετικά με την φορολογία και την ανισότητα στο Oxfam Novib.Ο MAARTEN HIETLAND είναι ερευνητής στο Centre for Research on Multinational Corporations (SOMO).
7/11/2019