Θεοφάνης Τάσης: «Ψηφιακός ανθρωπισμός».


 Θεοφάνης Τάσης: «Ψηφιακός ανθρωπισμός».

 Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Θεοφάνη Τάση «Ψηφιακός ανθρωπισμός – Εικονιστικό υποκείμενο και τεχνητή νοημοσύνη» που κυκλοφορεί στις 15 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Αρμός.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Εντός της πληθωριστικής ελευθερίας που δημιούργησε η ψηφιακή επικοινωνία το εικονιστικό υποκείμενο νιώθει κουρασμένο και κορεσμένο από την πληθώρα των επιλογών. Καθώς η εκπλήρωση των επιθυμιών του, συνήθως άμεση και αβίαστη, προσφέρει μόνο βραχύβια ικανοποίηση δίχως ν’ απολήγει σε κάποιου είδους ολοκλήρωση το εικονιστικό υποκείμενο καταλήγει να επιθυμεί πλέον την επιθυμία μετεωριζόμενο σ’ ένα διηνεκές παρόν. Όμως αν η επιθυμία διαμορφώνει το μέλλον που συνιστά τον τόπο εκπλήρωσής της, τότε στην εικονιστική κοινωνία δεν απομένει παρά η νοσταλγία. Το μέλλον δεν υφίσταται πια ως ουτοπία του παρόντος. Σε αυτή την νοσταλγία τοκίζει αγανάκτηση ο αυταρχικός λαϊκισμός. Κηρύττοντας την αδύνατη επιστροφή σ’ ένα εξιδανικευμένο παρελθόν επιχειρεί ν´ αναπληρώσει αυτή την απουσία ουτοπίας. Όσο το παρόν αποικίζει ταυτόχρονα το παρελθόν και το μέλλον τόσο θα μετεωριζόμαστε ως πρόσφυγες σε αυτό. Αυτό το αίσθημα του μετεωρισμού, ίδιον της ανεστιότητας, αναλαμβάνει να ικανοποιήσει η βιομηχανία τεχνών του βίου προτείνοντας στο εικονιστικό υποκείμενο ανάμεσα σε άλλα δίαιτες, στρατηγικές αυτοβοηθείας, πρακτικές διαλογισμού όπως το mindfullnes ή την ψηφιακή αποτοξίνωση σε ειδικά κέντρα (digital detox retreats). Διατυπώνοντας την προστακτική «βίωσε το παρόν» η βιομηχανία τεχνών του βίου επιτελεί ιδεολογική λειτουργία, διότι αποκρύπτει μια συστημική αδυναμία υποχρεώνοντας το εικονιστικό υποκείμενο να την βιώνει ως προσωπική ανεπάρκεια για την οποία είναι αποκλειστικά υπεύθυνο. Η εμπειρία του παρόντος ως «εδώ και τώρα» γίνεται μέρος ενός προτάγματος αυτοπραγμάτωσης συγκαλύπτοντας και νομιμοποιώντας την χρονικότητα που επιβάλλει η εικονιστική κοινωνία. Η αντιφατικότητα της προστακτικής αποκαλύπτεται άμεσα αν σκεφθούμε πώς βιώνεται το «εδώ και τώρα».

Σερφάροντας στα ψηφιακά μέσα το εικονιστικό υποκείμενο παραμένει ανυποψίαστο προς το βάθος της ψυχής και το εύρος του κόσμου. Βαθμιαία η ατομική και η ιστορική συνείδηση συρρικνώνονται. Αν αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο αντιλαμβανόμενοι τον εαυτό, τότε η απροθυμία να στρέψουμε την προσοχή στον εαυτό οδηγεί σε μια διαταραχή της αίσθησης του χρόνου.

Οι αισθήσεις βελονίζονται από ενημερώσεις και μηνύματα. Η πλήξη καταδιώκεται ανελέητα προκειμένου να μην αφουγκραστούμε και ως εκ τούτου να μην ασχοληθούμε αναστοχαστικά με τον εαυτό. Το «εδώ και τώρα» βιώνεται ως χρόνος διεγέρσεων. Στιγμιαία, διακεκομμένα. Η μνήμη δυσκολεύεται ν’ αναβιώσει πώς νιώσαμε μια στιγμή διότι δεν στρέφουμε την προσοχή σε όσα συμβαίνουν εντός και γύρω μας.  Ο φαύλος κύκλος κλείνει με την διαταραχή της αίσθησης του χρόνου να διαταράσσει με την σειρά της την αίσθηση του εαυτού με συνέπεια ο βίος να κερματίζεται εντονότερα. Το εικονιστικό υποκείμενο μετεωρίζεται σ’ έναν κόσμο δίχως διάρκεια ή συνοχή πάσχοντας από ένδεια χρόνου και ψυχική σμίκρυνση. Γίνεται μικρόψυχο κοιτάζοντας σε οθόνες υψηλής ευκρίνειας τους επιμελώς σκηνοθετημένους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βίους των άλλων με την ζήλια του αόρατου. Δυσφορώντας στην αναμονή, επειδή δεν διαθέτει υπομονή, πλήττει αν διαμένει μονίμως σ’ έναν τόπο, σε μια σχέση, σε μια εργασία ή ανησυχεί για την πρόσκαιρη παραμονή σ’ αυτά βιώνοντας την παρουσία του μέλλοντος στο παρόν ως κρίση, επειδή η πληθωριστική ελευθερία δεν ευνοεί τα μακροχρόνια σχέδια, καθώς οι συνθήκες είναι ευμετάβλητες και το τίμημα της αποτυχίας υψηλό. Έτσι εντός της εικονιστικής κοινωνίας ευδοκιμεί η αναποφασιστικότητα που είναι συνδεδεμένη με την μη αποφασισιμότητα των περισσότερων προβλημάτων της πληθωριστικής ελευθερίας. Ωστόσο η μη αποφασισιμότητα επιτελεί επίσης μια θετική λειτουργία για την εικονιστική κοινωνία διευρύνοντας τον χώρο των πιθανών δράσεων συστέλλοντας όμως ταυτόχρονα τον διαθέσιμο χρόνο του εικονιστικού υποκειμένου. Η διερεύνηση των εναλλακτικών δράσεων έχει ως συνέπεια να σπανίζει ο χρόνος για την καλλιέργεια και την φροντίδα αυθεντικών διαπροσωπικών σχέσεων ούτως ώστε να προκρίνονται οι ψηφιακές σχέσεις ως ευκολότερες στην διαχείρισή τους.

Αλλά η αρχιτεκτονική των κοινωνικών μέσων δικτύωσης καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο τις σκεπτόμαστε όσο και τα συναισθήματα που νιώθουμε σ’ αυτές. Αυτά αποζητώντας την ορατότητα της ψηφιακής εικόνας εαυτού επενδύουν στην «διασύνδεση» και την «κοινοποίηση» με συνέπεια την ομογενοποίησή τους. Αισθανόμαστε λιγότερο υπεύθυνοι ν’ απαντήσουμε σ’ ένα ομαδικό μήνυμα ή σε μια μαζική πρόσκληση και δείχνουμε μικρότερη εμπιστοσύνη στα σχόλια των διαδικτυακών φίλων έτσι ώστε να τους είμαστε λιγότερο αφοσιωμένοι. Οι ψηφιακές σχέσεις προσφέρουν ευελιξία και μικρότερη δέσμευση ελαχιστοποιώντας τις προσδοκώμενες από τους άλλους υποχρεώσεις προς αυτούς για την συντήρησή τους σε βάρος όμως της εγγύτητας. Τέλος, η αποθήκευση, επεξεργασία και, κυρίως, η πώληση σε τρίτους των δεδομένων που κοινοποιούνται στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης δείχνουν πόσο αφελής και απατηλή είναι η πεποίθηση ότι μπορεί κανείς απλώς να τα χρησιμοποιεί προς όφελός του δίχως να διακινδυνεύει την αυτονομία του. Η εμπορευματοποίηση των προσωπικών δεδομένων αλλοιώνει τόσο τις κοινωνικές σχέσεις όσο επίσης την σχέση με τον εαυτό, διότι τα προσωπικά δεδομένα δεν ανήκουν στον εαυτό όπως ένα αντικείμενο, αλλά όπως μάς ανήκει ένα μέλος του σώματος. Έτσι η απώλεια του ελέγχου επί των προσωπικών δεδομένων, δηλαδή, το να μην γνωρίζουμε ποιος τα διαθέτει και για ποιον σκοπό τα επεξεργάζεται συνιστά έναν σημαντικό κίνδυνο για την αυτονομία μας.

 Υπό το φως των προηγουμένων ίσως έγινε κάπως σαφέστερο ότι η ψηφιακή τεχνική στην εικονιστική κοινωνία δεν είναι απλώς εργαλείο, αλλά περιβάλλον νοηματοδότησης του βίου μέσω της διεκδίκησης της αναγνώρισης όχι του εαυτού, αλλά της ψηφιακής εικόνας του. Η εικόνα εαυτού στο διαδίκτυο αποκαλύπτει και συγχρόνως αποκρύπτει τον εαυτό από τον ίδιο και τους άλλους. Συχνά αντικαθιστά τον εαυτό μετατρεπόμενη σε είδωλο, δηλαδή, αυτονομείται από το εικονιστικό υποκείμενο το οποίο ως ειδωλολάτρης την επιμελείται εις βάρος του ενσώματου εαυτού. Κατά την λατρεία της καθίσταται επιμελητής στην έκθεση του βίου του. Επιλέγει ρούχα, μουσική, ταξίδια, αθλήματα, γαστρονομία και διατροφή δραματουργώντας τον βίο ως μια διαρκή παράσταση για ένα ψηφιακό κοινό, δηλαδή, τους διαδικτυακούς φίλους και ακολούθους, προκειμένου να διεκδικήσει την ορατότητα της εικόνας εαυτού. Ορατότητα εδώ σημαίνει εξασφάλιση της προσοχής. Στην εικονιστική κοινωνία η συγκέντρωση της προσοχής σπανίζει λόγω του πληθωρισμού των πληροφοριών και των επιλογών που παράγει η βιομηχανία τεχνών του βίου με συνέπεια να καθίσταται αγαθό. Προκειμένου να κερδηθεί η προσοχή η εικόνα εαυτού πρέπει να διαθέτει συγκινησιακό φορτίο. Σε αυτή την οικονομία της προσοχής το να είναι κανείς αυθεντικός αποτελεί την νέα κατηγορική προσταγή η οποία επιβάλλεται κοινωνικά. Το εικονιστικό υποκείμενο επιδιώκει την αυθεντικότητα εντός της πληθωριστικής ελευθερίας ως επί το πλείστον σκηνοθετώντας τον εαυτό ως εικόνα. Επιμελείται τα ποικίλα προφίλ του στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης επιχειρώντας ν’ αναδείξει την μοναδικότητά του. Ειρωνικώς, προφίλ πριν την εικονιστική κοινωνία είχαν μόνο οι εγκληματίες. Αλλά παρά την ηδονή που προσφέρει η σκηνοθεσία του βίου ως διαρκή ροή ψηφιακών βίντεο και φωτογραφιών το εικονιστικό υποκείμενο δυσκολεύεται ν’ ανακαλέσει στην μνήμη την αίσθηση μιας εμπειρίας διότι την βίωσε κυρίως εξεικονίζοντάς την, δηλαδή με αναφορά την διεκδίκηση της προσοχής των άλλων. Καταφεύγει λοιπόν στην κοινοποιημένη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξεικόνιση της εμπειρίας για να την αναβιώσει. Όμως ανακαλώντας εμπειρίες ως αναρτημένες ψηφιακές εικόνες, τις οποίες έχει επιμεληθεί, και υπό αυτή την έννοια ηθελημένα ή αθέλητα λογοκρίνει, αποβλέποντας στην μεγέθυνση της ορατότητάς του από τους άλλους, δεν τις αναβιώνει παρά ως εργαλεία διεκδίκησης αναγνώρισης. Ως προσφορά για το είδωλό του, δηλαδή όχι ως μεστές νοήματος στιγμές σ’ έναν τόπο παρά ως άχρονες σκιές στο ψηφιακό σπήλαιο του διαδικτύου. Τοιουτοτρόπως η κατηγορική προσταγή για αυθεντικότητα στην πληθωριστική ελευθερία οδηγεί στην αναυθεντικότητα καθιστώντας το εικονιστικό υποκείμενο ταυτόχρονα θύτη και θύμα της εικόνας εαυτού. Το ψηφιακό προφίλ στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, όπου αυταπατάται πως εξαπατά τους άλλους σκηνοθετώντας την ειλικρίνειά του προκειμένου να την αποφύγει, είναι τόπος εγκλήματος και λατρείας όπου τιμωρία και λύτρωση ταυτίζονται.

Η υποχώρηση της σημασίας της αφής στην καθημερινότητα συγκαθορίζεται από την αύξηση της σημασίας της όρασης στην επικοινωνία. Αλλά η ενσυναίσθηση, το συγχωρείν, όπως επίσης η ικανότητα ν´ αγαπούμε, μαθαίνονται και βιώνονται εξ απαλών ονύχων μέσω συναισθημάτων, δηλαδή, σωματικά.

Έτσι αγγίζει συχνότερα οθόνες και σπανιότερα τους άλλους ή το σώμα του. Κατ´ αυτό τον τρόπο ολοένα και λιγότερα το αγγίζουν. Αλλά το εικονιστικό υποκείμενο θέλει να το αγγίξουν και ν´ αγγίξει τους άλλους. Ωστόσο, καθώς συγκινείται δυσκολότερα, επιδίδεται αγχωδώς στην διαρκή αναζήτηση πάσης φύσεως εμπειριών τις οποίες θα κοινοποιήσει στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης προκειμένου να συγκινηθεί από την υποδοχή τους. Το εικονιστικό υποκείμενο έχει ψυχική υποθερμία εξού και αποζητά διαρκώς συγκίνηση. Στις διαπροσωπικές σχέσεις δανείζεται αβίαστα οικειότητα υποθηκεύοντας μακροπρόθεσμα την εγγύτητα. Η κοινοποίηση της προσωπικής εμπειρίας συνοδεύεται από την εντεινόμενη ατροφία της ενσυναίσθησης, δηλαδή, την ικανότητα να συναισθανθεί και να συμπονέσει τον άλλον αναγνωρίζοντας την εμπειρία του. Ως εκ τούτου δυσκολεύεται να τον συγχωρήσει καθώς ενδόμυχα λαχταρά να συγχωρήσει τον ανέγγιχτο εαυτό του. Η υποχώρηση της σημασίας της αφής στην καθημερινότητα συγκαθορίζεται από την αύξηση της σημασίας της όρασης στην επικοινωνία. Αλλά η ενσυναίσθηση, το συγχωρείν, όπως επίσης η ικανότητα ν´ αγαπούμε, μαθαίνονται και βιώνονται εξ απαλών ονύχων μέσω συναισθημάτων, δηλαδή, σωματικά. Καθώς η επικοινωνία γίνεται λιγότερο ενσώματη συντελούμενη ως επί το πλείστον ψηφιακά, η κοινή πραγματικότητα στην εικονιστική κοινωνία εξασθενεί. Η θερμοκρασία των διαπροσωπικών σχέσεων σημειώνει πτώση και η υφή του ατομικού, όπως επίσης του κοινωνικού χρόνου, λειαίνει αδιάλειπτα, δηλαδή, τα γεγονότα πυκνώνουν και εξαϋλώνονται ψηφιοποιούμενα προτού προλάβουν να σχηματιστούν προσωπικές και πολιτικές αφηγήσεις ικανές να δημιουργήσουν βιογραφίες και ιστορία. Ως συνέπεια αυτών ο εαυτός και η κοινωνία αραιώνουν σχηματίζοντας την αδιαφάνεια του παρόντος.





 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019