Το άντρο των κατασκόπων των Αγιατολάχ.
Μέλη του Ναυτικού της Επαναστατικής Φρουράς του Ιράν
παρελαύνουν στην Τεχεράνη, τον Σεπτέμβριο του 2011. Reuters.
Το άντρο των κατασκόπων των Αγιατολάχ.
Πώς το Ιράν έφτασε να βλέπει ως διαβρωμένο
τον επαναστατικό πυρήνα του.
Αντιμέτωποι με τις αυξανόμενες στρατιωτικές απειλές στο εξωτερικό και τις τρομακτικές προοπτικές για αναταραχές εγχωρίως, οι Ιρανοί ηγέτες φαίνεται να έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν πλέον να παραβλέψουν την πιθανή παρουσία «ποντικών» και κατασκόπων στα πιο επαναστατικά και αντιδυτικά θεσμικά όργανα του κράτους.
Την περασμένη εβδομάδα έκλεισαν σαράντα χρόνια από τότε που μια ομάδα που ονομαζόταν Μουσουλμάνοι Φοιτητές Ακόλουθοι της Γραμμής του Ιμάμη εισέβαλε στην αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη και πήρε ως ομήρους το προσωπικό της. Η νέα επαναστατική κυβέρνηση του Ιράν, υπό την ηγεσία του Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, χαρακτήρισε την πρεσβεία ως «άντρο κατασκοπείας».
Η επακόλουθη κρίση των ομήρων έριξε μια μακρά σκιά στις σχέσεις του Ιράν με τις Ηνωμένες Πολιτείες -η οποία εξακολουθεί να είναι ορατή ως σήμερα. Ίσως όμως να παρατηρείται λιγότερο στην Ουάσινγκτον, η διαρκής επιρροή του γεγονότος και του συμβολισμού του στην άποψη της ιρανικής κυβέρνησης για την κατασκοπεία και την αντικατασκοπεία.
Από την εποχή της κατάληψης της πρεσβείας, η Ισλαμική Δημοκρατία θα περάσει δεκαετίες ψάχνοντας για κατασκόπους και μυστικούς πράκτορες όπου υπήρχε ένα ισχυρό αποτύπωμα της Δύσης. Η νοοτροπία, η οποία ενισχύθηκε από την επαναστατική ιδεολογία, ήταν αυτή που τελικά κατευθύνει τις υποψίες του μηχανισμού ασφαλείας προς τα άτομα και τους θεσμούς που συνδέονται με τα εκλεγμένα συστατικά του μετεπαναστατικού κράτους -το «δημοκρατικό» τμήμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας, το οποίο αντλούσε την εξουσία του από μηχανισμούς που φαινόταν άβολα παρόμοιοι με εκείνους που επικράτησαν στα Δυτικά δημοκρατικά κράτη.
Ίσως για πρώτη φορά μετά την επανάσταση του 1979, αυτή η νοοτροπία έχει αρχίσει να αλλάζει, τόσο μέσα στους κύκλους [της κοινότητας των] πληροφοριών όσο και στο κοινό. Η εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» της διοίκησης του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, έχει ωθήσει το πολιτικό σύστημα του Ιράν στην ομοιογενοποίηση και συναίνεση σε θέματα ασφάλειας και επιβίωσης. Και οι διαβόητες αποτυχίες των [υπηρεσιών] πληροφοριών -συμπεριλαμβανομένης εκείνης που επέτρεψε στο Ισραήλ να αποσπάσει [1] περισσότερο από μισό τόνο «ατομικών αρχείων» του Ιράν από μια αποθήκη στην Τεχεράνη πέρυσι- σε συνδυασμό με την συρρίκνωση των κρατικών πόρων ως συνέπεια των κυρώσεων, έχει ενεργοποιήσει μια σπάνια ενδοσκόπηση στο ιρανικό σύστημα πληροφοριών και ασφάλειας.
Αντιμέτωποι με τις αυξανόμενες στρατιωτικές απειλές στο εξωτερικό και τις τρομακτικές προοπτικές για αναταραχές εγχωρίως, οι Ιρανοί ηγέτες φαίνεται να έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν πλέον να παραβλέψουν την πιθανή παρουσία «ποντικών» και κατασκόπων -όχι στα εκλεγμένα γραφεία της χώρας, όπως η προεδρία και το κοινοβούλιο, στα οποία οι μεταρρυθμιστές πολιτικοί είχαν παραδοσιακά καλύτερη πρόσβαση, αλλά στα πιο επαναστατικά και αντιδυτικά θεσμικά όργανα του κράτους.
Ο ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΧΘΡΟΣ
Ο Mahmoud Alavi, υπουργός Πληροφοριών του Ιράν, χτύπησε τον συναγερμό ζωντανά στην τηλεόραση [2] στις 24 Αυγούστου. Ποτέ πριν στην ζωή της Ισλαμικής Δημοκρατίας, τόνισε ο Alavi, «οι εχθροί δεν ήταν τόσο κοντά στους ανθρώπους του συστήματος (insiders)» όπως σήμερα. Υπαινίχθηκε για τα σκληροπυρηνικά κέντρα δύναμης όπως το Σώμα της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς (IRGC), το οποίο διαχειρίζεται τον δικό του παράλληλο [3] οργανισμό πληροφοριών. Οι κορυφαίες Αρχές της χώρας «εξεπλάγησαν», δήλωσε ο Alavi, όταν έλαβαν τις εκθέσεις του Υπουργείου του σχετικά με το «πού [εντός της κυβέρνησης] ανακαλύψαμε κατασκόπους».
Ο Alavi συνέχισε για να ανακοινώσει την δημιουργία μιας «διεύθυνσης διείσδυσης» στο Υπουργείο Πληροφοριών, της οποίας κύριο καθήκον, όπως υποδήλωσε, θα ήταν να παρακολουθεί στενά τα «σταθερά» (ή μη εκλεγμένα) -σε αντίθεση με τα «μεταβαλλόμενα» (ή εκλεγμένα)- τμήματα του κράτους. Αυτοί ήταν οι κλάδοι στους οποίους ο Alavi πίστευε ότι, υποστηριζόμενα από ξένες υπηρεσίες πληροφοριών, εχθρικά στοιχεία είχαν φυτευτεί για μια συγκλονιστικά μεγάλη διάρκεια -20 χρόνια, όπως ανέφερε- σε μια βραδύκαυστη στρατηγική διείσδυσης.
Το ξερίζωμα των κατασκόπων, σύμφωνα με τον Αλαβί, θα ήταν πρωτίστως θέμα όχι της εύρεσης εκείνων που φαινόταν ανοιχτά ότι συμπαθούν τα ξένα κράτη αλλά της εξέτασης εκείνων που τους αντιτίθενται: «Οι πράκτορες συνήθως υιοθετούν τα πιο καυτά [επαναστατικά] συνθήματα και κατηγορούν τους άλλους [για αδικοπραξίες] πολύ γρήγορα πριν οι ίδιοι υποστούν την παραμικρή υποψία και αμφιβολία», εξήγησε ο υπουργός Πληροφοριών του Ιράν [2].
Λίγο καιρό πριν δώσει την συνέντευξη ο Alavi, το IRGC, το οποίο επιβλέπει απευθείας ο ανώτατος ηγέτης Ayatollah Ali Khamenei, αναδόμησε [4] μερικούς υψηλόβαθμους διοικητές. Οι αλλαγές είχαν ως στόχο την ενίσχυση της επιθετικής στάσης του Ιράν στην περιοχή και την αντιμετώπιση των προηγούμενων ολισθημάτων ασφαλείας. Οι ιρανικές μυστικές υπηρεσίες δεν κατάφεραν να προβλέψουν ή να αποτρέψουν αρκετές σημαντικές απώλειες: Του «πατέρα των πυραύλων» της χώρας, του στρατηγού Hassan Tehrani Moghaddam, σε έκρηξη [5] το 2011 κοντά στην Τεχεράνη˙ πολλών Ιρανών πυρηνικών επιστημόνων που δολοφονήθηκαν μεταξύ του 2010 και του 2012˙ και, πιο πρόσφατα, ενός θησαυρού από άκρως απόρρητα πυρηνικά έγγραφα, τα οποία απέκτησε το Ισραήλ με μια ιστορική ληστεία. Τέτοιες αποτυχίες υπονοούσαν ότι δεν ήταν όλα κλειδωμένα όπως θα έπρεπε να είναι μέσα στα πιο μυστικά όργανα του κράτους.
Ένα νέο αφήγημα άρχισε να εμπεδώνεται στο ιρανικό κοινό –ένα αφήγημα στο οποίο οι σκληροπυρηνικοί θα μπορούσαν να είναι κατάσκοποι και οι πιο επαναστατικοί κρατικοί φορείς θα μπορούσαν να υποκρύπτουν τα πραγματικά «άντρα της κατασκοπείας». Η ιδέα έγινε περαιτέρω αξιόπιστη όταν ο Amir Tohid Fazel, ένας Ιρανός δημοσιογράφος στο σκληροπυρηνικό πρακτορείο ειδήσεων Moj [6], αυτομόλησε [7] στην Σουηδία στα τέλη Αυγούστου. Ο Fazel διέθετε ισχυρά διαπιστευτήρια, και τον εμπιστεύονταν σημαντικές προσωπικότητες και όργανα μέσα στην δομή ασφαλείας ώστε να χρησιμοποιεί τους δεσμούς του στα μέσα ενημέρωσης για να προωθεί τα πολιτικά τους συμφέροντα εν μέσω σκληρών αντιπαραθέσεων φατριών. Η αίτησή του για άσυλο στην Σουηδία έθεσε ερωτήματα σχετικά με τη νομιμοφροσύνη και την αξιοπιστία των σκληροπυρηνικών στους εσωτερικούς «επαναστατικούς» κύκλους της κυβέρνησης.
Μέσα σε λίγες ημέρες από την αυτομόληση του Fazel, ένας αριθμός θρησκευόμενων λαϊκιστών -δημοφιλών προσωπικοτήτων που εξυμνούν τα επιτεύγματα και το μαρτύριο ιστορικών Σιιτικών μορφών- συνελήφθησαν [8] υπό την υπόνοια κατασκοπείας υπέρ του Ισραήλ. Δύο χρόνια νωρίτερα, τρεις άλλοι εξυμνητές που συνδέονταν με την πολιτοφυλακή Basij συνελήφθησαν με παρόμοια κατηγορία. Συγκεκριμένα, οι θρησκευτικοί εξυμνητές συχνά έχουν στενούς δεσμούς με κυβερνητικούς σκληροπυρηνικούς φορείς, όπως το Γραφείο του Ανώτατου Ηγέτη, και είναι καίριας σημασίας για την εκστρατεία της Ισλαμικής Δημοκρατίας να κερδίζει τις καρδιές και τα μυαλά [των πολιτών] εγχωρίως. Δεν ήταν οι συνήθεις στόχοι των σαρωμάτων αντικατασκοπείας.
Ακόμα πιο απροσδόκητη ήταν η ιστορία του Mohammad Hossein Rostami και του Reza Golpour, συναδέλφων σε μια σκληροπυρηνική, συνδεδεμένη με το IRGC ιστοσελίδα, που ονομάζεται Ammariyon. Οι δυο τους φυλακίστηκαν [9] στα τέλη του 2016, επίσης με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ του Ισραήλ. Και αυτοί ήταν έμπιστοι του εσωτερικού κύκλου (insiders) με ειδική πρόσβαση και στενούς δεσμούς με ανώτερους αξιωματούχους του IRGC. Ο Rostami είχε προηγουμένως υπηρετήσει ως παραστρατιωτικός μαχητής στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας για λογαριασμό του IRGC. Ο Golpour είχε εκδώσει ένα βιβλίο το 2002 με τίτλο Υποκλοπή σε Φαντάσματα (Eavesdropping on Phantoms) [10], το οποίο επέκρινε τις επιδόσεις του Υπουργείου Πληροφοριών του Ιράν υπό τον πρώην μεταρρυθμιστή πρόεδρο Mohammad Khatami. Σύμφωνα με μια καλά τοποθετημένη πηγή εντός της ελίτ των σκληροπυρηνικών, το IRGC ανέθεσε [11] στον Golpour μια «αποστολή σαμποτάζ» για να υπονομεύσει την αξιοπιστία του Υπουργείου Πληροφοριών, το οποίο το IRGC έβλεπε ως αντίπαλο και μη αξιόπιστο. Μια τέτοια ατζέντα θα ήταν εξαιρετικά ευαίσθητη και θα απαιτούσε υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης.
Για τον λόγο αυτό, οι κατηγορίες για κατασκοπεία όχι μόνο προκάλεσαν σοκ σε πολλούς, αλλά έθεταν ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία και την ικανότητα του ίδιου του IRGC, το οποίο προφανώς επέτρεψε σε έναν «προδότη» να εργάζεται μέσα στις βαθύτερες τάξεις του επί χρόνια. Εκ των υστέρων, φαίνεται ότι ο Golpour δεν ήταν τεχνικά ένας κατάσκοπος, αλλά ίσως έκανε διαρροή ευαίσθητων πληροφοριών έχοντας στο μυαλό ένα ισραηλινό κοινό, προκειμένου να αποκτήσει ένα πλεονέκτημα προσωπικό ή για μια οργάνωση. Τα σκληροπυρηνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης πιθανότατα δημοσίευσαν τις κατηγορίες εναντίον του με τις ευλογίες του IRGC, προκειμένου να κάνουν μια προειδοποίηση σε παρόμοιους πιθανούς διαρρέοντες ή πράκτορες.
ΝΟΜΙΜΟΦΡΟΝΑ ΣΤΕΛΕΧΗ
Η κορυφαία ηγεσία του Ιράν δεν έχει υιοθετήσει την άποψη ότι τα πραγματικά «άντρα κατασκοπείας» του Ιράν βρίσκονται στα οχυρά των σκληροπυρηνικών του κράτους. Αντίθετα, οι Ιρανοί ηγέτες φοβούνται ότι η υποψία προς τους σκληροπυρηνικούς θα αποδυναμώσει την βάση υποστήριξης της Ισλαμικής Δημοκρατίας και θα χαλαρώσει την λαβή της στην εξουσία. Ο Χαμενεΐ έχει κάνει λόγο για ενίσχυση του κύρους και της εντολής των ισχυρών κέντρων εξουσίας του κράτους. Σε ομιλία του στις 26 Σεπτεμβρίου [12], ο ανώτατος ηγέτης κάλεσε [13] τις ιρανικές Αρχές να χρησιμοποιήσουν «αφοσιωμένες και επαναστατικές δυνάμεις» σε «κρίσιμα κέντρα» του κράτους, όπως είναι, κατά τα λεγόμενά του, «οι ίδιοι άνθρωποι που εισήλθαν στην σκηνή» για την υπεράσπιση της Ισλαμικής Δημοκρατίας κατά την διάρκεια λαϊκών διαμαρτυριών το 2009 και το 2017-18 και «απογοήτευσαν τους εχθρούς».
Οι διαμαρτυρίες του 2009, γνωστές ως Πράσινο Κίνημα, εξέφρασαν την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι προεδρικές εκλογές του Ιράν τον Ιούνιο είχαν νοθευτεί για να ευνοήσουν τον καθιερωμένο, Mahmoud Ahmadinejad. Η αντίθεση τόσο στην έκβαση των εκλογών όσο και στην βίαιη καταστολή του κινήματος διαμαρτυρίας από το κράτος ήταν τόσο διαδεδομένη ώστε οι αξιωματούχοι είχαν σοβαρές ανησυχίες [3] για συστηματική ανυπακοή ή ακόμα και πραξικόπημα μέσα στο σύστημα ασφαλείας και πληροφοριών του Ιράν. Υπό τις εντολές του Χαμενεΐ, το IRGC αντιμετώπισε αυτή την πιθανότητα αναπτύσσοντας την δική του μονάδα πληροφοριών σε έναν μεγαλύτερο οργανισμό, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως αντίβαρο στο Υπουργείο Πληροφοριών.
Ο Χαμενεΐ διόρισε έναν ανώτερο κληρικό που ονομάζεται Hossein Taeb για να διευθύνει τον άρτι εξουσιοδοτημένο οργανισμό πληροφοριών του IRGC. Αξιόπιστος συνεργάτης του ανώτατου ηγέτη από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, ο Taeb είχε ένα υπόβαθρο στην αντικατασκοπεία και στενούς δεσμούς με τον Χαμενεΐ και το IRGC. Αυτά τα προσόντα, μαζί με το σκληροπυρηνικό ιστορικό του στην αντιμετώπισης αντεπανστατικών στοιχείων, έκαναν τον Taeb ιδιαίτερα κατάλληλο για την διευθέτηση της εκστρατείας πληροφοριών και ασφάλειας για να καταπνίξει την «Πράσινη Ανταρσία», όπως χαρακτήρισε επίσημα η ιρανική κυβέρνηση τις μετεκλογικές διαμαρτυρίες του 2009.
Ο οργανισμός πληροφοριών του IRGC, υποστηριζόμενος από τον ανώτατο ηγέτη για τα φαινομενικά επαναστατικά του διαπιστευτήρια, και εμπνευσμένος από μια εξαιρετικά ιδεολογική άποψη περί την εθνική ασφάλεια, βοήθησε να διαφυλαχθεί το σκληροπυρηνικό κατεστημένο -ή αυτό που αποκαλείται τοπικά ως «βαθύ κράτος» ή ο «σκληρός πυρήνας της εξουσίας» στην Ισλαμική Δημοκρατία- εναντίον πολιτικών απειλών και απειλών ασφαλείας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Με αυτόν τον τρόπο, η οργάνωση έχει βεβαίως επιδιώξει μια αποδεδειγμένα πολιτική ατζέντα, επικεντρωμένη στην ενίσχυση των επαναστατικών πυλώνων του κράτους και την περιθωριοποίηση των αμφισβητιών τους. Οι αντίπαλοι οργανισμοί πληροφοριών του Ιράν όντως συνεργάζονται για ζωτικά θέματα εθνικής ασφάλειας. Αλλά στον οργανισμό πληροφοριών του IRGC έχει πέσει η δουλειά να αποτρέψει την συστηματική μη συμμόρφωση, την ανυπακοή ή ακόμα και την εξέγερση μέσα στις τάξεις του στρατού και των πληροφοριών της κυβέρνησης -ή, με άλλα λόγια, να διαφυλάξει τον επαναστατικό πυρήνα της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Το Υπουργείο Πληροφοριών, το οποίο από την προεδρία του Khatami έχει πλησιάσει τη μετριοπαθή πτέρυγα του κατεστημένου, έχει περιοδικά «κατασκευάσει» [14] κατασκόπους για πολιτικούς σκοπούς, για να μην μείνει πίσω στον αμείλικτο αγώνα [3] για τον επαναστατικό μανδύα της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Όμως η τρέχουσα εκστρατεία αντικατασκοπείας που επικεντρώνεται στις χαρακτηριστικές επαναστατικές δυνάμεις είναι κάτι νέο. Για μια υπηρεσία τόσο ζωτικής σημασίας όσο ο οργανισμός πληροφοριών του IRGC, το να υποφέρει από επαναλαμβανόμενες αποτυχίες ασφαλείας, φέρνει τεράστιο πολιτικό κόστος σε ολόκληρη την ιρανική ηγεσία -τόσο μεγάλο, όντως, που το να μείνουν αυτές οι αποτυχίες αναπάντητες θα έθετε σε κίνδυνο την εξουσία των σκληροπυρηνικών θεσμών και τις επαναστατικές αφηγήσεις τους. Κι έτσι, ο μηχανισμός πληροφοριών του IRGC ανταποκρίθηκε, κυρίως με το να κάνει αποδιοπομπαίους τράγους τους άλλους, όπως ο Kavous Seyed-Emami, ένας ευρέως σεβαστός περιβαλλοντικός ακτιβιστής που σκοτώθηκε στην φυλακή πέρυσι, και οκτώ από τους συναδέλφους του, οι οποίοι παραμένουν πίσω από τα σίδερα με αναπόδεικτες κατηγορίες περί κατασκοπείας. Αυτό που η οργάνωση πληροφοριών του IRGC δεν έχει κάνει είναι να αρνηθεί ότι οι εχθροί έχουν διεισδύσει στις τάξεις του.
Τέσσερις δεκαετίες μετά την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη, η ιρανική ηγεσία φαίνεται αποφασισμένη να διατηρήσει ζωντανό το επαναστατικό πνεύμα του αντι-δυτικισμού στο εσωτερικό της δομής ασφαλείας και της δομής διακυβέρνησης της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Ο αγώνας για την εκρίζωση του Δυτικού «άντρου κατασκοπείας» και των αντιληπτών τοπικών ενσαρκώσεων παραμένει το συμβολικό αφήγημα που θέλει ο Χαμενεΐ να προβάλλει για το Ιράν, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Όμως, ένας αυξανόμενος αριθμός Ιρανών -συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων στο κατεστημένο των [υπηρεσιών] πληροφοριών- λένε μια πολύ διαφορετική ιστορία.
Στα αγγλικά:
Σύνδεσμοι:
Maysam Behravesh
Ο MAYSAM BEHRAVESH είναι αναλυτής στο Gulf State Analytics και εργάστηκε ως αναλυτής πληροφοριών και σύμβουλος πολιτικής στο Ιράν από το 2008 έως το 2010.
14/11/2019