Το show Τραμπ – Ερντογάν και ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος.

 ASSOCIATED PRESS

Το show Τραμπ – Ερντογάν 
και ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος.

Για την Ελλάδα το καμπανάκι έχει σημάνει από καιρό και δεν αφορά μόνον τον Τραμπ. Χρειάζεται μια δέσμη στρατηγικών κατευθύνσεων που θα εκκινά από την εγκατάλειψη των κλισέ που εξακολουθούν να αναμασώνται.


Ξενίζει ίσως η αναφορά στη λογοτεχνική δυστοπία του Άλντους Χάξλεϋ και όχι, για παράδειγμα, σε κάποια προσέγγιση περί πολυπολικότητας στις διεθνείς σχέσεις. Αυτό όμως που ο Χάξλεϋ αναδεικνύει μας ενδιαφέρει εδώ ιδιαιτέρως: η στρεβλωτική διαμόρφωση της χειραγωγημένης πρόσληψης οδηγεί σε χιονοστιβάδα επιπτώσεων χτίζοντας, τελικά, έναν κόσμο όπου η ανεξαρτησία και η ελευθερία καθίστανται αδύνατες ακόμη και στα συστήματα που τις ευαγγελίζονται.

To  show (γιατί περί αυτού πρόκειται) Τραμπ – Ερντογάν στόχευε στον επηρεασμό πρωτίστως της αμερικανικής κοινής γνώμης και των ρεπουμπλικάνων κυρίως της Γερουσίας. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη διάσταση αλλά χρησιμοποιώντας την σημαντική αυτή συνάντηση ΗΠΑ – Τουρκίας ως αφορμή, επισημαίνω εδώ με συντομία μερικά βασικά σημεία που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη αναφορικά με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Για την αποτίμηση της συνάντησης Τραμπ – Ερντογάν χρειάζεται, καταρχήν, μια κάποια αποστασιοποίηση. Πρέπει να έχει γίνει πια σαφές και στον πιο ένθερμο υποστηρικτή του Τραμπ ότι η ιδιωτικοποίηση των κριτηρίων άσκησης εξωτερικής πολιτικής οδηγεί σε πολλές και διάφορες εκβάσεις.

Αλλά οι εκβάσεις (όπως η σημερινή) οδηγούν σε συχνά εφήμερα αποτελέσματα. Όχι, δεν πρόκειται για «νέα αμερικανική στρατηγική» όπως επαναλαμβάνουν με μεταφυσικό δέος πολλοί και διάφοροι. Ο Τράμπ αφενός τείνει ολοένα και περισσότερο να βασίζει τις αποφάσεις του σε ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια (τα είχαν αναλύσει διεξοδικά από πέρσι ο Γούντγουωρντ και ο Γούλφ, τα επιβεβαίωσε λακωνικά προ ημερών ακόμη και ο Μπόλτον), αφετέρου χρειαζόταν άμεσα ένα πυροτέχνημα στα εξωτερικά θέματα για να ισορροπήσει τις άσχημες εντυπώσεις που καταγράφονται καθημερινά από τις καταθέσεις μαρτύρων με την έναρξη της διαδικασίας δίωξης του από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Βεβαίως, καμία αμερικανική κυβέρνηση δεν θέλει να δει την Τουρκία να απομακρύνεται οριστικά. Άλλωστε η προβολή μιας δύναμης που στέκει στα πόδια της διπλωματικά και στρατιωτικά ενισχύει αντικειμενικά την εικόνα της Τουρκίας ως εταίρου. Η μεγάλη διαφορά με την ομάδα Τραμπ, τον γαμπρό του και τα δίκτυα τους είναι ότι αυτή η γενική κατεύθυνση δεν υπηρετείται με τα αναμενόμενα και κατάλληλα μέσα τακτικής στο πλαίσιο μιας αμερικανικής εθνικής στρατηγικής, αλλά χρησιμεύει ως προκάλυμμα για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επιδιώξεων, είτε απλώς επικοινωνιακής πολιτικής είτε (συχνότατα) ιδιωτικής φύσεως. Έτσι ούτε κόκκινες γραμμές υφίστανται (μέχρι ποίου σημείου μπορεί να διαφοροποιείται ένας «σύμμαχος»;) ούτε εναλλακτικά σενάρια διερευνώνται. Ο πρόεδρος και η ομάδα του αποφασίζουν βάσει μιας ανάλυσης (σωστής ή λανθασμένης) περί του προτιμητέου για τους ίδιους σε κάθε συγκυρία. Η προεδρία Τραμπ θα καταστεί σοβαρή πρόκληση για τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας εάν ο εν λόγω επανεκλεγεί – πράγμα καθόλου βέβαιο, και πάλι αντίθετα με αυτά που επαναλαμβάνουν διάφοροι. 

Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ σε ένα περισσότερο σύνθετο πλαίσιο 

Σε κάθε όμως περίπτωση, για την Ελλάδα το καμπανάκι έχει σημάνει από καιρό και δεν αφορά μόνον τον Τραμπ. Όπως έγραψα προ εβδομάδων (με αφορμή τις επιπόλαιες αντιδράσεις για τις επιφυλάξεις της Γαλλίας στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με Αλβανία – Βόρεια Μακεδονία), όσο εξακολουθούν να κυριαρχούν στην ελληνική σκέψη περί εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής οι επί σειρά ετών Ηρακλείς της πεπατημένης, τόσο θα ερχόμαστε δεύτεροι και καταϊδρωμένοι. Ελπίζω να γίνεται αντιληπτό πόσο επιπόλαιο φαίνεται σήμερα το αίτημα που διατύπωναν κάποιοι για «εγγυήσεις» από τις ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία.

Χρειάζεται μια δέσμη στρατηγικών κατευθύνσεων που θα εκκινά από την εγκατάλειψη των κλισέ που εξακολουθούν να αναμασώνται. Χρειάζεται μεγαλύτερη προσέγγιση (και από πλευράς αμυντικών και εξοπλιστικών συμφωνιών) με την Γαλλία και μικρότερη έμφαση στον αμφιλεγόμενο ρόλο της Αθήνας ως δήθεν αναδόχου των Δυτικών Βαλκανίων. Χρειάζεται βελτίωση των σχέσεων με την Μόσχα (οι οποίες σχέσεις έφτασαν στο μηδέν τα προηγούμενα χρόνια). Χρειάζεται η μεγαλύτερη δυνατή σύσφιξη των σχέσεων με το Ισραήλ (κάτι που υποστηρίζω επί σειρά ετών και βλέπω ότι γίνεται κατανοητό έστω και αργά). Χρειάζεται – και εδώ γίνονται πράγματι κάποια θετικά βήματα, π.χ. με την Κίνα– μεγαλύτερη ανάδειξη της χώρας ως επενδυτικού προορισμού κάθε είδους. Χρειάζεται, τέλος, μίμηση των ΗΠΑ, οι οποίες ορθώς θεώρησαν το 1983 ότι η ανακήρυξη ΑΟΖ είναι μια μονομερής πράξη: οι ΗΠΑ πρώτα ανακήρυξαν ΑΟΖ και στη συνέχεια προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις για οριοθέτηση με τα γειτονικά κράτη.

Οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ ήταν, είναι και θα παραμείνουν κρίσιμες για την εθνική ασφάλεια μας. Ειδικά όσο η ΕΕ αδυνατεί να βρει το δρόμο της. Η επικαιροποίηση της Αμυντικής Συμφωνίας Συνεργασίας Ελλάδας-ΗΠΑ η οποία υπογράφηκε πρόσφατα είναι πολύ θετικό βήμα που όμως θα πρέπει οπωσδήποτε να επεκταθεί άμεσα στην παραχώρηση κάποιων εν λειτουργία ισχυρών αντιτορπιλικών (το εάν θα πρέπει να είναι τα υψηλού κόστους συντήρησης Arleigh Burke ή άλλα είναι ένα σοβαρό αλλά εν πολλοίς τεχνικό θέμα). Οι ΗΠΑ πρέπει να δείξουν ότι ανταποκρίνονται έμπρακτα στην ανάγκη άμεσης ενίσχυσης της ελληνικής ισχύος. Άμεσης, όχι σε προοπτική ετών.

Κώστας Α Λάβδας
Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


14/11/2019