Πώς θα μεταρρυθμιστεί ο «στημένος» καπιταλισμός.


 Πώς θα μεταρρυθμιστεί ο «στημένος» καπιταλισμός.

Το σύστημα δεν δουλεύει και πρέπει να αλλάξει, διαφορετικά θα τεθεί σε κίνδυνο ο δημοκρατικός καπιταλισμός της Δύσης. Ποιες μεταρρυθμίσεις απαιτούνται. Γιατί πρέπει να μειωθούν οι ανισότητες. Ο ρόλος-κλειδί της πολιτικής. 

«Είναι ξεκάθαρο τότε ότι… τα κράτη στα οποία το μεσαίο στοιχείο είναι μεγάλο και ισχυρότερο, αν είναι δυνατόν, απ’ ό,τι τα άλλα δύο [πλούσιοι και φτωχοί] μαζί, ή σε οποιοδήποτε ποσοστό ισχυρότερο από κάθε ένα εκ των άλλων δύο μόνο του, υπάρχει κάθε δυνατότητα να έχουν ένα αποτελεσματικό Σύνταγμα».Ετσι συνόψισε ο Αριστοτέλης την ανάλυσή του για τις ελληνικές πόλεις-κράτη. Η σταθερότητα αυτού που τώρα μπορούμε να αποκαλέσουμε «συνταγματική δημοκρατία» εξαρτώνταν από το μέγεθος της μεσαίας τάξης. Δεν είναι τυχαίο ότι στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, επί μακρόν σταθερές δημοκρατίες, σήμερα υποκύπτουν στη δημαγωγία και καταγράφεται η μεγαλύτερη ανισότητα μεταξύ των δυτικών κρατών υψηλού εισοδήματος.
Η ανάλυση που έκανα τον Σεπτέμβριο για τον «στημένο καπιταλισμό» συμπέραινε ότι «χρειαζόμαστε έναν δυναμικό καπιταλισμό, που δίνει στον καθένα μια δικαιολογημένη πεποίθηση ότι μπορεί να μοιραστεί τα οφέλη. Αντίθετα, αυτό που αυξανόμενα φαίνεται πως έχουμε, είναι ένας ασταθής καπιταλισμός ραντιέρηδων, αποδυναμωμένος ανταγωνισμός, άτονη αύξηση παραγωγικότητας, υψηλή ανισότητα και, όχι τυχαία, αυξανόμενα υποβαθμισμένη δημοκρατία».

Τι πρέπει να γίνει;

Η απάντηση δεν είναι η ανατροπή της οικονομίας της αγοράς, η ακύρωση της παγκοσμιοποίησης ή η διακοπή της τεχνολογικής αλλαγής. Είναι να κάνουμε αυτό που έχουμε δει να γίνεται πολλές φορές στο παρελθόν: να μεταρρυθμίσουμε τον καπιταλισμό. Αυτό ήταν το επιχείρημά μου σε μια πρόσφατη συζήτηση με τον πρώην υπουργό Οικονομικών της Ελλάδας Γιάνη Βαρουφάκη, για το εάν πρέπει να διασωθεί ο φιλελεύθερος καπιταλισμός. Υποστήριξα, στην ουσία, ότι «αν θέλουμε να μείνουν τα πάντα ίδια, πρέπει να αλλάξουν τα πάντα», όπως έγραψε ο Ιταλός συγγραφέας Τζουζέπε Τομάσι ντι Λαμπεντούζα. Αν θέλουμε να προστατεύσουμε την ελευθερία και τη δημοκρατία μας, πρέπει να αγκαλιάσουμε την αλλαγή.


Αυτοί είναι πέντε τομείς πολιτικής
 που πρέπει να αντιμετωπιστούν.

Πρώτον, ο ανταγωνισμός. Ο Τόμας Φίλιππον στο υπέροχο βιβλίο του «The Great Reversal» παρουσιάζει το πόσο πολύ έχει αποδυναμωθεί ο ανταγωνισμός στις ΗΠΑ. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αναπόφευκτων δυνάμεων, αλλά πολιτικών επιλογών, ειδικά η εγκατάλειψη μιας ενεργητικής πολιτικής ανταγωνισμού.

Οι αμερικανικές αγορές έγιναν λιγότερο ανταγωνιστικές: η συγκέντρωση είναι υψηλή, οι ηγέτες είναι παγιωμένοι και τα περιθώρια κέρδους υπερβολικά. Επιπλέον, αυτή η έλλειψη ανταγωνισμού έχει πληγώσει τους Αμερικανούς καταναλωτές και εργαζόμενους: έχει οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές, λιγότερες επενδύσεις και χαμηλή αύξηση παραγωγικότητας.

Σε μια έκθεση για τη μείωση των ανισοτήτων, σε μια ανεκτίμητη συλλογή «Beyond Brexit: A Programme for UK Economic Reform», οι Ράσελ Τζόουνς και Τζον Λέγουιλ υποστηρίζουν ότι η συγκέντρωση και τα περιθώρια κέρδους έχουν αυξηθεί και στη Μεγάλη Βρετανία.

Την περασμένη δεκαετία, Amazon, Apple, Facebook, Google και Microsoft έκαναν αθροιστικά πάνω από 400 εξαγορές παγκοσμίως. Κυρίαρχες εταιρείες δεν θα έπρεπε να έχουν πάρει «ελευθέρας» να αγοράζουν πιθανούς ανταγωνιστές. Τέτοια δύναμη σε πολιτική και αγορά είναι απαράδεκτη. Μια αναδόμηση της πολιτικής ανταγωνισμού θα πρέπει να ξεκινήσει, με την υπόθεση ότι οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις πρέπει να δικαιολογούνται επαρκώς.


Δεύτερον, η χρηματοδότηση. Ένα από τα πλέον εντυπωσιακά συμπεράσματα του καθηγητή Φίλιπον είναι ότι το κόστος οικονομικής διαμεσολάβησης ανά μονάδα δεν έχει πέσει στις ΗΠΑ τα τελευταία 140 χρόνια, παρά την τεχνολογική πρόοδο. Αυτή η στασιμότητα κόστους, φευ, δεν σήμαινε χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Υπάρχουν επίσης αποδείξεις ότι απλά τώρα υπάρχει πολύ μεγάλη πίστωση και χρέος. Ριζοσπαστικές λύσεις υπάρχουν και εδώ: ουσιαστική αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τραπεζικές διαμεσολαβήσεις, με παράλληλη μείωση των ρυθμιστικών παρεμβάσεων και, κρίσιμο, εξάλειψη της έκπτωσης φόρου για τους τόκους, ώστε να ευθυγραμμιστεί η χρηματοδότηση χρέους με το μετοχικό κεφάλαιο.


Τρίτον, οι επιχειρήσεις. Η περιορισμένης ευθύνης πολυμετοχική εταιρεία ήταν μια τεράστια εφεύρεση, αλλά και μια υψηλά προνομιούχα οντότητα. Η εστίαση στη μεγιστοποίηση της αξίας του μετόχου έχει παροξύνει τις κακές παρενέργειες.

Όπως υποστηρίζει η έκθεση «Principles for Purposeful Business» της Βρετανικής Ακαδημίας, «ο σκοπός των εταιρειών είναι να λύνουν τα προβλήματα των ανθρώπων και του κόσμου με κέρδος, όχι να κερδίζουν από τη δημιουργία προβλημάτων». Αυτό είναι αυταπόδεικτο. Είναι επίσης μάταιο να στηριζόμαστε μόνο στους κανονισμούς για να προστατευτούμε από τις συνέπειες μυωπικών επιχειρηματικών συμπεριφορών, ειδικά όταν οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τους τεράστιους πόρους που διαθέτουν για λόμπι στην απέναντι πλευρά. Το αμερικανικό Business Roundtable το αναγνώρισε αυτό. Χρειαζόμαστε νέους νόμους για να πραγματοποιήσουμε τις απαιτούμενες αλλαγές.


Τέταρτον, η ανισότητα. Όπως προειδοποίησε ο Αριστοτέλης, πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο, η ανισότητα είναι διαβρωτική. Κάνει την πολιτική πολύ περισσότερο δύσκολη, υπονομεύει την κοινωνική κινητικότητα. Αποδυναμώνει τη συλλογική ζήτηση και επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη.

Το Unbound της Χέδερ Μπούσεϊ τα γράφει όλα αυτά με πειστικές λεπτομέρειες. Για να αντιμετωπιστούν, απαιτείται ένας συνδυασμός πολιτικών: ενεργητική πολιτική ανταγωνισμού, επιθέσεις στη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή. Ενα πιο δίκαιο διαμοιρασμό του φορολογικού βάρους απ’ ό,τι στις περισσότερες δημοκρατίες σήμερα. Περισσότερες δαπάνες για την εκπαίδευση, ειδικά των πολύ νέων. Και ενεργητικές πολιτικές στην αγορά εργασίας σε συνδυασμό με αξιοπρεπή κατώτατο μισθό και έκπτωση φόρου. Στις ΗΠΑ, είναι χαμηλή η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό των νεαρών ενηλίκων παρά τις μη ρυθμισμένες αγορές εργασίας και το ελάχιστο κοινωνικό κράτος. Είναι δυνατό να έχουμε πολύ καλύτερα αποτελέσματα.


Τέλος, οι δημοκρατίες μας χρειάζονται ανακατασκευή. Πιθανότατα, οι πιο σημαντικές ανησυχίες αφορούν τον ρόλο του χρήματος στην πολιτική και τον τρόπο που δουλεύουν τα μέσα ενημέρωσης. Το χρήμα αγοράζει πολιτικούς. Αυτό είναι πλουτοκρατία, όχι δημοκρατία. Το μοχθηρό αντίκτυπο των fake news (που είναι το αντίθετο από αυτό που ο Αμερικανός πρόεδρος εννοεί με τον όρο) είναι επίσης ξεκάθαρο. Χρειαζόμαστε δημόσια χρηματοδότηση των κομμάτων, απόλυτη διαφάνεια της ιδιωτικής χρηματοδότησης και επίσης πολύ μεγαλύτερη χρήση των συμβουλευτικών φόρουμ.

Χωρίς πολιτική μεταρρύθμιση, λίγα από αυτά που χρειαζόμαστε σε άλλους τομείς θα γίνουν πράξη. Αν τα πράγματα μείνουν ως έχουν, η οικονομική και πολιτική απόδοση πιθανότατα θα χειροτερέψει, έως ότου το σύστημα του δημοκρατικού καπιταλισμού μας καταρρεύσει στο σύνολό του ή εν μέρει.

Ο σκοπός είναι μεγάλος. Είναι και επείγον. Δεν πρέπει να αποδεχτούμε το status quo. Δεν δουλεύει και πρέπει να αλλάξει.



© The Financial Times,2019 


11/12/19