Η γνώση είναι ωφέλιμη (;)
Η γνώση είναι ωφέλιμη (;)
Μέρος πρώτο
«Τι κακό υπάρχει στο να είναι εφαρμοσμένη η επιστήμη ή ακόμη και επικερδής;»
«Κανένα, αρκεί το κίνητρο να είναι η αναζήτηση της αλήθειας.
Σ’ αυτό έγκειται ο σκοπός της επιστήμης».
«Ενδιαφέρουσα άποψη εκ μέρους κάποιου που κάνει σταυροφορία
ενάντια στα δεινά της τεχνολογίας, πάτερ Τζος».
«Δεν είμαι κατά της τεχνολογίας, δόκτωρ.
Είμαι κατά αυτών που τη θεοποιούν εις βάρος της ανθρώπινης αλήθειας».
Όψεις της επιστήμης στη νεωτερικότητα
Ο παραπάνω διάλογος είναι από την ταινία «Contact» («Επαφή») του Ρόμπερτ Ζεμέκις (1997). Ο διάλογος γίνεται ανάμεσα σε έναν τεχνοκράτη επιστήμονα και έναν πάστορα που εκπροσωπεί την πλευρά της θρησκείας. Ωστόσο, ο πάστορας δεν είναι θρησκόληπτος ή φανατικός, αλλά θεωρεί ότι η επιστήμη και η θρησκεία μοιράζονται κοινούς σκοπούς, που δεν είναι άλλοι από την αναζήτηση της αλήθειας. Σε παλιότερο άρθρο είχαμε κάνει αναφορά και στο εξαιρετικό δοκίμιο του Ανρί Πουανκαρέ «Η αξία της επιστήμης» (1904). Ο Γάλλος φυσικός και φιλόσοφος σημειώνει το εξής: «Ο άνθρωπος της επιστήμης δεν μελετά τη φύση διότι κάτι τέτοιο είναι χρήσιμο. Τη μελετά διότι του αρέσει και του αρέσει διότι η φύση είναι όμορφη... Αναφέρομαι σ’ εκείνη την πιο κρυφή ομορφιά που εκπορεύεται από την αρμονική τάξη των μερών και που μπορεί να γίνει αντιληπτή από την ευφυΐα».
Ακόμη κι αν δεν έχετε δει την ταινία ή δεν έχετε διαβάσει Πουανκαρέ, είναι βέβαιο ότι δεν αντικρίζετε κάτι πρωτόγνωρο σ’ αυτές τις απόψεις. Οι άνθρωποι της νεωτερικότητας και, πιο συγκεκριμένα, του 21ου αιώνα είμαστε εξαιρετικά εξοικειωμένοι με τις συζητήσεις σχετικά με το πόσο ωφέλιμη είναι η επιστήμη αλλά και με το ότι αυτή η ωφελιμότητα πηγάζει από μια «ρομαντική» τάση του ανθρώπου να αναζητά την αλήθεια και την αρμονία. Επίσης, είμαστε εξοικειωμένοι και με τη δεοντολογική «διαφωνία» μεταξύ ωφέλιμης επιστήμης ή «αγνής» αναζήτησης της αλήθειας για τον κόσμο. Ο ιστορικός, αναπόφευκτα, θα αναρωτηθεί: άνθρωποι διαφορετικών εποχών μοιράζονται την ίδια πεποίθηση; Θεωρούσαν, δηλαδή, ότι η επιστήμη είναι η αναζήτηση της αλήθειας του κόσμου που, παρεμπιπτόντως, μπορεί να έχει και ένα ωφέλιμο αποτύπωμα στην καθημερινότητά μας; Διαφωνούσαν πάντα για ποιο από τα δύο χαρακτηριστικά είναι πιο σημαντικό; Ας δούμε μερικά παραδείγματα.
Όψεις της ωφελιμότητας στην πρώιμη νεότερη περίοδο
Σε μια πραγματεία που έγραψε για το «Edinburgh Review» το 1837, ο ποιητής, πολιτικός και ιστορικός Τόμας Μπάμπινγκτον Μακόλεϊ έκανε μια ενδιαφέρουσα αξιολόγηση σχετικά με τη γενική κατεύθυνση της νέας φιλοσοφίας του Φράνσις Μπέικον (1561 - 1626) και πώς διαφοροποιούταν από όσα είχαν προηγηθεί: «Δύο λέξεις αποτελούν το βασικό στοιχείο της βακωνικής διδασκαλίας, Ωφελιμότητα και πρόοδος. Η αρχαία Φιλοσοφία απαξίωνε να είναι ωφέλιμη και ήταν ικανοποιημένη να είναι στάσιμη. Κατά κύριο λόγο, ασχολήθηκε με θεωρίες ηθικής τελείωσης. (...) Δεν μπορούσε να καταδεχτεί το ταπεινό καθήκον να υπηρετεί την αρωγή των ανθρώπων». Επομένως, με τον Μπέικον έχουμε μια νέα επιστήμη, την ωφέλιμη. Το ερώτημα είναι: όλοι όσοι μελετούσαν τη φύση επιθυμούσαν μια γνώση ωφέλιμη για την κοινωνία με την έννοια που εννοούμε σήμερα το «ωφέλιμο»; Τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά από το πώς μας τα παρουσιάζει ο Μακόλεϊ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σάτιρα του Τζόναθαν Σουίφτ για την πειραματική επιστήμη της Βασιλικής Εταιρείας, η οποία παρουσιάζεται στα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ». Στο ταξίδι του προς τη Λαπούτα, ο Γκιούλιβερ επισκέπτεται τη μεγάλη ακαδημία του Λαγκάδο, όπου συναντά μερικούς περίεργους χαρακτήρες, οι οποίοι ασχολούνται με μια ποικιλία απίθανων έργων - εξαγωγή ηλιαχτίδων από αγγούρια, μαλάκωμα μαρμάρου για να χρησιμοποιείται στα μαξιλάρια, παραγωγή έγχρωμου υφάσματος από ιστούς αράχνης, κατασκευή σπιτιών από την οροφή προς τα κάτω και πολλά άλλα σχέδια για τα οποία ο Γκιούλιβερ ομολογεί με ειλικρίνεια ότι «δεν είναι αρκετά ικανός να κατανοήσει». Οι περιπαικτικές παρατηρήσεις του Σουίφτ για την έπαρση της νέας πειραματικής επιστήμης αποτελεί, ενδεχομένως, την πιο γνωστή περίπτωση επίθεσης στην ωφελιμότητα των επιστημών, παρ’ όλο που αυτές οι παρατηρήσεις δεν ήταν ούτε πρωτοφανείς ούτε ασυνήθιστες. Στα μέσα του 17ου αιώνα, ο Τζέιμς Χάρινγκτον (1611 - 1677) είχε γράψει για την πειραματική λέσχη της Οξφόρδης (έναν πρόδρομο της Βασιλικής Εταιρείας) ότι ήταν «καλοί σε δύο πράγματα, να συρρικνώσουν ένα κράτος και να πολλαπλασιάσουν μια ψείρα». Ο θεολόγος της Οξφόρδης Ρόμπερτ Σάουθ (1634 - 1716), ο οποίος ομοίως δεν εντυπωσιάστηκε από τις μελέτες με το μικροσκόπιο του Ρόμπερτ Χουκ, του Χένρι Πάουερ και άλλων, παρατήρησε με οξυδέρκεια ότι τα μέλη της Βασιλικής Εταιρείας «δεν θαυμάζουν τίποτα πέρα από ψύλλους, ψείρες και τους εαυτούς τους». Ακόμη και ο βασιλιάς της Αγγλίας στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, ο Κάρολος ΙΙ, λέγεται ότι γέλασε πολύ δυνατά με τα κατορθώματα των αρχικών μελών, που φαίνονταν να απασχολούνται με τόσο ανούσιες δραστηριότητες όπως «τη ζύγιση του αέρα».
Ωφέλιμο;
Επομένως, το πρώτο πράγμα που μας έρχεται να πούμε είναι ότι η ωφελιμότητα, έτσι όπως την εννοούμε σήμερα τουλάχιστον, δεν αποτελούσε πάντα σκοπό της επιστήμης. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως, κανείς έως τον 17ο αιώνα, όταν προέκυψαν δηλαδή μερικοί μυστήριοι διανοητές που μελετούσαν τις ψείρες ή ζύγιζαν τον αέρα, δεν είχε σκεφτεί ότι η επιστήμη θα μπορούσε να είναι χρήσιμη; Αυτό το απλό ερώτημα μας φέρνει αντιμέτωπους με μια αναγκαστική διερεύνηση των όρων «επιστήμη» και «ωφελιμότητα». Είχαν και οι δύο πάντα την ίδια σημασία; Με την επιστήμη έχουμε ασχοληθεί σε αρκετά άρθρα και έχουμε επιχειρήσει να αναδείξουμε την πολυσημία και τους διαφορετικούς όρους συγκρότησης και αναφοράς που είχε σε διαφορετικές περιόδους ή και σε διαφορετικούς τόπους. Θα σταθούμε, επομένως, στον όρο της «ωφελιμότητας». Έως τώρα, έχουμε καταλήξει σε δύο σημαντικά συμπεράσματα. Κατά τον 17ο αιώνα, αναδύεται μια νέα ωφελιμότητα, εκείνη του Μπέικον, που μοιάζει αρκετά με τη σημερινή. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως η βακωνική ωφελιμότητα δεν είναι αυτονόητη για τους σύγχρονους του Μπέικον και επιδέχεται κριτικής. Γιατί να συμβαίνει αυτό; Μήπως οι άνθρωποι δεν ήθελαν να ωφελούνται από τη νέα γνώση; Δύσκολα θα απαντούσε κάποιος καταφατικά σ’ αυτό. Επομένως, το πιθανότερο είναι ότι αντιλαμβάνονταν με διαφορετικούς όρους έως τότε αυτόν τον όρο ή ότι και η βακωνική ωφελιμότητα είχε διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο που της αποδίδουμε. Το ερώτημα που θα θέσουμε και θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο επόμενο άρθρο είναι: τι ήταν αυτό που θεωρούσαν οι άνθρωποι ωφέλιμο έως τον 17ο αιώνα; Ας δώσουμε ένα στοιχείο για το επόμενο άρθρο. Ο Τζόζεφ Γκάνβιλ, μέλος της Βασιλικής Εταιρείας στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, επισήμανε ότι «η αληθινή Φιλοσοφία (...) θα βοηθήσει και θα προάγει την αρετή μας και την ευτυχία μας και θα μας οδηγήσει να ζήσουμε σύμφωνα μ’ αυτή». Με τον όρο «αληθής» εννοεί τη νέα Πειραματική Φιλοσοφία που ασχολείται με αληθινά πράγματα, παρά με έννοιες ή ορισμούς.
Δημήτρης Πετάκος
25/11/2019
Η γνώση είναι ωφέλιμη (;)
Μέρος δεύτερο
Ζούμε σε μια εποχή που γίνονται τεράστιες επενδύσεις στις φυσικές επιστήμες. Οι περισσότερες επενδύσεις, μάλιστα, γίνονται σε τομείς που παράγουν μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη. Δύσκολα, επομένως, κανείς θα αμφισβητούσε την ανωτερότητα της γνώσης που είναι ωφέλιμη και πρακτική. Είμαστε τόσο εμποτισμένοι με αυτή την αυτονόητη λειτουργία της γνώσης, ώστε θεωρούμε ότι σκοπός της γνώσης ήταν πάντα να παράγει αποτελέσματα με πρακτική ωφελιμότητα. Όμως, ο προσδιορισμός «ωφέλιμο» είχε πάντα την ίδια σημασία; Τα τελευταία τριακόσια χρόνια έχει αλλάξει εντελώς ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την έννοια της ωφελιμότητας.
Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε ότι αρκετοί διανοητές, κατά τον 17ο αιώνα, σατίριζαν τη νέα πειραματική φιλοσοφία, καθώς θεωρούσαν ότι τίποτα «ωφέλιμο» δεν μπορεί να προκύψει από αυτή. Αυτές οι σατιρικές παρατηρήσεις είναι ενδεικτικές του γεγονότος ότι η κοινωνική θέση της νέας πειραματικής φυσικής φιλοσοφίας δεν ήταν σε καμία περίπτωση τόσο εξασφαλισμένη όσο εμείς υποθέτουμε. Ως αποτέλεσμα, όσοι υπερασπίζονταν τη νέα πειραματική μέθοδο θεωρούσαν ότι έπρεπε αναγκαία να επικαλεστούν εξωτερικούς λόγους ως προς την επιστήμη, προκειμένου να εδραιώσουν την κοινωνική της ωφελιμότητα.
Μέρος της στρατηγικής τους ήταν να απευθυνθούν στη θρησκεία, το κύρος της οποίας εκείνη την εποχή ήταν πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Αν αυτό μας φαίνεται διαισθητικά παράδοξο, είναι επειδή στους αιώνες μεταξύ εκείνης και της σημερινής εποχής έχει σημειωθεί μια δραματική αντιστροφή του αντίστοιχου κύρους της επιστήμης και της θρησκείας. Είναι τέτοια η αντιστροφή, ώστε σήμερα είναι πολύ πιο πιθανό να απευθυνθεί η θρησκεία στην επιστήμη για να διασφαλίσει το κύρος της, παρά το αντίθετο.
Η κατάσταση, κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, ήταν αρκετά διαφορετική. Το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα μαρτυρά πολυάριθμες υπερασπιστικές γραμμές της πειραματικής φυσικής φιλοσοφίας στη βάση της πρακτικής ωφελιμότητάς της. Για να δούμε τι μας λέει ο Joseph Glanvill -φιλόσοφος, θεολόγος και μέλος της Βασιλικής Εταιρείας- για την πειραματική φυσική φιλοσοφία και γιατί είναι θρησκευτικά χρήσιμη:
Η μελέτη της φύσης και των έργων του Θεού είναι εξαιρετικά χρήσιμες για τη Θρησκεία... και η Θεία Δόξα εγγράφεται στα Δημιουργήματα, όσο περισσότερο τα μελετάμε, τόσο καλύτερα καταλαβαίνουμε τις Μορφές τους, τόσο καλύτερα διαβάζουμε τη Δόξα του και τόσο περισσότερο είμαστε κατάλληλοι για να την εξυμνούμε και να τη διακηρύττουμε. Επομένως, η γνώση των Έργων του Θεού προάγει τον σκοπό της Θρησκείας.
Επίσης το 1663 ο Robert Boyle έγραψε ένα ολόκληρο έργο αφιερωμένο στη χρησιμότητα της πειραματικής φυσικής φιλοσοφίας. Το History of the Royal Society (1667) του Thomas Sprat γράφεται, παρομοίως, στο ίδιο πνεύμα. Ενώ ο τίτλος μπορεί να υποδηλώνει στους σύγχρονους αναγνώστες ένα αδιάφορο χρονικό για τα πρώιμα χρόνια της νεοσυσταθείσας επιστημονικής εταιρείας, στην πραγματικότητα το βιβλίο ήταν μια εξαιρετικά μεροληπτική καταγραφή. Ολόκληρη η τρίτη ενότητα, πάνω από εκατό σελίδες, αφιερώνεται σε μια απαρίθμηση των πρακτικών οφελών που προέκυπταν από τις πρωτοβουλίες της εταιρείας.
Οι υπερασπιστές της νέας πειραματικής φιλοσοφίας έβρισκαν απέναντί τους ουσιαστικά επιχειρήματα. Αρκετοί θεωρούσαν ότι η έμφαση στα υλικά οφέλη της γνώσης είναι ασύμβατη με το αίτημα για περισσότερη γνώση, καθώς η συσσώρευση γνώσης συνδεόταν με την ηθική διαμόρφωση κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Το παλαιότερο κριτήριο της χρησιμότητας, που ερχόταν ως απάντηση στη νέα πειραματική φιλοσοφία, ήταν η καλλιέργεια των ηθικών και θρησκευτικών αρετών.
Επίσης ασκήθηκε η κριτική ότι, ακόμη και με άξονα την εσφαλμένη αντίληψη που είχαν οι νέοι φυσικοί φιλόσοφοι για τη χρησιμότητα, η πειραματική φιλοσοφία είχε αποτύχει οικτρά. Είχε αποτύχει επειδή δεν κατάφερε να προσφέρει κάποιες σημαντικές πρακτικές καινοτομίες που θα προήγαν πραγματικά την ανθρώπινη ευημερία. Μια τέτοια κριτική μπορούμε να δούμε από τον Meric Casaubon (1599 - 1671), γιο του περίφημου κλασικιστή Isaac Casaubon και διακεκριμένο λόγιο.
Απάντησε στους ισχυρισμούς του Glanvill για τη χρησιμότητα της νέας φιλοσοφίας και έθεσε το βασικό ερώτημα: Τι εννοούμε σε αυτές τις συζητήσεις με τον όρο «χρήσιμο» και «άχρηστο»; Υποστήριξε, για παράδειγμα, ότι η ενασχόληση με κλιβάνους και εντόσθια ανθρώπων και ζώων δεν θα κάνει ποτέ τους ανθρώπους σοφούς ούτε θα αποδειχτεί ποτέ χρήσιμη.
Αν λάβουμε υπόψη την επακόλουθη εξέλιξη της επιστήμης και τεχνολογίας, ίσως να μπούμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε ότι ο Casaubon δεν ήταν διορατικός. Αυτό που ήθελε να πει, όμως, είναι ότι, οποιεσδήποτε πρακτικές εφαρμογές για την ανθρώπινη ευημερία και αν προκύψουν από την πειραματική επιστήμη, δεν πρόκειται να αποδείξουν τη χρησιμότητά της με την αληθινή έννοια του όρου. Όπως το θέτει: η ηθική διάπλαση των ανθρώπων συνιστά την καλύτερη αξιοποίηση οποιουδήποτε εγκόσμιου πράγματος μπορεί να κατασκευαστεί.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αυτό που έκαναν οι υπερασπιστές της νέας επιστήμης ήταν πως προσπάθησαν να υπερασπιστούν ρητά την ηθική και πρακτική ωφελιμότητα της φυσικής φιλοσοφίας απέναντι σε εκείνους που έλεγαν ότι η πειραματική φιλοσοφία δεν είναι ηθικά ωφέλιμη. Από τη στιγμή, όμως, που απευθύνθηκαν σε αυτά τα δύο χαρακτηριστικά (πρακτική και ηθική) με διακριτούς όρους, ήταν σαν να τα θεωρούν διαφορετικές αξίες που θα μπορούσαν δυνητικά να μην συνυπάρχουν.
Καθώς τα πρακτικά αποτελέσματα στην πειραματική φιλοσοφία προέκυπταν συλλογικά -υπήρχαν μάρτυρες που πιστοποιούσαν την εγκυρότητα της γνώσης που παρήγαγε ένα πείραμα- σημαίνει ότι ήταν ανεξάρτητα από την ηθική ακεραιότητα του καθενός ξεχωριστά που συμμετείχε σε αυτή τη διαδικασία. Πιο πριν η αλήθεια προέκυπτε από μια ενδοσκόπηση και έναν εσωτερικό στοχασμό, όπου ηθική και γνώση ταυτίζονταν.
Πλέον η φιλοσοφική αγωγή, η οποία κατευθυνόταν προηγουμένως προς την ηθική διάπλαση του ατόμου, αντικειμενοποιήθηκε σε ένα πειραματικό πρόγραμμα που ήταν αδιάφορο για τον ηθικό χαρακτήρα εκείνων που ασχολούνταν με αυτό. Η μόνη ηθική δέσμευση που υπήρχε από ένα σημείο και έπειτα ήταν να είναι κάποιος αξιόπιστος μάρτυρας όταν γινόταν ένα πείραμα.
Στην ιστορία των επιστημών οφείλουμε να μην αξιολογούμε θετικά ή αρνητικά τους όρους συγκρότησης της παραγωγής γνώσης σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Αυτό σημαίνει ότι οφείλουμε να μην επιβάλλουμε τα δικά μας κριτήρια περί ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας ή αλήθειας και ψεύδους σε άλλες εποχές, όταν οι όροι σύμφωνα με τους οποίους προσδιορίζονταν τόσο η ορθολογικότητα και ανορθολογικότητα όσο και η αλήθεια και το ψεύδος ήταν εντελώς διαφορετικοί από τους δικούς μας. Κάτι που, πλέον, θεωρείται εσφαλμένο ή ανορθολογικό κάποτε μπορεί να ήταν αληθές ή ορθολογικό.
Επιπρόσθετα μία εσφαλμένη θεωρία για εμάς, η οποία κάποτε αποτελούσε εδραιωμένη αλήθεια, δεν συνεπάγεται ότι είναι ανορθολογική. Φαντάζομαι ότι δύσκολα κάποιος θα έλεγε πως ο Αριστοτέλης ήταν ανορθολογικός. Είναι κρίσιμο, επομένως, να αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν με τους όρους του, γεγονός που βοηθάει να κατανοήσουμε και το δικό μας παρόν.
Δημήτρης Πετάκος
10/12/2019
Η γνώση είναι ωφέλιμη (;)
Μέρος τρίτο
Είναι πραγματικά εξαιρετικά εύκολο να ερμηνεύσουμε το παρελθόν με κριτήρια του δικού μας χρόνου και τόπου. Ακόμη πιο εύκολο είναι να θεωρήσουμε πως οι άνθρωποι σε κάθε χρόνο και τόπο αντιλαμβάνονταν κάποιες αξίες με τον τρόπο που τις αντιλαμβανόμαστε «εμείς». Στα δύο προηγούμενα άρθρα είδαμε πώς η έννοια της ωφελιμότητας είχε διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που της αποδίδουμε σήμερα. Υπάρχει και μία άλλη έννοια, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την ωφελιμότητα, όσον αφορά τουλάχιστον τις επιστήμες, την τεχνολογία και γενικότερα την παραγωγή γνώσης. Σήμερα θεωρούμε πως αυτό που είναι ωφέλιμο είναι και προοδευτικό. Η έννοια, δηλαδή, της ωφελιμότητας συνεπάγεται την πρόοδο. Γιατί να επινοήσουμε κάτι αν αυτό δεν μας οδηγεί σε ένα καλύτερο -άρα ωφέλιμο- μέλλον; Ας μιλήσουμε, επομένως, για την πρόοδο.
Το βέλος της προόδου
Στην Ιστορία των Επιστημών αποτελεί κοινό τόπο ότι δεν έχει νόημα να συζητάμε για την πρόοδο όταν εξετάζουμε τους όρους συγκρότησης παραγωγής γνώσης σε διαφορετικές εποχές και περιοχές. Πριν πούμε γιατί δεν το κάνουμε αυτό, ας δούμε τη στερεοτυπική θεώρηση του όρου όπως αυτή είναι οικεία στη δημόσια σφαίρα. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα εμφανίστηκε ένα πλαίσιο ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων σύμφωνα με το οποίο η Ιστορία γίνεται αντιληπτή ως μια αναπόφευκτη πορεία προς την πρόοδο. Ακόμη και ο Καρλ Μαρξ (1818-1883) υποστήριζε ότι η ανθρωπότητα κινείται αναπόφευκτα προς την αταξική κοινωνία, η οποία θα αποτελέσει την ιδεατή τελική κοινωνία. Μια παρόμοια ιδέα εντοπίζεται στα περίφημα τρία στάδια του θετικιστή φιλοσόφου Auguste Comte (1798-1857), ο οποίος υποστήριξε ότι «κάθε κλάδος της γνώσης μας… διέρχεται από τρεις διαδοχικές περιστάσεις: τη θεολογική ή φανταστική∙ τη μεταφυσική ή αφηρημένη∙ και την επιστημονική ή θετική». Με απλά λόγια, μια διάχυτη πεποίθηση που υπάρχει μέχρι και σήμερα είναι ότι η πορεία της ανθρώπινης Ιστορίας είναι αναπόφευκτα προοδευτική και κάθε μέρα είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Είναι καλύτερη γιατί η επιστήμη, η οποία ανέκαθεν είχε ως στόχο την πρόοδο, διαρκώς βελτιώνεται. Αυτή η θέαση της Ιστορίας είναι πλέον ξεπερασμένη μεταξύ των επαγγελματιών ιστορικών. Ωστόσο, συνεχίζει να τροφοδοτεί εκλαϊκευτικές ιστορίες της επιστήμης και νεοσυντηρητικές ερμηνείες της σύγχρονης Ιστορίας.
Η ιστορική ενδεχομενικότητα της προόδου
Αρχικά, ας εξετάσουμε κατά πόσο η ίδια η έννοια της «προόδου» είχε πάντα την ίδια σημασία. Ο Θωμάς Ακινάτης (1225-1274), φιλόσοφος και θεολόγος της Καθολικής Εκκλησίας, ο οποίος άσκησε τεράστια επιρροή για αρκετούς αιώνες, είχε αναφερθεί στην πρόοδο (profectus) στο πιο γνωστό κείμενό του, το «Summa Theologiae». Όλες οι αναφορές του στην έννοια της προόδου σχετίζονταν με την προσωπική πρόοδο προς την αρετή. Αυτή η ιδέα της προόδου εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο μιας γενικής τελεολογίας, συνηθισμένη σε αρκετά κλασικά σχολεία και στη μεσαιωνική θεολογία, σύμφωνα με την οποία οι στοχοθετημένες οντότητες κινούνται φυσικά προς τον σκοπό τους. Αυτή η ιδέα της προόδου είχε άμεση σχέση με τους σκοπούς που θεωρούσαν όλοι οι διανοητές ότι υπάρχουν μέσα στους ανθρώπους αλλά και σε ολόκληρη τη φύση. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας και στωικός φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος σημείωνε: «Αυτό που είναι ο σκοπός της κατασκευής κάθε πράγματος και ο προορισμός αυτής της κατασκευής είναι ο προορισμός της προόδου του∙ ο προορισμός της προόδου του είναι αυτός στον οποίο βρίσκεται ο σκοπός του∙ όπου βρίσκεται ο σκοπός του είναι εκεί που βρίσκονται το πλεονέκτημα και η καλοσύνη κάθε πράγματος». Επομένως, η ανθρώπινη πρόοδος γινόταν αντιληπτή ως η φυσική κίνηση καθενός ατόμου ξεχωριστά προς τους στόχους της σοφίας και της αρετής. Ο φυσικός κόσμος αποτελεί το πλαίσιο όπου συντελείται η πρόοδος, παρέχει υλικά πλεονεκτήματα για τους ανθρώπους, καθώς επίσης και επαρκή εμπόδια που αποτελούν κίνητρο για την ηθική και διανοητική τους εξέλιξη.
Η πρόοδος, από την αρχαιότητα έως τις αρχές του 17ου αιώνα, γινόταν αντιληπτή ως μια κίνηση του ανθρώπου που αφορούσε αυτόν ατομικά και περιοριζόταν σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Ο άνθρωπος προόδευε όσο ζούσε και αυτή η πρόοδος είχε αποκλειστικά ηθικά και διανοητικά χαρακτηριστικά. Μετά τις νέες μεθόδους μελέτης της φύσης κατά τον 17ο αιώνα -πειραματική μέθοδος, ταξινόμηση, μαθηματικοποίηση της φύσης-, η έννοια της προόδου άρχισε να αλλάζει περιεχόμενο. Η πρόοδος άρχισε να γίνεται συνώνυμη με τη συγκρότηση ενός νέου σώματος γνώσης που θα αφορούσε όλη την ανθρωπότητα και όχι απλώς τον καθένα ξεχωριστά. Πλέον, κάθε άνθρωπος απλώς τοποθετούσε ένα λιθαράκι σ’ αυτό το σώμα γνώσης, το οποίο παραδόξως προερχόταν από τα ιστορικά υποκείμενα, αλλά την ίδια στιγμή ήταν σαν να τα υπερβαίνει και να κινεί το όχημα της Ιστορίας. Τι ειρωνεία! Η γνώση, η οποία προέρχεται από ένα σύνολο ανθρώπων, πλέον άρχισε να αποτελεί ένα τεράστιο αποθετήριο το οποίο δεν ανήκε στον δημιουργό του. Ανήκε στις «αόρατες» δυνάμεις της Ιστορίας.
Από την «πρόοδο» του ανθρώπου στην «πρόοδο» της επιστήμης
Η ιδέα της προόδου μετά τον 17ο αιώνα μετατοπίστηκε από τη σφαίρα του ατόμου στον ιστορικό χώρο - μια περιοχή που κατοικείται από τις νεοσύστατες έννοιες της «επιστήμης» και της «θρησκείας». Σ’ αυτή τη νέα αντίληψη η πρόοδος δεν δεσμεύεται πλέον μέσα στο σχετικά μικρό χρονικό διάστημα της ζωής του ατόμου και οι επιστήμες, όπως και οι θρησκείες, προσδιορίζονται με μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για την ανθρώπινη πρόοδο, καθώς αποτελούν παράδειγμα μιας μακροπρόθεσμης και άνευ τέλους ιστορικής εξέλιξης. Σ’ αυτή τη διαδικασία θα αποκτήσει και η φύση έναν νέο ρόλο. Δεν θα αποτελεί απλώς το φόντο στο οποίο διαμορφώνεται η ανθρώπινη πρόοδος, αλλά θα γίνει η ίδια το υποκείμενο της βελτίωσης. Ο άνθρωπος πλέον δεν αντιλαμβάνεται την επιστήμη και τη θρησκεία ως ασκήσεις που θα τον βελτιώσουν ηθικά και διανοητικά. Αντιθέτως, η επιστήμη και η θρησκεία αποτελούν εξωτερικά και αυτόνομα σώματα γνώσης, το καθένα με τα δικά του χαρακτηριστικά, τα οποία έχουν συγκεκριμένους κανόνες και οι άνθρωποι συμμορφώνονται, ή όχι, σ’ αυτούς. Πλέον αυτοί οι κανόνες είναι ανεξάρτητοι από τους ανθρώπους. Εκεί που κάποτε βρίσκονταν αξίες και αρετές ενσωματωμένες στον άνθρωπο, πλέον βρίσκονται υποκείμενα που επιλέγουν από ποιο σώμα γνώσης θα αντλήσουν την αλήθεια για τον κόσμο.
Ποια είναι, επομένως, η τελική μεταμόρφωση της προόδου; Η πρόοδος κάποτε γινόταν αντιληπτή ως η πρόοδος προς έναν συγκεκριμένο σκοπό. Τώρα έχει γίνει αυτοσκοπός. Χωρίς στόχο, η πρόοδος είναι απλώς μεταβολή ή αλλαγή. Καταλαβαίνουμε, επομένως, τους δύο σημαντικότερους λόγους για τους οποίους ένας ιστορικός δεν μπορεί να αντιληφθεί την επιστήμη ως μια διαρκή πρόοδο. Πρώτον, από τη στιγμή που η επιστήμη δεν είχε πάντα την ίδια μορφή, δεν έχει νόημα να της αποδώσουμε μια αξία που ανήκει στη σημερινή επιστήμη. Δεύτερον, από τη στιγμή που η πρόοδος είχε εντελώς διαφορετικό νόημα σε διαφορετικές εποχές, δεν μπορούμε για κανέναν λόγο να αξιώνουμε ότι η Ιστορία ήταν πάντα προοδευτική. Άλλωστε, οι άνθρωποι δίνουν νόημα στις ιστορίες τους. Και χωρίς ανθρώπους τι είδους Ιστορία μπορούμε να έχουμε;
Δημήτρης Πετάκος
23/12/2019