Η εθνική ταυτότητα ως εκπαιδευτικό άλλοθι. Τι ακριβώς γίνεται με τα ελληνικά σχολεία του Εξωτερικού;


 KLAUS VEDFELT VIA GETTY IMAGES


Η εθνική ταυτότητα ως εκπαιδευτικό άλλοθι.

Τι ακριβώς γίνεται με τα ελληνικά σχολεία του Εξωτερικού; 

Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα, ως χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμφανίζει ιδιαιτερότητες στο εσωτερικό σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες. Οι ιδιαιτερότητες αυτές δεν είναι πάντοτε θετικές, μάλιστα ένας από τους «φίλους» της χώρας μας, ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και γνωστός για την αποτυχημένη τελικά προσπάθειά του να αποβάλει «προσωρινά» την Ελλάδα από την Ευρωζώνη, σε μια συνέντευξή του στην οποία ρωτήθηκε αν βλέπει και κανένα θετικό για την Ελλάδα πέρα από τα αρνητικά της, απάντησε ότι το μόνο θετικό που θα μπορούσε να σκεφτεί ήταν ο ήλιος και το κλίμα της. Ανεξάρτητα από την προκλητική, κατά το συνήθειό του, απάντηση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, όμως, οι αρνητικές από τη σκοπιά μιας φιλελεύθερης δυτικού τύπου δημοκρατίας πτυχές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας μας δεν είναι ούτε λίγες, ούτε ακίνδυνες.

Είμαστε κοινωνία με μια δημόσια διοίκηση που μπορεί ταυτόχρονα να είναι υπερβολικά χαοτική, ειδικά όταν ο πολίτης ζητά «εγκρίσεις», υπερβολικά χαλαρή, ειδικά όταν ο πολίτης ζητά προστασία από έκνομες συμπεριφορές τρίτων που στρέφονται εναντίον του, και υπερβολικά αυστηρή, όταν ορισμένες κατηγορίες πολιτών καλούνται να πληρώσουν φόρους ή χρέη.

Θεωρούμε αυτονόητη την παρεμπόδιση των συγκοινωνιών, όταν κοινωνικές ομάδες «αγωνίζονται» ή «διαδηλώνουν», ανεξάρτητα από τη συχνότητα των αγώνων και των διαδηλώσεων. Ούτως ή άλλως η λέξη «αγώνας» χρησιμοποιείται στον δημόσιο λόγο για να περιγράψει και να ερμηνεύσει σχεδόν τα πάντα, όπως έχουν ήδη επισημάνει διεισδυτικοί κοινωνικοί επιστήμονες που ερευνούν την ελληνική κουλτούρα.

Νομίζουμε ότι δεν έχει και τόση σημασία η παραβίαση των κανόνων της δημόσιας ζωής, επειδή οι κανόνες είναι απλά συμβάσεις που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είναι διαφορετικές. Ειδικά οι συμβάσεις που έρχονται σε σύγκρουση με τους «κοινωνικούς αγώνες». Βλέπουμε δεκαετίες τώρα με συμπάθεια τις μαθητικές καταλήψεις, δηλαδή τη συστηματική παρεμπόδιση της εκπαιδευτικής λειτουργίας, διότι πιστεύουμε ότι ο νόμος οφείλει να υποχωρεί μπροστά στους κοινωνικούς αγώνες της νεολαίας.

Διακρίνουμε τις ανθρώπινες τραγωδίες που έφερε η συγκυρία ή η στιγμή σε ηρωικές και λοιπές, εντάσσοντας τις πρώτες στην αλυσίδα των κοινωνικών αγώνων για την ισότητα και τη δικαιοσύνη, ενώ τις δεύτερες τις βλέπουμε ως μη άξιες προσοχής και ενδιαφέροντος παράπλευρες απώλειες αυτών των αγώνων.

Βλέπουμε με συγκατάβαση σχεδόν την προσβολή των νεκρών από τις τρομοκρατικές επιθέσεις του «κινήματος», καθώς και τις απειλές που εκτοξεύονται σήμερα εναντίον συγγενών αυτών των θυμάτων και τις ταξινομούμε ως «νεανικές αταξίες». Το ίδιο και τις απειλές «συλλογικοτήτων» σε αρχές που έχουν αρμοδιότητα να αντιμετωπίζουν φαινόμενα ένοπλης «επαναστατικής» βίας.

Έχουμε συνηθίσει να παρατηρούμε να στιγματίζονται δημόσια πρόσωπα ως «φασίστες» ή «ρατσιστές» όταν σπάνε τον κώδικα της πολιτικής ορθότητας και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της άτυπης αστυνομίας λόγου που καραδοκεί και παραπέμπει τους απροσάρμοστους στον καθόλου άτυπο εισαγγελέα δια τα περαιτέρω.

Θεωρούμε την αξιολόγηση του έργου ενός δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού «αντιδραστική», και στην καλύτερη περίπτωση δευτερεύουσα υπόθεση, γι’ αυτό και επινοούμε διαδικασίες που ονομάζουμε «αξιολόγηση», αλλά που είναι το ακριβώς αντίθετό της.

Υπάρχουν γύρω μας ζητήματα και καταστάσεις που μας πολιορκούν όλους, αλλά εμείς αναρωτιόμαστε για τον ταξικό χαρακτήρα του κινδύνου ή για το πόσο θα ζημιωθεί ο αντίπαλος από την επαπειλούμενη καταστροφή, χωρίς να ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα αν μαζί με τον αντίπαλο ζημιωθούμε το ίδιο και εμείς.

Ο κατάλογος είναι μεγάλος και τα παραδείγματα της τυπολογίας απλώς ενδεικτικά.

Και σαν να μην αρκούσαν οι ιδιαιτερότητες στο εσωτερικό, έχουμε και εκείνες του εξωτερικού.

Μία από αυτές, ενδεικτική όμως για το πόσες άλλες υπάρχουν επίσης, είναι και η λειτουργία αμιγώς ελληνικών σχολείων – οιονεί μειονοτικών - σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με χρηματοδότηση του ελληνικού κράτους, δηλαδή με δαπάνες του Έλληνα φορολογούμενου.

Δεν πρόκειται για περιπτώσεις παροχής, με δαπάνες του ελληνικού κράτους, της δυνατότητας των παιδιών των ομογενών και των Ελλήνων του εξωτερικού να μάθουν την ελληνική γλώσσα μέσα στα σχολεία της χώρας στην οποία ζουν ή εκτός του σχολικού προγράμματος σε πρόσθετες εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Αλλά για αυτοτελείς σχολικές μονάδες για τα τέκνα Ελλήνων πολιτών, με πλήρες ελληνικό πρόγραμμα, με αποστολή εκπαιδευτικών από την Ελλάδα σε νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, με διδακτήρια που ενοικιάζει, κατασκευάζει και συντηρεί το ελληνικό δημόσιο, με σχολικά βιβλία και εξοπλισμό που μεταφέρονται από την Ελλάδα στο εξωτερικό και με μισθούς και επιμίσθια που βαρύνουν τον ετήσιο προϋπολογισμό της χώρας. Τα σχολεία αυτά λειτουργούν βάσει διακρατικών συμφωνιών της Ελλάδας με την αντίστοιχη χώρα υποδοχής, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις οι τίτλοι που χορηγούν δεν αναγνωρίζονται από τις χώρες υποδοχής ως ισότιμοι εκπαιδευτικοί τίτλοι με τους τίτλους των αντίστοιχων δημόσιων σχολείων αυτών των χωρών.Η περίπτωση της Γερμανίας είναι η πιο ενδεικτική περίπτωση για το κατ’ εξοχήν ελληνικό αυτό φαινόμενο. Πώς εξηγείται αυτή η ιδιαιτερότητα;

Για να γίνει κατανοητό το φαινόμενο χρειάζεται να ανατρέξουμε στην εποχή της επταετίας, όταν το δικτατορικό καθεστώς ενθάρρυνε τη λειτουργία απογευματινών (δημοτικών) «σχολείων», διότι μόνον μέσα από αυτά είχε τη δυνατότητα ελέγχου του εκπαιδευτικού προσωπικού που αποσπούσε για τη λειτουργία των σχολικών μονάδων, καθώς μέσω αυτού επιχειρούσε να ρυθμίσει τις πολιτικές εξελίξεις στο χώρο των γονέων. Εκκρεμεί ακόμη μέχρι σήμερα μια ενδελεχής διερεύνηση του δικτύου που είχε δημιουργήσει το καθεστώς αυτό προκειμένου να ασκεί μέσω των ελληνικών σχολείων πολιτική επιρροή στις ελληνικές μεταναστευτικές κοινότητες της Γερμανίας. Σε επίπεδο πολιτικής ρητορικής, όμως, το αφήγημα του καθεστώτος ήταν παρόμοιο με τα αντίστοιχα των εποχών που ακολούθησαν: τα ελληνικά σχολεία διασφαλίζουν τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και εξουδετερώνουν τον κίνδυνο της αφομοίωσης.

Οι δεκαετίες του ’80 και του ’90 είναι η εποχή επέκτασης και γιγάντωσης του δικτύου ελληνικών σχολείων στη Γερμανία και στις τρεις βαθμίδες - προσχολική, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια – με ένα σημαντικό ποσοστό Ελλήνων μαθητών να τα παρακολουθεί. Είναι η εποχή των παχειών αγελάδων για τις δαπάνες λειτουργίας αυτού του σχολικού δικτύου. Η νομιμοποίηση μιας τόσο μεγάλης εκπαιδευτικής γενναιοδωρίας περιελάμβανε, εκτός από το επιχείρημα της διατήρησης της εθνικής ταυτότητας, και ένα κοινωνιολογικό-πολιτικό: τα ελληνικά σχολεία προστατεύουν τους Έλληνες μαθητές από τον επιλεκτικό χαρακτήρα της γερμανικής εκπαίδευσης, η οποία (υποτίθεται πως) προόριζε τους αλλοδαπούς μαθητές για τεχνικά και υπηρετικά επαγγέλματα. Την πόρτα για ακαδημαϊκούς τίτλους και αντίστοιχα επαγγέλματα στα παιδιά των μεταναστών άνοιγαν μόνον τα ελληνικά σχολεία που λειτουργούσαν εκεί μέσω της θεσμοθέτησης ειδικών εξετάσεων, με λιγότερες απαιτήσεις, για ομογενείς υποψηφίους.

Πίσω από το ρητορικό αυτό σχήμα, όμως, βρίσκονταν άλλου είδους κίνητρα, πολύ πιο πρακτικά: ισχυρές παρεμβάσεις του εκπαιδευτικού συνδικαλισμού που πίεζε για αποσπάσεις συναδέλφων και για αύξηση του επιμισθίου σε συνδυασμό με την παραδοσιακή πελατειακή λογική του πολιτικού προσωπικού που «τακτοποιεί» ζητήματα γονέων και εκπαιδευτικών, με αντάλλαγμα την κομματική αφοσίωση, ήρθαν να συναντήσουν το όνειρο Ελλήνων μεταναστών να δουν τα παιδιά τους «επιστήμονες». Για κάποιους το όνειρο αυτό έγινε πραγματικότητα. Για άλλους, εφιάλτης.

Ήρθε η ανεργία στην Ελλάδα πολύ πριν από την κρίση χρέους, τα πολυπόθητα πανεπιστημιακά πτυχία έχασαν την ανταλλακτική τους αξία λόγω της υπερπροσφοράς σε σχέση με την περιορισμένη ζήτηση, ενώ αρκετοί από τους ομογενείς φοιτητές που κατάφεραν να αποκτήσουν πτυχίο επέστρεψαν ξανά στη Γερμανία ζητώντας επαγγελματική διέξοδο, χωρίς όμως να διαθέτουν εκπαιδευτικές πιστοποιήσεις από τη γερμανική εκπαίδευση. Έτσι η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που για μισό αιώνα περίπου ιδρύει και χρηματοδοτεί αμιγώς ελληνικά σχολεία στη Γερμανία (και όχι μόνον εκεί) για να μπορούν οι απόφοιτοί τους να σπουδάσουν στην Ελλάδα και να αναζητήσουν μετά εργασία ξανά στη χώρα που έχουν μεγαλώσει, αλλά απέφυγαν να φοιτήσουν στα σχολεία της.

Ο Αθανάσιος Γκότοβος είναι τ. καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ασχολείται ερευνητικά και συγγραφικά με τις θεωρίες των εκπαιδευτικών οργανισμών, τη διδακτική της γλώσσας και της ιστορίας, τις θεωρίες αγωγής και κοινωνικοποίησης και τη διαπολιτισμική παιδαγωγική.


15/12/2019