Δ. Λιαντίνης – Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου.



 Δ. Λιαντίνης – Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου. 

Ποιο είναι το φάρμακο εκείνο που θα μας απαλλάξει από το φόβο του θανάτου;

Είναι πολύ απλό. Ξέρετε γιατί φοβόμαστε το θάνατο; Διότι αγαπάμε τη ζωή, θα μου πείτε.

Και ξέρετε γιατί αγαπάμε τη ζωή; Διότι είμαστε πολύ δεμένοι με τη ζωή. Ο καθένας από μας δηλαδή ζωή βλέπει σαν μία μοναδική αξία, είναι δεμένος, σε μια τελική ανάλυση δηλαδή μιλάμε για έναν ηθικό εγωισμό. Ο εγωισμός μας είναι αυτή η αιτία που μας κάνει και φοβόμαστε το θάνατο. Δεν είναι σαφές αυτό που σας λέω σε πρώτη οπτική, διότι τον εγωισμό πρέπει να τον δούμε διαφορετικά. Να τον δούμε σαν μία μετεξελιγμένη κατάσταση στον ηθικό χώρο, στην ιστορία, στον πολιτισμό, στην ανθρώπινη ζωή, μια μετεξελιγμένη κατάσταση αυτού του φαινομένου που στη φύση το λέμε «ορμήν προς διατήρηση του είδους».

Όταν λέμε ότι αυτός είναι ένας πανίσχυρος νόμος όπως ξέρετε, η ορμή προς διατήρηση του είδους, να σωθεί όσο γίνεται έχει μεριμνήσει η φύση γι’ αυτό, το κάθε είδος, η κάθε μονάδα του είδους, ο κάθε άνθρωπος, το κάθε πουλί, ο κάθε λαγός, να ζήσει όσο γίνεται περισσότερο χρόνο. Είναι μέριμνα της φύσης. Νόμος φυσικός. Η αρχή προς διατήρηση του είδους σε συνδυασμό βέβαια με την αρχή προς διαιώνισην, να πολλαπλασιαστεί το είδος.

Αυτό το πράγμα τι σημαίνει για σας τους γιατρούς; Απλώς όταν πέσει ένα σανίδι στο μάτι μου, κλείνει αυτόματα. Είναι άμυνα της φύσης να σωθεί. Το αίσθημα του πόνου, γνωρίζετε φιλοσοφικά εσείς ότι είναι ένα μήνυμα. Όταν αισθανθώ πόνο στο χέρι, με ειδοποιεί η φύση, ο οργανισμός, εδώ έχεις πρόβλημα. Πρόσεχε να το αποκαταστήσεις γιατί αυτό το πρόβλημα μπορεί να γίνει οξύτερο και να σε διαλύσει και να σε αφανίσει ολόκληρον. Ειδοποιεί. Από δω θα ξεκινήσουμε, ορμή προς διατήρηση του είδους σε φυσικό επίπεδο σημαίνει εγωισμός. Το κάθε είδος να σωθεί όσο γίνεται περισσότερο.

Όταν δούμε σωστά τη μετεξελεκτική πορεία και πάμε πια στα ηθικά φαινόμενα και λέμε πια εγωισμός με την έννοια που το περιγράφουμε, σημαίνει ότι αγαπάμε τόσο πολύ τον εαυτούλη μας που δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε αποκομμένο από τη φύση. Γιατί θάνατος σημαίνει ουσιαστικά αποκοπή από τη φύση. Όταν πεθαίνω σημαίνει «θάνατος αναίσθητον», στερούμαι όλα αυτά που λέμε, χάνω κάθε επαφή με τη φύση κλπ

Επομένως το φάρμακο που θα μας γιατρέψει από τον πόνο του θανάτου μια για πάντα, κι αυτό θα επιτευχθεί με τη δια βίου φιλοσοφική δίαιτα, γι’ αυτό λέει ο Πλάτων «Και το τεθνάναι αυτοίς ήκιστα φοβερόν», μάλιστα ο Πλάτων φτάνει και πιο πέρα και λέει όταν η σωστή αυτή … η συμπεριφορά μας, όχι μόνο δε φοβόμαστε το θάνατο, αλλά φτάνουμε κάπου να γίνουμε και ερασιθάνατοι. Να αγαπήσουμε το θάνατο.

Λοιπόν. Όσο περισσότερο μπορέσουμε και αποσβέσουμε αυτόν τον εγωισμό και φτάσουμε στο σημείο που ο καθένας σαν μονάδα θα δει ότι είμαι κι εγώ, μία… ένα όν, ένα πλάσμα, ένα στοιχείο όπως όλα τα άλλα της φύσης. Όπως ένα κυπαρίσσι, όπως μία πέτρα… Όπως μία κρήνη, μία πηγή, ένα όρος. Ο Υμηττός δεν υπήρχε πριν από 7 εκατομμύρια χρόνια. Γεννήθηκε. Και δε θα υπάρχει μετά από 10 εκατομμύρια χρόνια. Θα έχει διαλυθεί. Τα Ιμαλάια, ξέρετε, γίνανε χθες, στην ηλικία της γης. Στην εποχή των τρίτων νεοαλπικών ορογενέσεων, που λένε, πριν από 23 εκατομμύρια χρόνια; Τι είναι αυτό; Δύο λεπτά, εάν καθώς γνωρίζουμε ότι η γη έχει ηλικία τέσσερα δισεκατομμύρια εξακόσια εκατομμύρια χρόνια. Λοιπόν…

Εάν μπορέσουμε να αποστασιοποιηθούμε από τον εαυτό μας και να μην έχουμε αυτό το δεσμό και να δούμε τον εαυτό μας ο καθένας σαν ένα κομμάτι της φύσης, τότε θα φτάσουμε στο σημείο και δε θα φοβόμαστε το θάνατο. Κι είναι το μόνο φάρμακο.

Πολύ σύντομα, σε πέντε λεπτά, θα ‘ρθούμε σ’ αυτό το έρωτας και θάνατος, και θα ‘ρθούμε στις ερωτήσεις παρακαλώ.

Όταν λέμε θάνατος, στη Φιλοσοφία εννοούμε το μηδέν. Όπως το λέει η Οντολογία.

Όταν λέμε έρωτας, στη φιλοσοφία εννοούμε το είναι.

Αυτοί είναι οι δύο πόλοι μέσα στους οποίους διαδραματίζεται το δράμα της ζωής. Αυτό που λέμε φύσις. Φύεσθαι. Γέννηση, δημιουργία. Είναι ακριβώς η διαλεκτική συνάντηση του έρωτα και του θανάτου. Του μηδενός και του είναι. Πεθαίνει ο παππούς, γεννιέται το εγγόνι. Έτσι; Μια τέτοια διαδοχή.

Και κάποτε που είχαμε κάνει ένα ωραίο μάθημα εδώ και μιλήσαμε για στρατό και δημοκρατία, φέραμε το παράδειγμα του λαγού με το τσακάλι, και είπαμε κυνηγάει το τσακάλι το λαγό, και του ξέφυγε ο λαγός. Και λέμε αχ, το καημένο σώθηκε. Αμ, δε σώθηκε. Σώθηκε ο λαγός αλλά θα πεθάνει το τσακάλι από την πείνα. Σ’ αυτό το φοβερό στιγμιότυπο δηλαδή, τη δραματική στιγμή της φύσης, θα ζήσει το ένα για να πεθάνει το άλλο. Σώθηκε ο λαγός, θα πεθάνει το τσακάλι από την πείνα. Άρπαξε το λαγό και τον ξέσκισε, πέθανε ο λαγός για να ζήσει το τσακάλι.

Αυτό δείχνει πόσο κοντά είναι ο έρωτας και ο θάνατος και ότι ο θεμέλιος λίθος, λίθος εις κεφαλήν γωνίας της ζωής μας, είναι ο θάνατος. Αλίμονό μας αν φύγει ο θάνατος από μέσα μας.

Λέτε απλά ένα πτώμα που το βλέπετε στο νεκροτομείο, δεν πεθαίνει. Γιατί;

Γιατί έχει φύγει ο θάνατος από μέσα του. Εγώ θα πεθάνω, που είμαι ζωντανός. Θα γίνω πτώμα. Το πτώμα δεν πεθαίνει. Έχει φύγει ο θάνατος (γελάει) απάνω στον οποίο οικοδομείται η ζωή.

Είναι εκείνοι οι συλλογισμοί οι παράλογοι, που δεν είμαστε πολύ εξοικειωμένοι, κάτι ανάλογο σαν αυτό που λέει έχουμε το ακουστικό στ’ αυτί μας και η απόσταση από το ακουστικό ως το αυτί μας είναι άπειρη. Έτη φωτός. Μιλάμε με τον αδερφό μας στην Αμερική, και η απόσταση αυτή είναι μηδενική σε σχέση με την απόσταση ακουστικό κι αυτί. Διότι αυτή την απόσταση δεν τη σκέπτομαι ποτέ. Τον αδερφό μου όμως που μιλάω στην Αμερική, τον σκέφτομαι και τον έχω κοντά. Κάτι τέτοια δηλαδή από μια τέτοια οπτική προσεγγίζουμε το φαινόμενο.

Ο έρωτας. Ο έρωτας. Εκείνο που θα πρέπει να πούμε ο έρωτας είναι ένα φαινόμενο κι αυτό άπειρο, δεν έχει οριστεί ακόμη, δεν έχει βρεθεί ο υπερποιητής, όλοι οι ποιητές ασχολούνται με τον έρωτα από τον Όμηρος ως τον Πάστερνακ, ως τον Καβάφη μας, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να ορίσει τον έρωτα.

Ο έρωτας. Εκείνο που χρειάζεται να ξέρουμε είναι ότι είναι συνάρτηση του θανάτου. Μία έντονη δηλαδή ερωτική κατάσταση, μια βαθιά ερωτική βίωση, ποτέ δε θα τη ζήσουμε στη φυσική της διάσταση αληθινή, κλωνίζουσα δηλαδή εάν δε συνοδεύεται από το φαινόμενο του θανάτου.

Γι’ αυτό όλοι οι μεγάλοι ποιητές που μας περιέγραψαν μεγάλους έρωτες, τους οδηγούν στην καταστροφή.

Γι’ αυτό το αρχέτυπο πάνω σε όλα αυτά ξέρετε είναι η περίφημη τραγωδία του Σαίξπηρ Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Αλλά εάν κάνετε, εάν ρίξετε μια ματιά μέσα στην παγκόσμια λογοτεχνία, θα δείτε ότι κανένας μεγάλος ποιητής δεν έφτιαξε, δε δημιούργησε, πανίσχυρη τέτοια ερωτική σχέση, που να μην την οδηγήσει σε καταστροφή.

Τι ωραία που μας το λέει πάλι ο Σολωμός μας;

«Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις.»

Στίχος δημοτικός είναι αυτός. Ο Σολωμός λέει:

«Μόλις είναι έτσι δυνατός ο έρωτας κι ο χάρος.»

Τα πιο δυνατά πράγματα είναι ο έρωτας κι ο χάρος. Και πάμε στο αρχέτυπο, στο μεγάλο Ηράκλειτο, να μου επιτρέψετε μια προσωπική εξομολόγηση, ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, για μένα είναι το μεγαλύτερο πνεύμα που γεννήθηκε στον πλανήτη, απ’ τους αρχαίους έλληνες. Τι έχει πει αυτός ο άνθρωπος; Εκατό προτασούλες έχουν σωθεί, όλες οι σύγχρονες θεωρίες, όλη η κβαντομηχανική, όλη η σχετικιστική φυσική, όλα, όλα είναι, όλα τά ‘κλεισε σ’ αυτές… ο μελαγχολικός και ο κλαίων. Σε όλη του τη ζωή έκλαιγε και εκπατήσας εν τοις όροις χάθηκε στα βουνά και πήγε και πέθανε. Διητάτο πόας σιτούμενος και βοτάνας. Έτρωγε χορτάρια και βοτάνια και πέθανε. Αγανάκτησε και με τους ανθρώπους, έγινε οχλολοίδορος κτλ.

Λέει λοιπόν σε ένα φραγκμέντο του:

Άιδης και Διόνυσος εν και ωυτό.

Ο Άδης, ο θάνατος, και ο Διόνυσος, ο έρωτας, είναι το ίδιο πράγμα.

Θα το περιγράψω μόνο, την εικόνα έρωτας θάνατος, μας την έδωσε ο Εμπεδοκλής βέβαια, όπως ξέρετε, ένας επίσης πολύ στιβαρός προσωκρατικός φιλόσοφος, ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα, μας έδωσε την έννοια με τη φιλότητα και το νείκος, η φιλότης, ο έρωτας, το νείκος, φιλονικία, έρις, διάλυση, καταστροφή, απάνω σ’ αυτές τις δύο δυνάμεις, συντελείται όλο το δράμα του σύμπαντος.

Και θα ‘ρθω στη σύγχρονη εποχή, αυτό πρέπει να το σχολιάσουμε, εκείνο που μας είπε πια ο Φρόιντ σε μία από τις γεροντικές μελέτες του, αυτές τις σπουδαίες μελέτες, που έχει τίτλο «Μικρή μελέτη» του Φρόιντ.

Φρόιντ, αξιότιμοι στρατιωτικοί γιατροί, δεν έχουμε, δε γνωρίζουμε. Δεν έχουμε πάρει ιδέα από Φρόιντ, εάν δεν έχουμε υπόψη τις τελευταίες τέσσερις πολιτισμικές μελέτες του. “Ο πολιτισμός σαν πηγή δυστυχίας”, “Το μέλλον μιας αυταπάτης”, “Το πέραν της αρχής της ηδονής”, και “Ο άντρας Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία”.

Στο βιβλίο του, στη μελέτη του, στην πραγματεία του, Πέραν της αρχής της ηδονής, {…..} αυτός είναι ο τίτλος στο Άγιο Πρωτότυπο, μας λέει ότι:

Η λίμπιντο, η ηδονή, είναι το πιο ισχυρό. Γι’ αυτό μίλησαν για πανσεξουαλισμό, τα ξέρουμε όλα. Φρόιντ. Τα ξέρουμε αυτά.

Ήρθε όμως ο Φρόιντ στα γερατειά και είπε υπάρχει μία αρχή, ένας νόμος μέσα στη φύση, που αυτός είναι ο αρχετυπικός. Ο πρωταρχικός, ο πιο ισχυρός. Πιο ισχυρός και από τη λίμπιντο. Από τη γέννηση δηλαδή, από τη δημιουργία, από το είναι, από τον έρωτα. Ποιος είναι αυτός ο νόμος;

Θα σας τον γράψω. Στο Άγιο Πρωτότυπο είναι λέει η τόντεστριμπ, η ορμή προς θάνατο. Ορμή προς θάνατον. Και λίμπιντο. Είναι η φιλότης και το νείκος.

Λίμπιντο. Λίμπιντο δεν είναι μόνο η ερωτική ευωχία και ευχαρίστηση, λίμπιντο είναι όταν διψάς πολύ και πίνεις νερό, είναι μεγάλη ευχαρίστηση. Όταν νυστάζεις…

Ολόκληρη η διάλεξη του καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη στην Σχολή Εφαρμογών Υγειονομικού του 401 Σ.Ν, με τίτλο “Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου”:



7/1/2020


     ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ     





(1) Γιατί υπάρχει ο έρωτας και η μοιραία επιλογή του ανθρώπου.




(2) Δημήτρης Λιαντίνης: Γκέμμα.

 Ολόκληρο το βιβλίο σε αρχείο PDF:
http://users.sch.gr/kdimitrakakis/kdim/dimosieuseis/liantinis_d_gemma.pdf?fbclid=IwAR0H0YH8VBGZoMhp7HQiwgd1EQZBLdBFBxg2LdBKa2CzEcdzBucm9yzR3tE

Περιεχόμενα:
α. Η Ερώτηση της Μαργαρίτας, σελ. 9
β. ν = d-H , σελ.21
γ. Τα κατά Κίρκην , σελ.35
δ. Αυνάν και Κάιν , σελ. 47
ε. Ο Αρσενοκοίτης , σελ. 63
ζ. Η Κυκλώπεια , σελ.89
η. Ο Ελληνοέλληνας , σελ.103
θ. ApAq 3= h , σελ.127
ι. Εδώ Μεσολόγγι ! , σελ.143
κ. Μικρός Κριτής , σελ.169
λ. Νέκυια , σελ.181
μ. Η Ελένη της Σπάρτης , σελ. 203
ν. Πέθανε ο θεός , σελ. 209
ξ. Οι Είρωνες , σελ. 225
ο. Νάρκισσος , σελ. 251
π. Sonne über Austerlitz , σελ. 255


(...)


  ΝΕΚΥΙΑ  

                    Amor fati.
                   Nietzsche

Στην αρχή είναι τα πρόσωπα της φάμπουλας. Ο Οδυσσέας του
Ομήρου. Ο Αινείας του Βιργιλίου. Ο Ιησούς του κατά Ιωάννη ν.
Ο Δάντης της Κωμωδίας. Τελευταίος είναι ο Φρόυντ του Φρόυντ.
Άμα γυρίσεις φύλο (sic), καθαιρέσεις δηλαδή από τη βασιλική
σκηνή το φαλλό και στη θέση του αναγορέφεις το αιδοίο, τότε θα
παρουσιαστεί μπροστά σου μια πλειάδα από σπάνιες γυναίκες. Η
Πλειάς δηλώνει αγριοπερίστερα που καταστερώθηκαν στον
ουρανό. Όπως και τα άστρα των Υάδων δηλώνουν βροχοκόριτσα.
Είναι η Κίρκη, η Σίβυλλα, η Μαγδαληνή, η Βεατρίκη, η Λιβιδώ.
Όλες τους είναι νέες και στην ώρα τους. Ευφυείς και ωραίες
έως την άκρη. Έχουνε μια σκληράδα τρομερή, πλην ευαίσθητη όσο
και το δέρμα του πρωινού σύκου. Και η κάθε μία δείχνει στο λαιμό
μια ρυτίδα, που την παίρνεις για ουλή.
Κακό σημάδεμα. Παρότι δε βγάζει αίμα, μένει πάντα νωπά
ανοιχτή. Δεν εννοεί να πεθάνει. Άι, της αγάπης μαχαιριά! που λένε
οι βαρεμένοι.
Με άλλες γραμμές, σχηματίζω την ίδια εικόνα που φιλοτέχνησε
ο Πετρώνιος στο Σατυρικό του για τη Σίβυλλα. Είδα, μας λέει, τη
Σίβυλλα να κρέμεται και να κυματίζει στη λύκηθο. Και κάθε φορά
που τα παιδιά τη ρωτούσαν: «Σίβυλλα, τι θέλεις;» εκείνη
αποκρινόταν: «άποθανεΐν θέλω».
Δοκιμάζω να εξηγήσω ότι ο πόνος αυτών των γυναικών έρχεται
από τη γνώση και από την πείρα τους, που κατευόδωσαν ετούτους
τους εξαίρετους άντρες στο ταξίδι τους για τον Άδη. Τόσο και
μέχρις εκεί τους εστάθηκε να κοινωνήσουν τον πόνο του θανάτου.
Για τα άλλα μη ρωτάς. Γιατί 'ναι άλλο να ξεύρεις και να λές, κι
άλλο να μπορείς και να κάνεις, Ma guarda e passa.

Έτσι λαβαίνω τη Σίβυλλα παράδειγμα για τη θηλυκά-δα των
πέντε γυναικών. Για να δείξω ότι δεν εννοώ ούτε τη Λιβυκή, ούτε
την Κυμαία, ούτε την Ερυθραία, ούτε την Περσικά αλλά τη Δελφική
Σίβυλλα. Όπως την έχει ζωγραφισμένα ο Μιχαήλ Άγγελος στο
παρεκκλήσι του Βατικανού.
Με το ειλητάρι της να ξετυλίγει το μέλλον σα βουή απειλής. Με
τα πελώρια μάτια του χαλαζία. Και το συνετό κεφαλομάντηλο από
πράσινο λαχούρι που μοιάζει στέμμα. Να πάψει λέω να με κυνηγά
μια ζωή. Σαν ο Σκορπιός τον Ωρίωνα στον ουρανό τις νύχτες.

Δεν είναι μόνο οι πέντε επώνυμοι που κατέβηκαν στον Άδη. EívaL
κι άλλοι. Είναι ο Πειρίθοας λόγου χάρη ή ο Θησέας. Είναι ο
Ηρακλής από την Πελοπόννησο. Ο Ορφέας, όταν δοκίμασε να
ξαναφέρει την Ευρυδίκη στο φως. Είναι ο Πλάτων, ο γιος του
Αρίστωνα, στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας του. Που συνάντησε
κι εκείνος τον Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο. Και τον άθλιο Αρδιαίο
να ξεγδέρνεται στα παλούκια των ασπαλάθων.
Ακόμη είναι ο Λάμπρος του Σολωμού. Εκείνος που κλείστηκε
ανήμερα τη Λαμπρή στον τάφο της δαφνοφό-ρας εκκλησιάς, και
κυνηγιότανε από τα πεθαμένα παιδιά του με τα σαπισμένα χείλια
και τα νεκρικά βαμπάκια. Ώσπου να του φιλήσουν στανικώς το
στόμα. Και μια σειρά από άλλους άντρες και ήρωες και θεούς.
Η απόσταση από τον άντρα στον ήρωα και από τον ήρωα στο
θεό είναι μεγάλη. Όμως με μέτρο τη μονάδα της λύπης, που
παράγει η αληθινή γνώση για τη μοίρα του ανθρώπου, τη μετράς
αστραπή:

Άντρας (κι η μοίρα ό,τι κι α θέλει ας γράφει) Τον
εαυτού του είναι θεός, και δειχτεί
Στην άκρα δυστυχία· μες στην ψυχή μου Κάβου
κρυμμένη, απελπισία, και κοίμου (λ).
.
Όλους αυτούς δεν τους διαγράφω, για να αναγράψω αριστίνδην
τούτες τις πέντε νέκυιες. Όμως η κάθε μία από αυτές τις πέντε
πορείες στα έθνη των νεκρών είναι από δικού της ξενοματισμένη,
αυτόνομη, και ολόκληρη.

Η τελευταία, η περίπτωση του Σιγιμούνδου Φρόυντ, συνιστά
απόκλιση. Γιατί ο Φρόυντ δεν εκατέβηκε στον Άδη.
Ωστόσο ο Φρόυντ μπαίνει «με το δικαίωμα του» στην πόλη των
νεκροταξιδευτών. Γιατί είναι ο τελευταίος που μίλησε για το
θάνατο σε ύφος κοσμοϊστορικό.

Τι λογής καταδρομή εκάμανε στον Άδη αυτοί οι πέντε
πρωτομάστορες της ανθρώπινης περιπέτειας; Πώς πέρασαν την
πύλη του θανάτου, χωρίς να κλείσει πίσω τους; Ποιο είναι το είδος
και η φυσιογνωμία του Κάτω Κόσμου που πατήσανε; Και έξω απ'
όλα, υπάρχει ο Κάτω Κόσμος;
Αν έξαφνα συναντήσεις στο δρόμο σου άνθρωπο, κι είναι
ανάγκη να καρατάρεις το μέταλλο της ανθρωπιάς του, έχεις
ασφαλή μέθοδο να το κάμεις. Είναι η λυδία λίθος που δοκιμάζει το
ποιό του μυαλού και της «ύπαρξης» των ανθρώπων.
- Πες μου, ξένε, θα τον ρωτήσεις, πιστεύεις σε ζωή μετά
θάνατο;
Αν σου αποκριθεί «Ναι, πιστεύω!», τότε το πιο φρόνιμο που
έχεις να κάμεις είναι να του δώσεις ένα τάλληρο, να του ειπείς
«Καλημέρα», και να φύγεις. Να πάρεις εκείνο το δρόμο που δε θα
ξαναβγεί ποτέ μπροστά σου.
Γιατί η απάντηση που σού 'δωκε δηλώνει ότι αναζητούσες
άνθρωπο και σύντυχες πίθηκο. Πίθηκο κολομπίνο και μακάκο.
Ταμαρίνο και μουρίκο, και μυκητή και μπα-μπουΐνο. Μετρώ
σύμφωνα με την κλίμακα της απόστασης των ποιοτήτων του μέσου
αναλογικού2, όπως μας την έδωκε ο Ηράκλειτος: άχυρο χρυσός
αξία, δούλος κύριος βασιλιάς, πίθηκος άνθρωπος θεός, 1, 10, 100.
Όταν ο Σωκράτης αποχαιρέτησε στη δίκη τους δικαστές με το
γνωστό εκείνο «Και τώρα ώρα να πηγαίνουμεσεις για να
ζήσετε, εγώ να πεθάνω- όμως ποιος πάει στο καλύτερο ο
θεός μόνο το ξέρει», είχε στο μυαλό του ότι πεθαίνοντας άφηνε
πίσω του την εικόνα του δίκαιου ανθρώπου όχι σε πιθήκους αλλά
σε ανθρώπους. Την εικόνα του δίκαιου, που σε όλη τη ζωή του τον
φώτιζε ο μαύρος ήλιος της μελαγχολίας. Ο ήλιος της γνώσης ότι
ζούσε ζωντανός το θάνατο του.

Το πρόβλημα της πίστης στη ζωή μετά θάνατο στην πιο οξεία
μορφή του φανερώνεται στο Νεύτωνα, που ήταν ως το τέλος βαθύς
και πιστός χριστιανός. Το Νεύτωνα, ένα από τα καλύτερα μυαλά
που γέννησε το ανθρώπινο γένος.
Η μόνη εξήγηση που χωρεί σε τούτη την αποστομωτική απορία
είναι να αναγνωρίσει κανείς τη συντριπτική δύναμη της παράδοσης.
Όταν σου μάθουν κάτι επίμονα από τη νηπιακή ηλικία και μέσα
στην αταβιστική χαραγή και σφυρηλάτηση για δεκάδες γενεές, τότε
η δομή αυτή γίνεται θεμελιώδης στην υφή της ύπαρξης και της
ουσίας σου. Η κατατύπωση τούτη στη σκέψη, στο χαρακτήρα, στην
κοσμοθεωρία σου, γίνεται κάτι σαν κληρονομικός κώδικας. Δεν
ξεριζώνεται με τίποτα. Για να το κατορθώσεις, πρέπει να γδάρεις
το ίδιο το μυαλό σου. Όπως ο εκ-δορέας γδέρνει το δέρμα του
ζώου. Θα χρειαστεί, δηλαδή, να ανασκάψεις ολόκληρη την ιστορία
και τον πολιτισμό.
Και αυτό δεν το μπόρεσε ο Νεύτων, ή ο Πασκάλ. Και τόσα άλλα
σεβαστά ονόματα που έμειναν ως το τέλος χριστιανοί.
Και ακόμη, ειδική επίδοση σε ένα δε σημαίνει γενική επίδοση
σε όλα. Έκαστος στο είδος του, που λέει ο Λουμί-δης. Στους
ωκεανούς και στους πλόες ο Ωνάσης ήταν δαίμονας, αλλά Νέαρχος
ή Στράβων δεν του πήγαινε να γίνει. Και ο Τζιμ Λόντος,
ανεμοθύελλα και τυφώνας στην ελληνική παλαιστική, δεν είχε
γεύση για τα γαλλικά κρασιά.
Η καθημερινή πρακτική, η πείρα του ανθρώπου μέσα στους
αιώνες και η σύνεση του, σχετικά με τον άλλο κόσμο μας προάγουν
σε μια απόκριση που είναι απλή και στέρεη. Δεν υπάρχει ο κάτω
κόσμος. Κανείς δεν εκατέβη-κε κείθε κάτου. Κανείς δεν
ξανανέβηκε από κείθε κάτου.
Όλη η φάμπουλα της νέκυιας, η φήμη δηλαδή, η ιστορία, ο
μύθος, η κωμωδία, η τραγωδία, είναι μια ποιητική κατασκευή, που
πήγασε από την ανάγκη μας να δώσουμε μια αισθητική διέξοδο
στον πόνο που νιώθουμε μπροστά στο αδυσώπητο φαινόμενο του
θανάτου.
Ο φόβος και ο πόνος μπροστά στο θάνατο είναι η αιτία που έπλασε
ο άνθρωπος τον κάτω κόσμο και τον Άδη. Και πάντα μέσα στη
σφαίρα της ποίησης. Στη σφαίρα της θρησκείας όμως η αιτία αυτής
της επινόησης, πέρα από το φόβο και τον πόνο, εκπορεύτηκε
κυρίαρχα από το χυδαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Και
τέτοιο ονομάζω την ημιμάθεια, τον εγωισμό, και την ανανδρία.
Όλα τούτα περιεντυμένα με μια πανούργα υποκρισία, που έδωκε το
στίγμα και το χρίσμα της ψευτιάς μέσα στο παγκόσμιο καθεστώς
και στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Όμως το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το
ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμός μείον 273 όχι στην
κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού
Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία
στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε
ποτές.
Το επιτύμβιο επίγραμμα του Σαρδανάπαλου έμεινε σαν η
μουσική αντίστιξη της περηφάνειας και του θρήνου:

Έχτισα την Ταρσό και την Αγχίαλο σε μια
μέρα. Τώρα δε ζω πιά.

Με πρόσχημα τα καλά έργα οικτίρεις και χλευάζεις το σχήμα
του τραγικού και του μάταιου, που σ' έχει χρηστη-ριάσει. Εγώ το
χαράζω έτσι:

Έγραψα τα Ελληνικά και τη Γκέμμα σε εφτά χρόνους.
Από οργή για τους αιώνες που δε θα υπάρχω.

Αφού δεν υπάρχει ο κάτω κόσμος, κι αφού κανείς δεν επάτησε
τον Άδη, ποιο μεράκι έσπρωξε τους ποιητές να πλάσουνε τις
νέκυιες;
Θα σου το ειπώ.
Το ταξίδι που κάμανε οι πέντε μεγιστάνες της ποίησης, το
κάμανε ζωντανοί. Και στον απάνω κόσμο. Αυτός ήταν
ο τρόπος να μελετήσουν τον ιδικό τους θάνατο σε όλη
τη διάρκεια της ζωής τους.
Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση
και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο.
Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή
αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή, και τη βέβαιη γνώση ότι
ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που
είσαι, δηλαδή το ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζεις κι αυτό
που δεν είσαι, δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην
ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας
σου. Όχι άλλο.
Νέκυια σημαίνει ότι το «ενεργεία» σου, δηλαδή αυτό που είσαι
τώρα που ζεις, τρέφεται και αυξαίνεται από το «δυνάμει» σου,
δηλαδή από αυτό που θα γίνεις, όταν δε θα ζεις. Στην αντίθετη
περίπτωση αφαιρείς από το προσωρινό του ζωντανού το μόνιμο
του πεθαμένου. Ποιος είσαι στο κατακάρδι και στη βάση σου
όμως, εάν διαλέξεις το ελάχιστο που έχεις απορρίξει από μέσα
του το πλείστο;
Νέκυια σημαίνει ότι κερνάς στο ποτήρι σου το γλεύκος της
ύπαρξης και το γλεύκος της ανυπαρξίας σου, και πίνεις ύστερα
στη σωστή αναλογία το κρασί της ζωής. Ήσυχα, και χωρίς
αυταπάτες.
Τριάντα αιώνες ακαρτέρειγε στ' ασφοδίλια η νέκυια του
Οδυσσέα, ώσπου να της γίνει Αναγέννηση. Ώσπου να βρει,
δηλαδή, την απόδειξη και την πειραματική της δικαίωση στην
Απροσδιοριστία του Χάιζενμπεργκ και στη «γάτα του
Σραίντιγκερ»1.
Όπως ακριβώς τριάντα αιώνες ακαρτέρειγε στην τυφλή εξορία
της αιμομιξίας του ο Οιδίπους του Λάιου, ώσπου να βρει την
ψυχολογική του δικαίωση στο εργαστήριο του Φρόυντ.
Με τη νέκυιά του ο Οδυσσέας είναι ο τύπος του καθολικού
και του αιώνιου ανθρώπου. Είναι η τέλεια κατασκευή του είδους
άνθρωπος, που έζησε στη γη με σάρκα και κόκαλα, όπως τον
έπλασε το χέρι του Ομήρου με τα υλικά και την οδηγία της
φύσης. Ο Οδυσσέας είναι ο μέγας Ρεαλιστής.
Με το να τον βάλει ο Όμηρος να κατεβεί στον Άδη, βουλήθηκε να
δείξει ότι λογάριασε όλα τα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης.
Εκείνα που ήσαν, εκείνα που είναι, εκείνα που θά 'ναι. Εκείνα που
πρέπει να γίνουν, εκείνα που γίνεται να γίνουν, εκείνα που θα
γίνουν.
Η ζωή του Οδυσσέα είναι το σκαρί που ταξιδεύει στον ωκεανό
του χρόνου χωρίς να μπάζει από πουθενά. Καράβι τέλειο, που
ξεκίνησε αρματωμένο από τον ταρσανά, για να μην ξαναγυρίσει
ποτέ γερασμένο στο καρνάγιο. Μένει πολυχρόνια νέο σαν τον
ήλιο, και σαν τα παιδιά. Σαν τούς έλληνες, τα παντοτεινά παιδιά,
καθώς είπανε οι ιερείς της Αιγύπτου στον αθηναίο Σόλωνα.
Ο Οδυσσέας είναι η πνευματική κατασκευή που έκλεισε με
οικονομία τέλεια και πλήρη ολόκληρο το στοχασμό και την
κοσμοθεωρία των ελλήνων. Αν θέλεις να ιδείς τι είναι η κλασική
Ελλάδα, να μελετήσεις τον Οδυσσέα. Και θα τα μάθεις όλα.
Ο Αινείας, με την ιδική του νέκυια, είναι το γνήσιο είδωλο του
Οδυσσέα. Με τον Αινεία ο Βιργίλιος έκαμε ένα ρωμαϊκό
αντίγραφο από την ελληνική ποίηση. Ανάλογο με τα αντίγραφα
των αγαλμάτων που έπλασαν οι ρωμαίοι πλάστες από τα
πρωτότυπα της ελληνικής γλυπτικής.

Ο Ιησούς με την ιδική του νέκυια στη μνήμη των ανθρώπων της
εποχής του, αυτή τη μνήμη που τη λένε ανάσταση σώματος οι
απανταχού ζουλουκαφραίοι σήμερα, ανανέωσε την ιδέα της
κοινωνικής επανάστασης, και το νόμο της ανακύκλισης των
πολιτισμών, που έλεγε ο Αριστοτέλης.
Ο Ιησούς είναι ο καταλύτης, που με το μήνυμα του στην
κουρελαρία και στο προλεταριάτο της εποχής του, στο ενενήντα
πέντε τοις εκατό του πληθυσμού της Οικουμένης τότε,
αναγέννησε το σάπιο σώμα της ιστορίας. Με το στρατήγημα της
μεταξίωσης όλων των αξιών1
 πέτυχε να γεννήσει τον καινούργιο
άνθρωπο, που έφερε τον καινούργιο πολιτισμό. Εννοώ τον
ευρωπαϊκό πολιτισμό, ύστερα από τους δέκα αιώνες της κύησης
του κατά το Μεσαίωνα.
Έτσι αδράξανε και εξόρυξαν τα κοιτάσματα του Ιησού οι
άνθρωποι. Ύστερα τα ρίξανε στην υψικάμινο και τα κάμανε
ενέργεια, για νά 'χουνε φως και εστία. Μόνο που όπου νά 'ναι ο
αντιδραστήρας επάλιωσε. Και πάει κατά Λψινθο και κατά
Τσερνομπίλ.
Ο ίδιος όμως ο Ιησούς, και έξω από τη χρήση που του κάμανε
οι άνθρωποι, έζησε αυθεντικά το ταξίδι του στον Άδη. Έζησε
δηλαδή την ουσία του θανάτου του όχι στο σταυρό αλλά στο νου
του. Όπως περίπου και ο Οδυσσέας.

Ο Ιησούς, δεν επέθανε την Παρασκευή στο λόφο του
Γολγοθά, αλλά την Τετάρτη στο Όρος των Ελαίων. Ερημίτης, από
τους άλλους παραμελημένος, και παράμερα. Ήτανε τότε που
ίδρωνε αίμα, και ψιθύριζε ένδακρυς «περίλυπος έστιν ή ψυχή μου
εως θανάτου».
Εκεί και τότε έπαιξε στο ζάρι την αγάπη του για τη ζωή και
τον τρόμο του για το θάνατο. Ό,τι αποφασίστηκε, το αποφάσισε η
σκοτεινή βούληση της ζαριάς. Όχι αυτός. Με τέτοιο νόημα πρέπει
να ιδούμε εκείνα τα λόγια, που από μόνα τους συνιστούν μια
μαθηματική ανωμαλία (singularity): «παρελθέτω άπ' έμοϋ το
ποτήριον τοϋτο- πλην ούχ ώς εγώ θέλω άλλ' ώς συ»1
. Στην
πρόταση αυτή έχουμε ένα ακόμη ακριβές παράδειγμα, ή
διανοητικό πείραμα, της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ.
Κατά τα υπόλοιπα ο Ιησούς ετελείωσε στα καρφιά με τη
διαυγή συνείδηση του πλήρους εξευτελισμού και της τέλειας
αποτυχίας. Απάνω στον σταυρό και κοντά στο τέλος του, ο ίδιος
ούτε είδε ούτε φαντάστηκε την υστεροφημία, την τιμή και τη
λατρεία που του φύλαξε το μέλλον. Στον εαυτό του, ελκόμενο και
θνήσκοντα, είδε έναν ποιητή των ονείρων που πεθαίνει αισχρά και
ατιμασμένα.
Ο Ιησούς είναι ο άνθρωπος της εποχής του, αλλά και ο
διαλεχτός της νέκυιας των ποιητών. Ξεψύχησε κυκλωμένος από
τις ίδιες σκέψεις καλιακούδες, που θα είχε κάμει ο καθένας από
κείνους τους έξι χιλιάδες δούλους του Σπάρτακου, όταν τους είχε
σταυρώσει εκατό χρόνια παλαιότερα ο Κράσσος στο δρόμο από
την Καπούη για τη Ρώμη.
Στα λόγια του «ίνατί με έγκατέλιπες;» βλέπω ένα συ-ντριμμό
χωρίς όρια. Το πιο αξιοθρήνητο ναυάγιο της υπαρκτικής βίωσης
του ανθρώπου.
Αν γινότανε τρόπος να ξαναγυρίσει σήμερα κοντά μας, και
έβλεπε τη χάρη με την οποία τον έχρισε η ιστορία, θα χαιρότανε.
Γιατί θά 'βρισκε πως την άξιζε τέτοια τιμή από τους ελάχιστους
εκείνους που κατανοούν το δράμα του. Επειδή έζησε ζωντανός το
θάνατο του. Στην ίδια τροχιά του Οδυσσέα και του Αινεία.

Όμως, στα εκατοντάδες εκατομμύρια που τον λατρεύουν
σήμερα σα θεό, τους χριστιανούς καθώς τους λένε, θα είχε να
ειπεί. Αυτός, ο φάγος και οινοπότης:
- Μα εγώ δεν είμαι χριστιανός, βρε σαφρακιάρηδες. Κι εσείς
μοιάζετε σε μένα, όσο μοιάζει ο ρυπαρός ιπποπόταμος στο
περήφανο άλογο με το κατάλευκο δέρμα και τα κατάμαυρα μάτια.
Όλους εσάς δεν ήρθα να σώσω. Να σας καταγγείλω ήρθα, και να
σας φραγγελώσω. Το μυαλό σας, την ψευτιά σας, την αχρεία
ψυχή, και τις δολερές σας πράξεις. Αυτά είχα στο νου μου, την
ώρα που τίναζα τα αστροπελέκια με τα απανωτά «ουαί» για τη
φαρισαϊκή ηθική σας. Με αστραπές τρεκλές, με βροντή και με
λάμψη εμαστίγωσα την υποκρισία σας. Και σεις με κάματε σημαία στα ψεύδη και σάλπιγγα στις πομπές σας. Γιατί όλοι σας,
από τον πάπα της Ρώμης και τον πατριάρχη της Πόλης, από το
σοφό θεολόγο και το φοροφυγά επίτροπο της ενορίας ως τον
τουρλωτό καθηγούμενο του μοναστηριού, είσαστε ίδιοι οι τάφοι
που παράσταινα. Γιομάτοι ακαθαρσίες, μύγα κουλουμωτή, και
σάπια κόκαλα. Και τούτο το τέρας των τεράτων δύο χιλιάδες
χρόνους τώρα. Το σέρνετε και χαράζετε την τροχιά της ιστορίας,
όπως οι Τρώες που έσερναν εκείνο το ξύλινο άλογο με χαχανητά
και αλληλούια από τα τείχη στην πόλη. Χωρίς να ξέρουν ότι ετοίμαζαν το χαμό τους. Σας βλέπω χωσμένους στα ερείπια της
ιστορίας, που οι ίδιοι στο όνομα μου θα την γκρεμίσετε.
Διπλοεντέληνοι και παχυμουλαράτοι. Κακά σας έμαθε, όποιος
σας είπε ότι σας φέρνω ειρήνη. Ρομφαία και μαχαίρια σας έφερα1
.
Και το μεγάλο πόλεμο στον εαυτό σας πρώτα, και ύστερα στους
υποκριτές του κόσμου. Καμωθήκατε πως δεν καταλάβατε αυτά
που σας είπα. Όμως τα λόγια μου ήσαν κρυστάλλινα και καθαρά
σαν τα μάτια μου. Εκείνος που είναι να τραβήξει το δρόμο μου,
είπα, θα σηκώσει τον ιδικό του σταυρό1.  Άλλο πέρασμα δεν
υπάρχει. Ούτε άλλη ερμηνεία στα λόγια μου. Μα εσείς
διακωμωδήσατε την τραγωδία. Ανοίξατε πόρτα εκεί που δεν
υπάρχει. Την οδηγία μου την κατεβάσατε στη λα-σπουριά και στα
έλη σας. Όπου κοάζετε και βουτάτε με τους βαθράκους. Εγώ να
σηκώσω τις δικές σας αμαρτίες; Για ποιο λόγο τάχα, χαραμήδες;
Το χρώσταγα στην αμάθεια, στην οκνηρία, στο βόλεμα σας; Στο
λιανό άντερο και στο χοντρό σας; Ναι. Είναι αλήθεια πως σας
ζήτησα ν' αγαπάτε τους άλλους. Αλλά πώς ημπορείτε,
θεομπαίχτες, ν' αγαπάτε τους άλλους, αν δεν πάψετε πρώτα ν'
αγαπάτε τον εαυτό σας; Που ο καθένας σας πιστεύει πως είναι ο
άξονας, που γύρω του κινείται η γη και η ιστορία; Με
παραχαράξατε ως το τελευταίο μου κύτταρο. Και διδάξατε
πονηρά ότι ανέβηκα στο σταυρό, για να σας λυτρώσω. Όχι.
Εκείνος που είναι να σωθεί, που σημαίνει εκείνος που διάλεξε τη
ζωή της αρετής και του δίκιου, θα τραβήξει αναπόφευγα για το
δικό του λόφο και το δικό του όρος. Τέλος, κιοτήδες και
κάλπηδες. Αγιορείτες, μαδεμλί-νοι, δομηνικανοί, σαβουρώματα.
Τέλος. Αρκετά στο όνομα μου σταυρώσατε το ανθρώπινο γένος!
Ο Ιησούς, ποιητής με λάμψη που τυφλώνει, είναι ο μέγας
Ουτοπικός. Λησμόνησε τα πόδια, και ζήτησε τους ανθρώπους με
φτερά. Οι άγγελοι όμως κατοικούν στον ουρανό. Σαν ξεπέσουν
στη γης, γίνουνται διάβολοι. Νομενκλατούρες, μαλαματαίοι,
αρχιδιαμάντες, και πρωτοκλασάτοι φτωχοδιάβολοι.

Ο Δάντης δεν εκατέβηκε στην Κόλαση. Η ιδική του νέκυια
είναι μια στυγερή αλληγορία της επίσκεψης που έκαμε στο ΓεντίΚουλέ της ψυχής μας. Ό,τι είδε είναι τα σύρματα και τα
σήμαντρα, τα παραπήγματα, τα κελλιά και οι κατάδικοι που
κλείστηκαν μέσα στα πάθη τους, καθώς με την πράξη εφρόντισαν
να τα κάμουν εγκλήματα.
Η επιδρομή του Δάντη στον Αδη δηλώνει το δράμα της ιδικής
μας αδιάλειπτης και αδιέξοδης κωμωδίας1.

Καθώς προσέχουμε το όραμα και το λόγο του, μας συνέχουν
τα χρώματα και ο αχός ενός βρυχηθμού υποβούχι-ου στην αχανή
χοάνη του χαμένου χρόνου της ψυχής μας. Εκεί που μας ξεχειλίζει
η χολή, χύνεται έξω από τα χαρακώματα του χρηστού και του
χρήσιμου, και χαραμίζεται στα χάσματα και στους χαμούς της
κατάχρησης και της αποτυχίας. Χαρίζει χρήμα όχι τη χαρά και τη
χάρη για το χρέος που ξαστόχησε.
Τα φρικτά και τα φρικώδη που βλέπει ο ποιητής, καθώς ανοίγεται
η πύλη και περνά στο τοπίο των παθών μας, είναι τόσα και τέτοια,
που δε γίνεται να προχωρήσει χωρίς σηματωρό και ναυτίλο.

Χρειάζεται τον οδηγό και τον παραστάτη. Για να στυλώνουν κάθε
φορά το ψυχικό και τα πόδια του μπροστά στους εφιάλτες που
εφορμούν να τον αφανίσουν στη φρίκη τους.
Βόηθα με, δάσκαλε, να σταθώ! φωνάζει στο Βιργίλιο κάθε
φορά που ανοίγεται μπροστά του ένας νέος κύκλος με μαρτύρια.
Μίλα μου και κούνα με, να βεβαιωθώ πως συνεχίζω να ζω,
ύστερα απ' ό,τι βλέπω.
Δεν είναι που υπάρχουν τα θερία και τα φίδια. Δεν είναι η
πίσσα και το κατράμι και ο χοχλός που βράζει. Ούτε οι διάβολοι
που ασελγούν και σατυριάζουν στα κορμιά των παιδιών τους,
καθώς τσιρομαχούν με τις αγκουσεμέ-νες στρίγγλες. Δεν είναι τα
βουνά οι βουβώνες με τα περιττώματα που τρώνε οι κολασμένοι.
Ούτε οι στρατιές και οι σπείρες τα σκουλήκια που τρώνε τους
κολασμένους.
Και οι στρουφωτές καμακιές στα μαλακά, τα ξεκοιλιά-σματα,
τα άντερα που σέρνουνται πλεχταριές κυνηγώντας τους
σφαγμένους όπως οι κατάρες τους κατάλαλους. Οι πυρωμένοι
τάφοι με την πλάκα, που έκλεισε για πάντα απάνου από τον
πανικό της αιώνιας νεκροφάνειας του πεθαμένου. Ούτε εκείνος ο
νυχτοπάτης που κρατάει στο χέρι φανάρι το κομμένο κεφάλι του,
για να του φωτίζει το δρόμο.
Όλα αυτά είναι ό,τι είδε ο ποιητής στα έγκατα πάθη της
ανθρώπινης φύσης. Οι νάρκες και τα ναρκωτικά, τα δηλητήρια
και τα φαρμάκια που δίνουν και παίρνουν ακατασίγαστα, και
γιομίζουν τις μέρες και την αγορά των ανθρώπων.
Είναι τα παραπατήματα, οι πλημμέλειες, οι κακουργίες που
μας κυκλώνουν άλλοτε σαν σκοτεινές επιφορές και προθέσεις, και
άλλοτε σαν άγριοι επιτελεσμοί. Έτσι βλέπει ο ποιητής το
πολυκέφαλο θρέμμα που κρύβει μέσα του ο καθένας μας. Βλέπει
και στοχάζεται, και απορεί και τρομάζει. Απελπίζεται, και κλαίει
και περιγράφει.
Περιγράφει την κτηνωδία να ξεσυνερίζεται την απανθρωπιά. Τα
ψεύδη και την υποκρισία να προσκυνιούνται τις Κυριακές στους
ναούς. Τη χαιρεκακία και το φθόνο να δικάζουνε τους αναίτιους.
Την πλάνη και τη δεισιδαιμονία καθισμένες στο θρόνο.
Ζωγραφίζει την αλαζονεία στα ψηλά και στους εξώστες. Τη
φιληδονία να βγαίνει περίπατο με τη μαϊμού και τον κόκκινο
πρωκτό της. Τον αισχρό εγωισμό τον κουφόηχο και τη φιλαυτία
μπροστάρηδες στο δρόμο. Την αμάθεια γενική οικονόμο στο σπίτι
και στο βουλευτήριο. Και την προδοσία του ψωμοπάτη. Την
ξετσιπωσιά, τη σιμωνία, τη λαιμαργία, την ασωτεία, τους
μισερούς, τους κίβδηλους, τους κόλακες, την ακαλαίσθητη αηδία
και ταραχή από νεόπλουτους και «μορφωμένους».

Πάπες, πατριάρχες, καρδινάλιοι, ηγεμόνες, πρίγκιπες,
βασιλιάδες, σύμβουλοι κρατικοί, αξιωματούχοι, έμποροι,
καλαμαράδες, διοικητικοί, στρατιώτες, ο απλός κοσμάκης. Όλοι
συνωθούνται και κατακρούονται, χορεύουν, τραγουδούν,
βιάξουνται, σκούζουν, βρίζουνται, μαχαιρώνουνται, γελούν,
συνουσιάζουνται στο αλκοολικό πανηγύρι του κόσμου. Καθώς
τους τυλίγει σαν τεράστιο χταπόδι η νύχτα της Κόλασης με τις
ρίζες, τους ιστούς, και τους λώρους ενός πόνου που δεν έχει
πέρας.
Αυτό είναι το ταξίδι που έκαμε ο Δάντης στην Κόλαση και στο
Καθαρτήρι. Μας έδωκε μια ανάγλυφη χαρτογράφηση ολόκληρη
και λεπτομερή του ηθικού τοπίου της ανθρώπινης φύσης σε ώρα
που φυσούν τα άγρια μεσάνυχτα.
Η νέκυια του Δάντη έχει το νόημα και το κύρος μιας έκθεσης
στη φυλακή, με ομόφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα για το
βαρύ ποινικό μητρώο του κάθε ανθρώπου. Και κατεπέκταση για
το βαρύ ποινικό μητρώο της ιστορίας.
Ένα θεωρητικό προανάκρουσμα, άρτια γεωμετρημένο όμως,
αυτής της περιήγησης στην ψυχή και στα πάθη, μας έχει
κληροδοτήσει από παλιά ο Πλάτων με όσα είπε για το
Επιθυμητικό μέρος της ψυχής. Και τον ίδιο κόσμο, εξακόσιους
χρόνους μετά το Δάντη, θα τον ανακαλύψει ο Φρόυντ από άλλους
δρόμους. Είναι αυτό που θα το ονομάσει Ασυνείδητο.

Ο Φρόυντ, ο επιστήμονας του λαμπορατόριου, και ο βλοσυρός
χειριστής της επαγωγικής μεθόδου στην έρευνα, παρότι ο ίδιος
ονόμαζε τον εαυτό του κονκισταδόρ της επιστήμης1, είναι ο
τελευταίος μεγάλος ποιητής που μετάλλαξε την έμπνευση και τη
μούσα των παλαιών με το μυστήριο και την κυρίαρχη μαγγανεία
του Ασυνείδητου.
Το Εκείνο, το ίά και το ββ της ανθρώπινης φύσης, με τα πολλά
δεινά και τα πολλά πάθη του, είναι μια άλλη εικόνα του Άδη.
Είναι, πες, η Κόλαση του Δάντη.
Στην πάρα πέρα θέση του δαντικού Καθαρτήριου ο Φρόυντ
προτείνει το Εγώ και την Αρχή της πραγματικότητας.
Και στο τρίτο επίπεδο, εάν το Υπερεγώ με τον τυραννικό
χαρακτήρα του δεν ταιριάζει και πολύ στην Παράδεισο του
Δάντη, όπου κυριαρχεί το ηλύσιο φως και η ηλύσια μουσική,
ωστόσο σε κάθε περίπτωση υποβάλλει την ιδέα για την τάξη και
την αρμονία του κόσμου, που προτείνεται ωσάν ο κανόνας βίου
για το δίκαιο άνθρωπο.
Μα ποιος είναι τόσο ανυποψίαστος και χαλές, που θα
τολμήσει να ειπεί ότι πίσω από την τάξη και την αρμονία του
κόσμου δεν κρύβεται η Ανάγκη και ο Καταβιασμός; Η ελευθερία
μας είναι πάντα σε μέτρα. Κανείς δεν εγεννή-θηκε, για να κάνει
το κέφι του. Ούτε τα τρηματοφόρα και τα σαπρόφυτα, που
φορώντας στέμμα βασίλισσας βγαίνουν στα τελεβίζια και
διδάσκουν τέτοιες φρενοβλάβειες.
Στα εξήντα εφτά χρόνια του, στην ηλικία που ο Καβάφης έγραφε
τα Εν Σπάρτΐ], ο Φρόυντ έγραψε ότι πέρα από τη Λιβιδώ, πέρα
από την Αρχή της ηδονής, υπάρχει η ορμή προς θάνατο1.  
Ότι ο θάνατος είναι ισχυρότερος από τον έρωτα, και ο τελικός
διευθέτης. Για το Φρόυντ ο θάνατος κρύβεται στο φυλλοκάρδι
του Είναι, όπως το κουκούτσι στην καρδιά του μήλου. Αυτός
είναι ο κοσμήτορας του σύμπαντος.
Ο βιεννέζος ερημίτης εν αγορά είναι ο τελευταίος που είδε το
πρόβλημα τόσο στερεοσκοπικά. Το βλέμμα του για το θάνατο
έκλεισε το κεφάλαιο άνθρωπος.
Αν είναι για τον άνθρωπο μη ζητάτε το καινούργιο πια, μοιάζει σα
να μας λέει. Κι αν αγαπάτε τις γενεές του μέλλοντος και δε θέλετε
να τις αδικήστε, ό,τι σας μένει είναι να κατανοήσετε σωστά και να
εκμεταλλευτείτε κατάλληλα το παλαιό.
Βάζοντας στη ρίζα της κοινωνικής δυστυχίας των ανθρώπων, στη
ρίζα του malum morale, την ορμή για θάνατο, και όχι τον πόλεμο
την ολιγαρχία του πλούτου τους τυχοδιώχτες τους εξυπνάκηδες
φαύλους τους ιερείς και τους βασιλιάδες όπως ήθελε ο στοχασμός
έως τότε, ο Φρόυντ υπερακόντισε τη ματιά του πέρα από όλα τα
οράματα των μεγάλων νομοθεσιών της ιστορίας. Από το Μωυσή2
και το Σόλωνα ως το Μοντεσκιέ και το Μαρξ. Η χωρητικότη του
μόνο τον Πλάτωνα και το Νίτσε δε μπόρεσε να χωρέσει σε
κάποιες υπερκαινοφανείς εκρήξεις τους.
Η σοφία του ζην, η sapientia vivendi, μας είπε, είναι να ζεις μέσα
στην αυθεντική εγκαρτέρηση της γνώσης ότι δεν υπάρχει
λύτρωση ούτε για σένα ούτε για την πόλη σου. Από πουθενά, και
από κανέναν.
Πέρα από τη λύτρωση, η μόνη λύτρωση που έχεις να λογαριάζεις
είναι να παραδεχθείς και να ψηφίσεις σύνταγμα σε μόνιμη ισχύ τη
στάση ότι δεν υπάρχει λύτρωση. Να μείνεις ελεύθερος στην
πολιορκία σου, που δε θα λυθεί ποτέ. Non pareo deo, sed
adsentior.
Από δω πηγάζει αλλά και ερμηνεύεται η βαθύτατα
αντιθρησκευτική και η βαθύτατα πεσσιμιστική φύση του Φρόυντ.
Με άλλες λέξεις, η βαθύτατη σύνδεση του στοχασμού του με την
αλήθεια του κόσμου.
Ύστερα από τριάντα αιώνες ο Φρόυντ είπε πράγματα που
μόνο οι έλληνες τα είχανε πει. Και ο Νίτσε βέβαια, που γεννήθηκε
δώδεκα και πέθανε πενήντα χρόνους πριν από το Φρόυντ.
Στο ταξίδι του, και καβάλα στο άλογο του θανάτου, στον ίππο
το χλωρό, έγινε ο Μαγγελάνος όχι μόνο της ιστορίας της ψυχής,
αλλά και της πολιτικής ιστορίας του ανθρώπου.
Το si vis pacem para bellum ο Σιγιμούνδος Φρόυντ το
μετατόπισε. Από την Αγορά του κάθε έθνους, την πλατιά και τη
μεγάλη, το φύτεψε στο Νου του κάθε ανθρώπου, το βαθύ και τον
ένα: si vis vitam para mortem1.

Καθώς πέρα από την αρχή της ηδονής, Jenseits des
Lustprinzip's όπως έγραψε ο Φρόυντ, είναι ο θάνατος, και δώθε
από την ορμή για θάνατο, Diesseits des Todestriebs όπως θά
'γραφε ο Φρόυντ, είναι ο έρωτας, δεν εστάθηκε τυχαίο, αλλά το
οικονόμησε η ανάγκη, μία γυναίκα να ανεβεί και να κατευοδώσει
τούτους τους πέντε λαμπρούς περάτες στο δρόμο τους για τον
Άδη.
Η Κίρκη, η Σίβυλλα, η Μαγδαληνή, η Βεατρίκη, η Λι-βιδώ,
αυτόγνωμες και συλλογισμένες, κρατούν στην ανοιχτή παλάμη
τους το περιστέρι του έρωτα, και προπέμπουν η κάθε μία τον
άντρα που της έλαχε στον ανεπίστροφο δρόμο.
Η λύπη αλλιώτικα, μια λύπη που δε μιλιέται, περιπατεί στις
κορυφές των ορέων, για να μετριάζει την περηφάνεια του ύψους,
και να ημερώνει την αρετή της άσπιλης λευκότητας του χιονιού.
Όλνμπον νιφόεντος κάρη.
Η Λιβιδώ είναι το αιώνιο θηλυκό, που ρίχνει τα όντα στις
μυλόπετρες της αιώνιας άνοιξης. Τη φέρνουν οι πνοές των
ανέμων. Και πάλλει με τον παλμό της πόας τον ελάχιστο που
ντύνει νύφη τη γης. Τη φέρνει το πολύ της προσμονής στο
μεγάλωμα, και η ανυπομονιά του φωτός να τα περονιάσει, και να
τα περάσει, και να τα ποτίσει όλα.
Η Λιβιδώ ηχεί στον ασημένιο ήχο της καμπάνας του
σύμπαντος. Στο ντιν, εκείνο το μακρόσυρτο ντιιίν, που νταγιαντεί
και δονεί από την εποχή της «μεγάλης έκρηξης» σε όλα τα
γυρογιάλια των άστρων.
Η Λιβιδώ είναι ο αυγερινός σπασμός της μήτρας του κόσμου.
Τέτοια την εγνώρισε νέος ο Φρόυντ γελαστή. Και τέτοια τον
κατευόδωσε γέροντα στη χώρα του θανάτου αμίλητη.
Ανάλογη στο Βιργίλιο δεν είναι η φοινικιά Διδώ, που αγάπησε
τον Αινεία και σφάχτηκε αυτοκτόνα στο βωμό της Απαρνημένης.
Είναι η εστιάδα Σίβυλλα. Η γυναίκα που ορίστηκε από παλαιά να
υποκρίνεται τη μάντιδα και τη μούσα, και να γίνεται η ερωμένη
του ποιητή να του γεννά τα παιδιά του.
- Άγρια να με βιάσεις! φωνάζει στον Αινεία. Να λεηλατήσεις τα
τειχιά και τους πύργους μου, όπως ο σεισμός την πόλη. Στάλα τη
στάλα να αποστάξεις το μύρο της ηδονής από τους μακρυνούς
ροδώνες της νεότητας και της μαθητείας μου. Απόλλωνας ήλιος
να κατεβείς να σκορπίσεις το σύγνεφο του φορτωμένου πόθου
μου σε μεταξένιους αχνούς. Για να λειώσει η λύπη και να λυθεί.
Και ο δαρμός μου να δέσει σε λόγια ακατάληπτα. Να τα λάβεις
χαλινάρι και άλογο, να ταξιδέψεις στον Άδη.
Ο Βιργίλιος με στεφάνι δάφνης στην κόμη, την εικόνα μάς τη
δίνει στο έκτο βιβλίο της Αινειάδας:

Το θεό δεν αντέχει η Σίβυλλα, και σπαρταράει στη σπηλιά. Βογγάει
και παλεύει να του ξεφύγει τα στήθια της. Εκείνος όμως όλο και
τρελαίνει το τρελό της το στόμα. Δαμάζεται η άγρια της θέληση, στα
χάδια του λύνεται όλη. Ανοίγουνε μόνες οι εκατό πύλες του ναού
της. Και πια τα λόγια της δατταριστά χύνουνται στον αέρα1
.
Αυτά τα λόγια, τα σπασμένα και τα αλλόφρονα, είναι οι
χρησμοί της Σίβυλλας που θα περιγράψουν την κάθοδο του
Αινεία στον Άδη.

Τα Μάγδαλα είναι όνομα από μέταλλο βαρύ. Η ακουστική τους
δονεί όπως οι μύδροι στα μυδράλλια. Και η οπτική τους δένει το
μάλαμα και τα μύγδαλα στο λεπτό μείγμα, το αμάλγαμα που
βρίσκεται ανάμεσα στα μάγουλα του κοριτσιού και στα
ζυγωματικά της ιεροδούλου.
Και η Μαγδαληνή είναι η νύφη στα νερά. Συντροφιά με
Νημερτή και Κυμοθόη, με Δωτώ και Πρωτώ, με Δεξαμενή και
Φέρουσα. Είναι η σύνοδος και η συμβολή σε πολιτείες και πύλες
παλαιές. Το Δίπυλο, η Τρίπολη, η Πε-ντάπολη, το Σεπτιμόντο, ο
Επτάλοφος.
Στη μορφή της Μαγδαληνής συρρέουν και ορχούνται όλες οι
θεμελιώδεις κατηγορίες του θηλυκού στη διαλεκτική του με τον
άντρα:
Η αγία μητέρα Ιοκάστη. Η σταμνοφόρος στο φιλιατρό του
πηγαδιού. Η μοιχαλίδα, που κυνηγιέται να λιθασθεί από τον όχλο
στην πλατιά ρούγα. Η πόρνη στο πανδοχείο της νύχτας, που δίνει
τους μαύρους κρίκους των ματιών της, για να πάρει τα δηνάρια
του στρατιώτη της λεγεώνας των Αγριόχοιρων. Η μυροφόρος,
όταν πλένει με αλόη τα πόδια του άντρα εραστή, και τα σπογγίζει
με το λαιμό και τα μαλλιά της. Και η άλλη Μαρία, που γονατίζει
σιωπηλή μπροστά στα μάτια του δάσκαλου, και διαλέγει την
αγαθή μερίδα. Να ακούει. Να ακούει τα λόγια του, την ώρα που
στάζει τη δροσιά της αυγής το περιβόλι.
Η Μαγδαληνή δεν προπέμπει τον Ιησού στον Άδη, όπως έκαμε η
Κίρκη και η Σίβυλλα. Αντίθετα, υποδέχεται τον άντρα που
αγάπησε στους κήπους και στις ελιές, όταν εκείνος θα γυρίσει από
την έκπληξη του θανάτου.
Υποδέχεται, δηλαδή, και φιλοξενεί τον αιώνιο χωρισμό, ζωντανό
και λειτουργικό και νύσσοντα στη συνείδηση της. Και τον
μεταμορφώνει σε βασική κατάθεση περιουσίας, που θα φυλάξει
στη μυστική θυρίδα των διαλογισμών της, όσο χρόνο της
μέλλεται να ζήσει.
Της μένει τώρα να θυμάται. Να θυμάται τον κλονισμό του
φευγαλέου, και τους δονητούς οίστρους. Τη στάση της την αρχαία
με τα ανοιχτά γόνατα και τα ανοιχτά μάτια. Και τις φωνές της,
καθώς ανέβαιναν στην παραλαλιά, όταν τις μεθούσε το σπίρτο
του ονείρου.
Έτσι στέκεται, και έτσι παντυχαίνει. Τον ζητεί καθισμένη στο
λευκό μνημείο της απουσίας. Και σιγά σιγά μαθαίνει να τρώει και
να πίνει τη θύμηση του, όπως οι άλλοι τρώνε και πίνουν το κρασί
και τον άρτο. Και κλαίει. Κλαίει ήσυχα, τραβηγμένη σε παράμερο
μέρος. Γιατί τώρα είναι που έμαθε ότι δε θα τον ξαναγγίξει ποτέ.
Εκείνο το αγρίμι, που αγκάλιαζε τρέμοντας κάτω από τ'
αγκάθια του λευκού θάμνου στους λόφους1, έγινε το λευκό σημείο
στα βάθη του σύμπαντος. Είναι και στέκει εκεί με το θάνατο του
άστρου, τον αφεγγή και τον παγωμένο στους αιώνες αιώνων.

Στη Μαγδαληνή ό,τι μένει είναι η μνήμη. Μονιά και μνημείο
στο μυαλό της. Μέσα της έχει το λατομείο του μάρμαρου για τα
αγάλματα, και την αλωνιά του σταριού για τους άρτους. Τη σκηνή
του κήπου τη σκέπασαν τα στερνά του λόγια: Μαρία με τα γλαρά
μάτια, δε θα μ' αγγίξεις πια.

«Τη δε μια των σαδδάτων Μαρία ή Μαγδαληνή έρχεται
πρωί σκοτίας ετι οϋσης εις το μνημεΐον... και είστή-κει προς τω
μνημείω κλαίουσα εξω. ...λέγει αύτη δ Ιησούς- γύναι, τί κλαίεις;
τίνα ζητείς; εκείνη δοκοϋσα δτι δ κηπουρός έστι λέγει αύτφκύριε, ει συ έδάστασας αυτόν, είπε μοι ποϋ εθηκας αυτόν, κάγώ
αυτόν άρω. λέγει αύτη ό Ίησοϋς· Μαρία, στραφεΐσα εκείνη λέγει
αύτφ· ραδδουνί,. δ λέγεται, διδάσκαλε, λέγει αύτη ό Ίησοϋς· μή
μου απτού»2.

Η Βεατρίκη είναι το όνειρο που εχάθη. Παιδί ο Δά-ντης την
είδε πρώτη φορά μια Κυριακή στην εκκλησιά. Ήταν εννιά χρονώ
κορίτσι.
Τι είδε εκείνο το πρωί; Είδε ένα άσπρο αρνί με γαλάζια κορδέλα
στο πόδι. Έτρεχε χαρούμενο, και οι άνθρωποι γύρω της κοπάδια
της Αφρικής. Γελάδια, κριοί, αλό-γατα, φοράδες. Καπριά,
κατσίκες, καμήλια θηλυκά, τα σκυλιά της Τανζανίας.
Δεκαεφτά χρονώ την ξανάειδε για δεύτερη φορά. Γυναίκα
σχεδόν έτοιμη. Λιγνή και κοντυλογραμμένη.
Τι είδε ο ποιητής τη δεύτερη φορά; Είδε τη φωτερή νεφέλη
που ζωγράφισε στην Κωμωδία του. Με την ίδια εικαστική
χαρμονή που ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ζωγράφισε τη Βεατρίκη και
Έστης. Ω! αν την έχετε ιδεί.

ν

Εκείνη τη φορά η Βεατρίκη συνοδευόταν από τον άντρα της.
Έναν ευπατρίδη με οικόσημο και λίμπρο ντ' όρο.
Ύστερα από μετρημένες ανοίξεις η Βεατρίκη πέθανε. Ήτανε
είκοσι τέσσερω χρονώ.
Στα 1300 ο ποιητής, τριανταπέντε χρονώ, με την παρόρμηση της
Βεατρίκης καβαλίκεψε το άρμα του καημού του. Τού 'δωκε μία
και κατέβηκε στην κόλαση. Τού 'δωκε άλλη και ανέβηκε στον
ουρανό.
Η πρώιμη νεκρή τάχθηκε να φυλάγει τα άλογα του άρματος:
τον ποιητή Βιργίλιο, την αγία Φωτεινή, τον άγιο Βερνάρδο. Να
τους συμβουλεύει, για να μη γκρεμιστεί ο αρματόδρομος στο
χάος. Έξω δηλαδή από το τραγούδι της αγάπης.
Έτσι προπέμπει η Βεατρίκη το Δάντη στο ταξίδι του για το
θάνατο. Όμως κάθε φορά που εκείνος την αντικρύ-ζει μπροστά
του, η ύπαρξη του ολόκληρη πυρώνεται από την εμορφιά και τον
έρωτα:

Τα μάτια της γύρισε τότες η Βεατρίκη. Με κοίταξε. Και θεϊκιάς
αγάπης με χτύπησε η φεγγοβολή. Χάθηκα. Ένιωσα όπως
εκείνος που σβήνει. Εστάθηκα εκεί! Και τα μάτια μου να
βασιλεύουν.»1

Όταν η Κίρκη θα στείλει θανατοδρόμο τον Οδυσσέα στον
Άδη, ο ήρωας θα παγώσουν τα μέλη του από τρόμο, και θ' αρχίσει
να κλαίει γοερά.
Αυτός είναι ο λόγος που η Κίρκη θα του ζητήσει πριν να
ζήσουν τον ελληνικό έρωτα. Την αίσθηση δηλαδή της ηδονής από
το υπέρυθρο ως το υπεριώδες του φάσματος. Εκείνη την αίσθηση,
που μέσα της ο Καβάφης είδε

Την αισθητική αναζήτηση,
τον ωραίο και σκληρόν ελληνισμό,
με την κυρίαρχη προσήλωση
σε τέλεια καμωμένα και φθαρτά άσπρα μέλη2
.
Με άλλα λόγια, θα του ζητήσει την ένταση στο
σμίξιμό τους και την ποιότητα, που να μετρηθεί και να βρεθεί
ισομέτρητη προς την ένταση και τη σκληρότητα του θανάτου.
Η Κίρκη δεν είναι απλά γυναίκα. Είναι η γυναίκα.
Ηλιογέννητη1  και ηλιόμορφη, μάγισσα και δαιμονισμένη, αγγίζει
το αρσενικό και το τρελαίνει. Οι άντρες στα μπράτσα της
γίνουνται σκεύη παράκρουσης και τετράποδα πη-λαλητά. Το
επεισόδιο με τους συντρόφους τό 'δειξε.
Τώρα που βρήκε τον Οδυσσέα, πέρα από τον έρωτα των
σωμάτων θα του ζητήσει και τον έρωτα των μυαλών. Η νόηση της
είναι που θέλει να λεηλατηθεί. Και τη νόηση του άντρα θα
ζητήσει να γνωρίσει. Νους έρα.
Δεν τη χορταίνει το κορμί και ο φαλλός. Ούτε η τριβή, η
ελαφριά βαρύτητα, η ψαύση. Κυνηγάει τον έρωτα μέσα στο
καταφύγιο της νόησης του άντρα. Κοιτά κατά κει, που καίγεται
μέσα η άβυσσος και ασπρίζει.
Καθώς καλεί τον Οδυσσέα στο κρεβάτι της, τον ειδοποιεί για
τα έσχατα με τρόπο συνειδητά σκεπασμένο, αλλά ασυνείδητα
αποκαλυπτικό:

Έλα λοιπόν, βάλε στη θήκη το σπαθί.
Πήδα μου στο κρεβάτι και σμίξε με!
Κοίτα με! βαθιά στο μυαλό να γνωριστεί η ηδονή μας.

Με τον τελευταίο στίχο ο Όμηρος έριξε το ακόντιο
έξω από τα στάδια:

άλλ' άγε δη κολεω μεν αορ θέο, νώι δ' έπειτα εύνής ημέτερης
έπιβήομεν, δφρα μιγέντε εύνη και φιλότητι πεποίθομεν
άλλήλοισιν.2

Στην αντίπερα όχθη στέκει ο Οδυσσέας. Ο άντρας που δεν
κρίνεται ο βιολογικά κατάλληλος για τέτοιες επιδόσεις. Πρέπει να
υποθέσουμε ότι έχει περάσει τα σαράντα. Και μαζί τους την
«ανδρική κλιμακτήριο». Ο Καβάφης μας είπε με δεκαεφτά φωνές
ότι ο άντρας που πέρασε τα είκοσι εννέα του χρόνια δεν είναι πια
νέος3.

Το πρόβλημα που σηκώνεται για τον Οδυσσέα είναι την
τεχνική του έρωτα να την κάμει τέχνη. Από τον πε-τροκόπο μέσα
του να λαξουργήσει Φειδία. Να επιτάξει όλα τα ψυχικά εργαλεία,
τη σοφία και την πείρα της ζωής, θα σημάνει γενικό συναγερμό
στα πεδία των επιχειρήσεων, αλλά και στα επιτελεία.
Βλέμμα, χειρονομία, η πανούργα και αθώα ψηλάφηση. Η
έκφραση, το όραμα, η προοπτική από τα πρότερα στα ύστερα. Η
ακουστική του τοπίου.
Η μουσική χρήση της γλώσσας θα χρειασθεί να βρει τα
κλειδοκύμβαλα, που θα υψώσουν τον τρόμο και την οργή της
φαντασίας από το επίπεδο της μάντρας και του χοιροστάσιου στα
απάτητα ενδιαιτήματα τα Προσκυνητά. Πού υπάρχει ο τόπος; Πού
τα γέλια των εννιά κοριτσιών της Αρμονίας δεν αντηχούν αλλά
αστράφτουν; Εκεί και λάμπουν οι ώρες. Γελά δέ τε δώματα.
Και αυτός είναι ο τόπος. Ο Οδυσσέας βρίσκεται στο στοιχείο
της δράσης του. Ο έξυπνος στους έξυπνους γνωρίζει και μπορεί.
Όπως την καινούργια πανοπλία του Αχιλλέα ο Ήφαιστος, πριν τη
μεγάλη μάχη που θα δώσει και θα λάβει θάνατο, ο Οδυσσέας θα
χαλκουργήσει τα ευγενικά όργανα της θείας τραγωδίας του
έρωτα. Και θα χορδίσει στο ελληνικό.
Ο λαός μας σ' ένα τραγούδι του με παραση μαντική και νόημα
μοιάζει πως αναπολεί και πως ανασταίνει τον Οδυσσέα σ' εκείνη
τη νύχτα με την Κίρκη:

Μι' αυγονλα θε' να σηκωθώ να μπω σε περιβόλι,
Να κόψω μήλο της μηλιάς, κυδώνι της αγάπης,
Να κόψω κι ένα λιόφυλλο να κρουώ τον ταμπουρά μου.
-Κατακαημένε ταμπουρά, για δε βαρείς γιομάτα;
-Για βάλε τέλια δυνατά και βάρει με γιομάτα,
Κι α δε την πάρω την ξανθή κάνε με τριά κομμάτια.

Ο Όμηρος λέει ότι ο Οδυσσέας τέντωσε το τόξο, που άλλος
άντρας δεν το μπόρεσε. Ότι πέρασε το βέλος στα δώδεκα
τσεκούρια! που άλλος άντρας δεν το μπόρεσε...
Τώρα θα βάλει τα τέλια δυνατά. Γιατί σε λίγο κινάει για
θάνατο.
 (...)

 ΑΥΝΑΝ ΚΑΙ ΚΑΪΝ

τις γαρ ταύτην όδόν ηγεμονεύσει; Όλοι οι άντρες είμαστε
αυνάνες.
Εκείνος ο άντρας που δε δέχεται τούτο το κατηγόρημα
είναι ο κατεξοχήν αυνάνας. Αυτός πια είναι που αυνανίζεται με χέρια και καθρέφτες.
Εκτός πια και δεν ημπορεί. Είναι δηλαδή ανίκανος,
όπως ήταν ο Καζαντζάκης. Σύμφωνα τουλάχιστον με τη
μαρτυρία της γυναικαδέλφης του 'Ελλης Αλεξίου1. Ή είναι
αμποδεμένος, όπως ήταν ο ήρωας του Παλαμά στο Θάνατος
Παλικαριού.
Το ανυποψίαστο είναι ότι σ' αυτή τη μυσταγωγία του
αυνανισμού όλοι οι άντρες έχουμε παραστάτισσες και συλλειτουργούς όλες τις γυναίκες. Αυτές αποθεώνουν τις αυνανιστικές μας επιδόσεις. Ωχού! τι άχαρο ρόλο έμελλε να
τους αναθέσει η αγωγή που έλαβαν από την παράδοση, και
ο εκφυλισμός που γνώρισε και γνωρίζει το ανθρώπινο
γένος μέσα στην προχώρηση της ιστορίας του.
Τίμιε αναγνώστη, μην παραξενεύεσαι. Γιατί το άκρα
παράδοξο είναι ακριβώς το άκρα φυσικό. Δεν είναι φυσικό
να βρίσκεις ακίνητη τη γη που πατάς; Και όμως! που είπε ο
Γαλιλαίος2.
 Αυτή η γη που φαίνεται ακίνητη, κινείται με
την ιλιγγιώδη ταχύτητα των εικοσιεννέα χιλιομέτρων στο
δευτερόλεπτο. Και δεν κάνει μόνο μία, αλλά πολλές
κινήσεις και όλες ταυτόχρονα.
Λέμε, λοιπόν, πως όλοι οι άντρες είμαστε αυνάνες.
Ωστόσο υπάρχουν και οι ήρεμες εξαιρέσεις. Ο Σολωμός,
λόγου χάρη, ή ο άγιος Παπαδιαμάντης που δεν εγνώρισαν
τη γυναίκα. Αυτοί δεν είναι αυνάνες. Στέκουνται μακρυά
από τούτη τη στιγματική ρετσινιά.
Είναι τόσο ωραίοι άνθρωποι, που δεν ημπορεί παρά να
ήσαν και στον ίδιο βαθμό εγκρατείς. Και όταν η ορμονική
πλησμονή τους επίεζε, η ερωτική στέρηση ή η πενία όπως
τη λέει ο Πλάτων, πρέπει να έβρισκαν τη βούληση να
νικήσουν τον πειρασμό, και να μην ξεπέσουν στη «δουλειά
του χεριού», στο έργο του χεριού ή το χειρονργεϊν, που λέει
ο Διογένης Λαέρτιος για το Διογένη Σινωπέα.
Μια φορά, γράφει ο Λαέρτιος, ξεβρακώθηκε καταμε-σίς
στην Αγορά της Κορίνθου ο κυνικός Διογένης, άνοιξε τα
σκέλια του, και λαγνοβοώντας άρχισε να αυνανίζεται
αρειμανίως. "Ωφθη χειρουργών1, είναι η έκφραση του Λαέρτιου.
 (Ωχ, τι βολή για τους μεγαλογιατρούς χειρουργούς
φοροφυγάδες).

-Α να χαθείς, παρασάνταλε! δε ντρέπεσαι; του φωνάξανε οι τριγυρινοί.
-Γιατί να ντρέπομαι, μωρέ ζευζέκηδες, τους έκοψε ο
Διογένης. Επειδή χορταίνω τη γενετήσια πείνα μου με
την τριβή; Μακάρι να μπορούσα να χόρταινα και την
πείνα της κοιλιάς μου με τον ίδιο ανέξοδο τρόπο!

Τρομερή απόκριση τρομερού ανθρώπου. Γιατί
μια τέτοια πράξη λευτεριάς έχει πετάξει στα άχρηστα το
Φρόυντ, τους ψυχαναλυτές, και όλα μας τα συμπλέγματα.
Και προφανώς από κάτι τέτοιες επιβολές ημπορεί να
καταλάβει κανείς, γιατί ο Νίτσε θεωρούσε τους Κυνικούς
σπουδαιότερους από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
Ο Σολωμός, λοιπόν, και ο Παπαδιαμάντης μας πρέπει
να ζήσανε στην εγκράτεια και στην πειθαρχία. Και το
σπέρμα τους, μαζί με την οδύνη της βούλησης τους να μην
αυνανίζουνται, πρέπει να τό 'καναν ποίηση και δημιουργία.
Μη ξεχνάμε πως για τις ώρες του γενετήσιου
αφόρητου η σοφή φύση έχει επινοήσει την ασφαλιστική
δικλείδα της ονείρωξης. Δεν είναι αφύσικος ο άνθρωπος
που ούτε συνέρχεται προς το έτερο φύλο, αλλά ούτε και
αυνα-νίζεται. Γιατί στο πρόβλημα η ονείρωξη είναι η καθ'
ύπνους ευγενική λύση της φύσης.
Μόνο για το Νίτσε, αυτό το γίγαντα της βούλησης, που
δεν εγνώρισε κι αυτός τη γυναίκα, (εκείνο που πιθανώς
εγνώρισε για μία μόνο φορά ήταν η σύφιλη), ευρέθηκε το
βρώμικο στόμα του Ριχάρδου Βάγκνερ να ειπεί ότι ήταν
αυνάνας. Ένας Onanist. Από το χαρακτήρα του Βάγκνερ
όμως ημπορεί κανείς να τα περιμένει όλα.

Πριν έρθουμε στα πράγματα και τις αποδείξεις, γιατί η
πρόθεση μου δεν είναι να ισχυρισθώ με το μπλα-μπλά αλλά
να αποδείξω με τη μέθοδο των μαθηματικών επιστημών ότι
όλοι οι άντρες είμαστε αυνάνες, κρίνω αναγκαίες δύο τρεις
εισηγητικές πληροφορίες.
Πρώτον, ότι ο εβραίϊκος πολιτισμός είναι ο μεγαλύτερος πολιτισμός 
της ιστορίας σε παγκόσμιο βεληνεκές.
Ύστερα βέβαια από τον ελληνικό.
Λέγοντας εβραίικος πολιτισμός δεν εννοώ το χριστιανικό του άρρωστη μα. 
Λόγος για τον οποίο οι ίδιοι οι εβραίοι
απέρριψαν τόσο επίμονα τη χριστιανική διδασκαλία.
Λέγοντας εβραίικος πολιτισμός εννοώ τον πολιτισμό
του Ισραήλ, όπως αυτός εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη.
Η Παλαιά Διαθήκη είναι ένα μεγαλούργημα από τα
ελάχιστα που έφτασε να κάμει ο άνθρωπος. Σε κάθε περίπτωση όμως μεγαλούργημα ψυχολογικό, όχι επιστημονικό
όπως είναι ο πολιτισμός των ελλήνων.
Αυτό το αιώνιο μνημείο οι εβραίοι το κατασκεύασαν με
βάση την ένστικτη γνώση τους. Το εργαλείο τους ήταν η
ψυχή του ανθρώπου με όλο το βάθος, το μυστήριο, το
σκοτάδι, την άγνοια, τον τρόμο της. Η λογική για τους
εβραίους έπαιξε το ρόλο του επίκουρου παραστάτη. Ποτέ
του οδηγητή, όπως εσυνέβηκε με τους έλληνες.
Εντούτοις αυτή η ψυχή, το συναίσθημα δηλαδή οι επιθυμίες 
το πάθος η φαντασία η διαίσθηση η βούληση, είναι
μεγάλο κεφάλαιο στη δομή της ανθρώπινης φύσης.
Είναι, θά 'λεγα, ολόκληρο το σώμα και οι
λειτουργίες του, αλλά του λείπουν τα κόκαλα. Του λείπει
δηλαδή η σκελετική άρθρωση. Εκείνος ο σταθερός ιστός
τάξης και συνοχής, που δίνει ειδή και σχήμα, διάκριση
σύμπνοια και αναλογία, στην ολότητα του οργανισμού. Για
να το ειπώ ποιητικά, του λείπει ο Απόλλων.
Ο εβραίικος πολιτισμός ολόκληρος είναι ένας
Διόνυσος. Μια φοβερή ανυπέρθετη δύναμη ύλης. Είναι το
βρυαρό και πανίσχυρο ρεύμα ροών και δυνάμεων, ένας
Αρμαγεδών κίνησης και ορμής, που πηγάζει από το μυχό
της κοσμικής ουσίας και χύνεται στο σύμπαν. Ένας
Αρμαγεδών όχι οργανωμένος και εύτακτος, γιατί του λείπει
το απολλώνειο στοιχείο. Του λείπει δηλαδή η επιστήμη, ο
γνωστικός φωτισμός, η ελεγχόμενη ανακάλυψη, η
μαθηματική συμπεριφορά.
Οι εβραίοι δεν έκαναν ανακαλύψεις, έχουν μόνο Αποκάλυψη.
Γι' αυτό οι εβραίοι δεν εδημιούργησαν επιστήμη, όπως
έγινε με τους έλληνες. Απέναντι στην προσωκρατική φυσική
 και την ευκλείδεια γεωμετρία, οι εβραίοι το μόνο που
κατάφεραν ήταν να στήσουν το νοητό ναό του Ιεζεκιήλ.
Απέναντι στη φιλοσοφία των ελλήνων, τη διαλεκτική τους
μέθοδο δηλαδή, οι εβραίοι έστησαν το δεσποτικό λόγο των
πατριαρχών, των κριτών, των βασιλέων, των προφητών.
Απέναντι στο γεωμετρημένο ήθος της ελληνικής
τραγωδίας, έστησαν την καρμανιόλα του μωσαϊκού δεκάλογου. Απέναντι στην ελληνική δημοκρατία τόσο του
ιωνικού όσο και του δωρικού τύπου, οι εβραίοι έστησαν το
αρχέτυπο του φασισμού.
(Εγώ είμαι ο κύριος ο θεός σου. Κι άλλοι θεοί έξω από
μένα δεν υπάρχουν. Είναι ο πρώτος νόμος τους. Εκεί που
οι έλληνες είχαν τριάντα χιλιάδες θεούς).
Το κενό που είχαν στην κοσμοθεωρία τους οι εβραίοι,
λόγω της απουσίας της λογικής, ή του Απόλλωνα, το εκάλυψαν 
με την αυθαίρετη επινόηση του θεού. Ο Γιαχβέ γι'
αυτούς είναι η σπονδυλική τους στήλη. Και ο Νόμος, η
προσήλωση τους δηλαδή στο Γιαχβέ, τους εκράτησε καθαρούς μέσα στον κλύδωνα της ιστορίας και σε όλους τους
εθνικούς τους καταποντισμούς: Η καταστροφή από τον
Τίτο το 70 μ.Χ., ο περιπλανώμενος Ιουδαίος, το ξεπά-τωμά
τους από το Χίτλερ.
Οι εβραίοι εκαλλιέργησαν τη γη της πίστης. Οι
έλληνες εκαλλιέργησαν τη γη της γνώσης. Οι εβραίοι ήσαν
δήμιοι, οι έλληνες ήσαν δικαστές. Οι εβραίοι ήσαν αδίσταχτοι, οι έλληνες 
ήσαν ευγενικοί.
Γι' αυτό και νίκησαν οι εβραίοι τους έλληνες.
Εχρησιμοποίησαν σαν όπλο τους βέβαια το χριστιανισμό, ένα νόθο 
και μυσαρό παρασάρκωμα του σώματος
τους, από τους ίδιους απόβλητο, και αφάνισαν την ωραία
Ελλάδα. Ό,τι δεν εκατάφερε η ανδρεία, το κατάφερε ο δόλος. Η κλασική περίπτωση του έλληνα Διγενή. Ζηλεύγει ο
Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει, και λάβωσε του την
καρδιά και την ψυχή του επήρε.
Έτσι, λοιπόν, σήμερα οι εβραίοι μέσω του αμερικάνικου
λόμπυ τους οδηγούν την ιστορία του κόσμου. Στον
αφανισμό βέβαια και στο διάολο. «Κατά Ισραήλ», που λέει
ο λαός μας. Ωστόσο την οδηγούν.
Τι κρίμα και τι καημός. Απέναντι στους γίγαντες
εβραίους επιστήμονες της εποχής μας, στο Φρόυντ στο
Μαρξ στον Αϊνστάιν, οι νεοέλληνες να μην έχουν να δείξουν τίποτα.
 Οι απόγονοι των ελλήνων, που εστάθηκαν οι γεννήτορες της επιστήμης.
 Εκεί μας εκατάντησαν οι παπάδες. Από τους βυζαντινούς πατριάρχες 
ως τους σημερινούς βαζιβουζούκους των μητροπόλεων της Αττικής και
της Λάρισας.
Εμ δεν τραβάει, μάνα μου, μπροστά ο άνθρωπος με το
θυμιατό και με τα κυριελέησον. Χρειάζεται και την Αθηνά.
Και η Αθηνά ήταν ολόκληρη μυαλό. Την είχε γεννήσει το
κεφάλι του Δία.

Καταπώς έχουν να μας διδάξουν οι σοφοί και οι
ποιητές, αλλά και καταπώς έχει να μας δείξει η προσωπική
μας εμβίωση και εμπειρία, η δοκιμασία ζωής δηλαδή, δύο
είναι οι ψηλότερες κορυφές της καταδρομικής πορείας του
βίου μας. Η πείρα του έρωτα, και η πείρα του θανάτου.
Ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο στιγμές
απόλυτα μοναδικές για τον καθένα μας. Ποτέ δε γίνεται να
ζήσουν δύο άνθρωποι την ερωτική τους βίωση με όμοιο
τρόπο. Αλλά με όμοιο τρόπο ποτέ δε γίνεται να ζήσουν και
τη βίωση θανάτου.
Ο δόλιος Μάκμπεθ έζησε εντελώς διαφορετικά πράγματα στο θάνατο του 
από τον τραγικό Οθέλλο. Για να λάβω δύο ήρωες του Σαίκσπηρ.
Km η Ναστάσια Φιλίπποβνα έζησε εντελώς
διαφορετικά πράγματα στον έρωτα της από την Ιοκάστη.
Για να λάβω δύο ηρωίδες από την τραγωδία του
Ντοστογιέβσκι και του Σοφοκλή.
Κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι, γεννιέται
το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά
που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με
όλους τους πρωτοπλανήτες του.
Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος,
πεθαίνει το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε
φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό
εκρήγνυται ένας αστέρας supernova.
Έτσι, από την άποψη της ουσίας ο έρωτας και ο
θάνατος δεν είναι απλώς στοιχεία υποβάθρου. Δεν είναι
δύο απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής.
Πιο πλατιά, και πιο μακρυά, και πιο βαθιά, ο
έρωτας και ο θάνατος είναι δύο πανεπίσκοποι νόμοι
ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του
σύμπαντος. Το δραστικό προτσές δηλαδή ολόκληρης της
ανόργανης και της ενόργανης ύλης. Είναι το Α και το Ω
του σύμπαντος κόσμου και του σύμπαντος θεού. Είναι το
είναι και το μηδέν του όντος. Τα δύο μισά και αδελφά
συστατικά του.
Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν
υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. 
Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να
υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες
θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική ασθενής ισχυρή
 βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τονέρωτα και το θάνατο.
Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου
είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί,
εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου.
Γι' αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί
και ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του
ίδιου προσώπου. Είναι ο έμορφος Ενδυμίων, ας πούμε.
Που άλλοτε ξύπνιος ακκουμπάει το κεφάλι του τρυφερά
στα στήθη της Σελήνης και την κοιτάει στα μάτια. Και
άλλοτε κοιμάται τον ύπνο του νεκρού κάτω από το απέραντα 
αμίλητο βλέμμα της.
Με τρεις μόνο καταδηλώσεις, αλλά επιφανείς και ελληνικές,
 θα θυμίσω ότι ο έρωτας και ο θάνατος είναι το ίδιο πράγμα.

Πρώτο το φραγμένο 15 του Ηράκλειτου.
"Αδης και Διόνυσος εν' και ώυτό. Δεύτερος ο
στίχος του Σολωμού. Μόλις ειν' έτσι δυνατός ο έρωτας κι ο χάρος. 
Τρίτος ολαμπερός δημοτικός μας δεκαπεντασύλλαβος.
Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις.

Ο έρωτας και ο θάνατος, στον Εμπεδοκλή
Φιλότητα και Νείκος, στο Φρόυντ ΐΛίβίρπηζίρ και Τοάεβίπείι,
είναι τα δύο μισά του «συμβόλου». Σύμβολο στην αρχαία
Ελλάδα ήταν το μέταλλο που τό 'σπαζαν στα δύο, και
έπαιρναν από μισό οι δυο φίλοι. Όταν μετά από καιρούς
ξανασμί-γανε, συνταίριαζαν τα δύο μισά (συμβάλλειν),
εγνωρίζο-νταν και βεβαίωναν την αρχαία φιλία.
Γιατί υπάρχει ο έρωτας στη φύση και στη ζωή μας; Ο
έρωτας υπάρχει, για να διαιωνίζεται η συνέχεια των ειδών.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η φύση έχτισε ετούτη τη
συναρπαστική λειτουργία.
Τη φύση ποσώς την ενδιαφέρει, αν υπάρχουμε εμείς σα
μονάδες, σαν ατομικότητες. Αν υπάρχεις εσύ κι εγώ, και
περπατάς και χαίρεσαι
- αν υπάρχει μια λεμονιά στον κάμπο
και στα όρη λειώνει το χιόνι για να ποτίζουνται οι
τρυφεροί της κλώνοι
- αν υπάρχει απάνω στο δέντρο το
μήλο και το ρόδι, η φύση αδιαφορεί ολοτελώς. Δε φροντίζει για σένα, 
τίμιε αναγνώστη, η φύση περισσότερο, απ'
όσο φροντίζει για σένα μια πέτρα που την πατάς μπροστά
σου, ή τη βλέπεις χτισμένη στον τοίχο.
Τη φύση ένα την ενδιαφέρει, η διαιώνιση των ειδών. Να
ζήσει το κάθε είδος όσο γίνεται πιο πολύ χρόνο. Δύο,
πέντε, δέκα εκατομμύρια χρόνια. Κι όταν θα εξαφανισθεί
το κάθε είδος, αφού συντελεσθεί ο χρόνος που του ορίστηκε να ζήσει, 
η φύση θα το ταφιάσει και θα το κλάψει
χωρίς δάκρυα και, γόους. Και ταυτόχρονα θα μεριμνήσει
να το αντικαταστήσει με το καινούριο είδος.
Θα γνωρίζεις βέβαια πως από τότε που εμφανίσθηκε η
ζωή στην επιφάνεια του πλανήτη, πριν εξακόσια εκατομμύρια χρόνια,
 το 99% των έμβιων όντων που έζησαν και
άκμασαν, σήμερα έχουν εξαφανισθεί. Τα αντικατάστησαν
άλλα, και αυτά με τη σειρά τους θα παραχωρήσουν τη θέση
τους σε άλλα.
Στη φύση ανώλεθρο και αχάλαστο δε μένει τίποτα, παρά
μονάχα ένα: η βούληση της φύσης να οικονομεί και να
φροντίζει την αλυσίδα των ειδών. Όπως φροντίζει και την
αλυσίδα της ανόργανης ύλης. Την αλυσίδα των αστέρων,
για παράδειγμα. (Αστέρες πρώτης γενεάς, δεύτερης γενεάς
κ.λ.π.).
Πώς πετυχαίνει η φύση τη διαιώνιση των ειδών; Με το
πιο απλό, το πιο πανούργο, αλλά και το πιο ελκυστικό δέλεαρ. 
Με τη γενετήσια ηδονή. Με τον ϊμερον των ελλήνων,
τη voluptas και τη libido των λατίνων.
Επομένως η ηδονή που τρυγούν και καρπώνουνται δύο
δυνατοί και τρυφεροί εραστές, όταν αγκαλιάζουνται μέλος
με μέλος, σφιχτά και βαθιά, και γίνουνται τα δύο ένα, δεν
είναι ο αυτοσκοπός της γενετήσιας πράξης.
Δεν αγκαλιαζόμαστε, για να ζήσουμε εκείνο το σύντονο
αλλά και ωκεάνειο αίσθημα του ίλιγγου και του αποκεφαλισμού 
που το λέμε ηδονή. Όχι.
Αγκαλιαζόμαστε, για να γεννήσουμε την καινούργια
ζωή, το παιδί μας, που θα προωθήσει την υπόθεση του
είδους μας. Του είδους άνθρωπος στο προκείμενο.
Σύμφωνα μ' αυτή την αυτονόητη και κατάδηλη θεώρηση
της φυσιολογίας, οι άνθρωποι έπρεπε να ζευγαρώνουμε
τόσες φορές, όσες είναι για να γεννήσουμε τη νέα ζωή.
Αυτό είναι το άγιο θέλημα της φύσης. Και αυτό γίνεται με
τα ζώα που ζουν φυσικά.
Οι κατσίκες, λένε οι χωρικοί μας, «ζητούν» το Σεπτέμβριο.
 Οι γάτες «ζητούν» το Γενάρη. Όλοι έχουμε ακούσει
πόσο εύμουσα και καλεστικά νιαουρίζουν στα κεραμίδια το
καταχείμωνο. Ούτε ο βιολιστής στη στέγη έτσι.
Αυτό συνέβαινε και με τον άνθρωπο. Αλλά με τον άνθρωπο
 εσυνέβηκε και κάτι άλλο. Ήρθε μια στιγμή μέσα
στην εξελικτική του διαδρομή, που κατανόησε ότι είναι
ωραίο πράμα να αγκαλιάζεται. Είδε ότι καλόν το ίόείν και
κατανοήσαι, και ά-ψασθαι, και όοκιμάσαι το σώμα του έρωτα.
Από την άλλη όμως είδε ότι είναι κακό και ψυχρό και
ανάποδο το προϊόν που έδινε αυτή η τερπνή ώρα, από έναν
αριθμό προϊόντων και ύστερα. Είδε ότι η κύηση, ο τοκετός,
το παιδί που θα 'ρχότανε είναι μπελάς και μπαλαούρα,
είναι σκοτούρα και έγνοια, και κίνδυνος κάποτε μεγάλος.
Οι μισές γυναίκες παλαιά πεθαίνανε στη γέννα.
Ετότες λοιπόν ήταν που ο άνθρωπος έκαμε τη μοιραία
επιλογή. Εψήφισε φιλί και ηδονή, και καταψήφισε τοκετό
και κύηση. Έτσι εδιάσπασε την ενότητα της πανίερης
πράξης, και την εδιαχώρισε στα δύο μισά της. Επροσκύνησε το ένα, 
εβλαστήμησε το άλλο. Είπε ναι στο πήδημα,είπε όχι στο γκάστρωμα.
Ευρήκε, λοιπόν, τη λύση ο πανούργος. Αυτό το «δεινόν» τέρας, όπως λέει ο Σοφοκλής. Ο τετραπέρατος, ο μπαγαμπόντης, ο πάντα καταφερτζής. Αυτός ο καιροσκόπος και υστερόβουλος, ο πολυπράγμονος και πονηρός. Αλλά
μαζί ο μωρός και ο μύωπας. Ο κωμικός και ο ασήμαντος, ο
ανεύθυνος, ο άτσαλος και ο υβριστής ανθρωπάκος.
Γιατί αποφάσισε να εκτρέψει τη γενετήσια ορμή του
από το φυσικό της ρείθρο. Και ελογάριασε ανόητα πως η
νέα κατάσταση που θα δημιουργήσει θα είναι εξίσου
έγκριτη και νόμιμη με την παλαιά. Ότι ημπορεί ο ίδιος ο
άνθρωπος να δημιουργήσει φύση!
Εδώ ο άνθρωπος δεν εσκέφθηκε ότι όσο μηχανικός και
ευρεσιτέχνης και νά 'ναι, δεν ημπορεί να υψωθεί στην περιωπή της δύναμης 
και της τελειότητας που έχει η φύση.
Το λάθος του ήταν που πίστεψε πως θά 'φτανε να εξισώσει
τη δύναμη του με τη δύναμη της φύσης.
Αλλά αυτό είναι Ύβρις με την έννοια της αττικής
τραγωδίας. Είναι η μεγαλύτερη Ύβρις που διέπραξε ο άνθρωπος σε όλη την εξέλιξη της ιστορίας του. Μαζί με την
άλλη, την Ύβρι του θανάτου, που θα ειπούμε.
Δε γνωρίζουμε πότε συνέβηκε αυτή η τομή. Σε
ποια στιγμή της ιστορικής πορείας του ανθρώπου. Όπως δε
γνωρίζουμε την ακριβή στιγμή, που ο εγκέφαλος του ζώου
έγινε νους στον άνθρωπο. Τη στιγμή, δηλαδή, που ξεφεύγοντας
 από τη σφαίρα του ζώου ο άνθρωπος διατύπωσετην πρώτη ερώτηση. 
Το πρώτο τι; ή γιατί; που ο Καντ το λέει 
«Η στιγμή του όφι των πρωτοπλάστων».

Ωστόσο οι εβραίοι τη στιγμή διαχωρισμού της
γενετήσιας πράξης στην αίρεση ή προαίρεση της ηδονής,
και στην καθαίρεση ή αναίρεση της κύησης, την
καταδήλω-σαν με τη σήμανση μιας σπουδαίας παραβολής.
Την εκάρ-φωσαν στο χάρτη της ποίησης, όπως ο
σαυροκτόνος Απόλλων εκάρφωνε στα δέντρα τις σαύρες.
Είναι η στιγμή του Αυνάν.

Ο συγγραφέας της Γένεσης στο τριάντα οχτώ κεφάλαιο
διηγείται μυθικά το κοσμοϊστορικό γεγονός.
Ένας γιος του Ιούδα έλαβε γυναίκα μία νέα και τρυφερή
κόρη, τη Θάμαρ. Ο άντρας νιόπαντρος ακόμη πέθανε.
Σύμφωνα με το νόμο τη χήρα έπρεπε να τη νυμφευθεί ο
δευτερότοκος αδερφός του νεκρού. Αυτός ήταν ο Αυνάν.
Τον εφώναξε λοιπόν ο πατέρας του και του είπε.
- Αυνάν, ο νόμος ορίζει να πάρεις γυναίκα τη χήρα του
αδερφού σου. Να συνομιλείς μαζί της, και να γεννήσεις
παιδιά, που θα λάβουν το όνομα του νεκρού. 
Να αναστήσεις το σπέρμα του.Έτσι και έγινε. 
Ο Αυνάν νυμφεύθηκε τη Θάμαρ, και
ζούσε μεγάλες περιπέτειες μέσα στους ηδονικούς της
κόλπους.
Σε μια στιγμή όμως σήκωσε το κεφάλι της η φαρμακερή
οχιά του εγωισμού, και τού 'δωκε συμβουλή κακή.

-Είσαι λοιπόν τόσο ανυπόστατος, ώστε θα γίνεις το
εργαλείο που θα γεννήσει κόρες και γιους σ' έναν ξένο;
Έστω κι αν είναι ο αδερφός σου αυτός; Όχι βέβαια.
-Μα με μαγεύει της ψυχής και του κορμιού της ο τρόπος,
 παρατήρησε έντρομος στον εαυτό του. Έχει ένα
λαιμό σαν το απάλαφρο σείσμα του κύκνου. Και οι
μηροί της είναι τορνευτό δαχτυλίδι μεγάλου τεχνίτη.
-Μην είσαι λιπόψυχος και προπέτης, τον αντίσκοψε η
οχιά. Όλα ετούτα ημπορείς να τα χαίρεσαι και να τα
τρυγάς.
-Μα πώς; απόρησε ο Αυνάν. Και το σπέρμα που θα
αναστήσω στον αδερφό μου;
-Είσαι και βλακόμετρο, τον εσάρκασε η οχιά. Ησύχασε,
και δε θα αναστήσεις κανένα σπέρμα στον αδερφό σου.
- Πώς;
- Να πώς: Κάθε φορά που η γιορτή σου θα γίνεται όργιο,
 να φροντίζεις να μη δροσίζει το σπέρμα σου τον κόλπο
της. Λίγη προσοχή χρειάζεται, τετράποδο. Λίγη τέχνη, και
λίγη προπόνηση. Άειντε και με σκότισες! απόσωσε η οχιά.
Και ο συγγραφέας της Γένεσης κλείνει την ιστορία: «Αυνάν
όέ δταν είσήρχετο προς την γυναίκα τοϋ άδελφοϋ αύτοϋ, 
έξέχεεν έπιτην γήν τοϋ μη δοϋναι σπέρμα»1.

Αυτό το «έξέχεεν έπι την γήν» ο άνθρωπος από την
εποχή του Αυνάν μέχρι σήμερα το ακολουθεί με κατάνυξη.
Επαναληπτικό τυφέκιο ακριβείας. Η κάννη, το κινητό
ουραίο, η σκοπευτική γραμμή, ο φλογοκρύπτης, η ακίδα
σκόπευσης, η σκανδάλη, το φυσίγγιο, ο πυροκροτητής, η
κατά βούληση πυροδότηση.
Μόνο που σήμερα, εξαιτίας η προηγμένη τεχνολογία
που λένε, έχουμε και άλλους τρόπους αποφυγής του
«δούναι σπέρμα».
Έχουμε γόνατα, κνήμες, μηρούς. Έχουμε τον κάλυκα
της κοιλιάς, παρειές, γλουτάκια. Έχουμε στόμα, μαλλιά, το
λακκάκι του λαιμού, και ό,τι άλλο επινόησε στο μεταξύ
των αιώνων η δεινή τεχνοσύνη του ανθρώπου.
Και πιο ψηλά πια, τα εφευρήματα του τεχνουργού
κρατήρων. Έχουμε την επέμβαση του γυναικολόγου, έχουμε περικαυλίδες και κόντομς, έχουμε την αντι-μπέϊμπυπίλλε.
Ιδού γιατί, τίμιε αναγνώστη, όλοι οι άντρες
ήμαστε αυ-νάνες. Και στο έγκλημα έχουμε συνεργούς όλες
τις γυναίκες. Κυριολεκτώ. Που πάει να ειπεί
μεταχειρίζομαι τις λέξεις με την αρχαϊκή τους ακρίβεια και
πιστότητα.
Τώρα εσύ φέρε τις αποστομωτικές αντιρρήσεις σου.
Αυνάνες θα ειπείς είναι αυτοί που μαλακίζουνται. Όσοι
καταφεύγουν στην αυτοϊκανοποίηση. Είναι εκείνοι που δε
βρίσκουν γυναίκα, που είναι ακρατείς, που δεν έχουν τα
αργύρια για το πορτέλο, ανδρικό ή γυναικείο.
Εντάξει. Δε θα διαφωνήσω μαζί σου. Αλλά στο δικό
μου ζητούμενο όλα ετούτα που λες είναι σκύβαλα, και
τσάνταλα, και αφουσιά1
Ανάθεσε στους δημοσιογράφους
να σου τα εξηγήσουν. Και στους ιεροκήρυκες.
Εγώ το πρόβλημα το βλέπω από τη σκοπιά του στοχαζόμενου 
και του πάσχοντα. Γιατί, αν θέλεις να σου τελειώσω 
όσο μελαγχολικά αρμόζει στο θέμα, θα σου θυμίσωκαι τούτο:
Στη διαδικασία της ψυχικής μετάλλαξης του ανθρώπου
που περιγράφουμε, και στην τροπή του από το φυσικό στο
αφύσικο, ο Αυνάν είναι η αρχή. Το τέλος όμως ξέρεις ποιο
είναι; Είναι το aids, φίλε.
Όπως στα περισσότερα, έτσι και εδώ η ιστορία αδίκησε
τη γυναίκα. Γιατί στον ελληνικό κόσμο λέμε πλατωνικός
έρωτας για τους άντρες, και λεσβιακός έρωτας για τις
γυναίκες;
Έτσι, λοιπόν, και στον εβραίϊκο κόσμο δίπλα στον αυνανισμό 
έπρεπε να υπάρχει και ο συμπληρωματικός -ισμός
για τις γυναίκες. Ο όρος θαμαρισμός. Και κοντά στους αυνάνες οι θαμάρες.

Αυτά για τον έρωτα και τον Αυνάν. Αλλά ποιάγια τον Κάιν και το θάνατο;
Το τρίτο κεφάλαιο της Γένεσης ιστορεί πώς ο προάνθρωπος έγινε άνθρωπος.
 Πώς ο άλογος εγκέφαλος έγινε νους. Και ακόμη ιστορεί πώς ο άνθρωπος εξορίστηκε από τον ευδαίμονα κήπο της άγνοιας του φυτού και του ζώου,
και πέρασε στην επίπονη χώρα της γνώσης. Στη γη της ιστορίας του.
Την ίδια περιπέτεια στον ελληνικό κόσμο μας την έχει
περιγράψει ο περίφημος μύθος του Πρωταγόρα στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα. Καθώς και η αττική τραγωδία με τους τρεις Προμηθείς του Αισχύλου. Εδώ μάλιστα η διήγηση είναι πολύ πιο υψηλής τέχνης. Γιατί είναι
ελληνική.
Το τρίτο κεφάλαιο της Γένεσης είναι η άλλη όψη της τραγωδίας του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος. Ο Αδάμ και η Εύα δεν εγνώριζαν, και μαθαίνουν. Ο Οιδίπους και η Ιοκάστη δεν εγνώριζαν, και μαθαίνουν. Ο Αδάμ και η Εύα εζούσαν στη μακάρια άγνοια του ζώου και περνάνε στην επίπονη γνώση του ανθρώπου. Ο
Οιδίπους και η Ιοκάστη εζούσαν στη μακάρια άγνοια της αιμομιξίας του ζώου, και περνούν στην επίπονη γνώση του δεσμού μάνας και γιού.
Ο Αδάμ και η Εύα εξορίζουνται από τον ευδαίμονα κήπο της άγνοιας του ζώου. Ο Οιδίπους και η Ιοκάστη εξορίζουνται από την ευδαίμονα ζωή της άγνοιας
στα παλάτια της Θήβας. Ο Αδάμ και η Εύα από το αθωωτικό σκοτάδι της
άγνοιας του ζώου ανοίγουν τα μάτια τους στο καταδικαστικό φως της γνώσης του ανθρώπου. Η αλλαγή τους τυφλώνει. Όπως ετύφλωσε τους δεσμώτες στην παραβολή της σπηλιάς του Πλάτωνα. Ο Οιδίπους τυφλώνεται και η
Ιοκάστη σκοτώνεται (σκότος), γιατί η νέα γνώση τους ακύρωσε την παλαιή πλάνη. Το τέταρτο κεφάλαιο της Γένεσης είναι η ιστορία του θανάτου. Είναι η τραγωδία του Σοφοκλή έπι Κολωνώ. Είναι η αδερφοκτονία του Κάιν και του Άβελ. Είναι η αδερφοκτονία του Πολυνείκη και του Ετεοκλή. Ο άνθρωπος ειδοποιήθηκε, πως αν φάγει τον καρπό της γνώσης θα πεθάνει το θάνατο. '
αν ημέρα φάγητε άπ' αντοϋ θανάτω άποθανεΐσθε1.
Και η απειλή, που απείλησε ο θεός τους ωραίους γυμνούς την προτεραία, πραγματοποιήθηκε την υστεραία. Παρασκευή εφάγανε, και Σάββατο πεθάνανε.
Εφόσον το θέμα του τρίτου κεφαλαίου της Γένεσης ήταν η γνώση, αναγκαία το θέμα του τέταρτου κεφαλαίου θα ήταν ο θάνατος.

Οι δύο γεωργοποιμένες αδερφοί προσφέρουνε θυσία ευχαριστίας στη φύση τις απαρχές του κόπου τους. Ο Άβελ ένα λευκό ερίφιο στην εστία, ο Κάιν ένα δράγμα αστάχυα στο αλώνι.
Η φύση στρέφει αυτί και ακούει το τραγούδι του Άβελ, αποστρέφει το αυτί και σωπαίνει στην ικετήρια επίκληση του Κάιν. Το κοπάδι του Άβελ αυξαίνει, τα γεννήματα του Κάιν ξεραίνουνται.

Ο άφτουρος αδερφός ζηλοφθονεί το φτούριο. Πάμε στον κάμπο, του λέει. Κι εκεί σηκώνει άγρια το αξινάρι και του το κατεβάζει στο μέτωπο1.
Ανοίγεται στα δύο το κεφάλι. Σκορπίζουνται τα αίματα και τα νεύρα. Το κορμί τσακίζεται σα δέντρο. Σωριάζεται η χαρωπή κίνηση στο χώμα. Βασιλεύει το
βλέμμα του Άβελ. Γυρίζει παραπονιάρικα στο φονιά. 

- Γιατί με σκότωσες, αδερφέ μου; Δε θα ξαναϊδώ πια τα
πουλιά και τον ήλιο. Δε θα μου ξαναχύσει νερό, να μου
πλύνει τα χέρια η λυγερή στην αυλή. Το παιδί μου και τα
αρνιά δε θα τα ξαναγγίξω. Ποτέ πια! Με ακούς; Ποτέ πια!

Ο συγγραφέας της Γένεσης λέει πως τότε εχτύπησε κεραυνός
 τον Κάιν στο μέτωπο. Και τον σημάδεψε με το σημάδι του φονιά.
Δεν ήταν κεραυνός. Αλλά ήταν εκείνο το ποτέ
πια! Ήταν οι τελευταίες λέξεις του Άβελ, και έγιναν η
ρυτίδα του θανάτου που σημάδεψε το μέτωπο του
ζωντανού. Είναι η ρυτίδα που όλοι τη φέρνουμε στο
μέτωπο από τον Κάιν και ύστερα. Είναι η γνώση θανάτου.
Ανάμεσα σε όλα τα όντα, ζώα πτηνά φυτά ερπετά
άστρα, τη γνώση θανάτου την έχει μόνον ο άνθρωπος. 
Είναι το ακριβό λύτρο με το οποίο εξαγοράστηκε το δώρο
της γνωστικής του συνείδησης. Της νόησης.
Εκατομμύρια άνθρωποι είχαν πεθάνει πριν τον Αβελ.
Αλλά δεν ήξευραν ότι πεθαίνουν. Όπως δεν το ξεύρουν τα
ψάρια, τα πουλιά, τα φυτά, τα ερπετά, τα άστρα. Δεν
ήξευραν ότι πεθαίνουν, γιατί ζούσαν στον παράδεισο της
άγνοιας του ζώου. Ο θάνατος ήρθε στον κόσμο μαζί με τον Κάιν. 
Και ηγνώση θανάτου είναι η πιο ακριβή κατανόηση.

Το σύννεφο του ουρανού φέρνει βροχή στους κάμπους
και στα όρη χιόνι. Το σύννεφο του Κάιν έφερε και έσκασε
τον κεραυνό του τρόμου στην ύπαρξη του ανθρώπου. Η
λάμψη του που ετύλιξε τη γη της ιστορίας μας, έγινε μια
απέραντη χλαμύδα αίματος.
Εννοώ πως εκείνο το ποτέ πια!, που είπε ο Αβελ ξεψυχώντας,
 έγινε στον άνθρωπο ο πιο ανήμερος τρόμος στη
διαλεκτική του σχέση με το θάνατο. Η φυσική γνώση ότι
πεθαίνοντας ο άνθρωπος χάνεται για πάντα, και ότι δε θα
ξαναζήσει ποτέ πια, έσπειρε στην ύπαρξη του τον πανικό
φόβο.
Το για πάντα! και το ποτέ πια! είναι δύο φράσεις που το
εκτόπισμα τους έχει τιμή απόλυτη. Και προορίστηκαν να
τις μεταχειρίζεται ο άνθρωπος μόνο για το οριστικό
γεγονός του θανάτου.
Αυτόν τον πανικό φόβο μπροστά στο θάνατο είναι που
δεν άντεξε ο άνθρωπος. Δε βρήκε τη βούληση να τον νικήσει. Να τον παραδεχθεί, να τον αναγνωρίσει. Να υποταχθεί ευγενικά και περήφανα στο αδυσώπητο φυσικό και στο αδυσώπητο δίκιο του. Ελύγισε.
Και ελύγισε επάνω ακριβώς στο σημείο της τροπής.
Έτσι το τρόπαιο το επήρε ο θάνατος. Έβαλε πια τον άνθρωπο μπροστά 
και τον κυνηγά προτροπάδην. Και τούτος ο
βερέμης τρέχει να του ξεφύγει. Αλλόφρονας, τυφλός,
ανεμοπόδαρος. Σπεύδει, με τα φυσικά του σημάδια χαμένα,
να κρυφτεί στα καταφύγια.Και τα καταφύγια του είναι τα σπήλαια 
και οι κατάγειες οικήσεις. Είναι οι οπές και τα πέτρινα ρήγματα, οι
βαραθρωμοί και οι καταβυθίσεις στα υπόγεια του συναισθήματος 
και της εμπύρετης φαντασίας του.
Όλοι ετούτοι είναι τόποι κρυμμένοι στο ζόφο της
ύπαρξης, χιλιάδες λεύγες βαθιά και μακριά από τη φωτε-ρή
τροπόσφαιρα της λογικής μας. Για να μην ακούμε τον
κεραυνό του Αβελ. Εκείνο το εκκωφαντικό ποτέ πια!
Την απόκρυψη και την καταφυγή από τον πανικό φόβο
του θανάτου ο άνθρωπος την εβάφτισε θεούς και θρησκείες. Και ζωή μετά θάνατο.
Προπαντός αυτό. Η πίστη στη ζωή μετά θάνατο
είναι το σύστημα ανάρτησης, είναι η ραχοκοκαλιά όλων
των θρησκειών. Βρες μου μια θρησκεία, που ο ιδρυτής της να μην εστερέωσε 
το οικοδόμημα της απάνου στην θεμέλια πέτρα της
πίστης για μια ζωή μετά θάνατο, κι εγώ θα σου δείξω πως
η θρησκεία αυτή δεν έχει οπαδό ούτε τον ίδιο τον ιδρυτή
της. Δε μιλώ για το Βούδα. Γιατί η νιρβάνα είναι
εγκατάλειψη, δεν είναι περηφάνεια.
Με τους θεούς και τις θρησκείες ευρήκαν το δρόμο
τους, κι εμπήκαν στο δρόμο τους όλα τα λερωμένα και τ'
άπλυτα της ιστορίας.
Ιερατείο, συναγωγή, κατήχηση. (Δε λέω την ωραία λέξη
εκκλησία, γιατί 'vol ελληνική και δηλώνει τον αγνό και
ρωμαλέο δήμο). Το αφιόνι, η παράκρουση, ο φανατισμός.
Το θεολογικό μίσος, το odium theologicum. Και από κοντά
η δυσειδής μορφή και η δυσώδης σάρκα όλων αυτών των
λειτουργημάτων. Το κηφηναριό δηλαδή και η παρασίτιση.
Οι ομφαλοσκόποι, οι θεόπτες, οι δαιμονόβλα-βοι και οι
δαιμονοκρουσμένοι. KaL ψηλά ψηλά, εκεί πια είναι και δεν
είναι. Εκεί θα ιδείς τα ινστιτούτα της αμάθειας, και τις
λαμπρές ακαδημίες του σκότους. Τις θεολογικές σχολές
και την ιερή Σύνοδο.
Με τους θεούς και τις θρησκείες εμπήκαν στο
δρόμο τους όλα τα λερωμένα και τ' άπλυτα της ιστορίας.
Από το «έλευθεροΰτε θεών τε πατρφων εδη» του Αισχύλου
ίσαμε τους σταυρούς των σταυροφόρων, τον αγκυλωτό
σταυρό του Χίτλερ1, και πρόσφατα τον ιερό πόλεμο των
ιρακινών στον Κόλπο κατά των «άπιστων» αμερικανών.
Στη μετάλλαξη της ανθρώπινης φύσης η τομή του Κάιν
είναι πολύ χειρότερη από την τομή του Αυνάν. Γιατί εδώ η
εκτροπή από το φυσικό στο αφύσικο είναι διαστροφή
μυαλού, και πνεύματος, και αξιών. Eivaι η κιβδήλεψη
ολόκληρου του πολιτισμού και της ιστορίας.
Κακά είναι και τα δύο. Αλλά πόσο κακότερο το χτύπημα της όχεντρας 
από το κέντρωμα της μέλισσας!
Γιατί, στο τέλος τέλος, με την τομή του Αυνάν ο άνθρωπος έγινε ο κυνηγός της αντοχής και της χαράς του. Ενώ με την τομή του Κάιν έγινε ο κυνηγημένος του τρόμου και της δειλίας του.
Με τον Αυνάν γκρεμίζεται στο βράχοτραγουδώντας.
 Με τον Κάιν βυθίζεται στο έλοςσκούζοντας.

(...)