Δε... δουλεύει η «δημιουργική καταστροφή» του Τραμπ στη Μέση Ανατολή.


Δε... δουλεύει η «δημιουργική καταστροφή» του Τραμπ 
στη Μέση Ανατολή. 

Γιατί δεν αποδίδει η «δημιουργική καταστροφή» που επέλεξαν οι ΗΠΑ.

Ο Χένρι Κίσινγκερ δήλωσε στους «Financial Times» το 2018 ότι «ο Τραμπ ίσως είναι από αυτά τα πρόσωπα που εμφανίζονται κατά καιρούς στην Ιστορία για να σηματοδοτήσουν το τέλος μιας εποχής και να την αναγκάσουν να εγκαταλείψει τα παλιά της προσχήματα». Πράγματι η Αμερική δείχνει να ανασχεδιάζει τη στρατηγική της σε όλα τα μέτωπα, από την Ασία μέχρι τη Μέση Ανατολή, χωρίς όμως να λείπουν οι αστοχίες. Ειδικά στο περίπλοκο θέμα της Μ. Ανατολής το σχέδιο Τραμπ δεν δουλεύει – ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται.

Ο Μάρτιν Ίντικ, μάλιστα, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Ισραήλ και πρώην αναπληρωτής υπ. Εξωτερικών για την Εγγύς Ανατολή, χαρακτήρισε την πολιτική Τραμπ για τη Μ. Ανατολή «καταστροφή στην έρημο».

Από την αρχή της Προεδρίας του η διοίκηση Τραμπ επεδίωκε να αποδεσμευτεί από πρακτικές και στρατηγικούς σχεδιασμούς του παρελθόντος και να δημιουργήσει μια νέα τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή. Οι συνεργάτες του, προσπαθώντας να ευχαριστήσουν έναν Πρόεδρο που αρέσκεται σε απλές, ανέξοδες απαντήσεις, κατέστρωσαν ένα νέο, έξυπνο στρατηγικό σχέδιο.

Από Ισραήλ και Σ. Αραβία το «κενό»

Η βασική του ιδέα ήταν ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αποτραβηχτούν από την περιοχή της Μέσης Ανατολής, χωρίς όμως να αντιμετωπίσουν συνέπειες από αυτή την απομάκρυνσή τους, επειδή το Ισραήλ και η Σ. Αραβία θα γέμιζαν το κενό για λογαριασμό τους. Είχαν, μάλιστα, μοιράσει και τις περιοχές ευθύνης της κάθε χώρας:

● Το Ισραήλ στο Λεβάντε, δηλαδή την ανατολική Μεσόγειο.

● Η Σαουδική Αραβία στον Περσικό Κόλπο.

● Τις δυο χώρες θα ένωνε το κοινό συμφέρον τους στην αντιπαράθεση με το Ιράν.

Πάνω ακριβώς στον περιορισμό του Ιράν θα θεμελίωναν τις διμερείς σχέσεις τους και το Ισραήλ θα μπορούσε να χτίσει μια σιωπηρή συμφωνία με τον σουνιτικό αραβικό κόσμο. Οι δυο αυτοί «αντιπρόσωποι» των ΗΠΑ θα εκτελούσαν τις εντολές της Ουάσιγκτον και ο πάτρωνάς τους θα αποκτούσε μια νέα («τράμπεια») τάξη πραγμάτων σχετικά ανέξοδα. Όπως έγραψε ο Μάρτιν Ίντικ στο «Foreign Affairs», δυστυχώς αυτό το σχέδιο είναι απλώς μια φαντασίωση.

Το σχέδιο Κίσινγκερ

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο Αμερικανός υπ. Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ έθεσε τις βάσεις για τη μεσανατολική στρατηγική, που ως βασικό εργαλείο είχε την προσπάθεια συμφιλίωσης του Ισραήλ και των Αράβων γειτόνων του. Στη διάρκεια του 21ου αιώνα η πρόοδος πάγωσε, ο πόλεμος του Ιράκ και η Αραβική Άνοιξη αποσταθεροποίησαν την περιοχή και προκάλεσαν την άνοδο του ISIS.

Ήταν, λοιπόν, βέβαιο ότι όποιος κι αν κέρδιζε τις αμερικανικές εκλογές το 2016 θα ερχόταν αντιμέτωπος με ένα ζοφερό διπλωματικό τοπίο στη Μέση Ανατολή. Οποιαδήποτε νέα διοίκηση λογικά θα κοιτούσε να γυρίσει στις βασικές αρχές της αμερικανικής στρατηγικής και θα προσπαθούσε να ανοικοδομήσει την πολιτική Κίσινγκερ, μια που τουλάχιστον είχε υπηρετήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Την... «ανατίναξε»

Όμως η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να «ανατινάξει» ό,τι είχε απομείνει από την αμερικανική στρατηγική για τη Μέση Ανατολή. Ενδεχομένως για να δημιουργήσει μια νέα με τη δική του σφραγίδα, αν και αυτό είναι κάτι που θα φανεί μόνο στην πράξη. Η επίσημη γραμμή της διοίκησης Τραμπ είναι ότι αυτό δεν ήταν κάτι παράτολμο, αλλά αποτελούσε μια συνειδητή «δημιουργική καταστροφή», που κρινόταν απαραίτητη για να αφήσει το πεδίο ελεύθερο για τη νέα μεγάλη διπλωματία που ερχόταν.

Άλλη μια πλάνη σύμφωνα με τον Ίντικ, που ισχυρίζεται ότι η πολιτική του Τραμπ για τη Μέση Ανατολή δεν πρόκειται να δημιουργήσει μια νέα, πιο σταθερή περιφερειακή τάξη πραγμάτων. Αντίθετα θα συνεχίσει τις όποιες καταστροφικές συνέπειες της παλιάς διακινδυνεύοντας τα όποια σωστά είχε καταφέρει. Στο τέλος, γράφει ο Ίντικ, η πολιτική Τραμπ για τη Μέση Ανατολή θα καταλήξει να λειτουργεί υπέρ του νόμου της ζούγκλας.

Όταν έσκισε τη συμφωνία

Βέβαιος, λοιπόν, για τις αποφάσεις του, ο Τραμπ ξεκίνησε με το Ιράν. Υπήρχε ήδη έτοιμη η συμφωνία του 2015, που διαπραγματεύτηκαν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι για τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Η συμφωνία είχε αρκετές ατέλειες, όμως, όταν ανέλαβε ο Τραμπ την Προεδρία, εφαρμοζόταν ήδη στην πράξη με έστω κάποια σημαντικά αποτελέσματα. Το λογικό βήμα για οποιονδήποτε νέο Πρόεδρο θα ήταν να χτίσει πάνω στη συμφωνία προσπαθώντας να τακτοποιήσει όποια ζητήματα παρέμεναν ανοιχτά.

Όμως, τον Μάιο του 2018, ο Τραμπ, απορρίπτοντας τις αντιρρήσεις των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας (Τίλερσον και Μάτις) αλλά και των Ε.Ε., Κίνας, Ρωσίας, έσκισε τη συμφωνία. Το έκανε εν μέρει λόγω της προσωπικής του εμμονής με τον Ομπάμα, αφού ό,τι είχε κάνει ο προκάτοχός του έπρεπε να ξηλωθεί από τον ίδιο, αλλά κυρίως επειδή υπολόγιζε ότι η νέα, ιδιοφυής στρατηγική του για τη Μ. Ανατολή θα δούλευε κι ότι έτσι θα εξυπηρετούνταν τα συμφέροντα των ΗΠΑ χωρίς την προϋπόθεση της ενεργού αμερικανικής παρουσίας.

Παράλληλα, ο Τραμπ ανακοίνωνε την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από την περιοχή, και μάλιστα με ιδιαίτερα γοργούς ρυθμούς. Κατά τη διοίκηση Τραμπ, το κενό που θα δημιουργούνταν δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, αφού το μεγαλύτερο βάρος θα το σήκωναν οι δυο ισχυροί σύμμαχοι της Ουάσιγκτον στην περιοχή, το Ισραήλ και η Σ. Αραβία.

Δυσκολίες λόγω Παλαιστινιακού

Όμως, στην πράξη φαίνεται ότι η Αμερική δεν μπορεί να εξαρτάται από το Ισραήλ για να προωθήσει τα συμφέροντά της στον αραβικό κόσμο. Λόγω της άλυτης διαμάχης με τους Παλαιστινίους, το Ισραήλ αντιμετωπίζει δυσκολίες όταν χρειάζεται ανοιχτή συνεργασία με τους γείτονές του. Τα αραβικά κράτη είναι συχνά πρόθυμα να ορίσουν κοινούς στόχους και κοινή ατζέντα με το Ισραήλ, όμως κάτω από το τραπέζι κι όχι δημοσίως.

Η Σαουδική Αραβία το κάνει από το 1960. Αλλά μια ανοιχτή συνεργασία με το Ισραήλ δημιουργεί εσωτερική δυσφορία στον αραβικό κόσμο και δυνητικά μπορεί να φτάσει να χαρακτηριστεί ακόμα και ως αποστασία.

Η Σαουδική Αραβία αποδείχτηκε ένα ακόμα πιο αδύναμο στήριγμα για τις ΗΠΑ. Επί χρόνια οι Σαουδάραβες ηγέτες επέλεγαν να έχουν έναν ήσυχο, υποστηρικτικό ρόλο στη στρατηγική της Αμερικής για τη Μ. Ανατολή. Μέχρι που στον θρόνο ανέβηκε ο φιλόδοξος 29χρονος πρίγκιπας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, που είδε το άνοιγμα για τη διεκδίκηση της ηγεσίας στον αραβικό κόσμο.

Ο ρόλος του Ριάντ

Ο Σαουδάραβας πρίγκιπας ανέπτυξε στενή σχέση με τον Τζάρεντ Κούσνερ, γαμπρό και ντιλαδόρο του Τραμπ, και ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος έτρεξε να επωφεληθεί από τα βραχυπρόθεσμα οφέλη που υποσχόταν στην άμυνα και την οικονομία ο πρίγκιπας Σαλμάν: ένα οπλικό ντιλ αξίας 350 δισ. δολαρίων που ποτέ δεν υλοποιήθηκε και υποσχέσεις για κολοσσιαίες επενδύσεις στις ΗΠΑ. Ακολούθησαν διάφορα γεγονότα που κατέληξαν σε φιάσκο:

● Ο πόλεμος του Σαουδάραβα πρίγκιπα Σαλμάν στην Υεμένη, που δημιούργησε τη χειρότερη ανθρωπιστική κρίση στον κόσμο.

● Τα γεγονότα που ακολούθησαν τη φρικτή δολοφονία Κασόγκι, που διατάχθηκε από τον πρίγκιπα Σαλμάν. Ο Τραμπ έφτασε ακόμη και να περιορίσει την πρόσβαση του Κογκρέσου σε πληροφορίες σχετικά με τη δολοφονία, σε μια προσπάθεια να θωρακίσει τον Σαουδάραβα σύμμαχό του από τη διεθνή καταδίκη, δημιουργώντας έτσι ακόμη μεγαλύτερο διχασμό στην Ουάσιγκτον.

● Το 2017 ο πρίγκιπας Σαλμάν υποσχέθηκε ότι μπορούσε να φέρει τον Μαχμούντ Αμπάς, ηγέτη των Παλαιστινίων, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, και μάλιστα με τους όρους του Τραμπ. Κάλεσε τον Αμπάς στο Ριάντ και του είπε να αποδεχθεί τις ιδέες του Κούσνερ για την ειρηνευτική διαδικασία Ισραήλ - Παλαιστίνης με αντάλλαγμα 10 δισ. δολάρια χρηματοδότηση από τη Σ. Αραβία. Ο Αμπάς, όμως, αρνήθηκε και έσπευσε να διαρρεύσει τις λεπτομέρειες της συναλλαγής, προκαλώντας κύμα οργής στον αραβικό κόσμο.

Τρία χρόνια στην Προεδρία ο Τραμπ δεν έχει ουσιαστικά τίποτε να επιδείξει όσον αφορά την ειρήνη στη Μέση Ανατολή. Αντίθετα, οι πολιτικές του επιλογές τροφοδότησαν την αντιπαράθεση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ, αποξένωσαν τους Παλαιστινίους, υποστήριξαν έναν ατέλειωτο πόλεμο στην Υεμένη και παρέδωσαν στη Ρωσία την ηγεμονία στη Συρία, με το Κρεμλίνο να πρωταγωνιστεί στον «πόλεμο» για τα κοιτάσματα της Μεσογείου και στην επόμενη μέρα στη Λιβύη.

Μόνες στην έρημο...

Η Αμερική πρέπει να θεωρεί τη Σ. Αραβία και το Ισραήλ σημαντικούς περιφερειακούς συμμάχους, τονίζει ο Ίντικ, αλλά όχι εργολάβους που έχουν το ελεύθερο να κάνουν ό,τι θέλουν. Αν οι ΗΠΑ συνεχίσουν να ακολουθούν την πολιτική Τραμπ για τη Μέση Ανατολή, κινδυνεύουν να βρεθούν «μόνες στην έρημο», προειδοποιεί.

Σύμφωνα, εξάλλου, με τη βρετανική εφημερίδα «Ιndependent», ο Τραμπ κινδυνεύει να τερματίσει τελευταίος και καταϊδρωμένος στην κούρσα για τα ενεργειακά κοιτάσματα της Μεσογείου εφόσον η Ρωσία καταφέρει να περάσει το δικό της.

Οι άσοι της Μόσχας

Άσχετα με το αν η Τουρκία το παραδέχεται ή όχι, το Κρεμλίνο θέλει να χρησιμοποιήσει τις περιφερειακές φιλοδοξίες της Τουρκίας για το δικό του συμφέρον. Η ανακάλυψη μεγάλων ενεργειακών κοιτασμάτων στα νερά της Ελλάδας, της Κύπρου, της Αιγύπτου και του Ισραήλ προκαλεί τεράστια ανησυχία στην ενεργειακά φτωχή Τουρκία κι αυτό η Μόσχα το γνωρίζει.

Οι Ρώσοι είναι άσοι στη «διασπαστική διπλωματία» και δεν πρόκειται να διστάσουν να χρησιμοποιήσουν τις φιλοδοξίες του Ερντογάν για να υπονομεύσουν τα συμφέροντα της Δύσης στα ενεργειακά κοιτάσματα της Μεσογείου.

Ο Πούτιν ξέρει ότι, αν ο διπλωματικός πόλεμος με την Ελλάδα (και το Ισραήλ) λήξει με την Τουρκία να αποκλείεται πλήρως από τον μαραθώνιο του φυσικού αερίου, αυτό θα αποτελέσει πλήγμα για τη Μόσχα, αφού έτσι θα προχωρήσουν τα πρότζεκτ για μεταφορά αερίου που δεν θα είναι ρωσικό, όπως ο EastMed. Αυτή τη στιγμή η περιοχή έχει «χωριστεί» με την Τουρκία και τη Ρωσία στη μια πλευρά – αν και υποτίθεται πως είναι αντίπαλοι στη Λιβύη – και Ελλάδα, Ισραήλ, Κύπρο, ΗΠΑ στην άλλη.

Ανησυχία στην Ελλάδα

Ο πόλεμος της Λιβύης αφορά στην ουσία τα ενεργειακά κοιτάσματα της ανατολικής Μεσογείου. Είναι προφανές πια ότι η Ρωσία, αν και επισήμως σύμμαχος του Χαφτάρ, δεν τον υποστήριξε σοβαρά για να πάρει την Τρίπολη σέρνοντάς τον σε διαπραγματεύσεις σε Μόσχα και Βερολίνο. Οι Ρώσοι προσπαθούν να κυριαρχήσουν και στις δυο πλευρές του πολέμου στη Λιβύη, ενώ το χειρότερο σενάριο για την Ελλάδα είναι, στο τέλος, να μοιραστούν τα λάφυρα με τον Ερντογάν.

Ενώ η Τουρκία δημιουργεί χάος σε Λιβύη και ανατολική Μεσόγειο, ο Τραμπ, ως συνήθως, αδυνατεί να δει την όλη εικόνα – ή τουλάχιστον έτσι δείχνει. Κατανοεί μεν τα αμερικανικά συμφέροντα για τα ενεργειακά κοιτάσματα της Μεσογείου, αλλά φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται ότι, αν παραδώσει τη Λιβύη στους Τούρκους και τους Ρώσους, δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει σε τίποτα την Αμερική, σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα.

Ο Τραμπ κατευνάζει διαρκώς τον Ερντογάν κι αυτό πρέπει να σταματήσει, σημειώνει ο «Ιndependent». Δυνάμεις στην Ουάσιγκτον, εκτός του Τραμπ, επιθυμούν να βρεθεί ένα σχέδιο που θα σταματήσει την Τουρκία και τη Ρωσία να συνωμοτούν για τη Μεσόγειο.

Όμως το ζητούμενο για την Ουάσιγκτον θα είναι πάντα το πώς θα φέρει την – πολύτιμη για τις ΗΠΑ – Τουρκία πίσω στη Δύση πριν να είναι αργά. Και ο τρόπος που θα θελήσουν οι ΗΠΑ να πράξουν κάτι τέτοιο είναι δικαιολογημένο να προκαλεί «πυρετό» ανησυχίας στην Ελλάδα.

 ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΑΛΟΥΠΗΣ

Δημοσιεύτηκε στο ''ΠΟΝΤΙΚΙ'', 
τεύχος 2109, στις 23-1-2020


28/1/2020