Ρύποι, ρύποι, ρύποι...

  



Ρύποι, ρύποι, ρύποι...*

Η ρύπανση έχει πολλές όψεις. Μας ενοχλούν οι ξεχειλίσμενοι κάδοι με τα σαπισμένα σκουπίδια, μας απωθούν οι βρόμικες φυσαλίδες της θάλασσας, αγανακτούμε βλέποντας ακαθαρσίες ζώων στα πεζοδρόμια, δυσανασχετούμε με τα μίζερα, αφρόντιστα πάρκα, λυπούμαστε τα περιφερόμενα, πεινασμένα αδέσποτα ζώα, μας πανικοβάλει η αιθαλομίχλη πάνω από την πόλη, οργιζόμαστε στην όψη του μπαζωμένου ρυακιού με τα βιομηχανικά απόβλητα, αποστρέφουμε το βλέμμα μας από τις εγκαταλειμμένες οικοδομές, τους βαμμένους με συνθήματα τοίχους, τις  κουρελιασμένες αφίσες, τα βανδαλισμένα μνημεία μας.

Ρύποι, ρύποι, ρύποι… Άλλοι, οι σοβαρότεροι, απειλούν την υγεία μας. Άλλοι, λιγότερο επικίνδυνοι αυτοί που προσβάλλουν την αισθητική μας. Αλάνθαστη, εν προκειμένω,  η προειδοποιητική επισήμανση:

Όταν ο πολιτισμός αρχίζει να διαλύεται, τα ρήγματα πρωτοφανερώνονται στην αισθητική του.
  
Μια κατηγορία από μόνη τους, οι ρύποι του λόγου, γραπτού και προφορικού. Τον πρώτο μπορούμε κάπως να τον ελέγξουμε: διαλέγουμε τί θα διαβάσουμε. Ο δεύτερος είναι πολύ ύπουλος, λιγότερο ελέγξιμος: Ρυπαίνω τη συζήτηση όταν επιδιώκω το μονοπώλιο του λόγου ή όταν διακόπτω τον άλλον πριν ολοκληρώσει τη σκέψη του. Αυτές, οι πρώτες από τις μολύνσεις του είδους. Υπάρχουν και οι λεπτότερες, ποικιλοτρόπως ενοχλητικές: η επανάληψη, η ανακρίβεια, η κενότητα, η αοριστία  και η γενικότητα του λόγου-και βέβαια ο στόμφος και η ρηχή ωραιοποίηση των λεγομένων. 

Άλλη κατηγόρια ρύπανσης, αυτή που εκτρέφεται από μια εγκατεστημένη, περίπου θεσμική, ενδημούσα αγένεια. Αυτή που θα την ονομάζαμε συμπεριφορική ρύπανση. Κορυφαία εκδήλωσή της, η αδιακρισία. Ακριβέστερα, ο εκβιασμός της οικειότητας, ή η παραβίαση της ιδιωτικότητας του άλλου.

Κατά τα άλλα η συμπεριφορική ρύπανση είναι παρούσα σε κάθε κοινωνική, καθημερινή συναναστροφή: σε ουρές, δρόμους, πεζοδρόμια, γραφεία, ασανσέρ, διαδρόμους, καφέ, εστιατόρια, μέσα μεταφοράς, ακόμα και στα φωνακλάδικα τηλεφωνήματα. Κύριοι πρωταγωνιστές, αυτοί που μπαίνουν χωρίς να περιμένουν να βγεις πρώτα. Σε σπρώχνουν βάναυσα στο ασανσέρ. Στέκονται πονηρά δίπλα στην ουρά και όχι πίσω, εποφθαλμιώντας τη θέση σου. Επιμένουν φωναχτά και προκλητικά στις απόψεις τους, με τρόπο που να δυσχεραίνει κάθε διαφωνία. Κλέβουν την ιδέα που λες χαμηλόφωνα και τη φωνάζουν ως δική τους με ένα χυδαίο χαμόγελο θριάμβου. Χαίρονται κραυγαλέα όταν κερδίζει η ομάδα τους, το κόμμα τους, ο υποψήφιος της προτίμησής τους, γελάνε αστόχαστα με ένα ρατσιστικό ή σεξιστικό ανέκδοτο, χωρίς να έχουν την ευαισθησία να σκεφτούν αν αυτό προσβάλει την προσωπικότητα ή την προέλευση κάποιων παριστάμενων.

Αρκούντως επισημασμένη και η επόμενη κατηγορία. Κύριο χαρακτηριστικό της, η μηδενική ανοχή στην επιτυχία του άλλου. Σαρώνει η αρνητική εικόνα για τον τάδε ή δείνα επώνυμο, επιτυχημένο ή αποτυχημένο, αλλά και για τον απλώς γνωστό, συνάδελφο ή ακόμα και  "φίλο", σε κουβέντες δημόσιες ή ιδιωτικές. Ο,τι και να καταφέρει κάποιος είναι κάλπικο, ύποπτο, στημένο.  Με την πρώτη διατύπωση μιας καλής κουβέντας για κάποιον, ενεργοποιούνται όλα τα καιροφυλακτούντα επιθετικά ανακλαστικά.  

Η ζήλια, το διαρκώς αδικαίωτο "εγώ", εν είδει μιας λανθάνουσας μόλυνσης, ορθώνουν τείχη ανάμεσα στην επιτυχία του άλλου και τη δική τους μετριότητα. Όπως ευγλωττότατα έχει επισημανθεί: Εκείνο που τους ενοχλεί περισσότερο, ακόμα και από τις αποτυχίες τους, είναι το πόσο εύκολα κάποιος άλλος θα τις είχε αποφύγει. 

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα χειρότερο. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να κάνεις το κακό, χωρίς να  διακινδυνέψεις και πολλά, είναι η συκοφαντία. Γι’ αυτό και είναι τόσο διαδεδομένη. Η "έργω βλάβη" εντοπίζεται και τιμωρείται αυστηρά, ενώ η κακογλωσσιά, όταν μάλιστα συνοδεύεται και από την έντεχνη εκφορά της, κάνει εξίσου καλή δουλειά, και χωρίς να αφήνει ίχνη. 

Διαγράφοντας, προς στιγμήν, τα παραπάνω δείγματα κακογραφίας-εύγλωττα βιογραφικά κοινωνικής υπανάπτυξης- και, έτσι για να νιώσουμε την αγαλλίαση από μια άλλη συναναστροφή, παραθέτω, τα στοιχεία ταυτότητας αυτών που ο ποιητής Νίκος  Καρούζος είχε αποκαλέσει, "μεταξωτούς ανθρώπους": Μιλούν ελάχιστα για τον εαυτό τους. Χαίρονται με τις επιτυχίες των άλλων. Δεν σπεύδουν χαιρέκακα να κάνουν πλάκα, δήθεν χαριεντιζόμενοι, με εξωτερικά γνωρίσματα που πονάνε κάποιους άλλους. Δεν σπερμολογούν, διακινώντας φήμες. Υπερασπίζονται σθεναρά κάποιον απόντα που λοιδορείται σε μια παρέα, όταν νιώθουν ότι αδικείται -κι ας μη είναι φίλος τους. Προσέχουν τι λες, και δεν είναι ωσεί παρόντες στη συζήτηση, με το μυαλό τους στο τι θα πουν οι ίδιοι, στη συνέχεια, για να εντυπωσιάσουν. Σέβονται και συμπονούν λίγο περισσότερο τον άλλον, σκέφτονται πριν να  μιλήσουν, παραδέχονται το σφάλμα τους, ζητώντας συγγνώμη. Κι ακόμα, δεν ορμάνε να πιάσουν την καλύτερη θέση στο τραπέζι της ταβέρνας ή να σερβιριστούν πρώτοι. Γενικότερα, αυτοί που απέχουν από κάθε τι αγοραίο διαδραματίζεται ή κυκλοφορεί, εκεί έξω. 

Κλείνω με δυο αφορισμούς, που οι παλιότεροι αναγνώστες αυτής της στήλης ίσως να έχουν ξαναδιαβάσει. Σε αντιστοίχιση: Ο πρώτος περιγράφει την πρώτη κατηγορία, των αχόρταγων της διεκδίκησης, της επίδειξης, της προσβολής: "Αχόρταγος είναι αυτός που κατά βάθος ξέρει ότι είναι υπερτιμημένος". 

Ο δεύτερος αναφέρεται στη δεύτερη κατηγορία, αυτή των "μεταξωτών ανθρώπων":

"Ο πραγματικά ευγενής άνθρωπος είναι ευγενής και όταν είναι μόνος του".

Υ.Γ.: Θα ήθελα να αφιερώσω αυτό το κείμενο -το πρώτο της χρονιάς- σε όλους τους σπουδαίους ανθρώπους της δεύτερης κατηγορίας. Και συγχρόνως, αντί άλλης ευχής να ευχηθώ σε όλους μας, στη νέα χρονιά, να έχουμε όσο γίνεται περισσότερα ψυχωφελή συναπαντήματα με αυτό το είδος των ανθρώπων. 

Αναφορές: Το ζήτημα- ένα διαρκές ζητούμενο- έχει, λιγότερο ή περισσότερο δραματικά, αναδειχτεί κατά καιρούς και από τους/τις: Μαρία Βασιλοπούλου, Λίνα Γιάνναρου, Λ. Ζούρο, Μαρία Κατσουνάκη, Κώστα Λεονταρίδη, Γιάννη Τριάντη. Αποσπάσματα από κείμενά τους έχουν ενσωματωθεί, εμπλουτίζοντάς το, σε αυτό το κείμενο.

Του Γιώργου Ι. Κωστούλα 
O κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών 
του ευρύτερου  χρηματοπιστωτικού τομέα
 gcostoulas@gmail.com


21/1/2020