Γιατί ο εθνικισμός λειτουργεί. Και γιατί δεν εξαφανίζεται.
Πάρτι στις ΗΠΑ: Σε ένα πικ-νικ για τον εορτασμό της 4ης Ιουλίου στο Μπρούκλιν, στη Νέα Υόρκη, τον Ιούλιο του 2018. Christopher Lee / The New York Times
Γιατί ο εθνικισμός λειτουργεί.
Και γιατί δεν εξαφανίζεται.
Ο εθνικισμός δεν είναι ένα παράλογο αίσθημα που μπορεί να εκδιωχθεί από την σύγχρονη πολιτική μέσω της διαφωτιστικής εκπαίδευσης˙ είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές του σύγχρονου κόσμου και είναι ευρύτερα αποδεκτός από όσο αναγνωρίζουν οι επικριτές του. Με λίγες εξαιρέσεις, είμαστε σήμερα όλοι εθνικιστές.
Ο εθνικισμός έχει κακή φήμη σήμερα. Στο μυαλό πολλών μορφωμένων Δυτικών, αποτελεί μια επικίνδυνη ιδεολογία [1]. Μερικοί αναγνωρίζουν τις αρετές του πατριωτισμού, που θεωρείται ως η καλοπροαίρετη αγάπη για την πατρίδα˙ την ίδια στιγμή, βλέπουν τον εθνικισμό ως στενόμυαλο [2] και ανήθικο, ως ότι προωθεί την τυφλή πίστη σε μια χώρα πάνω από τις βαθύτερες δεσμεύσεις της δικαιοσύνης και της ανθρωπότητας. Σε μια ομιλία τον Ιανουάριο του 2019 στο διπλωματικό σώμα της χώρας του, ο Γερμανός πρόεδρος, Frank-Walter Steinmeier, έθεσε αυστηρά αυτή την άποψη: «Ο εθνικισμός», είπε, «είναι ένα ιδεολογικό δηλητήριο».
Τα τελευταία χρόνια, οι λαϊκιστές σε όλη την Δύση προσπάθησαν να ανατρέψουν αυτή την ηθική ιεράρχηση [3]. Έχουν υπερήφανα διεκδικήσει τον μανδύα του εθνικισμού, υποσχόμενοι να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της πλειοψηφίας εναντίον των μεταναστευτικών μειονοτήτων και των ανέγγιχτων ελίτ. Οι επικριτές τους, εν τω μεταξύ, προσκολλώνται στην καθιερωμένη διάκριση ανάμεσα στον κακοήθη εθνικισμό και τον άξιο πατριωτισμό. Σε μια ελάχιστα συγκεκαλυμμένη βολή προς τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, έναν αυτοαποκαλούμενο εθνικιστή, ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν δήλωσε τον περασμένο Νοέμβριο ότι «ο εθνικισμός είναι μια προδοσία του πατριωτισμού».
Η λαϊκή διάκριση ανάμεσα στον πατριωτισμό και τον εθνικισμό απηχεί αυτή που κάνουν οι μελετητές που αντιπαραθέτουν τον «πολιτικό» εθνικισμό, σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι πολίτες, ανεξάρτητα από το πολιτισμικό τους υπόβαθρο, θεωρούνται μέλη του έθνους, με τον «εθνοτικό» εθνικισμό, στον οποίο η καταγωγή και η γλώσσα καθορίζουν την εθνική ταυτότητα. Ωστόσο, οι προσπάθειες για να τραβήξουν μια σκληρή γραμμή ανάμεσα στον καλό, πολιτικό πατριωτισμό και τον κακό, εθνοτικό εθνικισμό, παραβλέπουν τις κοινές ρίζες και των δύο. Ο πατριωτισμός είναι μια μορφή εθνικισμού. Είναι ιδεολογικοί αδελφοί, όχι μακρινά ξαδέλφια.
Στον πυρήνα τους, όλες οι μορφές εθνικισμού μοιράζονται τα ίδια δύο δόγματα: Πρώτον, ότι τα μέλη του έθνους, αντιληπτά ως ομάδα ίσων πολιτών με κοινή ιστορία και μελλοντικό πολιτικό πεπρωμένο, πρέπει να κυβερνούν το κράτος και, δεύτερον, ότι πρέπει να το κάνουν αυτό για το συμφέρον του έθνους. Επομένως, ο εθνικισμός αντιτίθεται στην ξένη κυριαρχία από μέλη άλλων εθνών, όπως στις αποικιακές αυτοκρατορίες και σε πολλά δυναστικά βασίλεια, όπως [αντιτίθεται] και σε κυβερνήτες που αγνοούν τις προοπτικές και τις ανάγκες της πλειοψηφίας.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων, ο εθνικισμός συνδυάστηκε με όλες τις άλλες πολιτικές ιδεολογίες. Ο φιλελεύθερος εθνικισμός [4] άνθησε στην Ευρώπη του 19ου αιώνα και στην Λατινική Αμερική, ο φασιστικός εθνικισμός θριάμβευσε στην Ιταλία και την Γερμανία κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου, ενώ ο μαρξιστικός εθνικισμός ώθησε τα αντι-αποικιακά κινήματα που εξαπλώθηκαν στον «παγκόσμιο Νότο» μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα, σχεδόν όλοι, αριστερά και δεξιά, αποδέχονται τη νομιμότητα των δύο βασικών αρχών του εθνικισμού. Αυτό γίνεται σαφέστερο όταν ο εθνικισμός αντιπαρατίθεται με άλλα δόγματα κρατικής νομιμοποίησης. Στις θεοκρατίες, το κράτος πρέπει να κυβερνάται στο όνομα του Θεού, όπως στο Βατικανό ή στο χαλιφάτο του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS). Στα δυναστικά βασίλεια, το κράτος ανήκει σε, και κυβερνάται από, μια οικογένεια, όπως στην Σαουδική Αραβία. Στην Σοβιετική Ένωση το κράτος κυβερνήθηκε στο όνομα μιας τάξης: Το διεθνές προλεταριάτο.
Από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ο κόσμος έχει γίνει ένας κόσμος εθνικών κρατών που διέπονται από εθνικιστικές αρχές. Ο προσδιορισμός του εθνικισμού αποκλειστικά στην πολιτική δεξιά σημαίνει μη κατανόηση της φύσης του εθνικισμού και άγνοια του πόσο βαθιά έχει διαμορφώσει όλες σχεδόν τις σύγχρονες πολιτικές ιδεολογίες, συμπεριλαμβανομένων των φιλελεύθερων και των προοδευτικών. Έδωσε το ιδεολογικό υπόβαθρο για θεσμούς όπως η δημοκρατία, το κράτος πρόνοιας και η δημόσια εκπαίδευση, εκ των οποίων όλα δικαιολογούνταν στο όνομα ενός ενοποιημένου λαού με κοινή αίσθηση σκοπού και αμοιβαίας υποχρέωσης. Ο εθνικισμός ήταν μια από τις μεγάλες κινητήριες δυνάμεις που βοήθησαν να νικηθεί η ναζιστική Γερμανία και η αυτοκρατορική Ιαπωνία. Και οι εθνικιστές απελευθέρωσαν τη μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατική κυριαρχία.
Ο εθνικισμός δεν είναι ένα παράλογο αίσθημα που μπορεί να εκδιωχθεί από την σύγχρονη πολιτική μέσω της διαφωτιστικής εκπαίδευσης˙ είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές του σύγχρονου κόσμου και είναι ευρύτερα αποδεκτός από όσο αναγνωρίζουν οι επικριτές του. Ποιος στις Ηνωμένες Πολιτείες θα συμφωνούσε να κυβερνάται από Γάλλους ευγενείς; Ποιος στη Νιγηρία θα καλούσε δημοσίως τους Βρετανούς να επιστρέψουν; Με λίγες εξαιρέσεις, είμαστε σήμερα όλοι εθνικιστές.
Πυροτεχνήματα στον Πύργο του Άιφελ για τον εορτασμό της Ημέρας της Βαστίλης, στο Παρίσι, τον Ιούλιο του 2014. Gonzalo Fuentes / Reuters
ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΕΘΝΟΣ
Ο εθνικισμός είναι μια σχετικά πρόσφατη εφεύρεση. Το 1750, τεράστιες πολυεθνικές αυτοκρατορίες -αυστριακή, βρετανική, κινεζική, γαλλική, οθωμανική, ρωσική και ισπανική- κυβέρνησαν το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Αλλά τότε ήρθε η Αμερικανική Επανάσταση, το 1775, και η Γαλλική Επανάσταση, το 1789. Το δόγμα του εθνικισμού -διακυβέρνηση στο όνομα ενός εθνικά καθορισμένου λαού- εξαπλώθηκε σταδιακά σε όλο τον κόσμο. Κατά τους επόμενους δύο αιώνες, αυτοκρατορία μετά από αυτοκρατορία διαλύθηκαν σε μια σειρά εθνών-κρατών. Το 1900, το περίπου 35% της επιφάνειας του πλανήτη καλυπτόταν από εθνικά κράτη˙ μέχρι το 1950, ήταν ήδη 70%. Σήμερα, παραμένουν μόνο μισή ντουζίνα δυναστικά βασίλεια και θεοκρατίες.
Από πού προέρχεται ο εθνικισμός και γιατί έγινε τόσο δημοφιλής; Οι ρίζες του φτάνουν στην αρχική σύγχρονη Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή πολιτική σε εκείνη την περίοδο -κατά προσέγγιση, από τον 16ο ως τον 18ο αιώνα- χαρακτηριζόταν από έντονες εχθροπραξίες ανάμεσα σε όλο και πιο συγκεντρωτικά, γραφειοκρατικά κράτη. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, τα κράτη αυτά είχαν σε μεγάλο βαθμό εκτοπίσει άλλους θεσμούς (όπως τις εκκλησίες) ως τους κύριους παρόχους δημόσιων αγαθών στην επικράτειά τους και είχαν εξαλείψει ή συν-επέλεξαν ανταγωνιστικά κέντρα εξουσίας, όπως η ανεξάρτητη τάξη των ευγενών. Επιπλέον, η συγκέντρωση της εξουσίας προωθούσε την εξάπλωση μιας κοινής γλώσσας σε κάθε κράτος, τουλάχιστον μεταξύ των εγγραμμάτων, και προσέφερε μια κοινή εστίαση για τις οργανώσεις της αναδυόμενης κοινωνίας των πολιτών, οι οποίες στην συνέχεια ασχολήθηκαν με θέματα του κράτους.
Το ευρωπαϊκό ανταγωνιστικό και επιρρεπές στους πολέμους πολυκρατικό σύστημα οδήγησε τους κυβερνώντες να αποσπούν όλο και περισσότερους φόρους από τους πληθυσμούς τους και να διευρύνουν τον ρόλο των κοινών πολιτών στον στρατό. Αυτό, με την σειρά του, έδωσε στους απλούς πολίτες μόχλευση για να ζητήσουν από τους ηγέτες τους αυξημένη πολιτική συμμετοχή, ισότητα ενώπιον του νόμου, και καλύτερη παροχή δημόσιων αγαθών. Τελικά, προέκυψε ένα νέο σύμφωνο: Οι κυβερνήτες θα πρέπει να κυβερνούν για τα συμφέροντα του πληθυσμού και, για όσο το πράττουν, οι υπήκοοι τους οφείλουν πολιτική αφοσίωση, στρατιώτες και φόρους. Ο εθνικισμός κάποτε αντικατόπτριζε και δικαιολογούσε αυτή τη νέα συνθήκη. Θεώρησε ότι οι κυβερνώντες και οι υπήκοοι αμφότεροι ανήκαν στο ίδιο έθνος και έτσι μοιράζονταν μια κοινή ιστορική προέλευση και μελλοντικό πολιτικό πεπρωμένο. Οι πολιτικές ελίτ θα φροντίζουν τα συμφέροντα των κοινών ανθρώπων παρά εκείνων της δυναστείας τους.
Γιατί ήταν τόσο ελκυστικό αυτό το νέο μοντέλο κρατικής υπόστασης; Τα πρώιμα εθνικά κράτη -Γαλλία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες- έγιναν γρήγορα πιο ισχυρά από τα παλιά δυναστικά βασίλεια και τις αυτοκρατορίες. Ο εθνικισμός επέτρεψε στους ηγέτες να μαζέψουν περισσότερους φόρους από τους υπηκόους και να υπολογίζουν στην πολιτική πίστη τους. Ίσως το πιο σημαντικό, τα έθνη-κράτη αποδείχθηκαν ικανά να νικήσουν τις αυτοκρατορίες στο πεδίο της μάχης. Η γενική στρατολόγηση -εφευρεθείσα από την επαναστατική κυβέρνηση της Γαλλίας- επέτρεψε στα έθνη-κράτη να στρατολογούν μαζικά στρατεύματα των οποίων οι στρατιώτες είχαν κίνητρο να πολεμήσουν για την πατρίδα τους. Από το 1816 έως το 2001, τα έθνη-κράτη κέρδισαν κάπου μεταξύ 70% και 90% των πολέμων τους εναντίον αυτοκρατοριών ή δυναστικών κρατών.
Καθώς τα έθνη της δυτικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών κυριάρχησαν στο διεθνές σύστημα, οι φιλόδοξες ελίτ σε όλο τον κόσμο προσπάθησαν να φθάσουν την οικονομική και στρατιωτική ισχύ της Δύσης, μιμούμενες το εθνικιστικό πολιτικό μοντέλο τους. Ίσως το πιο διάσημο παράδειγμα είναι η Ιαπωνία, όπου το 1868, μια ομάδα νέων Ιάπωνων ευγενών ανέτρεψε την φεουδαρχική αριστοκρατία, συγκέντρωσε την εξουσία υπό τον αυτοκράτορα και ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για να μετατρέψει την Ιαπωνία σε ένα σύγχρονο, εκβιομηχανισμένο έθνος-κράτος –μια εξέλιξη γνωστή ως η παλινόρθωση του Meiji. Μόλις μια γενιά αργότερα, η Ιαπωνία ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την Δυτική στρατιωτική ισχύ στην Ανατολική Ασία.
Ο εθνικισμός δεν εξαπλώθηκε μόνο λόγω της ελκυστικότητάς του προς τις φιλόδοξες πολιτικές ελίτ. Ήταν επίσης ελκυστικός για τους κοινούς ανθρώπους [5], επειδή το έθνος-κράτος προσέφερε μια καλύτερη σχέση συναλλαγής με την κυβέρνηση από όσο κάποιο προηγούμενο μοντέλο κρατικής εξουσίας. Αντί για διαβαθμισμένα δικαιώματα με βάση το κοινωνικό status, ο εθνικισμός υποσχέθηκε την ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον του νόμου. Αντί να περιορίζει την πολιτική ηγεσία στην τάξη των ευγενών, άνοιξε τις πολιτικές σταδιοδρομίες σε ταλαντούχους απλούς πολίτες. Αντί να αφήσει την παροχή δημόσιων αγαθών στις συντεχνίες, τα χωριά και τα θρησκευτικά ιδρύματα, ο εθνικισμός έφερε την ισχύ του σύγχρονου κράτους να βαρύνει στην προώθηση του κοινού καλού. Και αντί να διαιωνίζει την περιφρόνηση των ελίτ για τα μη καλλιεργημένα άτομα, ο εθνικισμός ανέδειξε το status των απλών ανθρώπων καθιστώντας τους τη νέα πηγή κυριαρχίας και μετακινώντας την λαϊκή κουλτούρα στο κέντρο του συμβολικού σύμπαντος.
ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
Στις χώρες όπου πραγματοποιήθηκε το εθνικιστικό σύμφωνο μεταξύ των κυβερνώντων και των κυβερνημένων, ο πληθυσμός ήρθε να ταυτιστεί με την ιδέα του έθνους ως μια εκτεταμένη οικογένεια της οποίας τα μέλη οφείλουν ο ένας στον άλλον πίστη και υποστήριξη. Δηλαδή, εκεί που οι ηγέτες τήρησαν την δική τους πλευρά της συμφωνίας, οι πολίτες αγκάλιασαν μια εθνικιστική ματιά για τον κόσμο. Αυτό έθεσε τα θεμέλια για μια σειρά άλλων θετικών εξελίξεων.
Μια από αυτές ήταν η δημοκρατία, η οποία άκμασε εκεί όπου η εθνική ταυτότητα ήταν σε θέση να αντικαταστήσει άλλες ταυτότητες, όπως αυτές που επικεντρώνονται σε θρησκευτικές, εθνοτικές ή φυλετικές κοινότητες. Ο εθνικισμός έδωσε την απάντηση στο κλασικό οριακό ζήτημα της δημοκρατίας: Ποιος είναι ο λαός στο όνομα του οποίου θα πρέπει να κυβερνά η κυβέρνηση; Με το να περιορίζει το δικαίωμα ψήφου στα μέλη του έθνους και με το να αποκλείει τους ξένους από την ψηφοφορία, η δημοκρατία και ο εθνικισμός εισήλθαν σε έναν ανθεκτικό γάμο.
Την ίδια στιγμή που ο εθνικισμός καθιέρωνε μια νέα ιεράρχηση των δικαιωμάτων μεταξύ των μελών (πολιτών) και των μη-μελών (αλλοδαπών), έτεινε να προάγει την ισότητα μέσα στο ίδιο το έθνος. Επειδή η εθνικιστική ιδεολογία θεωρεί ότι ο λαός αντιπροσωπεύει ένα ενιαίο σώμα χωρίς διαφορές ως προς το status, ενίσχυσε το ιδεώδες του Διαφωτισμού ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να είναι ίσοι έναντι του νόμου. Ο εθνικισμός, με άλλα λόγια, εισήλθε σε μια συμβιωτική σχέση με την αρχή της ισότητας. Ειδικότερα, στην Ευρώπη, η μετάβαση από την δυναστική κυριαρχία στο έθνος-κράτος συχνά συνοδεύτηκε από τη μετάβαση σε μια αντιπροσωπευτική μορφή διακυβέρνησης και στο κράτος δικαίου. Αυτές οι όψιμες δημοκρατίες αρχικά περιόριζαν τα πλήρη νόμιμα δικαιώματα και τα δικαιώματα ψήφου στους άρρενες ιδιοκτήτες ακινήτων, αλλά με την πάροδο του χρόνου, τα δικαιώματα αυτά επεκτάθηκαν σε όλους τους πολίτες του έθνους -στις Ηνωμένες Πολιτείες, πρώτα στους φτωχούς λευκούς, στην συνέχεια στις λευκές γυναίκες και στους έγχρωμους.
Ο εθνικισμός συνέβαλε επίσης στην δημιουργία σύγχρονων κρατών πρόνοιας [6]. Η αίσθηση της αμοιβαίας υποχρέωσης και του κοινού πολιτικού πεπρωμένου δημιούργησε την ιδέα ότι τα μέλη του έθνους -ακόμη και οι τελείως άγνωστοι- πρέπει να υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον σε περιόδους δυσκολίας. Το πρώτο σύγχρονο κράτος πρόνοιας δημιουργήθηκε στην Γερμανία στα τέλη του 19ου αιώνα με εντολή του συντηρητικού καγκελάριου Otto von Bismarck, ο οποίος το θεωρούσε ως έναν τρόπο να εξασφαλίσει την πίστη της εργατικής τάξης στο γερμανικό έθνος και όχι στο διεθνές προλεταριάτο. Η πλειοψηφία των κρατών πρόνοιας της Ευρώπης, ωστόσο, ιδρύθηκε μετά από περιόδους εθνικιστικού ενθουσιασμού, κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανταποκρινόμενα στις εκκλήσεις για εθνική αλληλεγγύη μετά από κοινά δεινά και θυσίες.
Ηθοποιοί ντυμένοι ως στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού τιμούν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Πεκίνο, τον Σεπτέμβριο του 2015. Kim Kyung Hoon / Reuters
ΜΑΤΩΜΕΝΕΣ ΣΗΜΑΙΕΣ
Ωστόσο, όπως γνωρίζει κάθε μαθητής της ιστορίας, ο εθνικισμός έχει επίσης μια σκοτεινή πλευρά. Η αφοσίωση στο έθνος μπορεί να οδηγήσει στην δαιμονοποίηση των άλλων, είτε πρόκειται για αλλοδαπούς είτε για φερόμενες ως μη νομιμόφρονες εγχώριες μειονότητες. Παγκοσμίως, η άνοδος του εθνικισμού έχει αυξήσει την συχνότητα του πολέμου: Τους δύο τελευταίους αιώνες, η ίδρυση της πρώτης εθνικιστικής οργάνωσης σε μια χώρα συνδέθηκε με την αύξηση της ετήσιας πιθανότητας εκείνης της χώρας να βιώσει έναν πλήρη πόλεμο, από 1,1% σε 2,5% κατά μέσο όρο.
Περίπου το ένα τρίτο όλων των σύγχρονων κρατών γεννήθηκαν σε έναν εθνικιστικό πόλεμο ανεξαρτησίας ενάντια στους αυτοκρατορικούς στρατούς. Η γέννηση νέων εθνών-κρατών συνοδεύτηκε επίσης από μερικά από τα πιο βίαια επεισόδια εθνικών καθάρσεων στην ιστορία, γενικά των μειονοτήτων που θεωρούνταν ανυπότακτες προς το έθνος ή ύποπτες για συνεργασία με τους εχθρούς τους. Κατά την διάρκεια των δύο βαλκανικών πολέμων που προηγούνται του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η ανεξάρτητη Βουλγαρία, η Ελλάδα και η Σερβία χώρισαν μεταξύ τους τα ευρωπαϊκά τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκδιώκοντας εκατομμύρια Μουσουλμάνους πέρα από τα νέα σύνορα, στην υπόλοιπη αυτοκρατορία. Στην συνέχεια, κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οθωμανική κυβέρνηση ενεπλάκη σε μαζικές δολοφονίες αμάχων της Αρμενίας. Κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η δαιμονοποίηση των Εβραίων από τον Χίτλερ -τους οποίους κατηγόρησε για την άνοδο του μπολσεβικισμού, τον οποίο έβλεπε ως απειλή για τα σχέδιά του για μια γερμανική αυτοκρατορία στην ανατολική Ευρώπη- τελικά οδήγησε στο Ολοκαύτωμα. Μετά το τέλος αυτού του πολέμου, εκατομμύρια Γερμανών πολιτών απελάθηκαν από τα πρόσφατα αναδημιουργημένα κράτη της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας. Και το 1947, τεράστιοι αριθμοί Ινδουιστών και Μουσουλμάνων σκοτώθηκαν σε κοινοτική βία όταν η Ινδία και το Πακιστάν έγιναν ανεξάρτητα κράτη.
Η εθνοκάθαρση είναι ίσως η πιο διαβόητη μορφή εθνικιστικής βίας, αλλά είναι σχετικά σπάνια. Πιο συχνοί είναι οι εμφύλιοι πόλεμοι που διεξάγονται είτε από εθνικιστικές μειονότητες που επιθυμούν να ξεφύγουν από ένα υπάρχον κράτος είτε από εθνοτικές ομάδες που ανταγωνίζονται για να κυριαρχήσουν σε ένα νέο ανεξάρτητο κράτος. Από το 1945, 31 χώρες έχουν βιώσει αποσχιστική βία και 28 ένοπλους αγώνες σχετικά με την εθνοτική σύνθεση της εθνικής κυβέρνησης.
ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ
Αν και ο εθνικισμός έχει μια ροπή προς την βία, η βία είναι άνισα κατανεμημένη. Πολλές χώρες παρέμειναν ειρηνικές μετά τη μετάβασή τους σε έθνος-κράτος. Η κατανόηση του γιατί, απαιτεί να επικεντρωθούμε στο πώς αναδύονται οι κυβερνώντες συνασπισμοί και πώς διαμορφώνονται τα σύνορα του έθνους. Σε ορισμένες χώρες, οι πλειοψηφίες και οι μειονότητες εκπροσωπούνται στα υψηλότερα επίπεδα της εθνικής κυβέρνησης εξ’ αρχής. Η Ελβετία, για παράδειγμα, ενσωμάτωσε γαλλόφωνους, γερμανόφωνους και ιταλόφωνους σε μια ανθεκτική συμφωνία επιμερισμού της εξουσίας που κανείς δεν αμφισβήτησε ποτέ από τότε που ιδρύθηκε το σύγχρονο κράτος το 1848. Αντίστοιχα, ο ελβετικός εθνικιστικός λόγος απεικονίζει και τις τρεις γλωσσικές ομάδες ως εξίσου αντάξια μέλη της εθνικής οικογένειας. Ποτέ δεν υπήρξε κίνημα από την γαλλόφωνη ή την ιταλόφωνη ελβετική μειονότητα για να αποσχισθεί από το κράτος.
Σε άλλες χώρες, ωστόσο, το κράτος καταλήφθηκε από τις ελίτ μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας, η οποία στην συνέχεια κατέληξε να αποκλείσει άλλες ομάδες από την πολιτική εξουσία. Αυτό δημιουργεί το φάσμα όχι μόνο της εθνοκάθαρσης που επιδιώκουν οι παρανοϊκές κρατικές ελίτ, αλλά και της απόσχισης ή του εμφυλίου πολέμου που ξεκίνησαν οι ίδιες οι αποκλεισμένες ομάδες, οι οποίες θεωρούν ότι το κράτος στερείται νομιμότητας επειδή παραβιάζει την εθνικιστική αρχή της αυτοδιοίκησης. Η σύγχρονη Συρία [7] προσφέρει ένα ακραίο παράδειγμα αυτού του σεναρίου: Η προεδρία, το υπουργικό συμβούλιο, ο στρατός, οι μυστικές υπηρεσίες και τα υψηλότερα επίπεδα της γραφειοκρατίας κυριαρχούνται όλα από τους Αλαουίτες, οι οποίοι αποτελούν μόνο το 12% του πληθυσμού της χώρας. Δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλά μέλη της Σουνιτικής Αραβικής πλειοψηφίας της Συρίας ήταν πρόθυμα να πολεμήσουν έναν μακρύ και αιματηρό εμφύλιο πόλεμο ενάντια σε αυτό που θεωρούν ως ξένη διακυβέρνηση.
Το αν η διαμόρφωση της εξουσίας σε μια συγκεκριμένη χώρα αναπτύχθηκε με μια πιο συμπεριληπτική ή αποκλειστική κατεύθυνση είναι θέμα της ιστορίας, η οποία εκτείνεται πίσω από την άνοδο του σύγχρονου κράτους-έθνους. Οι συμπεριληπτικοί κυβερνώντες συνασπισμοί -και ένας αντίστοιχα προσανατολισμένος εθνικισμός- τείνουν να εμφανίζονται σε χώρες με μακρά ιστορία κεντρικής, γραφειοκρατικής κρατικής υπόστασης. Σήμερα, τα κράτη αυτά είναι σε καλύτερη θέση να παρέχουν στους πολίτες τους δημόσια αγαθά. Αυτό τα καθιστά πιο ελκυστικούς ως συμμαχικούς εταίρους για τους απλούς πολίτες, οι οποίοι μετατοπίζουν την πολιτική τους πίστη μακριά από εθνοτικούς, θρησκευτικούς και φυλετικούς ηγέτες και [στρέφονται] προς το κράτος, επιτρέποντας την εμφάνιση πιο διαφορετικών πολιτικών συμμαχιών. Μια μακρά ιστορία της κεντρικής κρατικής υπόστασης προωθεί επίσης την υιοθέτηση μιας κοινής γλώσσας, η οποία και πάλι διευκολύνει την οικοδόμηση πολιτικών συμμαχιών μεταξύ των εθνοτικών διαιρέσεων. Τέλος, σε χώρες όπου η κοινωνία των πολιτών αναπτύχθηκε σχετικά νωρίς (όπως συνέβη στην Ελβετία), οι πολυεθνοτικές συμμαχίες για την προώθηση κοινών συμφερόντων είναι πιο πιθανό να προκύψουν, οδηγώντας τελικά σε πολυεθνικές ηγεσίες και πιο προσανατολισμένες εθνικές ταυτότητες.
ΟΙΚΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟ
Δυστυχώς, αυτές οι βαθιές ιστορικές ρίζες σημαίνουν ότι είναι δύσκολο, ειδικά για εκείνους που είναι αουτσάιντερ, να προωθήσουν αποκλειστικούς κυβερνώντες συνασπισμούς σε χώρες που δεν διαθέτουν τις προϋποθέσεις για την εμφάνισή τους, όπως συμβαίνει σε πολλά μέρη του αναπτυσσόμενου κόσμου. Οι Δυτικές κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, μπορούν να συμβάλουν στην εδραίωση αυτών των συνθηκών με το να ακολουθούν μακροπρόθεσμες πολιτικές που αυξάνουν την ικανότητα των κυβερνήσεων να παρέχουν δημόσια αγαθά, να ενθαρρύνουν την άνθηση των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και να προωθούν την γλωσσική ολοκλήρωση. Αλλά αυτές οι πολιτικές θα πρέπει να ενισχύουν τα κράτη, να μην τα υπονομεύσουν ή να επιδιώκουν να εκτελούν τις λειτουργίες τους. Η άμεση βοήθεια από το εξωτερικό μπορεί να μειώσει παρά να ενισχύσει τη νομιμοποίηση των εθνικών κυβερνήσεων. Η ανάλυση των ερευνών που διενεργήθηκαν από το Asia Foundation στο Αφγανιστάν από το 2006 έως το 2015 δείχνει ότι οι Αφγανοί είχαν μια πιο θετική άποψη για την βία των Ταλιμπάν αφότου οι ξένοι υποστήριξαν έργα δημόσιων αγαθών στις περιφέρειές τους.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές άλλες παλαιές δημοκρατίες, το πρόβλημα της προώθησης συμπεριληπτικών κυβερνητικών συνασπισμών και εθνικών ταυτοτήτων είναι διαφορετικό. Τμήματα των λευκών εργατικών τάξεων στις χώρες αυτές εγκατέλειψαν τα κεντροαριστερά κόμματα, αφότου τα κόμματα αυτά άρχισαν να αγκαλιάζουν τη μετανάστευση και το ελεύθερο εμπόριο. Οι λευκές εργατικές τάξεις επίσης φέρουν βαρέως την πολιτιστική περιθωριοποίησή τους από τις φιλελεύθερες ελίτ, οι οποίες υπερασπίζονται την διαφορετικότητα, παρουσιάζοντας τους λευκούς, τους ετεροφυλόφιλους και τους άνδρες ως εχθρούς της προόδου. Οι λευκές εργατικές τάξεις βρίσκουν ελκυστικό τον λαϊκιστικό εθνικισμό επειδή υπόσχεται να δώσει προτεραιότητα στα συμφέροντά τους, να τους προστατεύσει από τον ανταγωνισμό των μεταναστών ή των χαμηλόμισθων εργαζομένων στο εξωτερικό, και να αποκαταστήσει την κεντρική και αξιοπρεπή θέση τους στον εθνικό πολιτισμό. Οι λαϊκιστές δεν χρειάστηκε να εφεύρουν την ιδέα ότι το κράτος θα πρέπει να φροντίζει πρωτίστως για τα βασικά μέλη του έθνους˙ ήταν πάντα βαθιά ενσωματωμένη στον θεσμικό ιστό του έθνους-κράτους, έτοιμη να ενεργοποιηθεί μόλις το δυνητικό κοινό του θα μεγάλωνε αρκετά.
Η υπέρβαση της αλλοτρίωσης και της δυσαρέσκειας αυτών των πολιτών θα απαιτήσει πολιτισμικές και οικονομικές λύσεις. Οι Δυτικές κυβερνήσεις θα πρέπει να αναπτύξουν έργα δημοσίων αγαθών που ωφελούν τους ανθρώπους όλων των χρωμάτων, των περιοχών και των τάξεων, αποφεύγοντας έτσι την τοξική αντίληψη της εθνοτικής ή της πολιτικής ευνοιοκρατίας. Το να καθησυχαστούν η εργατική τάξη, οι οικονομικά περιθωριοποιημένοι πληθυσμοί, ότι μπορούν επίσης να υπολογίζουν στην αλληλεγγύη των πιο ευημερούντων και ανταγωνιστικών συμπολιτών τους, μπορεί να προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό στη μείωση της ελκυστικότητας του λαϊκισμού που καθοδηγείται από την δυσαρέσκεια και τον αντι-μεταναστευτισμό. Αυτό πρέπει να συμβαδίζει με μια νέα μορφή εθνικισμού χωρίς αποκλεισμούς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι φιλελεύθεροι όπως ο διανοούμενος ιστορικός Mark Lilla και οι μετριοπαθείς συντηρητικοί, όπως ο πολιτικός επιστήμονας Φράνσις Φουκουγιάμα, πρότειναν πρόσφατα το πώς θα μπορούσε να οικοδομηθεί ένα τέτοιο εθνικό αφήγημα: Με το να αγκαλιαστούν τόσο οι πλειοψηφίες όσο και οι μειονότητες, δίνοντας έμφαση στα κοινά συμφέροντά τους, αντί να αντιτάσσονται οι λευκοί άνδρες εναντίον ενός συνασπισμού μειονοτήτων, όπως γίνεται σήμερα από τους προοδευτικούς και τους λαϊκιστές εθνικιστές.
Τόσο στον αναπτυγμένο όσο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ο εθνικισμός είναι εδώ για να μείνει. Επί του παρόντος δεν υπάρχει άλλη αρχή επί της οποίας να βασίζεται το διεθνές κρατικό σύστημα. (Ο παγκοσμιοποιημένος κοσμοπολιτισμός, για παράδειγμα, έχει λίγη αγορά έξω από τα τμήματα φιλοσοφίας των Δυτικών πανεπιστημίων). Και είναι ασαφές αν διεθνικοί θεσμοί όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι ποτέ σε θέση να αναλάβουν τις βασικές λειτουργίες των εθνικών κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής πρόνοιας και της άμυνας, κάτι που θα τους επέτρεπε να κερδίσουν λαϊκή νομιμοποίηση.
Η πρόκληση τόσο για τα παλαιά όσο και για τα νέα έθνη-κράτη είναι η ανανέωση του εθνικού συμβολαίου μεταξύ των κυβερνώντων και των κυβερνωμένων με την οικοδόμηση -ή την ανοικοδόμηση- συμπεριληπτικών συμμαχιών που να συνδέουν τα δύο μέρη μαζί. Οι καλοήθεις μορφές λαϊκού εθνικισμού απορρέουν από την πολιτική συμπερίληψη. Δεν μπορούν να επιβληθούν από την από πάνω ιδεολογική αστυνόμευση, ούτε με την προσπάθεια να εκπαιδευτούν οι πολίτες για το τι πρέπει να θεωρούν ως τα πραγματικά τους συμφέροντα. Προκειμένου να προωθηθούν καλύτερες μορφές εθνικισμού, οι ηγέτες θα πρέπει να γίνουν καλύτεροι εθνικιστές, και να μάθουν να προσέχουν τα συμφέροντα όλων των ανθρώπων τους.
Στα αγγλικά:
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2008-03-02/us-and-them
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-05-29/nationa...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-01-20/jackson...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/1994-05-01/defense-liberal-natio...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2018-04-16/national-identi...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2013-12-06/america...
[7] https://www.foreignaffairs.com/interviews/2012-04-16/former-syrian-gener...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-05-29/nationa...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-01-20/jackson...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/1994-05-01/defense-liberal-natio...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2018-04-16/national-identi...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2013-12-06/america...
[7] https://www.foreignaffairs.com/interviews/2012-04-16/former-syrian-gener...
Andreas Wimmer
Ο ANDREAS WIMMER είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας και Πολιτικής Φιλοσοφίας στην έδρα Lieber στο Πανεπιστήμιο Columbia και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο ''Nation Building: Why Some Countries Come Together While Others Fall Apart.''
30/01/2020