Από τον Ομπάμα στον Τραμπ.
Αλλαγή φρουράς: ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, φτάνει στον Λευκό Οίκο ακολουθούμενος από τη σύζυγό του Μελάνια. Το ζεύγος Ομπάμα τούς περιμένει με τυπική ευγένεια στην πόρτα. © Mark Wilson / Getty Images / Ideal Image
Από τον Ομπάμα στον Τραμπ.
Ο Μπαράκ Ομπάμα εξελέγη πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών λιγότερο από δύο μήνες μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers και το ξέσπασμα της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης στη χώρα μετά το μεγάλο κραχ του 1929. Οι δραματικές εξελίξεις εκείνου του φθινοπώρου σήμαναν το κύκνειο άσμα του αφηγήματος του φονταμενταλισμού των αγορών, της φιλοσοφίας που είχε επικρατήσει στην κατάρτιση της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής επί του κεϊνσιανισμού από την εκλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν στην προεδρία το 1980.
Την περίοδο έως το 2008, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, η διεύρυνση των ανισοτήτων και οι ανατροπές που επέφερε η χρηματοοικονομικοποίηση της οικονομίας προκάλεσαν αυξημένη ανασφάλεια στη μεσαία και στην εργατική τάξη. Η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001 επιτάχυνε την ήδη επιτελούμενη αποβιομηχανοποίηση των ΗΠΑ, δημιουργώντας διογκούμενους θύλακες ανεργίας και απόγνωσης, ειδικά στις μεσοδυτικές και σε ορισμένες βορειοανατολικές πολιτείες. Ωστόσο, η εύκολη πρόσβαση σε δάνεια, ακόμα και για άτομα με πολύ χαμηλά εισοδήματα (βλέπε το σκάνδαλο των subprime στεγαστικών), επέτρεπε σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να εξακολουθεί να ελπίζει ότι το αμερικανικό όνειρο παρέμενε στη σφαίρα του εφικτού.
Τυφώνες και ψευδαισθήσεις
Ο τραπεζικός τυφώνας που ξέσπασε το 2008 διέλυσε αυτές τις ψευδαισθήσεις: ο δανεισμός στέρεψε και πολλοί απλοί Αμερικανοί έχασαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους, βλέποντας παράλληλα να δαπανώνται εκατοντάδες δισεκατομμύρια για τη διάσωση εκείνων που προκάλεσαν την κρίση. Την ίδια στιγμή, μετά από επτά χρόνια πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, ήταν ευρέως διαδεδομένη η δυσαρέσκεια με την επεμβατική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και μια ανυπομονησία «να γυρίσουν οι στρατιώτες μας στο σπίτι τους». Η αντίθεση του Ομπάμα στην εισβολή στο Ιράκ (ήταν απλώς ένας πολιτειακός γερουσιαστής τότε) συνέβαλε σημαντικά στην επικράτησή του επί της Χίλαρι Κλίντον στον μαραθώνιο των προκριματικών για το Δημοκρατικό χρίσμα.
Ως πρόεδρος, ο Ομπάμα προσπάθησε να ανταποκριθεί στα αιτήματα της κοινής γνώμης και στα δύο αυτά πεδία. Ξόδεψε άπλετο πολιτικό κεφάλαιο για τη θεσμοθέτηση του Affordable Care Act, που διεύρυνε σημαντικά την πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Στήριξε την πραγματική οικονομία με ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής τόνωσης ύψους σχεδόν 800 δις δολαρίων. Επιχείρησε να επαναφέρει ένα ρυθμιστικό καθεστώς στον χρηματοπιστωτικό κλάδο που θα περιόριζε τις τζογαδορικές πρακτικές των προηγούμενων ετών και θα προστάτευε τους απλούς καταθέτες και δανειολήπτες από τις συνέπειές τους. Και αύξησε τους συντελεστές φορολογίας για τους πιο εύπορους Αμερικανούς. Στην εξωτερική πολιτική, αποχώρησε από το Ιράκ, έθεσε τις ΗΠΑ σε τροχιά αποχώρησης από το Αφγανιστάν και αρνήθηκε, παρά τις έντονες πιέσεις του κατεστημένου εθνικής ασφαλείας της Ουάσιγκτον, να εισβάλει στη Συρία. Στο τέλος της θητείας του, η αμερικανική οικονομία συμπλήρωνε επτά συνεχόμενα έτη μεγέθυνσης, ενώ κατά τη διάρκειά της το χρηματιστήριο είχε εκτοξευτεί, με τον δείκτη S&P να αναρριχάται κατά περισσότερο από 200%.
Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Μπαράκ Ομπάμα την ημέρα της ορκωμοσίας του πρώτου, τον Ιανουάριο του 2017. © J. Scott Applewhite /Getty Images / Ideal Image
Ανάκαμψη για λίγους, θυμός για πολλούς
Η ανάκαμψη, ωστόσο, ήταν ασθενής σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, αλλά και άνιση: παρά τη βελτίωση στους δείκτες φτώχειας στα εισοδήματα των μεσαίων στρωμάτων τα τελευταία χρόνια της οκταετίας Ομπάμα, πολλοί ψηφοφόροι έμειναν με την αίσθηση ότι η οικονομία σώθηκε για το 1%, όχι για τους πολλούς. Για τους περιθωριοποιημένους κατοίκους των αποβιομηχανοποιημένων περιοχών, ο Ομπάμα ήταν ανεπαρκώς επιθετικός απέναντι στην Κίνα και υπερβολικά οικολόγος· για τους συντηρητικούς Αμερικανούς, που «κρατούν σφιχτά τα όπλα και τη θρησκεία τους» (όπως ατυχώς το είχε θέσει ο ίδιος), ήταν υπερβολικά προοδευτικός· και φυσικά, για τους ρατσιστές λευκούς (κρυφά ή φανερά), ήταν υπερβολικά μαύρος.
Παρά την ανάκαμψη, ο θυμός δεν είχε καταλαγιάσει. Το παγκοσμιοποιημένο σύστημα του οποίου η αμερικανική ελίτ ήταν ο κύριος θεματοφύλακας, στα μάτια πολλών Αμερικανών υπονόμευε τόσο την οικονομική τους ασφάλεια όσο και την πολιτισμική συνοχή της χώρας τους. Κάπως έτσι, τον Νοέμβριο του 2016, οι ψηφοφόροι στράφηκαν από τον outsider της ελπίδας στον outsider της οργής, τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Τραμπ είχε δύο βασικά προτερήματα ως υποψήφιος το 2016: πρώτον, ως πρωτάρης στην πολιτική, δεν είχε μερίδιο ευθύνης στις εξελίξεις που είχαν εξοργίσει τόσο πολύ κόσμο· δεύτερον, λόγω ιδιοσυγκρασίας, άγνοιας αλλά και αδιαφορίας για τις συνέπειες, δεν είχε καμία αναστολή στο τι ήταν διατεθειμένος να πει. Έτσι, ο μεγιστάνας που είχε στηρίξει Δημοκρατικούς πολιτικούς με εκατομμύρια μέσα στα χρόνια, μεταμορφώθηκε σε Ρεπουμπλικάνο υπερασπιστή των (λευκών) ξεχασμένων της παγκοσμιοποίησης, μάστιγα των ελίτ και δύναμη ανατροπής των βασικών συντεταγμένων της μεταπολεμικής αμερικανικής πολιτικής. Ξιφουλκώντας κατά του ελεύθερου εμπορίου, της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα, της Κίνας, των μεταναστών και των μουσουλμάνων, συντονίστηκε με το ρεύμα απόρριψης του κατεστημένου. Υποσχέθηκε να φέρει πίσω εργοστάσια που έφυγαν, να αναζωογονήσει τη βιομηχανία άνθρακα, να μηδενίσει τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ και να μειώσει δραστικά τις μεταναστευτικές ροές. Μίλησε περιφρονητικά για τις δομές συλλογικής ασφάλειας που οικοδόμησαν οι ΗΠΑ, όπως το ΝΑΤΟ, και δεσμεύτηκε να υποχρεώσει τους συμμάχους της χώρας του να αναλάβουν μεγαλύτερα βάρη
– οικονομικά και στρατιωτικά.
Γιατί αντέχει ο Τραμπ
Στα τρία χρόνια της θητείας του έως σήμερα, ο Τραμπ έχει αποδείξει ότι όλα αυτά δεν ήταν απλώς λόγια. Μπορεί να έχει αποτύχει σε πολλά μέτωπα (από την απόπειρα να ακυρώσει τη μεταρρύθμιση υγείας του Ομπάμα έως την πολιτική του για την αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας) και να έχει εφαρμόσει μέτρα που κάθε άλλο παρά στηρίζουν τους κοινωνικά ασθενέστερους (π.χ. το φορολογικό νομοσχέδιο, που ωφέλησε κυρίως τους πιο εύπορους Αμερικανούς και τις επιχειρήσεις). Ωστόσο έχει επιχειρήσει να κάνει πράξη τις περισσότερες από τις ανατρεπτικές του δεσμεύσεις. Για τη βάση των οπαδών του, αυτό, σε συνδυασμό με τις επιθέσεις που δέχεται από το παλαιό κατεστημένο, του έχει χαρίσει τεράστια αξιοπιστία. Αυτός είναι και ο λόγος που –παρά τα ακατάσχετα ψεύδη, τον ακραία διχαστικό λόγο, την εξόφθαλμη διαφθορά, την υπονόμευση του ίδιου του συντάγματος, που οδήγησε στην τρέχουσα διαδικασία καθαίρεσης– εξακολουθεί να διατηρεί σημαντικές ελπίδες επανεκλογής τον επόμενο Νοέμβριο.
Η οργή στις ΗΠΑ παραμένει κοντά σε σημείο βρασμού – και ο Τραμπ, ως γνήσιος δημαγωγός, συνεχίζει να την εργαλειοποιεί, εμφανίζοντας τον εαυτό του ως τον μόνο γνήσιο εκπρόσωπο του λαού, που πολεμά ένα διεφθαρμένο, σκοτεινό, «βαθύ κράτος». ■
30/1/2020