Για τη φωτογραφία στον Λευκό Οίκο.
Για τη φωτογραφία στον Λευκό Οίκο.
Τα όσα ειπώθηκαν και γράφτηκαν μετά τη συνάντηση Τραμπ - Μητσοτάκη, από όσους/ες θεωρούν υποχρέωσή τους είτε να υμνήσουν είτε να αναθεματίσουν τον πρωθυπουργό, οδηγούν σε ένα ασφαλές συμπέρασμα: έχει εμπεδωθεί – συνολικά – ο ρόλος μιας χώρας υποτελούς, την οποία κυβερνούν άνθρωποι των οποίων το πρώτιστο (αν όχι μοναδικό) μέλημα είναι να εξασφαλίσουν μια πρόσκληση και την… ευχή του μεγάλου αφεντικού που κατοικοεδρεύει στην Ουάσιγκτον.
Το εν λόγω συμπέρασμα ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν θυμηθεί κάποιος αντίστοιχες τοποθετήσεις/αναλύσεις που αφορούσαν τον προηγούμενο πρωθυπουργό της χώρας. Οι σημερινοί δοξολογούντες τον Μητσοτάκη έριχναν τη λίθο του αναθέματος στον τότε πρωθυπουργό Τσίπρα, όπως ακριβώς σήμερα πετροβολούν τον Μητσοτάκη αυτοί που χαρακτήριζαν τότε, το 2017, τη συνάντηση του Τσίπρα με τον διαβολικά καλό Τραμπ «μεγαλειώδη»…
Υπάρχει, ωστόσο, ένας κοινός παρονομαστής σ’ αυτές τις τοποθετήσεις κι αυτός δεν είναι άλλος από τη μεγάλη σημασία που αποδίδεται στο νεύμα ή το χάδι του εκάστοτε πλανητάρχη προς τον όποιον Έλληνα πρωθυπουργό. Κατά κανόνα, τέτοιες συναντήσεις γίνονται όταν ο πλανητάρχης επιθυμεί και έχει λόγους να επικοινωνήσει με το επιτόπιο προσωπικό. Για να πραγματοποιηθεί η συνάντηση, ο όποιος Έλληνας πρωθυπουργός έχει αποδεχτεί εξ αρχής τα όσα πρέπει να γίνουν μετά από αυτή.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αμέσως μετά τη συνάντηση του Τσίπρα με τον Τραμπ προέκυψε η διαδικασία επίλυσης της εκκρεμότητας των Σκοπίων και πάνω απ’ όλα η συμφωνία για την αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών στρατιωτικών σχέσεων. Με απλούστερα λόγια, ο Τσίπρας «πλήρωσε» για να συναντηθεί με τον Τραμπ (που τον κάλεσε) 2 δισ. για την αναβάθμιση των F16 και πρόσφερε επιπρόσθετα στον πλανητάρχη γη και ύδωρ για τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων όπου και όποτε οι Αμερικανοί έχουν ανάγκη.
Αξίζει να σημειωθεί πως τα όσα συμφώνησε να πράξει ο Αλέξης Τσίπρας σχετικά με τη μετατροπή της χώρας σε χώρο ανάπτυξης αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων τα υπέγραψε δίνοντας μορφή συμφωνίας ο σημερινός πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης. Γι’ αυτόν ίσως τον λόγο έσπευσε με τόσο μεγάλες προσδοκίες στον Λευκό Οίκο…
Μόνο που έπεσε στην περίπτωση και ο διαβολικά καλός Αμερικανός Πρόεδρος είχε άλλες δουλειές με κάτι δολοφονίες Ιρανών στο Ιράκ και δεν είχε τον χρόνο να χτυπήσει τον Έλληνα πρωθυπουργό στην πλάτη και να τον επαινέσει για τη συνεργασία του με την αμερικανική «αυτοκρατορία». Άλλωστε, ό,τι είχε προς το παρόν να πάρει από τη χώρα ο Τραμπ, του το είχε δώσει ο προηγούμενος πρωθυπουργός της χώρας και μάλλον ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να κερδίσει την προσοχή του «αφεντικού» είναι υποχρεωμένος να προσπαθήσει ακόμη (πόσο άραγε;) περισσότερο…
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΛAΚΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ''ΠΟΝΤΙΚΙ'', τεύχος 2107 στις 9-1-2019
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
1.
Γιατί η Τουρκία είναι πιο σημαντική από την Ελλάδα για τις ΗΠΑ;
Αν παρακολουθούσε ένας ξένος επισκέπτης τα ελληνικά τηλεοπτικά κανάλια τις μέρες πριν την συνάντηση Τραμπ - Μητσοτάκη και ειδικά το «κρεσέντο» «αγωνίας» τις στιγμές πριν αυτή πραγματοποιηθεί, θα νόμιζε πως βρισκόταν μπροστά σε μια από τις κρισιμότερες στιγμές της ελληνικής πολιτικής ιστορίας των τελευταίων δεκαετιών. Σίγουρα, αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η εξέλιξή της σε φιάσκο για την ελληνική κυβέρνηση ήταν τόσο ηχηρή και «ανάγλυφη».
Αλλά αυτό δεν συνέβη μόνο μπροστά στις κάμερες, όπου ο Αμερικανός πρόεδρος και οι δημοσιογράφοι σχεδόν «ξέχασαν» την παρουσία του Κ. Μητσοτάκη και συζήταγαν αποκλειστικά για την κρίση με το Ιράν, αλλά και κατά τη συνάντηση κεκλεισμένων των θυρών, παρά τις προσπάθειες του Μαξίμου να μετατρέψει το φιάσκο σε «θρίαμβο». Κλείνοντας τα μάτια ακόμη και στον ελέφαντα στο σαλόνι: Ότι, τελικά, όπως είχε πρώτο αποκαλύψει το tvxs.gr, ούτε καν η καθιερωμένη κοινή συνέντευξη Τύπου των δύο ηγετών, μετά τη συνάντηση, δεν έγινε, ούτε μια επίσημη δήλωση για την αποτίμηση.
Για μια πρώτη αποτίμηση όσων συνέβησαν στην Ουάσιγκτον απευθυνθήκαμε στον ομότιμο καθηγητή Μεσανατολικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αλέξανδρο Κούτση, και στον αναπληρωτή καθηγητή και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Σωτήρη Ρούσσο.
Κοινός τόπος και των δύο ειδικών είναι η διαπίστωση, ότι τη συγκεκριμένη γεωπολιτική συγκυρία, η Τουρκία είναι πιο σημαντική για τις ΗΠΑ από την Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο κ. Κούτσης, στο ερώτημα εάν η Αμερική, αυτή τη στιγμή, θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, απαντά σαφέστατα: «Όχι».
«Η Αμερική δεν θα εγκαταλείψει την Τουρκία» συνεχίζει ο καθηγητής. «Η Τουρκία έχει ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για την Αμερική και δεν θα θελήσει να σπρώξει περισσότερο την Τουρκία στις αγκάλες του Πούτιν. Είναι πιο σημαντική από μας για τους Αμερικανούς. Είναι μια χώρα 90 εκατομμυρίων ανθρώπων, κατέχει μια περιοχή που συνδέει και ελέγχει τρεις ηπείρους, είναι δίπλα το Ιράν».
Aυτές τις γιορτές κάντε δώρο μια συνδρομή και δώστε μας δύναμη. Χαρίστε πρόσβαση στο 24ores.gr και στηρίξτε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία
Αλλά και η Ελλάδα βρίσκεται σε στρατηγική γεωγραφική θέση και προσφέρει το έδαφός της για βάσεις με μεγάλη σημασία για τους Αμερικανούς, όπως της Σούδας. «Άλλο αυτό» σημειώνει ο κ. Κούτσης. Διότι «αν χρειαστεί (σσ. η Αμερική) να πατήσει στρατιωτική μπότα κάπου, η Τουρκία μπορεί να το κάνει. Εμείς όχι. Να θυμηθούμε και τι έλεγε ο Τσόρτσιλ: Στη διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν φίλοι. υπάρχουν συμφέροντα».
Αντίστοιχα ο Σ. Ρούσσος εξηγεί, ότι η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τραμπ «ήρθε σε μια πολύ δύσκολη, αν θέλετε και ατυχή, στιγμή, λόγω της δολοφονίας Σουλεϊμανί». «Και αυτό γιατί όταν ανεβαίνει η ένταση με το Ιράν, η Αμερική και ο Τραμπ έχουν πολύ στενά περιθώρια να “κακοκαρδίσουν”, ας το πούμε έτσι, την Τουρκία. Γιατί η Τουρκία είναι ένας πολύ βασικός παίκτης στη Μέση Ανατολή, χωρίς τη συνεργασία και την ανοχή του οποίου δεν μπορεί να ευοδωθεί μια πολιτική πίεσης απέναντι στο Ιράν. Για διάφορους λόγους, που έχουν να κάνουν με το μέγεθος της χώρας, με τη θέση της κλπ. Άρα λοιπόν από αυτή την πλευρά ήταν ατυχία που συνέπεσε η επίσκεψη αυτή με την επιχείρηση των Αμερικανών (σσ. στην Βαγδάτη, με τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού)».
«Το δεύτερο στοιχείο», συνεχίζει ο Σ. Ρούσσος, «είναι ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να κάνουν μια δήλωση υπέρ των ελληνικών θεμάτων ανοιχτά, είτε σε ό,τι αφορά στην Κύπρο, είτε σε ό,τι αφορά τις οικονομικές ζώνες ή τη συμφωνία της Τουρκίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης. Ακριβώς γιατί δεν θέλει να δημιουργήσει πρόβλημα με την Τουρκία σε αυτό το κρίσιμο σημείο».
Μεγάλες προσδοκίες
Ο καθηγητής θεωρεί ότι υπήρχε ένας «πληθωρισμός προσδοκιών» από αυτό το ταξίδι. «Θα έπρεπε να ήμασταν περισσότερο επιφυλακτικοί ως προς τα αποτελέσματα του ταξιδιού αυτού, με την έννοια ότι, πιθανόν, και τα κυβερνητικά στελέχη να είχαν μεγαλύτερες προσδοκίες λόγω της υπογραφής του East Med και θεωρούσαν ότι πάνε πλησίστιοι να έχουμε μια πάρα πολύ καλή και ευχάριστη συζήτηση με τον πρόεδρο Τραμπ. Που μπορεί να και να υπήρχε, αλλά δεν μπορούμε να το ξέρουμε αφού δεν μας μίλησαν για το περιεχόμενό της δημόσια».
Αυτός λοιπόν ο «πληθωρισμός προσδοκιών» δημιουργήθηκε κυρίως μέσα από τα ΜΜΕ και ιδίως την τηλεόραση», όπου «ζυμώθηκε» η αίσθηση ότι «θα βγει ο Τραμπ και θα “κατακεραυνώσει” την Τουρκία ή θα κάνει μια δήλωση υποστηρικτική της Ελλάδας». Αυτό, συμπληρώνει, θα μπορούσε να συμβεί υπό «κανονικές συνθήκες». «Ισως. Αλλά υπό συνθήκες έντασης στην Μέση Ανατολή τέτοιου τύπου που έχουμε αυτή τη στιγμή δεν θα μπορούσε να συμβεί».
«Το τρίτο στοιχείο» συνεχίζει ο Σ. Ρούσσος, «είναι ότι οι μεγάλες δυνάμεις, όταν πηγαίνεις σε αυτές, σε ρωτάνε τι έχεις να τους προσφέρεις. Είναι χαρακτηριστικό των ηγεμόνων. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν έχει πολλά πράγματα να προσφέρει στους Αμερικανούς. Δεν μπορεί να τους προσφέρει κάποια σημαντική βοήθεια στο θέμα που τους καίει αυτή τη στιγμή και που είναι η κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Έχουμε τελειώσει με τη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με τους Αμερικανούς και η νέα “αγορά του αιώνα”, όπως τη λέω εγώ, με τα F-35, δεν είναι ακόμη σίγουρη - και το ξέρουν αυτό οι Αμερικανοί - γιατί εξαρτάται πάρα πολύ από τα δημοσιονομικά περιθώρια που έχει η χώρα μας. Δεν είμαστε σε μια φάση που δανείζεσαι όσο θέλεις και το ρίχνεις στα αεροπλάνα, όπως ήμασταν στις προηγούμενες αγορές του αιώνα. Άρα λοιπόν θα είναι δύσκολο να αγοράσουμε».
«Συνεπώς», διαπιστώνει ο καθηγητής, «δεν είχαμε και πολλά να προσφέρουμε στον πρόεδρο Τραμπ, ο οποίος είναι ένας φύσει έμπορος. Δεν υπήρχε κανένας λόγος, λοιπόν, να δώσει ιδιαίτερη σημασία σε μια επίσκεψη η οποία δεν είχε να του προσφέρει τίποτα περισσότερο από αυτά που έχει ήδη».
Αλλά αυτά που έχει ήδη από την Ελλάδα είναι πολλά. Ο Σ. Ρούσσος σημειώνει μεν ότι «πάντοτε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η Ελλάδα είχε ακολουθήσει τις πολιτικές των ΗΠΑ, όμως το πρόβλημα είναι ότι ο Τραμπ «δεν έχει τη λογική του “είμαστε σύμμαχοι για πάντα”, αλλά είναι περισσότερο των εμπορικών συναλλαγών. Έχουμε συναλλαγές; Μπορούμε να μιλήσουμε. Δεν έχουμε συναλλαγές; Δεν μπορούμε να μιλήσουμε».
Με λίγα λόγια, ούτε η κυβερνητική «ευφορία» για τον East Med μπορεί να λειτουργήσει ως διπλωματικό όπλο δεδομένων των όσων συμβαίνουν με το Ιράν. Διότι, όπως το έθεσε ο Σ. Ρούσσος, «με το Ιράν έχουμε πραγματικούς πυραύλους. Με τον East Med έχουμε έναν υποτιθέμενο αγωγό».
Γρηγόρης Ν. Θεοχάρης
https://tvxs.gr/news/ellada/synantisi-tramp-mitsotaki-oi-kybernitikes-megales-prosdokies-nayagisan-sto-amerikaniko-p
10/1/2020
2.
Προς το «όχι» ο ΣΥΡΙΖΑ στην συμφωνία για τις βάσεις.
Η πιο ήπια αποτίμηση που γίνεται στον ΣΥΡΙΖΑ για την συνάντηση Τραμπ-Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον ήταν πως ήταν μια «κακή συνάντηση». Και πως η Ελλάδα «όχι απλώς δεν κέρδισε, αλλά έχασε», με το μεγάλο σημείο ήττας να εντοπίζεται στο γεγονός ότι όχι μόνον ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ αλλά και το Στέητ Ντηπάρτμεντ απέφυγαν την καθαρή καταδίκη της τουρκικής παραβατικότητας απέναντι στην Ελλάδα.
Στο – αρνητικό – ταμείο που γίνεται προσμετρώνται επίσης δύο στοιχεία τα οποία κρίνονται ως ιδιαιτέρως δυσμενή, εάν όχι και επικίνδυνα για την χώρα: Το πρώτο είναι πως ο Έλληνας πρωθυπουργός εμφανίστηκε ως ο μόνος ευρωπαίος ηγέτης – πλην του Μπόρις Τζόνσον – που υποστήριξε την εκτέλεση Σουλεϊμανί και το δεύτερο η ελληνική πλευρά φαίνεται να ενέδωσε στην απαίτηση των ΗΠΑ για αποκλεισμό της κινεζικής Huawei από τα δίκτυα 5G στη χώρα μας.
Η εικόνα που σχηματοποιείται στην Κουμουνδούρου μέσα από αυτά τα δεδομένα είναι πως η κυβέρνηση «έδωσε πολλά, χωρίς να πάρει τίποτα» - μια εικόνα, που μένει να αποκρυσταλλωθεί στην αυριανή συνάντηση που θα έχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Αλέξη Τσίπρα στο πλαίσιο των συναντήσεων με τους πολιτικούς αρχηγούς. Εως τότε όμως, κι εάν δεν υπάρξει κάποια ανατροπή δεδομένων κατά την ενημέρωση από τον πρωθυπουργό, ο ΣΥΡΙΖΑ φλερτάρει ισχυρά με την προοπτική να μην υπερψηφίσει την συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις στην χώρα μας.
Είναι η συμφωνία για την αναβάθμιση της αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών την οποία ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δρομολογήσει ως κυβέρνηση, υπό το φως όμως των νέων γεωπολιτικών δεδομένων και της εξέλιξης της επίσκεψης Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον κρίνεται πλέον «άνιση και ετεροβαρής».
«Εμείς επιδιώξαμε τον στρατηγικό διάλογο και την αναβάθμιση της σχέσης με την Ουάσιγκτον, αλλά στο πλαίσιο της διασφάλισης αμοιβαίων συμφερόντων – δεν είχαμε την αντίληψη του προκεχωρημένου φυλακίου, ούτε ότι είμαστε εμείς που εκπροσωπούμε τα συμφέροντα της Αμερικής», ήταν η χαρακτηριστική τοποθέτηση του πρώην υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Κατρούγκαλου, ο οποίος μάλιστα στην ερώτηση εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα υπερψηφίσει την συμφωνία για τις βάσεις απάντησε λακωνικά «εξαρτάται».
Σύμφωνα με πληγές της Κουμουνδούρου, οι λόγοι που επιβάλουν επανεξέταση της στάσης του κόμματος στο θέμα της συμφωνίας είναι δύο: ο πρώτος είναι πως ο Ντόναλντ Τραμπ απέφυγε επιδεικτικά ακόμη και μια νύξη καταδίκης της τουρκολιβυκής συμφωνίας και της παραβατικότητας Ερντογάν – ήτοι, δεν εστάλη κανένα μήνυμα αποτροπής προς την Αγκυρα.
Ο δεύτερος είναι πως η κρίση μεταξύ ΗΠΑ-Ιράν αναβαθμίζει την αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή στην περιοχή, οδηγεί σε απαιτήσεις αυξημένων διευκολύνσεων από τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα (ήδη υπάρχει ενισχυμένη παρουσία στη Σούδα) και μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την χώρα.
Τα μηνύματα αυτά εστάλησαν στην κυβέρνηση και αμέσως μετά την συνάντηση Τραμπ-Μητσοτάκη, και ήταν χαρακτηριστική η τοποθέτηση της Κουμουνδούρου το βράδυ της Δευτέρας: «Πριν το ταξίδι του στις ΗΠΑ», ανέφεραν κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ, «ο κ. Μητσοτάκης κατέθεσε το νομοσχέδιο για την αναβάθμιση της διμερούς αμυντικής μας συνεργασίας σε τέσσερις εγκαταστάσεις. Τον είχαμε προειδοποιήσει να μην το πράξει».
Είναι η προειδοποίηση που είχε απευθύνει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας άλλωστε, πριν το ταξίδι του πρωθυπουργού, με την συνέντευξή του στο «ΒΗΜΑ»: «Θεωρώ λάθος», είχε πει, «το ότι η κυβέρνηση κατέθεσε το νομοσχέδιο για αναβάθμιση της αμυντικής μας συνεργασίας με τις ΗΠΑ σε τέσσερις στρατιωτικές εγκαταστάσεις, χωρίς να είναι σαφές ποια στάση θα τηρήσει ο Πρόεδρος Τραμπ έναντι των τουρκικών απειλών. Και στην επικείμενη συνάντηση και κυρίως στη συνέντευξη Τύπου με τον Έλληνα Πρωθυπουργό οφείλει αυτό να το ξεκαθαρίσει. Και η ελληνική πλευρά οφείλει να πιέσει για να το ξεκαθαρίσει. Και πίεση δεν υπάρχει αν η ελληνική στάση θεωρείται δεδομένη. Υπενθυμίζω ότι ο Πρόεδρος Τραμπ εξέφρασε ενστάσεις στο αμερικανικό νομοσχέδιο το οποίο αναφερόταν στις τουρκικές παραβιάσεις και στη στήριξη του σχήματος 3+1. Εάν οι δηλώσεις κατά της τουρκικής προκλητικότητας και υπέρ του σχήματος 3+1 και του αγωγού EastMed δεν είναι σαφείς -πόσο δε μάλλον αν δεν υπάρξουν καν-, νομίζω ότι πρέπει να επανεξετάσουμε πτυχές αυτής της συνεργασίας».
Οι οριστικές αποφάσεις, πάντως, παραπέμπονται στην αυριανή συνάντηση Τσίπρα – Μητσοτάκη και, προφανώς, έχει ενδιαφέρον η τοποθέτηση που θα κάνει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αμέσως μετά. Η δε συνολική περαιτέρω στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο μέτωπο των εθνικών θεμάτων θα διαμορφωθεί σε σύσκεψη που θα γίνει, υπό τον Αλέξη Τσίπρα, το πρωί του Σαββάτου.
Νικόλ Λειβαδάρη
https://tvxs.gr/news/ellada/pros-oxi-o-syriza-stin-symfonia-gia-tis-baseis
9/1/2020
Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη
Σκίτσο του Ηλία Μακρή
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Μπορεί η κυβέρνηση να χρησιμοποιεί σχεδόν θριαμβευτικούς τόνους για τη συνάντηση Μητσοτάκη-Τραμπ, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι το μόνο που εξασφάλισε ο Έλληνας πρωθυπουργός είναι καλά λόγια, ούτε καν μία καθαρή τοποθέτηση για τις τουρκικές επεκτατικές ενέργειες. Και γιατί όχι; Όσα ήθελε η Ουάσιγκτον να πάρει από την Ελλάδα τα έχει ήδη πάρει με την προ μηνών υπογραφή της διμερούς συμφωνίας στρατιωτικής συνεργασίας.
Το παιχνίδι είχε κριθεί τότε. Τότε ήταν η ώρα της διαπραγμάτευσης. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όμως, ακολουθώντας τα χνάρια της κυβέρνησης Τσίπρα, δεν εκμεταλλεύθηκε τη μοναδική ευκαιρία. Τα έδωσε όλα, χωρίς να απαιτήσει συγκεκριμένα ανταλλάγματα. Στην πραγματικότητα, για μία ακόμα φορά το ελληνικό πολιτικό σύστημα επιβεβαίωσε στα μάτια των Αμερικανών ότι η Ελλάδα είναι "κράτος-πελάτης" κι όχι εταίρος, με τον οποίον η υπερδύναμη οφείλει να διαπραγματεύεται.
Τί κάνει ο ηγέτης ενός "κράτους-πελάτη"; Για να φανεί αρεστός στην υπερδύναμη υιοθετεί τη στάση "ναι σε όλα", δίνει σημασία περισσότερο σ' αυτό καθ' αυτό το γεγονός ότι έχει προσκληθεί στον Λευκό Οίκο, στις φωτογραφίες, στα καλά λόγια (κατά κανόνα χωρίς αντίκρισμα) και λιγότερο στο τι θα εξασφαλίσει για τη χώρα του. Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι να "πουλήσει" πολιτικά την επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο στο εσωτερικό, στην εκλογική πελατεία. Βλέπετε τον Ερντογάν να συμπεριφέρεται κατ' αυτόν τον τρόπο; Κάντε τη σύγκριση και απαντήστε οι ίδιοι στον εαυτό σας.
(...)
-Πλήρωσε "τοις μετρητοίς" κι αγόρασε προσδοκία!
-Η Αθήνα δεν έθεσε την αμερικανική εγγύηση ως όρο
-Άλλο στρατηγική σχέση άλλο "ναι σε όλα" στον Λευκό Οίκο
(...)
Διαβάστε ΟΛΟΚΛΗΡΟ το άρθρο ΕΔΩ:
Αυτό που συμβαίνει με τα ελληνοτουρκικά την τελευταία περίοδο δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Η τουρκική στρατηγική μορφοποιείται πολύ πιο συγκεκριμένα με βάση την αρχή ότι οι διακρατικές σχέσεις διαμορφώνονται με όρους ισχύος. Το διεθνές δίκαιο που διαμορφώνεται με τη συνέργεια των κρατών για να υπάρχει μια σχετική διεθνής τάξη, το επικαλούνται οι ασθενέστεροι, αλλά παραμερίζεται από τους ισχυρούς. Επομένως το ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει να κάνει με σχέσεις δύναμης.
Εν προκειμένω, η Τουρκία δεν επιδιώκει μόνο τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό είναι ένα νέο ζήτημα που έχει επισυναφθεί στο “πακέτο” της τουρκικής στρατηγικής έναντι της Ελλάδας. Πριν από αυτό αξίωνε τον έλεγχο του μισού Αιγαίου, προκειμένου –όπως έλεγε– να διαφυλάξει την ασφάλεια της Τουρκίας από τις απειλές που προέρχονταν από τη Δύση. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία επιδιώκει την ανάδειξή της σε μείζονα περιφερειακή δύναμη και επιχειρεί να δημιουργήσει έναν εξωτερικό ζωτικό χώρο.
Η συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης δημιουργεί εκ των πραγμάτων τετελεσμένο. Είναι μια προσημείωση της Τουρκίας επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, παρότι κινείται έξω από τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου. Στηρίζεται, όμως, στην ισχύ. Επομένως, το κρίσιμο ερώτημα αφορά την Ελλάδα: είναι διατεθειμένη να θεωρήσει ότι η βούληση της Τουρκίας αποτελεί για αυτήν τετελεσμένο ή όχι; Σε ποιον βαθμό έχει τη θέληση και τη δύναμη να επιτύχει την ανάσχεση των τουρκικών επιδιώξεων;
Η Άγκυρα δεν επιδιώκει γενικό πόλεμο με την Ελλάδα. Στόχος της είναι να εξαναγκάσει την Αθήνα να διαπραγματευθεί επί των δικών της κυριαρχικών δικαιωμάτων, εντέλει επί της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Η Τουρκία προσπαθεί να επιτύχει τους στόχους της χωρίς να πέσει τουφεκιά. Έχει πεισθεί, άλλωστε, ότι μπορεί να το επιτύχει.
Με τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και έως τα Ίμια (1996) έχει δημιουργήσει βεβαρημένο ιστορικό στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, έχει κερδίσει πόντους σε βάρος του Ελληνισμού. Σήμερα, η Άγκυρα προετοιμάζει το έδαφος για να εξαναγκάσει την Ελλάδα να οδηγηθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
(...)
-Πουθενά η άρχουσα τάξη
-Ελληνική άρχουσα τάξη αντιμέτωπη με την κοινωνία
(...)
Διαβάστε ΟΛΟΚΛΗΡΟ το άρθρο ΕΔΩ: