Γιατί η μουσική; Ο Σκοπός της μουσικής μέσα από την φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Γιατί η μουσική; Ο Σκοπός της μουσικής μέσα από την φιλοσοφία
του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
«πᾶς γὰρ βίος τοῦ ἀνθρώπου εὐρυθμίας τε καὶ εὐαρμοστίας δεῖται»
Πλάτωνος, Πρωταγόρας
Αποτελούσε παράδοση για την αρχαία Ελλάδα η μουσική να συμπεριλαμβάνεται στη διαπαιδαγώγηση και να κατέχει όχι ευκαταφρόνητο μέρος των θρησκευτικών και αστικών εν γένει τελετών. Το γεγονός αυτό καθιστούσε τη μουσική αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του πολίτη σε όλες τις πόλεις-κράτη της κλασσικής αρχαιότητας. Εκτός αυτού, όταν οι μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι αποπειράθηκαν να μελετήσουν αυτό που βρισκόταν πέραν του μύθου που περιέγραφε το μεγαλείο της μουσικής, συνειδητοποίησαν την αδυναμία σύνταξης ενός πλήρους ορισμού που να περιγράφει τη μουσική. Αυτό το επισημαίνει και ο ίδιος ο Αριστοτέλης λέγοντας: «Οὔτε γὰρ τίνα ἔχει δύναμιν ῥᾴδιον περὶ αὐτῆς διελεῖν, οὔτε τίνος δεῖ χάριν μετέχειν αὐτῆς»[1] Από την παραπάνω αριστοτελική διαπίστωση συμπεραίνεται ότι δεν είναι μόνο η εγγενής φύση της μουσικής πολύπλοκη αλλά και ο συσχετισμός της με την ανθρώπινη φύση ακόμα πολυπλοκότερος.
Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είναι οι πρώτοι παγκοσμίως φιλόσοφοι που θα αναγνωρίσουν τη σημασία της μουσικής έτσι ώστε να την θέσουν υπό συζήτηση στις πολιτικές τους πραγματείες. Θα μελετήσουν τη σχέση της με τον άνθρωπο όχι τόσο σε τεχνικό επίπεδο όσο σε εκπαιδευτικό και θα φτάσουν ακόμα παραπέρα στη σχέση της με το κοινό καλό και την ψυχοσύνθεση του ατόμου θέτοντας κατά κάποιον τρόπο, δύο χιλιετηρίδες πριν, τις βάσεις πάνω στις οποίες θα κινηθεί η ψυχοακουστική. Οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι θα δουν τη μουσική ως σύμμαχο στην περίπλοκη φύση του ανθρώπου.
Ο ΣΚΟΠΟς ΤΗς ΜΟΥΣΙΚΗς ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ
Για τον Αθηναίο φιλόσοφο η «μόρφωση»[2] ήδη από την παιδική ηλικία συνίσταται στη γυμναστική και τη μουσική: «Ποια είναι η μόρφωση, λοιπόν; Ή είναι δύσκολο να βρούμε καλύτερη από εκείνη που έχει βρεθεί από πολύ παλιά; Και αυτή βέβαια είναι η γυμναστική για τα σώματα και η μουσική για την ψυχή.»[3] και πιο κάτω: «Θα μπορούσα να πω βέβαια γι’ αυτά τα δύο ο θεός δώρισε στους ανθρώπους τις δύο τέχνες, τη μουσική και τη γυμναστική, καθώς φαίνεται, για το θυμοειδές και το φιλοσοφικό, όχι για την ψυχή και το σώμα, εκτός σαν ένα δευτερεύον έργο, αλλά αποβλέποντας σε κείνα, για να συνδυαστούν τα δύο μεταξύ τους, να δυναμώνουν και ν’ ατονούν μέχρι το σημείο που πρέπει.»[4] και αλλού πάλι διά στόματος Σωκράτη πάντα: «Επομένως, όπως λέγαμε, ο συνδυασμός της μουσικής και της γυμναστικής θα τα κάνει αρμονικά, με το να δυναμώνει το ένα και να το τρέφει με ωραίους λόγους και μαθήματα, ενώ το άλλο με το να το συγκρατεί και να το γαληνεύει με την αρμονία και τον ρυθμό;»[5] και «εκείνος επομένως που συνδυάζει με τον καλύτερο τρόπο τη μουσική με τη γυμναστική και τις προσφέρει κατά το ορθό μέτρο στην ψυχή, αυτός θα μπορούσαμε πολύ σωστά να πούμε πως είναι ολοκληρωμένος μουσικός και σε μεγάλο βαθμό αρμονικός, πολύ περισσότερο από αυτόν που ξέρει να κουρντίζει τις χορδές.[6]» Ο Πλάτων δε μένει όμως μόνο σε αυτό̇ ναι μεν η διαπαιδαγώγηση ξεκινά σχηματίζοντας τα βασικά μέρη του ανθρώπου, δηλαδή σώμα και ψυχή, αλλά αρχίζει με κινήσεις που είναι φυσικές. Αναφέρεται ρητά σε αυτό σεβόμενος τις χορικές ασκήσεις που ταυτίζονται με την διαπαιδαγώγηση του νέου μέσω της γυμναστικής και της μουσικής: «Αθηναίος –Αν θυμάστε, στην αρχή της συζητήσεώς μας είπαμε ότι η φύσις των νέων, όλο φωτιά καθώς είναι, δεν μπορεί να σταθεί σε ησυχία, ούτε κατά το σώμα, ούτε κατά την φωνή, και ότι συνεχώς θέλει να μιλάει και να πηδά χωρίς καμιά τάξη, και (είπαμε επίσης) ότι την αίσθηση της τάξεως, όσον αφορά αυτά τα δύο[7], κανένα από τα άλλα ζώα δεν την έχει, και ότι η τάξις της κινήσεως έχει το όνομα ρυθμός, η τάξις δε της φωνής (που είναι κράμα οξέος και βαρέος, συνάμα, τόνου), έχει το όνομα αρμονία, και ότι και τα δύο[8] μαζί ονομάζονται χορεία. Είπαμε ακόμη, ότι οι θεοί, από λύπηση για μας, μας έχουν δώσει συγχορευτάς και χορηγούς[9] τον Απόλλωνα και τις Μούσες, είπαμε μάλιστα κι’ έναν τρίτο, τον Διόνυσο, αν θυμάστε καλά. Κλεινίας: -Πως δε θυμόμαστε; Αθηναίος: -Όσον αφορά λοιπόν, τον χορό του Απόλλωνος και των Μουσών, τους αναφέραμε είναι συνεπώς αναπόφευκτο να πούμε ότι ο τρίτος χορός που απομένει, είναι του Διονύσου.»[10]. Οι κινήσεις της χορικής τέχνης είναι τόσο απλές που ακόμα και ένα μικρό παιδί μπορεί να τις εκτελέσει. Χρησιμοποιώντας αυτές τις κινήσεις η μουσική βοηθάει την ψυχή προετοιμάζοντάς την σωστά, όπως και η γυμναστική, αφού κι αυτή η τελευταία βασίζεται σε φυσικές και αυθόρμητες κινήσεις που προετοιμάζουν με τη σειρά τους το άρτιο σώμα.
Η διαπαιδαγώγηση της ψυχής είναι η «αγωγή» σύμφωνα με τον Αθηναίο φιλόσοφο που διαφέρει από την αρετή, αναφέρεται στην διάπλαση της ψυχής και αφορά την ηδονή και τον πόνο ενώ έργο της αρετής είναι να προσθέτει κατανόηση και αντίληψη στο ποιόν της ηδονής και του πόνου[11]: «Λέγω λοιπόν, ότι τα πρώτα αισθήματα των παιδιών είναι η ηδονή και η λύπη της παιδικής ηλικίας, και ότι μ’ αυτά πρωτοεμφανίζεται στην ψυχή τους η αρετή και η κακία, ενώ όσον αφορά τη φρόνηση και τις αληθινά σωστές γνώμες, ευτυχής είναι εκείνος που θα τις αποχτήσει έστω και στα γηρατειά του. Και είναι τέλειος ο άνθρωπος εκείνος που διαθέτει αυτά τα προσόντα και όλα όσα αυτά περικλείουν. Αν δηλαδή η ηδονή και η φιλία και η λύπη και το μίσος αναπτύσσονται με τον τρόπο που πρέπει στις ψυχές τους, προτού ξυπνήσει η λογική, τα αισθήματα συμφωνούν μαζί της στο ότι σωστά διαμορφώθηκαν από τις αντίστοιχες συνήθειες, αυτή η συμφωνία στο σύνολό της αποτελεί την αρετή όσον αφορά δε το τμήμα εκείνο της αρετής που συνίσταται στο να διαπαιδαγωγούμε σωστά (τα παιδιά), σε ότι αφορά τις ηδονές και τις λύπες, ώστε απ’ αρχής μέχρι τέλους της ζωής τους να μισούν εκείνα που πρέπει να μισούν και ν’ αγαπούν αυτά που πρέπει ν’ αγαπούν, αυτό ακριβώς απομονώνοντας με τη λογική και ονομάζοντάς το παιδεία, σωστά θα το ονόμαζες έτσι, κατά τη δική μου γνώμη τουλάχιστον»[12]. Ο Πλάτων αναφέρεται στη μουσική ξεκάθαρα ως μέρος της παιδείας του ανθρώπου: «Όταν τα παιδιά, λοιπόν, από την αρχή παίζουν καλά παιχνίδια, τότε θ’ αποκτήσουν αίσθηση του νόμιμου μέσω της μουσικής, και αντίθετα με τους άλλους, πάλι η μουσική τα παρακολουθεί σε όλα και τα μεγαλώνει, επανορθώνοντας συνάμα κάτι που δεν ήταν καλό πρωτύτερα στην πόλη.»[13] και παρακάτω: «Είναι μήπως η μουσική έτσι όπως την περιγράψαμε; Μα αυτή, αν θυμάσαι, αντιστοιχούσε με την γυμναστική, γιατί εκπαιδεύει αρμονικά τον χαρακτήρα των φυλάκων εφοδιάζοντάς τους με ομοφροσύνη κι όχι επιστήμη, κι η ευρυθμία σύμφωνα με τον ρυθμό, και κάποιες άλλες συνήθειες ανάλογες με τις αφηγήσεις των μύθων ή με αληθινές ιστορίες.»[14]
Η μουσική δεν είναι σύνηθες εργαλείο για την εκπαίδευση και αυτό διαφαίνεται στην “Πολιτεία” από τα λεγόμενα του Σωκράτη προς τον Γλαύκωνα: «Αλλά δεν πρέπει να αναζητάμε εκείνους τους τεχνίτες που μπορούν με εξυπνάδα ν’ ανακαλύπτουν τη φύση του καλού και ωραίου, για να ωφελούνται οι νέοι από όλες τις πλευρές, καθώς θα ζουν σε υγιεινό περιβάλλον, γιατί αν έρχεται στην όραση ή στην ακοή τους κάποιο από τα ωραία έργα, σαν αεράκι που φέρνει την υγεία από καλά μέρη, έτσι, χωρίς να το καταλάβουν, θα οδηγεί τα παιδιά από μικρά στη μίμηση, στη φιλία κι στη συμφωνία με τον καλό λόγο; Πραγματικά με αυτόν τον τρόπο θα ανατρέφονταν καλύτερα. Άρα λοιπόν Γλαύκωνα, είπα εγώ, εξαιτίας αυτών η μουσική δεν είναι η κυριότερη πλευρά της ανατροφής αφού μάλιστα βυθίζεται στα κατάβαθα της ψυχής ο ρυθμός και η αρμονία, και με ακατάπαυστη ορμή προσκολλιούνται σ’ αυτή φέρνοντας τα ωραίο και, αν κάποιος ανατραφεί καλά, τον κάνουν ωραίο, αν όμως όχι, το αντίθετο;»[15]
Για τον Πλάτωνα η μουσική αρχικά ερεθίζει τις αισθήσεις και κατόπιν περνάει μέσα από αυτές προς τη ψυχή. Έτσι λοιπόν επιμένει στο γεγονός ότι η μουσική δεν πρέπει να παρέχει μόνο δεξιοτεχνία στον εκτελεστή ή στον αοιδό αλλά να βάζει τάξη στις κινήσεις της ψυχής εκπαιδεύοντας το παιδί στην αίσθηση της ηδονής και του πόνου με τον ορθό τρόπο. Αγγίζοντας λοιπόν τη ψυχή οδηγεί στην αγαθότητα και την καλοσύνη. Συμβαίνει όμως και το αντίθετο, δηλαδή η ψυχή να παραμορφώνεται από τη μουσική. Στην προκειμένη περίπτωση η μουσική επιφέρει τα λανθασμένα αποτελέσματα σπρώχνοντας τη ψυχή στην ακολασία. Μία από τις θετικές χρήσεις της μουσικής που προτείνει ο Πλάτων είναι η προετοιμασία της ψυχής προς την ηθική αρετή.
Ένα από τα ερωτήματα που μπορούν να τεθούν στο σημείο αυτό είναι γιατί ο Πλάτων πιστεύει ότι η μουσική κινεί τη ψυχή προς την αγαθότητα ή το αντίθετο;
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημασία της μουσικής, ο Πλάτων προτείνει το ευεργετικό αποτέλεσμα του νανουρίσματος Όταν το βρέφος είναι ανήσυχο η μητέρα του το κατευνάζει κουνώντας το αργά και σιγοτραγουδώντας του. Έτσι, εξισορροπεί την συγκίνησή του με μία άλλη καινούργια που η ίδια του προσφέρει. Το αποτέλεσμα είναι ότι το νανούρισμα οδηγεί το βρέφος σε ηρεμία.
Δύο βασικά χαρακτηριστικά διαφαίνονται για τον Πλάτωνα, πρώτο ότι η μουσική διεγείρει τα συναισθήματα του βρέφους και δεύτερο το κάνει να νιώθει καλά. Αυτά, κατά τον Αθηναίο φιλόσοφο οδηγούν το παιδί στην αρετή.
Ο Πλάτων επισημαίνει ότι η μουσική αναπαράγει ή μιμείται τα συναισθήματα.
Στην Πολιτεία αντίθετα γίνεται διεξοδική ανάλυση των μουσικών τρόπων (ἁρμονίαι) και στο πώς δημιουργούν διάφορα είδη συγκινήσεων όπως νηφαλιότητα, ευψυχία, ελευθερία, προθυμία κ.λπ.
Ας δούμε όμως αναλυτικά τα όσα λέγονται
ανάμεσα σε Σωκράτη και Γλαύκωνα:
«-Οπωσδήποτε, όμως, είσαι σε θέση να ξέρεις και να μας πεις πρώτα αυτό, πως η μελωδία αποτελείται από τρία στοιχεία, τον λόγο, την αρμονία[16] και τον ρυθμό.
-Ναι, αυτό μάλιστα.
«-Λοιπόν, όσο για τον λόγο, μήπως διαφέρει καθόλου από τον λόγο τον πεζό ως προς το ότι πρέπει να εκφράζεται με τους ίδιους τύπους που είπαμε πριν και με τον ίδιο τρόπο;
-Σωστά.
-Δεν πρέπει λοιπόν η αρμονία και ο ρυθμός να ταιριάζουν με τον λόγο;
-Πως όχι;
-Είπαμε όμως πως στους λόγους δεν χρειαζόμαστε καθόλου θρήνους και οδυρμούς.
-Όχι βέβαια.
-Ποιες είναι λοιπόν οι θρηνητικές μελωδίας; Πες μου το εσύ που είσαι μουσικός.
-Η μειξολυδική, η συντονολυδική και κάτι τέτοιες».
-Δεν πρέπει λοιπόν να τις αφαιρέσουμε; Γιατί είναι άχρηστες όχι μόνο για τους άνδρες αλλά και για τις γυναίκες που θέλουν να είναι σωστές.
-Πολύ βέβαια.
-Αλλά και το μεθύσι, η μαλθακότητα και η αργία δεν ταιριάζουν καθόλου στους φύλακες».
-Πως όχι;
Ποιες λοιπόν αρμονίες είναι μαλθακές και ταιριάζουν σε συμπόσια;
-Η ιωνική, και η λυδική, που λέγονται και χαλαρές.
-Θα τις χρησιμοποιήσεις αυτές, φίλε μου, στους πολεμικούς ανθρώπους;
-Καθόλου, όμως σου έμεινε σχεδόν μόνο η δωρική και η φρυγική.
-Εγώ δεν τις ξέρω τις αρμονίες. Άφησέ μου όμως εκείνη που μπορεί να μιμηθεί τη φωνή και τη χροιά ενός ανθρώπου που είναι πραγματικά ανδρείος και σε πολεμική ενέργεια, και σε κάθε σκληρή εργασία, που ακόμα κι αν αποτύχει και πέσει σε τραυματισμό ή θάνατο ή σε κάποια άλλη συμφορά, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μένει ατάραχος και με καρτερία αμύνεται ενάντια στην τύχη. Άφησέ μου και μια άλλη αρμονία, που να χρησιμεύει σε ειρηνικά έργα του ανθρώπου και όχι βίαια, που γίνονται με τη θέλησή του, όπως όταν μπορεί να πείσει κάποιον για κάτι ή όταν ικετεύει με ευχές τον θεό ή όταν διδάσκει ή τον συμβουλεύει, και κάνοντας με όλα αυτά, όσα έχει στο μυαλό του, χωρίς υπερηφάνεια αλλά φρόνιμα και καλά, να μένει ικανοποιημένος με τ‘ αποτελέσματα. Αυτές λοιπόν τις δύο αρμονίες άφησέ μου, τη βίαιη και την εκούσια, τις αρμονίες που θα μιμηθούν καλά τις φωνές ανθρώπων δυστυχισμένων και ευτυχισμένων, συνετών και ανδρείων.
-Αλλά δεν ζητάς ν’ αφήσω άλλες, παρά όσες κι εγώ τώρα έλεγα.
-Δε θα μας χρειαστούν, επομένως, για τα άσματα και τις μελωδίες ούτε πολλές χορδές, ούτε ποικιλία αρμονίας.
-Μου φαίνεται ότι δε θα μας χρειαστούν.
-Δε θα συντηρούμε λοιπόν τεχνίτες για τρίγωνα[17] και πηκτίδες[18] και όλα τα όργανα, όσα είναι πολύχορδα και πολυαρμονικά.
-Φαίνεται πως όχι.
-Μα τότε; Θα δεχτείς στην πόλη αυλοποιούς ή αυλήτες; Ή μήπως δεν είναι ο αυλός το πιο πολύχορδο[19] όργανο και δεν συμβαίνει να είναι μίμηση του αυλού και αυτά τα πολυαρμονικά;
-Αυτό είναι φανερό.
-Σου μένει λοιπόν η λύρα και η κιθάρα, που είναι χρήσιμα [και] στην πόλη̇ ή θα μπορούσε να μείνει και κάποιο είδος φλογέρας στην ύπαιθρο για τους βοσκούς.
-Όπως τουλάχιστον αποδεικνύει η κουβέντα μας.
-Οπότε δεν κάνουμε τίποτα καινούργιο φίλε μου προτιμώντας τον Απόλλωνα και τα όργανά του αντί για τον Μαρσύα[20] και τα δικά του.»[21]
Η δύναμη της μουσικής διά μέσου των συγκινησιακών επιπέδων βασίζεται στη δύναμη των εν λόγω επιπέδων και στη μίμησή τους. Όταν κάποιος ακούει κάτι συγκεκριμένο συλλέγει τους συγκινησιακούς ελιγμούς και κινείται σε δρόμους ανοιχτούς. Παραφράζοντας τον Πλάτωνα, η Mary B. Schoen-Nazzaro, του θεολογικού και φιλοσοφικού τμήματος του Univerité Laval, σημειώνει ότι «η μουσική κίνηση περιέχοντας μία συγκινησιακή έκφραση άγει στον ακροατή την συγκίνηση αυτή.»[22] Είναι λοιπόν λογικό η μουσική που καθοδηγεί τον ακροατή συγκινησιακά να τον εξοικειώνει με την επανάληψη σε ορισμένα συγκινησιακά επίπεδα. Η εξοικείωση αυτή τον οδηγεί στην ευφορία, δηλαδή τον κάνει να νιώθει καλά. Αυτό το τελευταίο οφείλεται στον βαθμό αρετής που ο κάθε άνθρωπος διαθέτει. Η καταλληλότητα της μουσικής εξαρτάται από τον βαθμό προσαρμοστικότητας της συγκίνησης που αναπαράγεται από τον ίδιο τον ακροατή. Μία μουσική καλύτερη από μία άλλη δε είναι μόνο μία καλή μίμηση, υπό την έννοια ότι είναι αποτελεσματική, αλλά μία μίμηση της καλής ή της καλά οργανωμένης συγκίνησης. Τα παραπάνω αναφέρει ο Αθηναίος στους “Νόμους”: «Άρα όταν κανείς υποστηρίζει ότι η μουσική πρέπει να κρίνεται με μέτρο την ηδονή, κάθε άλλο παρά α πρέπει να αποδεχθούμε την άποψη αυτή, και πολύ λιγότερο θα πρέπει να θεωρήσουμε τη μουσική αυτή ως σπουδαία (αν, βέβαια, μπορούσε να είναι ποτέ σπουδαία μια τέτοια μουσική), αλλά εκείνην που παρουσιάζει ομοιότητα στη μίμηση του ωραίου», και πιο κάτω: «Και αυτοί, συνεπώς, που επιζητούν το καλύτερο τραγούδι και την ωραιότερη μουσική, πρέπει να επιζητούν, κατά πώς φαίνεται, όχι εκείνην που είναι ηδονική, αλλά αυτήν που είναι ορθή, όπως δε πράγματι είπαμε, η ορθότητα της μιμήσεως έγκειται στο αν εκείνο που έτυχε μιμήσεως ήθελε είναι του αυτού μεγέθους και της αυτής ποιότητας (με το πρωτότυπο).»[23]
Αλλά και στην “Πολιτεία” αναφερόμενος στους φύλακες: «Αν λοιπόν διατηρήσουμε το πρώτο μας επιχείρημα, πως οι φύλακές μας πρέπει να είναι ελεύθεροι απ’ όλες τις άλλες δουλειές και να είναι εργάτες της ελευθερίας της πόλης και να μην ασχολούνται με τίποτε άλλο που δεν σχετίζεται μ’ αυτό τον σκοπό, τότε δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτε άλλο αυτοί, ούτε να μιμούνται. Αν όμως μιμούνται, πρέπει αμέσως από την παιδική τους ηλικία να μιμούνται αυτά που τους πρέπουν, δηλαδή τους ανδρείους, τους σώφρονες, τους ευσεβείς, τους ελεύθερους και όλα τα παρόμοια, ενώ τα ανελεύθερα να μην τα κάνουν ούτε να γίνουν επιδέξιοι, για να μην συνηθίσουν σε αυτά από τη μίμηση. Ή δεν αντιλαμβάνεσαι πως οι μιμήσεις, αν συμβαίνουν από πολύ μικρή ηλικία, γίνονται πι συνήθεια και φύση και στο σώμα και στη φωνή και στη σκέψη;»
Η μουσική όμως μπορεί να προκαλέσει και ανάρμοστες συγκινήσεις οδηγώντας τον ακροατή σε καταστάσεις διαφορετικές. Ο Πλάτων βλέπει την ακολασία στην ανάρμοστη μουσική, (όπως έβλεπαν την ακολασία στα blues οι αιδεσιμότατοι της εκκλησίας των Βαφτιστών μπροστά στα «πνευματικά» spirituals και gospels), με μία βαθμιαία διάβρωση του χαρακτήρα και την απασχόληση του ανθρώπου: «Ώστε λοιπόν μόνο τους ποιητές πρέπει να επιβλέπουμε και να τους αναγκάζουμε να περιλαμβάνουν στα ποιήματά τους την εικόνα του σωστού ήθους, διαφορετικά να μην μας φτιάχνουν ποιήματα, ή πρέπει να παρακολουθούμε και τους άλλους τεχνίτες και να τους εμποδίζουμε να βάζουν αυτή την κακοήθεια και την ακολασία, την ανελευθερία και την ασχήμια, είτε σε εικόνες ζώων είτε σε οικοδομές είτε σε όποιο άλλο έργο τέχνης, αλλιώς στον ανίκανο γι’ αυτά να μην επιτρέπεται να εργάζεται στην πόλη μας, έτσι ώστε να μην μεγαλώνουν οι φύλακές μας ανατρεφόμενοι με εικόνες κακίας, όπως ακριβώς σαν μέσα σε κακό χορτάρι, γιατί θερίζοντας και παίρνοντας κάθε μέρα πολλά από τα πολλά, λίγο λίγο, και χωρίς να το καταλάβουν, θα συγκεντρώσουν ένα μεγάλο κακό μέσα στην ψυχή τους; Αλλά δεν πρέπει να αναζητάμε εκείνους τους τεχνίτες που μπορούν με εξυπνάδα ν’ ανακαλύπτουν τη φύση του καλού και ωραίου, για να ωφελούνται οι νέοι από όλες τις πλευρές, καθώς θα ζουν σε υγιεινό περιβάλλον, γιατί αν έρχεται στην όραση ή στην ακοή τους κάποιο από τα ωραία έργα, σαν αεράκι που φέρνει την υγεία από καλά μέρη, έτσι, χωρίς να το καταλάβουν, θα οδηγεί τα παιδεία από μικρά στη μίμηση, στη φιλία και στη συμφωνία με τον καλό λόγο; Άρα λοιπόν Γλαύκωνα, είπα εγώ (μιλά ο Σωκράτης), εξαιτίας αυτών η μουσική δεν είναι η κυριότερη πλευρά της ανατροφής, αφού μάλιστα βυθίζεται στα κατάβαθα της ψυχής ο ρυθμός και η αρμονία, και με ακατάπαυστη ορμή προσκολλιούνται σ’ αυτή φέρνοντας το ωραίο και, αν κάποιος ανατραφεί καλά, τον κάνουν ωραίο, αν όμως όχι, το αντίθετο;[24]» Πιο κάτω ο ίδιος ο Πλάτωνας, διά στόματος Σωκράτη, επικυρώνει τα παραπάνω λέγοντας ότι «το φρούριο των φυλάκων πρέπει να οικοδομηθεί εδώ στη μουσική»[25].
Η μουσική διαπλάθει την ψυχή γιατί εισχωρεί σε αυτή βαθειά και κατ’ ευθείαν διεγείροντας τις αισθήσεις και δίνοντας μορφή στις συγκινήσεις του ανθρώπου. Η μουσική κατόπιν αναχωρεί αφού όμως έχει αφήσει τα ανεξίτηλα σημάδια της στον ακροατή (βλ. σημείωση 18). Από τα στιγμή που το παιδί συνηθίσει στη μουσική, για να μπορέσουν οι συγκινήσεις του να ξεφύγουν από τον έλεγχό του, θα πρέπει να συνεχίσει να αναζητά καταχρηστικές συγκινήσεις. Από την άλλη πλευρά, αν εξοικειωθεί με ισορροπημένες συγκινήσεις θα βρει την ευχαρίστηση.
Όλα τα παραπάνω εκθέτουν την άποψη του Πλάτωνα για τη μουσική ως ηθικό εργαλείο. Διαμορφώνεται λοιπόν από αυτό ο δεύτερος σκοπός της μουσικής σύμφωνα με τον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο, δηλαδή ότι η μουσική οδηγεί το παιδί προς την αρετή γιατί του διεγείρει το συγκινησιακό επίπεδο. Η συγκινησιακή αυτή μίμηση είναι ο δεύτερος σκοπός της μουσικής.
Ο τρίτος σκοπός για τον Πλάτωνα είναι η ευχαρίστηση που προσφέρει η μουσική. Ο Αθηναίος φιλόσοφος εξηγεί το σκοπό αυτό μέσω των διονυσιακών χορών που, όπως λέει, δίνουν τη δύναμη μίας αθώας ευχαρίστησης που χαρακτηρίζει ως μεγάλη τύχη.
Οι λόγοι για τους οποίους η μουσική δίνει ευχαρίστηση είναι δύο: η πρώτη είναι η φυσική ιδιότητα της αντίληψης και της απόλαυσης του ρυθμού και της μελωδίας: «Και τα μεν άλλα ζώα δεν έχουν αίσθηση της τάξεως ή της αταξίας στις κινήσεις, των οποίων όνομα είναι ρυθμός και αρμονία. Σ’ εμάς όμως οι θεοί, διά τους οποίους είπαμε ότι μας έχουν δοθεί ως συγχορευτές, είναι οι ίδιοι εκείνοι που μας έχουν χαρίσει την ανάμεικτη με ηδονή αίσθηση του ρυθμού και της αρμονίας, αίσθηση με την οποία μας κάνουν να κινούμεθα και να ηγούνται εκείνοι των χορών μας –που τους έχουν ονομάσει έτσι από την έμφυτη σ’ αυτούς λέξη χαρά- συνδέοντάς μας με τραγούδια και ορχήσεις. Εν πρώτοις, θα πρέπει να το παραδεχθούμε αυτό; Θα δεχθούμε δηλαδή ως πρώτη παιδεία εκείνη που μας δίδεται μέσω των Μουσών και του Απόλλωνος; Ή όχι;»[26] Οι δύο αυτές φυσικές ιδιότητες είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα από τη νηπιακή ηλικία. Ο δεύτερος λόγος είναι πως κάθε άτομο έλκεται από συγκεκριμένους ρυθμούς και μελωδίες ενώ από κάποιους άλλους λιγότερο: «Σ’ ερωτώ ακόμη τούτο (λέει ο Αθηναίος στον Κλειτία): χαιρόμαστε όλοι μας το ίδιο σε όλες τις χορείες, ή πολύ απέχει από του να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Και πάρα πολύ, μάλιστα (απαντά ο Κλειτίας). Ποιο, όμως, πράγματι λέμε πως είναι εκείνο που μας παραπλανά;[27] Μήπως αυτά δεν είναι ωραία για όλους μας, ή αυτά μεν είναι τα ίδια, εμείς όμως τα νομίζουμε πως δεν είναι; Διότι, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι δυνατόν να πει κανείς ποτέ ότι οι καλύτερες είναι οι χορευτικές παραστάσεις της κακίας, παρά της αρετής, ούτε ότι αυτός μεν ο ίδιος ευχαριστείται με τις κινήσεις της κακίας, οι δε άλλοι με κάποιας αντίθετης προς αυτή Μούσας. Και όμως, οι περισσότεροι τουλάχιστον παραδέχονται ότι η ορθότητα της μουσικής έγκειται στη δύναμη της να ευφραίνει τις ψυχές μας. Αλλά αυτό είναι απαράδεχτο και ανόσιο να λέγεται. Ενώ περισσότερο ευλογοφανές να μας παραπλανά είναι το εξής: Επειδή τα αφορούντα τις χορείες αποτελούν απομιμήσεις χαρακτήρων που εκδηλώνονται από τον καθένα σε παντός είδους ενέργειες και σε τυχαία περιστατικά, όπου ο καθένας βάζει σε ενέργεια τις συνήθειες του κει τη μιμική του ικανότητα, εκεί όπου τα όσα ελέχθησαν, ή τραγουδήθηκαν όπως έπρεπε, ή κατά φύσιν ή κατ’ έθιμο ή και κατά τα δύο, με αυτούς μεν (που τα εκτέλεσαν) και μ’ αυτά (που εξετελέσθησαν) είναι αναπόφευκτο να χαιρόμαστε, να επαινούμε δε αυτά και να τα αποκαλούμε ωραία, με όσα δε (εκτελέστηκαν) παρά φύσιν, ή αντίθετα προς κάποια συνήθεια, ούτε να χαιρόμαστε είναι δυνατόν, ούτε να τα επαινούμε, και (είναι αναπόφευκτο) να τα αποκαλούμε άσχημα. Εκεί πάλι, όπου συμβαίνει τα μεν της φύσης αντίθετα, ή, τα μεν της συνήθειας ορθά, τα δε της φύσεως αντίθετα, τότε και αυτοί αποκαλούν τους επαίνους αντίθετους προς τις ηδονές. Πράγματι, το καθένα από αυτό το αποκαλούνε ευχάριστο, αλλά πονηρό, ντρέπονται και να τραγουδούν, ωσάν να θέλουν να δείξουν πως παίρνουν δήθεν στα σοβαρά την ομορφιά, ενώ κατά βάθος τους αρέσει αυτό.»[28]. Με αυτόν τον τρόπο ο ακροατής απολαμβάνει την κατάλληλη μουσική. Ο Πλάτων επιμένει ότι καμία μουσική δεν πρέπει να γίνεται αποδεκτή ή απορριπτέα απλά γιατί αρέσει. Έτσι γεννάτε το ερώτημα ποια είναι η μουσική που προκαλεί ευχαρίστηση. ‘Όπως ξέρουμε, από τον ίδιο τον άνθρωπο, οι ορθές ενέργειες ακολουθούν τον ορθό άνθρωπο. Η προκειμένη αντίληψη δεν ακολουθεί το γνωμικό «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα». Για τα μουσικά δρώμενα η «γεύση» του καθενός δεν είναι το ίδιο καλή και αυτό διαφαίνεται ακόμα καλύτερα στον Αριστοτέλη, όπως θα δούμε πιο κάτω, που διακρίνει τη μουσική σε κατηγορίες ανάλογα με το πνευματικό υπόβαθρο του ακροατή. Για τον Πλάτωνα η επικινδυνότητα της μουσικής ακρόασης δεν είναι το ίδιο καλή. Ο ίδιος εγγυάται την επικινδυνότητα αυτή μόνο για ευχαρίστηση: «Σε αυτό το σημείο τουλάχιστον, συμφωνώ πράγματι με τους πολλούς, -εννοείται, βέβαια, ότι όχι τους τυχαίους- ότι η μουσική πρέπει να κρίνεται από την ηδονή, αλλά ότι αναμφισβήτητα καλύτερη είναι η Μούσα εκείνη που τέρπει τους πιο καλούς και τους π0ολύ μορφωμένους και ιδιαίτερα τον ένα, που ξεχωρίζει από απόψεως αρετής και μορφώσεως. Γι’ αυτό άλλωστε υποστηρίζουμε ότι οι κριτές αυτών των αγώνων πρέπει να είναι ενάρετοι, διότι, μέσα σ’ όλα τα άλλα, πρέπει να είναι προικισμένοι με φρόνηση, και –κυρίως- με θάρρος», και λίγο πιο κάτω: «Το ίδιο ακριβώς και ο καλός νομοθέτης: θα πείσει τον ποιητή με τα γλυκόλογα και τους επαίνους- και σε περίπτωση που δεν θα τον πείσει, θα τον εξαναγκάσει- να συνθέτει σωστά, με ρυθμικές κινήσεις και με αρμονικές μελωδίες, τα ποιήματα που αναφέρονται στους σώφρονες αι τους ανδρείους και στους από κάθε άποψη ενάρετους άνδρες.»[29] O Αθηναίος φιλόσοφος δίνει μεγάλη αξία στην ικανότητα της μουσικής να αναπτύσσει πνευματικό ποιόν στην αντίληψη γιατί οδηγεί σε άλλους τομείς του intellecto. Είναι λοιπόν η σωστή μουσική παιδεία που πρέπει να εφαρμοστεί στο παιδί έτσι ώστε αυτό να είναι σε θέση γιατί τα πράγματα είναι καλά και κακά και αυτό, διά μέσου της συγγένειας αυτών των δύο ιδιοτήτων, θα το βοηθήσει να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Όλα αυτά είναι ξεκάθαρα στην “Πολιτεία”: «’Άρα λοιπόν Γλαύκωνα, είπα εγώ, εξαιτίας αυτών η μουσική δεν είναι η κυριότερη πλευρά της ανατροφής, αφού μάλιστα βυθίζεται στα κατάβαθα της ψυχής ο ρυθμός και η αρμονία, και με ακατάπαυστη ορμή προσκολλιούνται σ’ αυτή φέρνοντας το ωραίο και, αν κάποιος ανατραφεί καλά, τον κάνουν ωραίο, αν όμως όχι, το αντίθετο; Και για το ότι, αν κάποιος ανατραφεί όπως πρέπει, θα αισθάνεται με οξύνοια τις ελλείψεις και τις ατέλειες που θα έχουν τα έργα της τέχνης ή της φύσης και θα τα δέχεται με δυσκολία, ενώ θα επαινεί και θα χαίρεται τα καλά και θα επιθυμεί να τρέφεται η ψυχή του από αυτά και να γίνεται και καλός και τίμιος, ενώ αντίθετα θα κατηγορεί και θα μισεί τα άσχημα, ενόσω ακόμα είναι παιδί, πριν αποκτήσει τη δύναμη να τα κρίνει, και αφού έρθει ο ορθός λόγος, θα τον ασπαστεί και μάλιστα με οικειότητα, σαν να τον γνώριζε, αυτός που έχει ανατραφεί κατ’ αυτό τον τρόπο; Εμένα μου φαίνεται πως γι’ αυτούς τους λόγους η ανατροφή γίνεται με τη μουσική.[30]»
Ο Πλάτων θεωρεί τη μουσική απόλαυση υπεξούσια κάποιου σκοπού και όχι καθ’ εαυτό σκοπό, υποθάλποντας αρετή στην ψυχή. Είναι απαραίτητο η μουσική να φέρνει την αρμονία στις συγκινήσεις ειδάλλως ο ακροατής κινδυνεύει να παρασυρθεί από παράλογες συγκινήσεις εις βάρος της αρετής. Ναι μεν σκοπός της μουσικής είναι η απόλαυση, αλλά θα πρέπει το συναίσθημα αυτό να υπηρετεί τον ανώτερο σκοπό που είναι η αρετή κι αυτό γίνεται απόλυτα σαφές μέσα από τη διήγηση του φιλόσοφου και μαθηματικού Τίμαιου: «Σχετικά τώρα με τους ήχους και την ακοή, πρέπει να υποθέσουμε και πάλι τα ίδια, ότι δηλαδή μας τα χάρισαν οι θεοί για τον ίδιο σκοπό και τις ίδιες αιτίες. Ο λόγος δόθηκε γι' αυτά τα ίδια, συμβάλλοντας κατά μεγάλο μέρος σ' αυτά̇ στη φωνή δόθηκε ό,τι είναι χρήσιμο από τη μουσική, εξαιτίας της αρμονίας, για ν' ακούμε. Η αρμονία, που έχει περιφορές συγγενικές προς τις περιφορές της ψυχής στο εσωτερικό μας, δόθηκε από τις Μούσες σε όποιον έρχεται σε επαφή μαζί τους με φρόνηση και όχι για ασυλλόγιστη απόλαυση, όπως πιστεύεται σήμερα, ώστε ως σύμμαχος της ψυχής δόθηκε από τις Μούσες, για να βοηθήσει την εσωτερική περιφορά της ψυχής, όταν χάνει τη δική της αρμονία, να ξαναβρεί την τάξη και τη συμφωνία με τον εαυτό της. Ακόμα, για τον ίδιο λόγο μας δόθηκε κι ο ρυθμός από τις ίδιες, για να μας βοηθήσει, δηλαδή, στην ευμετάβλητη και συνήθως άσχημη διάθεση των περισσοτέρων.»[31]
Υπάρχει και ένας τέταρτος σκοπός για τον μεγάλο Αθηναίο φιλόσοφο, είναι η έμμεση προπαρασκευή του ανθρώπινου intellecto προς τη μάθηση. Οι τρόποι με τους οποίους κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί είναι δύο. Ο πρώτος είναι η προδιάθεση για μάθηση με την ηθική αρετή. Στον “Πρωταγόρα” ο Πλάτων παρακινεί το παιδί να μάθει μουσική έτσι ώστε να γίνει περισσότερο ισορροπημένο θεωρώντας ρυθμό και αρμονίες, μουσικές ιδιότητες απαραίτητες για την διεξαγωγή της ζωής, αποδεικνύοντας ότι η μουσική επηρεάζει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες: «Έπειτα έρχεται ο καιρός και στέλνουν τα παιδιά στους δασκάλους με την εντολή να προσέχουν πιο πολύ την άψογη στάση τους παρά τα γράμματα και την κιθάρα. Οι δάσκαλοι εξάλλου κι αυτά προσέχουν κι άλλα ακόμα: μόλις τα παιδιά εκπαιδευτούν στη γραφή κι είναι έτοιμα τότε τα καταλαβαίνουν από γραφτά κείμενα, όπως την πρώτη φορά από λόγο προφορικό, τους βάζουν στις θέσεις τους απάνω ποιητικά κείμενα από καλούς ποιητές, να κάνουν ανάγνωση. Και τα υποχρεώνουν να τα αποστηθίζουν. Σ’ αυτά τα κείμενα βρίσκει κανείς πολλές σοφές συμβουλές, πολλές διηγήσεις που προβάλλουν και τιμούν ανθρώπους καταξιωμένους από παλιά. Ο σκοπός είναι να γεννηθεί στο παιδί ο ζήλος να τους μιμηθεί κι η έφεση για να γίνει σαν κι εκείνους.
Από το άλλο μέρος πάλι είναι και οι κιθαριστές. Άλλο τόσο κι αυτοί προσέχουν τους νέους να αυτοπειθαρχούν κι επίσης πώς να μην ξεπέφτουν σε κανένα κακό. Όμως πέρα από αυτό, μόλις οι νέοι εκπαιδευτούν στην κιθάρα, τους μαθαίνουν ποιητικά έργα από καλούς ποιητές, άλλους αυτή τη φορά, λυρικούς. Τους βάζουν μελοποιημένα πάνω στη μουσική της κιθάρας και κάνουν αναγκαστικά τους ρυθμούς και τις αρμονίες να στεριώνουν μέσα στις παιδικές ψυχές. Ο σκοπός είναι να γίνονται τα παιδιά πιο εκλεπτυσμένα και με την εξοικείωση τους στο ρυθμό και στην αρμονία να βγαίνουν επιτυχημένα και στην έκφραση και στη δράση τους. Γιατί πραγματικά η ανθρώπινη ζωή, όλη ανεξαίρετα, χρειάζεται ρυθμό μέσα της και αρμονικές σχέσεις.»[32]
Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί ο τέταρτος σκοπός είναι η προετοιμασία που προσφέρει η μουσική στο ανθρώπινο intellecto προς τη μάθηση με τον τρόπο της ελεύθερης αγωγής που προγυμνάζει ή μορφώνει το παιδί με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Ας σημειωθεί ότι εδώ ο Πλάτων μιλάει για τη τέχνη της μουσικής νοούμενη ως μουσικός ήχος και την επιρροή που αυτός έχει στον ακροατή. Στην “Πολιτεία” αντίθετα μιλάει για τη σχέση μαθηματικών και μουσικής όπως βλέπουμε στα επόμενα χωρία: «Ποια μπορεί να είναι, Γλαύκωνα, η επιστήμη που έλκει τη ψυχή από το γίγνεσθαι της ύπαρξης» και παρακάτω:
«-Μα η γυμναστική αναφέρεται σ’ αυτό που γεννιέται και πεθαίνει, γιατί εποπτεύει την ανάπτυξη και τη φθορά του σώματος.
-Έτσι φαίνεται.
-Λοιπόν, η επιστήμη που αναζητάμε δεν μπορεί να είναι αυτή.
-Όχι βέβαια.
-Είναι μήπως η μουσική όπως την περιγράψαμε;
-Αυτή όμως αν θυμάσαι, είπε, αντιστοιχούσε στη γυμναστική, γιατί εκπαιδεύει αρμονικά τον χαρακτήρα των φυλάκων, εφοδιάζοντάς τους με αρμονία, όχι μία επιστήμη, και η ευρυθμία σύμφωνα με τον μουσικό ρυθμό, και κάποιες άλλες συνήθειες ανάλογες με την έκφραση των μυθικών διηγήσεων ή των αληθινών.
-Μου το θύμισες με μεγάλη ακρίβεια: ναι, στην πραγματικότητα η μουσική δεν περιείχε τίποτα παρόμοιο. Μα τότε, αγαπητέ μου Γλαύκονα, ποια μπορεί να είναι αυτή η επιστήμη; Γιατί οι τέχνες μας φάνηκαν όλες αξιοκαταφρόνητες και μηχανικές.
-Βεβαιότατα! Αλλά τι μένει εκτός της μουσικής, της γυμναστικής και των τεχνών;
-Ας δούμε, απάντησε, αν δεν βρούμε τίποτε άλλο, θα απευθυνθούμε σε μία επιστήμη που εφαρμόζεται για κάθε πράγμα.
-Και ποια είναι αυτή;
-Εκείνη, για παράδειγμα, που χρειάζονται όλες οι τέχνες, τις διανοητικές ενέργειες και τις επιστήμες, εκείνη που όλοι πρέπει να μάθουν από πολύ νωρίς.
-Δηλαδή;
-Αυτή την πιο κοινή που διακρίνει το ένα, το δύο και το τρία, εννοώ την επιστήμη των αριθμών και του υπολογισμού. Γιατί δεν είναι μήπως αλήθεια πως κάθε τέχνη και κάθε άλλη επιστήμη την χρησιμοποιούν;
-Ναι, απάντησε.»[33]
Όπως εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε, ο Πλάτων, μιλάει για τις καλές τέχνες και ιδιαίτερα για τη μουσική σαν προπαρασκευαστικά στάδια του νου για την κατανόηση της γνώσης. Οι τέχνες είναι ιδανικές γι αυτόν το σκοπό γιατί διεγείρουν και τρέφουν την αγάπη για γνώση αλλά και ακονίζουν την αντίληψη: «Όταν λοιπόν δίνει κανείς τη δυνατότητα στη μουσική να τον συναρπάζει και να του στέλνει στην ψυχή από τα αυτιά, σαν μέσα από ένα χωνί, αυτές που τώρα δα λέγαμε, τις γλυκές και απαλές και θρηνητικές αρμονίες και σιγοτραγουδώντας το τραγούδι κατευχαριστημένος περνάει ολόκληρη τη ζωή του, αυτός στην αρχή, αν είχε κάτι το θυμοειδές η ψυχή του, το μαλακώνει, όπως ακριβώς η φωτιά το σίδερο, που από άχρηστο και σκληρό το κάνει χρήσιμο̇ όταν όμως εξακολουθεί, νωρίς να παύει, αλλά θέλγεται, μετά από αυτό λιώνει και στάζει, μέχρις ότου λιώσει εντελώς την ορμητική διάθεση και την κόψει, όπως ακριβώς τα νεύρα από την ψυχή του, και καταλήξει να είναι μαλθακός πολεμιστής.»[34]
Αυτός ο τέταρτος σκοπός της μουσικής είναι επακόλουθο της ηθικής τάξης.
Ανακεφαλαιώνοντας, για τον Αθηναίο φιλόσοφο, τέσσερεις είναι οι σκοποί της μουσικής και ακλουθούν την παρακάτω σειρά: η μουσική κινεί τα συναισθήματα, είναι ευχαρίστηση, οδηγεί στην ηθική, και τέλος στην γνώση.
Ο ΣΚΟΠΟς ΤΗς ΜΟΥΣΙΚΗς ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο ο τελικός στόχος είναι η διαμόρφωση του ολοκληρωμένου ανθρώπου που οδηγείται με τη μουσική στη λογική. Τέχνη και παιδεία απογεμίζουν τα ανθρώπινα κενά και τελειοποιούν τον άνθρωπο «γιατί κάθε τέχνη και κάθε εκπαίδευση στοχεύει στο να αναπληρώσει ό,τι λείπει από τη φύση[35]». Πρώτα απ’ όλα θεμελιώδες για τον άνθρωπο είναι η παιδεία που διεγείρει την όρεξη (για μάθηση) και κατόπιν κινείται προς το σχηματισμό της λογικής: «Δεχτήκαμε από πριν ότι χρειάζονται φύση, συνήθεια και λογική. Με βάση αυτά καθορίστηκε ποιοι πρέπει να είναι οι άνθρωποι ως προς τη φύση τους. Μένει τώρα να ερευνήσουμε αν πρέπει να εκπαιδευτούν πρώτα με τη λογική ή πρώτα με τη συνήθεια. Γιατί τα τρία αυτά στοιχεία πρέπει να συμφωνούν απόλυτα, αφού είναι πιθανό η λογική να αποτύχει στην επιδίωξη του σκοπού χωρίς τη συνήθεια, έστω κι αν πρόκειται για άριστη φύση, αλλά και η συνήθεια να αποτύχει εξίσου χωρίς τη σύμπραξη της λογικής. Και τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, όπως συμβαίνει και στα άλλα πράγματα, η δημιουργία από κάπου ξεκινά από την ορθή ενός άλλου απώτερου σκοπού, και η λογική και ο νους είναι ο απώτερος σκοπός της ανθρώπινης φύσης.[36]» Σε αυτό το σημείο, ο Αριστοτέλης, επισημαίνει τρεις βασικούς λόγους για τους οποίους η μουσική ανήκει στην παιδεία, ο καθένας εν των οποίων βασίζεται στο διαφορετικό αποτέλεσμα που παράγει η μουσική στον ακροατή. Υποστηρίζει ότι η μουσική ζητάτε χάριν της διασκέδασης σαν συντελεστής της ηθικής αρετής ή σαν ενδιαφέρον προς την πνευματική ευχαρίστηση: «Προηγουμένως διαπιστώσαμε κάποιες εύλογες απορίες για τη μουσική, καλό όμως είναι να τις ξαναδούμε και να τις αναπτύξουμε περαιτέρω, ώστε να χρησιμεύουν σαν ένα είδος εισαγωγής σε όποιον θέλει να διατυπώσει γνώμη σχετικά με αυτήν.» Και παρακάτω: «…μήπως δηλαδή για να τη χρησιμοποιήσουμε σαν παιχνίδι ή σχόλη, όπως τον ύπνο και το μεθύσι (αφού κι αυτά δεν είναι καθαυτά σοβαρή απασχόληση, αλλά ευχάριστα και μας βγάζουν από τις σκοτούρες, όπως λέει ο Ευριπίδης γι’ αυτό και τη μουσική τη συγκαταλέγουν στα παιχνίδια και τα χρησιμοποιούν όλα για τον ίδιο σκοπό, ύπνο, μεθύσι και μουσική, μαζί και το χορό;) ή μήπως πρέπει να θεωρήσουμε σωστό ότι η μουσική βοηθά στην απόκτηση της αρετής επειδή, όπως και η γυμναστική συντελεί στη σωματική διάπλαση του ήθους, γιατί μας ερεθίζει στην απόλαυση των σωστών ηδονών ή μήπως συντελεί στην απόλαυση της ζωής και στη φρόνηση; (Κι αυτό μπορεί να θεωρηθεί τρίτος σκοπός).»[37]
Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο ο πρώτος σκοπός της μουσικής είναι η ευχαρίστηση και την παρομοιάζει, όπως είδαμε με το πιοτό και τον ύπνο που διασφαλίζουν την αναψυχή. Η ευχαρίστηση που δίνει η μουσική ξεκουράζει τον άνθρωπο: «Τι είναι; Μόρφωση, παιγνίδι ή ευχάριστη ασχολία; Περιλαμβάνεται σε όλα και φαίνεται να συμμετάσχει σε όλα. Το παιγνίδι γίνεται για ξεκούραση, η ξεκούραση αναγκαστικά πρέπει να είναι ευχαρίστηση (αφού γιατρεύει τον πόνο που φέρνει η λύπη), ενώ άνετη ζωή δεν είναι μόνο το καλό, αλλά και η ευχαρίστηση (αφού η ευδαιμονία είναι συνδυασμός και των δύο). Όλοι παραδεχόμαστε πως η μουσική είναι από τα πιο ευχάριστα πράγματα, τόσο χωρίς όργανο όσο και με όργανο (κι ο ίδιος ο Μουσαίος[38] μάλιστα λέει ότι το πιο ευχάριστο πράγμα για τους θνητούς είναι το τραγούδι. Έτσι στις συναναστροφές, κι όταν θέλουμε να περνάμε ευχάριστα, περιλαμβάνουμε και τη μουσική, επειδή ευφραίνει). Κι απ’ αυτό λοιπόν πρέπει να συμπεράνουμε πως οι νέοι πρέπει να μαθαίνουν και μουσική. Γιατί όσα ευχάριστα πράγματα δεν βλάπτουν, όχι μόνο αρμόζουν στον απώτερο σκοπό, αλλά και στην ανάπαυση. Κι αφού σπάνια οι άνθρωποι φτάνουν στον απώτερο σκοπό της ζωής τους, αντίθετα πολλές φορές ξεκουράζονται και διασκεδάζουν, χωρίς να στοχεύουν στον απώτερο σκοπό, αλλά στην ευχαρίστηση που αντλούν απ’ αυτά, η μουσική είναι χρήσιμη επειδή τους ξεκουράζει με την ευχαρίστηση.»[39]
Ο Αριστοτέλης, όπως βλέπουμε, επικαλείται ακόμα και τις Μούσες για να τονίσει την ευχαρίστηση που προσφέρει η μουσική και συμπεραίνει ότι ακόμα κι αν το μοναδικό πράγμα που κάποιος μπορεί να αποκομίσει από τη μουσική είναι η ευχαρίστηση σε αυτή τη βάση πρέπει να δεχτούμε ότι εκπαιδεύει τον νέο. Για τον Αριστοτέλη ο νέος μαθαίνοντας κάποιο όργανο ή τραγουδώντας συμμετέχει λιγότερο ή περισσότερο στην παγκόσμια αγαλλίαση που η μουσική προσφέρει, και αυτό το κάνει κατά βούλησιν. Αυτός λοιπόν είναι ένας καλός λόγος για να μάθει κάποιος μουσική: «η μουσική έχει μια φυσική γλυκύτητα[40].» Αυτή η φυσική γοητεία, επισημαίνει ο φιλόσοφος, προσφέρει άλλο ένα ευεργέτημα, επηρεάζει τον χαρακτήρα γιατί οι άνθρωποι αντιδρούν σε κάποια είδη μουσικής: «Σχετικά με την ανάγκη να γίνουμε κοινωνοί της μουσικής, δεν είναι μόνο ο λόγος που αναφέραμε παραπάνω, αλλά και άλλος̇ η μουσική, δηλαδή, φαίνεται να χρησιμεύει και στην ώρα της σχόλης. Πρέπει όμως να εξετάσουμε μήπως τούτο είναι σύμπτωση ή μήπως η φύση της αξίζει πολύ περισσότερο από τη χρησιμότητα που αναφέραμε. Άρα μήπως πρέπει όχι μόνο να πάρουμε μέρος στην κοινή ευχαρίστηση, που όλοι νιώθουν (αφού η φύση της μουσικής περιέχει την ηδονή που μας προσφέρει, και για τούτο η χρήση της είναι αγαπητή σε όλους ανεξάρτητα από ηλικία και ήθος), αλλά να προσέξουμε και μήπως βοηθά κάπως στη διάπλαση του ήθους και της ψυχής. Κι αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί περίτρανα, αν αποδεικνυόταν πως επιδρά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα. Το γεγονός ότι επιδρά στο χαρακτήρα φανερώνεται κι από άλλα, και όχι λιγότερο από τις μελωδίες του Ολύμπου. Οι μελωδίες αυτές πραγματικά μας ενθουσιάζουν, και ο ενθουσιασμός είναι ψυχικό πάθος που σχετίζεται με το ήθος. Παρόμοιο πάθος κυριεύει τους ανθρώπους που ακούνε απαγγελία, χωρίς ρυθμό και μελωδία.
Κι επειδή η μουσική τυχαίνει να είναι ευχαρίστηση, και αρετή είναι να χαίρεται κανείς και να αγαπά και να μισεί με τον σωστό τρόπο, είναι φανερό πως οι νέοι πρέπει, πάνω απ’ όλα, να διδάσκονται και να μαθαίνουν πώς να κρίνουν σωστά και να χαίρονται με τα ευπρεπή ήθη και τις καλές πράξεις. Μαζί με τα πραγματικά φυσικά πάθη, στους ρυθμούς και τις μελωδίες υπάρχει μίμηση του θυμού και της ηπιότητας, ακόμα της ανδρείας και της σωφροσύνης, όπως και όλων των αντίθετων, αλλά και των άλλων ηθικών αισθημάτων (και τούτο αποδεικνύεται από τα γεγονότα, αφού η ψυχική κατάσταση αλλάζει, όταν ακούμε τέτοια μουσικά έργα)[41].»
Για τον Αριστοτέλη η φυσική γοητεία της μουσικής προσφέρει άλλο ένα ευεργέτημα̇ επηρεάζει τον χαρακτήρα. Ο ίδιος μας υπενθιμίζει ότι η εμπειρία δείχνει πως όταν ακούμε μουσική η ψυχή μας υφίσταται μία αλλαγή κάτι που δηλώνει ξεκάθαρα ότι η μουσική μιμείται τα συναισθήματα:
«Όταν όμως συνηθίσουμε να λυπόμαστε και χαιρόμαστε με τις μιμήσεις, πλησιάζουμε τα συναισθήματα που προκαλούν τα πραγματικά γεγονότα (για παράδειγμα, αν κάποιος συγκινείται βλέποντας την εικόνα κάποιου, όχι για κάποια άλλη αιτία, αλλά για την ίδια μορφή, τότε γίνεται φανερό πως αναπόφευκτα θα ευχαριστηθεί βλέποντας και τον ίδιο αυτό, του οποίου η απεικόνισή του προκάλεσε ευχαρίστηση). Οι άλλες αισθήσεις, όπως αφή και γεύση, δεν προκαλούν παρόμοιες εντυπώσεις, με εξαίρεση τα ορατά που απεικονίζονται ακίνητα.[42]»
Στα “Προβλήματα”, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος, εξηγεί ότι η μουσική μοιάζει πολύ με τα συναισθήματα γιατί και τα δύο είναι κινήσεις, δηλαδή κινήσεις του ανθρώπου, μία σύνθεση. Με αυτόν τον τρόπο ο Αριστοτέλης διαμηνύει ότι δεν είναι απλά κινήσεις της ψυχής αλλά του ανθρώπου με ψυχή: «Γιατί μπορούμε να υποθέτουμε, όσο θέλουμε, ότι η λύπη, η χαρά ή η σκέψη είναι κινήσεις, ότι κάθε τι από αυτά εμπεριέχει κίνηση, και αυτή η κίνηση προκαλείται από την ψυχή…[43]» Στην ίδια πραγματεία, ο μεγάλος Σταγειρίτης φιλόσοφος, υποδεικνύει ότι τα συναισθήματα είναι οι αρχές των κινήσεων όπως και οι ίδιες οι κινήσεις. Τα συναισθήματα κινούν τόσο τους ανθρώπους όσο και τα κτήνη σε επίπεδο λογικής: «Είναι φανερό, επομένως, τι κινεί το ζώο μια τέτοια ικανότητα της ψυχής, που ονομάζεται επιθυμία. Όσο για εκείνους που διαιρούν τα μέρη της ψυχής, εάν τα διαιρούν και τα χωρίζουν σύμφωνα με τις ικανότητές της, γίνονται πάμπολλα…[44]». Κατά συνέπεια, για τον Αριστοτέλη, η μουσική μιμείται τα συναισθήματα, γιατί όπως αυτά, έτσι κι αυτή είναι μία αρχή της κίνησης σε επίπεδο λογικής.
Η μουσική φαίνεται πως οικοδομεί μία αναλογία ανάμεσα στην κίνησή της και αυτή του ακροατή της. Διά μέσου της μουσικής η αρμονία εκδηλώνεται ανάμεσα σε ήχο και ψυχή του ακροατή, κι έτσι αυτός κινείται. Η κίνηση αυτή βρίσκεται τόσο κοντά στις συγκινήσεις μας που όπως χαρακτηριστικά λέει ο Αριστοτέλης: «Για τούτο πολλοί σοφοί ισχυρίζονται πως η ψυχή είναι αρμονία ή ότι περιέχει αρμονία[45].» Ο Αριστοτέλης είναι πεπεισμένος ότι η ευχαρίστηση που με φυσικό τρόπο ανιχνεύουμε στη μουσική μας οδηγεί στην απόλαυση των καλών συναισθημάτων. Ένα καλό συναίσθημα μπορεί να μετρηθεί, ένα κακό είναι έτσι κι αλλιώς υπερβολικό ή ελαττωματικό σε δεδομένες συνθήκες. Από αυτό το γεγονός εξάλλου συμπεραίνουμε το κατά πόσον ή όχι ένα συναίσθημα είναι ομαλό.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του λογικότατου Αριστοτέλη συμπεραίνουμε ότι η μουσική σε συγκινησιακό επίπεδο είναι καλή ή κακή σύμφωνα με το αν επενεργεί με οργανωμένο ή άτακτο τρόπο. Η εξοικείωση με τα ισορροπημένα συναισθήματα οδηγεί στην αρετή. Από την άλλη, αν ο ακροατής εξοικειωθεί με υπερβολικά ή ελλειπή συναισθήματα βαίνει προς την ακολασία.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η μουσική μας προπαρασκευάζει για την απόκτηση αρετής, αλλά χωρίς να μας οδηγεί άμεσα προς αυτήν. Απαιτείται η σωστή επιλογή του τι είναι κατάλληλο για τη λογική. Λέγοντας ότι η μουσική είναι μία μίμηση των συναισθημάτων, υπαινίσσεται πως αυτή η μουσική μπορεί μόνο κατευθείαν να διεγείρει το άτομο προς τη συγκινησιακή οδό, αλλά δεν μπορεί απ’ ευθείας να αγγίξει τη λογική. Έτσι λοιπόν, λόγω αυτής της ανικανότητάς, δεν μπορεί να παρέχει γνώση αλλά εξοικείωση με τα οργανωμένα συναισθήματα. Έτσι προδιαθέτει τον ακροατή για την αρετή χωρίς όμως να τον κάνει ενάρετο άνθρωπο.
Όλα τα παραπάνω ρίχνουν φως στη φύση του σκοπού της μουσικής. Ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι η ευχαρίστηση που προέρχεται από την πνευματική απόλαυση της μουσικής είναι ευγενής γιατί συνεπάγεται την αγαλλίαση και δίνει τα φώτα του για το πώς κάτι τέτοιο δύναται να διδαχθούν οι νέοι: «Η διδασκαλία της μουσικής θα ήταν δυνατή, αν οι νέοι δεν καταπονούνται με το να παίρνουν μέρος στους επαγγελματικούς μουσικούς αγώνες, που απαιτούν εξαιρετικές ικανότητες, ούτε με το να εκτελούν τα θαυμαστά, αλλά περιττά, έργα που περιλήφθηκαν στους αγώνες κι από εκεί έγιναν μέρος της διδασκαλίας, αλλά κι από τα έργα που δεν είναι αυτού του είδους να χαίρονται τις όμορφες μελωδίες και τους ρυθμούς, κι όχι απλά να ευχαριστιούνται με τη μουσική που καταλαβαίνουν όλοι, ακόμα και μερικά από τα άλλα ζώα, όπως και το πλήθος των δούλων και των παιδιών. Απ’ όλα τούτα γίνεται φανερό και ποια όργανα πρέπει να χρησιμοποιούνται. Έτσι στη μουσική εκπαίδευση δεν πρέπει να υπάρχουν ούτε αυλοί, ούτε άλλο τεχνικό όργανο, όπως για παράδειγμα κιθάρα ή άλλο παρόμοιο, αλλά μόνο εκείνα που θα διαπλάσουν καλλιεργημένους ακροατές είτε της μουσικής εκπαίδευσης είτε γενικότερα όλων των μαθημάτων. Ο αυλός δεν είναι ηθικό, αλλά μάλλον διεγερτικό όργανο, άρα πρέπει να χρησιμοποιείται σε περιστάσεις που απαιτούν, όχι εκμάθηση, αλλά κάθαρση, όπως στις τραγωδίες. Να πούμε ακόμα πως ο αυλός αντίκειται προς την παιδεία, γιατί το παίξιμό του εμποδίζει την απαγγελία που της είναι απαραίτητη. Έτσι, σωστά οι παλιοί δεν επέκριναν τη χρήση του στην παιδεία των νέων και ελευθέρων ανθρώπων, αν και στην αρχή τον χρησιμοποιούσαν. Και τούτο συνέβη επειδή έγιναν πιο φιλομαθείς, εξαιτίας του πλούτου, και πιο μεγαλόψυχοι χάριν στην αρετή και τα χρόνια τα παλιά, ακόμα μετά κι από τα Μηδικά, ήταν απόλυτα ευχαριστημένοι με τα κατορθώματά τους και επιδίωκαν να μορφωθούν με κάθε τρόπο, χωρίς διάκριση, γιατί διψούσαν για μάθηση. Για τούτο συμπεριέλαβαν και την αυλητική τέχνη στην εκπαίδευση. Και στη Σπάρτη ακόμα, κάποιος που έγινε χορηγός σε μια παράσταση, ήταν ο ίδιος αυλητής του χορού, και στην Αθήνα ο αυλός έγινε της μόδας, κι όλοι σχεδόν οι ελεύθεροι πολίτες έγιναν αυλητές. Και τούτο αποδεικνύεται από το μνημείο του Θρασίππου για την κωμωδία του Εκφαντίδη, της οποίας έγινε χορηγός. Αργότερα η αυλητική αποδοκιμάστηκε από την πείρα. Κι αφού δεν ήταν πια δυνατόν να βρουν τι αρμόζει και τι δεν αρμόζει στην αρετή, κατάργησαν και πολλά παλιά όργανα, πηκτίδες, βαρβίτους, και όσα συμβάλλουν στην ηδονή των ακροατών, όπως επτάγωνα, τρίγωνα και σαμβύκες, και όλα όσα προϋποθέτουν επιδέξια δάκτυλα. Δικαιολογημένα οι παλιοί έπλασαν το μύθο για τους αυλούς. Λένε δηλαδή πως η Αθηνά επινόησε τον αυλό και η ίδια τον απέρριψε. Και είναι λογική η αιτία πως η θεά το έκανε, γιατί δυσανασχέτησε με την ασχήμια που προκαλούσε το όργανο στο πρόσωπο. Σωστότερο όμως είναι να πιστέψουμε πως το έκανε επειδή η αυλητική δεν συμβάλλει καθόλου στη διάπλαση του νου, και την Αθηνά τη θεωρούμε προστάτιδα της επιστήμης και της τέχνης. Αποδοκιμάζουμε τη τεχνική εκπαίδευση στα όργανα και στη μουσική εκτέλεση (και τεχνική μουσική εννοούμε τη μουσική των αγώνων̇ αυτοί που ασχολούνται μ’ αυτήν δεν ασχολούνται για να βελτιωθούν ηθικά, αλλά για να ευχαριστήσουν τους ακροατές και μάλιστα με τρόπο φορτικό. Γι’ αυτό πιστεύουμε πως τούτη η δουλειά δεν είναι αντάξια ελεύθερων ανθρώπων, αλλά βάναυσων χειρωνακτών. Κι όσοι εκπαιδεύονται έτσι γίνονται βάναυσοι, γιατί ο σκοπός της εκπαίδευσής τους είναι ταπεινός. Άλλωστε κι ο θεατής είναι φορτικός και συμβάλλει στην αλλοίωση της μουσικής, και οι μουσικοί που θέλουν την εύνοια παρόμοιων ακροατών ταπεινώνουν τον εαυτό τους και τα σώματά τους κάνοντας τις κινήσεις που επιβάλλουν τα όργανα.[46]»
Ο Αριστοτέλης, συνεχίζοντας, θα συμφωνήσει με τον Πλάτωνα σχετικά με το ποιες μελωδίες είναι καλές για τον ενάρετο άνθρωπο και ποιες βλάπτουν την ηθική του: «Σχετικά με τις αρμονίες και τους ρυθμούς πρέπει να εξετάσουμε, αν γίνεται να εφαρμόσουμε στην εκπαίδευση όλες τις αρμονίες και τους ρυθμούς ή μήπως πρέπει πρώτα να διαλέξουμε ορισμένους και μετά να δούμε, αν πρέπει να επιβάλουμε τον ίδιο κανόνα στους δασκάλους ή κάποιον άλλο (επειδή η μουσική περιέχει μελωδίες και ρυθμούς και δεν πρέπει να μας διαφεύγει το τι επιρροή μπορούν να ασκήσουν στην παιδεία τα δύο τούτα στοιχεία)̇ και τέλος, αν πρέπει να προτιμήσουμε τη μουσική με τις όμορφες μελωδίες ή τη μουσική με τους όμορφους ρυθμούς.[47]» Και παρακάτω:
«Δεχόμαστε τον διαχωρισμό που έκαναν ορισμένοι φιλόσοφοι για τις μελωδίες, σε ηθικές, πρακτικές και ενθουσιαστικές, όπως και τον χωρισμό των αρμονιών με βάση τη μελωδία που ταιριάζει στη φύση καθεμιάς. Σ’ αυτή τη βάση ισχυριζόμαστε πως δεν πρέπει να τις χρησιμοποιούμε για μια μόνο ωφέλεια, αλλά για πολλές (επειδή συντελεί πολύ στην εκπαίδευση και στην κάθαρση της ψυχής… τρίτο, χρησιμεύει στην ευχάριστη απασχόληση, στην άνεση και στην ξεκούραση). Είναι λοιπόν πολύ ξεκάθαρο πως πρέπει να χρησιμοποιούμε όλες τις αρμονίες, όχι για τον ίδιο σκοπό, εκείνες με τον ηθικό χαρακτήρα για την παιδεία, και για δική μας ακρόαση τις πρακτικές και ενθουσιαστικές που άλλοι πρέπει να εκτελούν, τα πάθη που αναστατώνουν ορισμένες ψυχές υπάρχουν σε όλες ανεξαίρετα τις ψυχές̇ σε άλλους όμως αναπτύσσονται λιγότερο και σε άλλους περισσότερο όπως το έλεος και ο φόβος, και ο ενθουσιασμός επίσης. Ορισμένοι άνθρωποι δέχονται αυτό το δυνατό συναίσθημα και τους βλέπουμε που επηρεάζονται από θρησκευτικές μελωδίες̇ με τους ρυθμούς που συναρπάζουν την ψυχή φτάνουν σε κατάσταση σαν να έχουν περάσει θεραπεία και κάθαρση. Τις ίδιες ψυχικές μεταπτώσεις εμφανίζουν αναπόφευκτα και όσοι ρέπουν προς το έλεος και τον φόβο και όσοι δεν είναι αναίσθητοι, ανάλογα με το βαθμό ευαισθησίας του καθενός, έτσι ώστε υφίστανται ένα είδος κάθαρσης και ευχαριστιούνται. Γενικά οι μελωδίες που προκαλούν κάθαρση δίνουν χαρά στους ανθρώπους χωρίς να τους βλάπτουν ηθικά. Με τέτοιες αρμονίες και μελωδίες πρέπει να τέρπουν τους θεατές οι καλλιτέχνες που συνθέτουν μουσική για το θέατρο. Επειδή υπάρχουν δύο ειδών θεατές, οι πρώτοι ελεύθεροι και καλλιεργημένοι, ενώ οι άλλοι ακαλλιέργητοι, χειρώνακτες, θήτες και άλλοι παρόμοιοι, πρέπει και σ’ αυτούς να προσφέρουμε μουσικούς αγώνες και θέαμα για να ξεκουράζονται. Κι όπως η ψυχή τους έχει ξεφύγει από τη φυσική έξη, τα θορυβώδικα και παραχρωματισμένα τραγούδια είναι παρεκβάσεις από την αρμονία και τη μελωδία, και καθένα τον ευχαριστεί ότι αρμόζει στη φύση του. Γι‘ αυτό πρέπει να αφήνουμε τους μουσικούς που συμμετέχουν στους αγώνες να δίνουν σε τέτοιο ακροατήριο τέτοια μουσική, αφού το ευχαριστεί. Όπως είδαμε όμως, για την εκπαίδευση πρέπει να εφαρμόζουμε ηθικές μελωδίες και ηθικές αρμονίες. Τέτοια είναι η δωρική, όπως ξαναείπαμε. Πρέπει όμως να δεχτούμε και όποια άλλη θεωρείται σωστή από εκείνους που έχουν φιλοσοφική μόρφωση και είναι έμπειροι στη μουσική.»
Εδώ ο Αριστοτέλης θα διαφωνήσει με τον Πλάτωνα και τον σκεπτικιστικό τρόπο του τελευταίου σχετικά με τις αρμονίες (τρόπους) χαλαρώνοντας αρκετά με την ακαταμάχητη λογική του τα «ηθικά» τους όρια:
«Στην “Πολιτεία” του Πλάτωνα όμως ο Σωκράτης εκφράζει τη λανθασμένη άποψη ότι με τη δωρική αρμονία πρέπει να μείνει μόνο η φρυγική, αν και από τα όργανα αποκλείει τον αυλό, που για τα όργανα είναι ότι η φρυγική για τις αρμονίες. Και τα δύο είναι διεγερτικά και εξάπτουν τα πάθη της ψυχής. Κι αυτό το φανερώνει και η ποίηση. Όλα τα βακχικά άσματα και οι ορχηστρικές κινήσεις με ανάλογο χαρακτήρα συνοδεύονται από αυλό̇ κι από τις αρμονίες, βρίσκουν τη θέση που τους ταιριάζει στη φρυγική. Για παράδειγμα, ο διθύραμβος δείχνει να είναι, κατά γενική αποδοχή, αρμονία φρυγική. Πολλά παραδείγματα έχουμε από ανθρώπους που ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τη σπουδή αυτή, ανάμεσά τους και ο Φιλόξενος, που προσπάθησε να μελοποιήσει κατά τη δωρική αρμονία ένα διθύραμβο, τους “Μυσούς”, αλλά δεν το κατάφερε, γι’ αυτό ξαναγύρισε στη φρυγική αρμονία που αρμόζει στο διθύραμβο. Όλοι παραδέχονται πως η δωρική αρμονία έχει το σοβαρότερο και το πιο ανδρείο ήθος. Κι επειδή δεχόμαστε πως είναι προτιμότερη η μέση οδός από τις ακραίες υπερβολές, η δωρική τέτοια θέση κατέχει σε σχέση με τις δύο άλλες αρμονίες. Είναι φανερό λοιπόν πως η δωρική ταιριάζει περισσότερο στην παιδεία των νέων.
Οι σκοποί ου επιδιώκονται είναι δύο, το δυνατόν και το πρέπον, άρα πρέπει κάθε φορά να εφαρμόζουμε ό,τι είναι δυνατόν και πρέπον για τον καθένα. Τόσο το πρώτο όμως, όσο και το δεύτερο καθορίζονται από την ηλικία. Οι εξασθενημένοι, για παράδειγμα, από την ηλικία δεν μπορούν εύκολα να τραγουδήσουν τραγούδια με γρήγορη αρμονία, αλλά ήρεμα, όπως θέλει η ηλικία τους. Γι’ αυτό σωστά επέκριναν μερικοί μουσικοί τον Σωκράτη που απέκλειε από την εκπαίδευση την ήρεμη αρμονία θεωρώντας την μεθυστική (όχι με την έννοια της έντονης μέθης που εξαγριώνει τον άνθρωπο),αλλά με την έννοια της εξουθένωσης που προκαλεί η μέθη. Αφού λοιπόν κάποτε θα φτάσουν και οι ίδιοι στην ίδια ηλικία, τη γεροντική, οι νέοι πρέπει να μαθαίνουν παρ’ όμοιες αρμονίες και μελωδίες, καθώς και οποιαδήποτε άλλη αρμονία κατάλληλη για την παιδική ηλικία, επειδή συνδυάζει ευπρέπεια, ήθος και ωφέλεια από την παιδεία. Και καταλληλότερη απ’ όλες φαίνεται να είναι η λυδική αρμονία. Είναι λοιπόν φανερό ότι τους τρεις τούτους στόχους πρέπει να εφαρμόζουμε στην παιδεία: το μέτρο, το δυνατό και το πρέπον.[48]»
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο η μουσική μας προπαρασκευάζει για την αρετή χωρίς όμως να μας οδηγεί άμεσα σε αυτήν. Ο Αριστοτέλης καθορίζει την αρετή ως τη σωστή επιλογή του τι είναι κατάλληλο για τη λογική. Αφού υποστηρίζει, όπως και ο Πλάτωνας, ότι η μουσική είναι μίμηση των συναισθημάτων, μόνο κατευθείαν μπορεί να διεγείρει κάποιον προς την συγκινησιακή οδό, αλλά δεν μπορεί απ’ ευθείας να αγγίξει τη λογική. Έτσι δεν είναι σε θέση να παρέχει γνώση παρά εξοικείωση με τα οργανωμένα συναισθήματα. Αυτό προδιαθέτει τον ακροατή στην αρετή χωρίς όμως να τον καθιστά ενάρετο άνθρωπο. Σύμφωνα με αυτόν τον άκρως εκλεπτυσμένο συλλογισμό εξηγούνται οι θέσεις του μεγάλου λογικού φιλόσοφου.
Τα λεγόμενα ρίχνουν φως στη φύση του σκοπού της μουσικής. Βλέπουμε ότι η ευχαρίστηση που προέρχεται από την πνευματική απόλαυση της μουσικής είναι ευγενής γιατί συνεπάγεται την αγαλλίαση. Η μουσική λοιπόν είναι ευγενής δραστηριότητα, στο βαθμό που οδηγεί στα καλώς διατεταγμένα συναισθήματα του ακροατή και αποβλέπει στο είδος τέρψης του ακροατή το οποίο, κατά τον Αριστοτέλη μπορεί να επέλθει και με άλλον τρόπο. Το δεύτερο αυτό είδος τέρψης είναι εξίσου ευγενές γιατί συνδέεται με την πνευματική τέρψη. Ο άνθρωπος, κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, δεν βρίσκει την πνευματική απόλαυση μερικώς νιώθοντας και απολαμβάνοντας τα καλώς διατεταγμένα συναισθήματα. Η πνευματική απόλαυση έρχεται από τη συγκέντρωση της συναισθηματικής τάξης που η μουσική μιμείται. Η σωστή δόμηση των συναισθημάτων οδηγεί στη σωστή μουσική, ας το πούμε κι έτσι. Οι αισθήσεις βέβαια δεν είναι το μοναδικό αντικείμενο απόλαυσης του ανθρώπου, Ο άνθρωπος απολαμβάνει και τη γνώση, διαπίστωση που κάνει ο φιλόσοφος στο “Μετά τα φυσικά” ήδη από τις πρώτες γραμμές λέγοντας ότι «όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους επιθυμούν τη γνώση».
Από τη στιγμή που η μουσική είναι ουσιαστικά μίμηση των συναισθημάτων, η τάξη αυτή θα πρέπει να είναι αισθητικής φύσεως (με την ετυμολογική έννοια του όρου) και όχι μαθηματική. Ο Αριστοτέλης λέει ότι δεν είναι οι αριθμοί που μας συγκινούν, αναφερόμενος στην αναμφισβήτητη μαθηματική φύση της μουσικής θεωρίας, όταν οι μαθηματικοί λόγοι που εκφράζουν τα μουσικά διαστήματα αλλάζουν, γιατί εμεί δεν αλλάζουμε! «Κάποιοι, λοιπόν, λένε πως η ψυχή είναι είδος αρμονίας επειδή η αρμονία είναι κράμα και σύνθεση αντιθέτων, και το σώμα αποτελείται από αντίθετα. Κι όμως, η αρμονία είναι μια ορισμένη αναλογία, ή σύνθεση των πραγμάτων που αναμίχθηκαν, και η ψυχή δεν μπορεί να είναι τίποτε από τα δύο. Επιπλέον, δεν είναι χαρακτηριστικό της αρμονίας να δίνει κίνηση ενώ όλοι, σχεδόν, αυτή κυρίως την ικανότητα αποδίδουν στην ψυχή.[49]» Από την άλλη πλευρά όμως, η αρμονία μας αναγκάζει να εμπλακούμε στις διακυμάνσεις της, τα συναισθήματα μεταβάλλονται συνεχώς με τη μουσική. Για τον Αριστοτέλη, ένας ήχος που μας αφήνει αδιάφορους δεν είναι μουσικός και κατά συνέπεια η μαθηματική ομορφιά της αρμονικής αλληλουχίας δεν δύναται να ληφθεί σαν μέτρο απόλαυσης ενός κομματιού. Ο άνθρωπος ακούγοντας μουσική, αντίθετα, μπορεί να απολαύσει την υπάρχουσα σχέση μεταξύ συναισθήματος και μίμησης αυτού. Ο Αριστοτέλης λοιπόν μας λέει ότι είναι φυσικό για τον άνθρωπο να νιώθει ευχαρίστηση από τις μιμήσεις γιατί αυτή η ευχαρίστηση βασίζεται στη φυσική διάθεση για γνώση. Η φυσική αυτή ευχαρίστηση από τις μιμήσεις μέσω της μελωδίας δεν βρίσκεται μόνο στη ρίζα των απολαύσεων της μουσικής αλλά και στην πηγή της μουσικής δημιουργίας. Η πνευματική απόλαυση της μουσικής όμως για να επιτευχθεί χρειάζεται πείρα και γνώση για να εκτιμηθεί ο κατάλληλος συναισθηματισμός που προέρχεται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, από την μίμηση. Το παιδί, λόγω της απειρίας του, δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τα καλά συναισθήματα, γιαυτό, ο Αριστοτέλης, η πνευματική απόλαυση της μουσικής είναι πέραν του παιδικού ελέγχου. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η μουσική παιδεία δεν μπορεί να προετοιμάσει το παιδί για την πνευματική απόλαυση, κάθε άλλο αντίθετα. Αυτή η τέρψη λοιπόν, ιδιαίτερα στους ορθός εκπαιδευμένους νέους είναι ο τέταρτος σκοπός της μουσικής για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο.
Ανακεφαλαιώνοντας, να πούμε ότι ο Αριστοτέλης προσδιορίζει τέσσερεις σκοπούς στη μουσική: την ευχαρίστηση, προϋποθέτει την αρετή, μιμείται τα συναισθήματα και προσφέρει πνευματική απόλαυση. Η σειρά που ακολουθεί ο λογικός φιλόσοφος έπεται από τις αρχές εκπαίδευσης γενικά και τη θέση της μουσικής στην παιδεία. Ο ανώτερος βέβαια σκοπός για τον φιλόσοφο από τα Στάγειρα είναι η πνευματική απόλαυση.
ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΑΠΟΨΕΩΝ
Ας δούμε ανακεφαλαιώνοντας τα κεντρικά σημεία των θέσεων του Πλάτωνα. Τέσσερεις είναι οι σκοποί που ο Αθηναίος φιλόσοφος προσδιορίζει: α. ενεργοποίηση των συναισθημάτων, β. απόλαυση, γ. προετοιμασία στην ηθική και δ. προετοιμασία στη μάθηση. Είναι τέσσερεις και οι σκοποί της μουσικής για τον Αριστοτέλη: α. μίμηση των συναισθημάτων, β. απόλαυση, γ. προετοιμασία στην ηθική αρετή και δ. πνευματική απόλαυση. Από τα παραπάνω ανάγεται ότι οι απόψεις των δύο φιλοσόφων συγκλίνουν με μόνη διαφορά τον τέταρτο σκοπό. Παρόλα αυτά, μία προσεχτική μελέτη φέρει σαν αποτέλεσμα σύγκλιση απόψεων και για τον τέταρτο σκοπό που είναι όμως εκφρασμένος με διαφορετικό τρόπο. Ο Αθηναίος φιλόσοφος βλέπει τον τέταρτο σκοπό ως συνδετικό κρίκο που οδηγεί στην ελεύθερη παιδεία δίνοντας στη μουσική μία έμμεση προπαρασκευή που οδηγεί στη μάθηση. Κατά συνέπεια ο σκοπός αυτός συνδέεται περισσότερο με την αισθητική πλευρά της μουσική και όχι με τη μαθηματική της φύση. Θεωρεί ακόμα ότι η μουσική οδηγεί πέραν της ηθικής αρετής, ως μέρος της ελεύθερης παιδείας, και σκοπεύει στον σχηματισμό του intellect κατά κάποιον τρόπο. Και ο Αριστοτέλης βάζει τη μουσική ανάμεσα στις ελεύθερες σπουδές και επιπλέον υποστηρίζει ότι η πνευματική τέρψη που προσφέρει η μουσική οφείλεται ακριβώς στη μίμηση των συναισθημάτων περισσότερο και λιγότερο στη μαθηματική πτυχή της. Τελικά από τη στιγμή που η τέρψη προέρχεται από την τάξη ανάμεσα σε μίμηση και πραγματικότητα, η μουσική μπορεί να προετοιμάσει τον νέο στη γνώση. Έτσι οι απόψεις των δύο μεγάλων φιλοσόφων για το συγκεκριμένο σκοπό συμπίπτουν.
Η συμφωνία των απόψεων δεν εμποδίζει τους δύο φιλόσοφους να δίνουν διαφορετική βαρύτητα στη δύναμη της μουσικής.
Όπως είδαμε, για τον Αριστοτέλη πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία στη χρήση των μουσικών τρόπων γιατί αυτό συμβάλει περισσότερο στην αξία της μουσικής για τον δρόμο προς την αρετή. Ο Πλάτων, αν και κριτικάρει, τον ακροατή που βρίσκει τέρψη στην διεφθαρμένη μουσική δεν απαρνιέται αυτήν την τέρψη ως μουσικό μέτρο αλλά δέχεται μόνο την τέρψη που βρίσκει ο ενάρετος άνθρωπος απολαμβάνοντας τους «ενάρετους» μουσικούς τρόπους. Έτσι λοιπόν μιλάει για τους διονυσιακούς χορούς που είναι ικανοί να δώσουν στον εκτελεστή «αθώα» ευχαρίστηση αλλά και στους νέους. Αναμφισβήτητα ο Πλάτων είναι πιο σκληρός από τον Αριστοτέλη σχετικά με τα επιτρεπόμενα μουσικά είδη και όργανα. Ο Αριστοτέλης, περισσότερο πραγματιστής και αριβίστας, υποστηρίζει ότι τόσο η διεφθαρμένη όσο και η ενάρετη μουσική θα πρέπει να επιτρέπεται αν ο νέος έχει λάβει τη σωστή παιδεία έτσι ώστε να παραμείνει αδιάφθορος. Ο Αριστοτέλης προχωράει ακόμα περισσότερο σε αυτό το θέμα κριτικάροντας τους άλλους φιλόσοφους για τον μουσικό τους «πουριτανισμό» ο οποίος προκαλεί μη ρεαλιστικές μεθόδους εκμάθησης που καθίστανται προβληματική στην εκπαίδευση των νέων και αυτό το είδαμε στο εδάφιο 1342a των “Πολιτικών” του. Για τον Πλάτωνα υπάρχει διαφοροποίηση ακόμα και σε τι είδους άσματα θα πρέπει να εκτελούνται από άνδρες ή από γυναίκες και ακόμα από το ότι κάποια άσματα θα πρέπει να συμβαδίζουν με την ηλικία των τραγουδιστών.
Κλείνοντας είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης φαίνεται ότι κατανοούν απόλυτα τη φύση και βέβαια το σκοπό της μουσικής ο οποίος στοιχειοθετείται σε τέσσερα θεμελιώδη σημεία με συγκεκριμένη σειρά. Η οποιαδήποτε διαφωνία μεταξύ των δύο φιλοσόφων είναι καθαρά επιφανειακή ενώ το κεντρικό νόημα που κάθε νοήμων άνθρωπος μπορεί να αποκομίσει είναι ότι η μουσική συμβάλλει αποφασιστικά στην πνευματική καλλιέργεια του ατόμου.
* * *
[1] «Γιατί δεν είναι εύκολο ούτε τη φύση της να διεξέλθουμε ούτε το γιατί πρέπει να τη μάθουμε…», 1339a 15, Πολιτικά 3, Αριστοτέλης, εκδ. Κάκτος.
[2] Για τον Πλάτωνα μόρφωση σημαίνει παιδεία και επιπλέον, μουσική και γυμναστική θεωρούνται αδιάσπαστα κομμάτια της ηθικής και φυσικής αγωγής αντίστοιχα. Ιδιαίτερα η μουσική, που είναι μέρος της ηθικής αγωγής, επί του προκειμένου σημαίνει τα στοιχεία των τεχνών και των επιστημών που συμβόλιζε η Μούσα (σημείωση από “Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων” Κ. Τσάτσου Γ’ έκδ., Αθήνα, 1980, σελ.143, παρμένο από τη σημείωση της σελ.19 του Α’ τόμου της Πολιτείας από τις εκδ. Κάκτος).
[3] 376e “Πολιτεία” 1, Πλάτων, εκδ. Κάκτος.
[4] Ibid, 411 e.
[5] Ibid, 441e.
[6] Ibid, 412 a.
[7] Εννοεί την κίνηση και τη φωνή.
[8] Εννοεί το ρυθμό και την αρμονία.
[9] Εννοεί τους αρχηγούς των χορών.
[10] 664e-665a“Νόμοι”, Πλάτων, εκδ. Πάπυρος.
[11] Η παιδεία εδώ αναφέρεται με την ευρεία σημασία που ο Πλάτων δίνει στην “Πολιτεία” και τους “Νόμους” του και όχι με την περιορισμένη έννοια που υπάρχει στον “Σοφιστή” όπου γίνεται λόγος μόνο για την πνευματική παιδεία.
[12] ibid II 653 b-c.
[13] 425a “Πολιτεία” 1, Πλάτων, εκδ. Κάκτος.
[14] Ibid, 522a, “La Repubblica” a cura di Giuseppe Lozza, ed. Mondadori.
[15] Ibid, 401c-e “Πολιτεία” 1, Πλάτων, εκδ. Κάκτος.
[16] Ο όρος αρμονία δεν έχει τη σημερινή σημασία αλλά τον μελωδικό συνδυασμό φθόγγων δηλαδή την κλίμακα, τον τρόπο όπως συνηθίζουμε να λέμε στο μη συγκερασμένο σύστημα.
[17] Το τρίγωνο ήταν όργανο έγχορδο τριγωνικού σχήματος που στην ουσία αποτελεί είδος άρπας με χορδές διαφορετικού μήκους και παιζόταν χωρίς πλήκτρο. Παραμένει άγνωστος ο ακριβής αριθμός των χορδών αν και θεωρείται πολύχορδο όργανο (“Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής”, Σ. Μηχαηλίδης). Σύμφωνα με τον κλασικιστή M.L. West το τρίγωνο δεν εμφανίζεται στην ελληνική τέχνη πριν τον 5ο αι. και είχε σαν χαρακτηριστικό του γνώρισμα την εκτέλεση συμφωνίας διαπασών ή την επανάληψη της μελωδίας δε διαστήματα 8ης κάτι που συνδέεται εντονότατα με την λυδική κουλτούρα (“Αρχαία ελληνική μουσική”, M.L.West).
[18] Η πηκτίς ή πῆκτις, ήταν ένα γνωστό πολύχορδο όργανο με είκοσι χορδές κουρδισμένες κατά ζεύγη σε διάστημα 8ας η μία από την άλλη. Ήταν ψαλτικό όργανο και παιζόταν, όπως και το τρίγωνο, χωρίς πλήκτρο. Η Σαπφώ θεωρείται η πρώτη που χρησιμοποίησε το όργανο αυτό, που θεωρείται επίσης λυδικό, όπως μας πληροφορεί ο Σ. Μιχαηλίδης (“Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής”).
[19] Είναι σαφές ότι ο αυλός είναι αερόφωνο όργανο και όχι χορδόφωνο. Η «παρεξήγηση» αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η λέξη χορδή ταυτίζεται με την φωνή για τους αρχαίους, έτσι όταν μιλάμε για πολύχορδο όργανο εννοούμε όργανο που έχει την ικανότητα να παράγει πολλούς φθόγγους.
[20] Μυθικός βοσκός και μουσικός, υιός του Ύαγνι. Μαζί με τον πατέρα του και τον Όλυμπο, θεωρούνται οι τρεις Φρύγες μουσικοί που εισήγαγαν τον αυλό, την αυλητική τέχνη και την φρυγική αρμονία στην Ελλάδα. Στην αρχαιότητα ήταν πολύ διαδεδομένος ο μύθος του μουσικού αγώνα ανάμεσα σε Απόλλωνα και Μαρσύα (“Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής”, Σ. Μηχαηλίδης). Ο Απόλλων θα νικήσει με την κιθάρα του τον Φρύγα αντίπαλό του, θα τον κρεμάσει και θα τον γδάρει. Είναι σαφές ο «εθνικιστικός» χαρακτήρας της μουσικής αυτής πάλης που βρίσκει νικητές τους Έλληνες και τις παραδόσεις τους κατά του ξένου στοιχείου. Παρόλα αυτά ο φρυγικός τρόπος ήταν πολύ δημοφιλής στους Έλληνες τόσο που τον παραδέχεται και ο ίδιος ο Πλάτων, όπως διαφαίνεται στην “Πολιτεία” του. Το λογικό στοιχείο βέβαια υπερισχύει του εθνικιστικού στους άκρως λογικούς Έλληνες, σε αντίθεση με τους άκρως παράλογους Νεοέλληνες, που επιμένουν να ονομάζουν ελληνικό τον… τούρκικο καφέ και το μπουζούκι. Αυτό το λογικό στοιχείο των αρχαίων διαφαίνεται και στο χαριτωμένο «finale» του παραπάνω μύθου που θέλει τον άκρως λογικό Απόλλωνα να μετανιώνει για τον θάνατο του άξιου αντιπάλου του τόσο ώστε να «καταστρέψει την κιθάρα και την αρμονία», όπως λέει ο Παυσανίας.
[21] Πολιτεία, τόμος 2, 398d-399e, εκδ. Κάκτος.
[22] "Plato and Aristotle on the Ends of Music", Mary B. Schoen-Nazzaro, Laval théologique et philosophique, vol. 34, n° 3, 1978.
[23] “Νόμοι”, ΙΙ 668b-d.
[24] "Πολιτεία", τόμος 2, 401d-399a-d, εκδ. Κάκτος.
[25] Ibid, 424d.
[26] “Νόμοι”, ΙΙ 654α.
[27] Εδώ ο Πλάτων, διά στόματος Αθηναίου, εννοεί το στοιχείο εκείνο που μας κάνει να μη χαιρόμαστε όλοι το ίδιο σε όλες τις χορείες, αλλά άλλοι να χαίρονται περισσότερο, άλλοι λιγότερο και άλλοι καθόλου.
[28] “Νόμοι”, 655c-d.
[29] “Νόμοι”, 655a-b, 660a.
[30] Ibid, 401e-402a.
[31] “Τίμαιος”, Πλάτωνας, 47d-e, εκδ. Κάκτος.
[32] “Πρωταγόρας”, Πλάτωνας,, 325e-326b, εκδ. Πατάκη.
[33] “La Repubblica”, 521d-522c a cura di Giuseppe Lozza, ed. Mondadori (μετάφραση από την ιταλική από τον υποφαινόμενο).
[34] "Πολιτεία", τόμος 2, 411a, εκδ. Κάκτος.
[35] “Πολιτικά” τόμος 3, 1337a, Αριστοτέλης, εκδ. Κάκτος.
[36] Ibid., 1334b 5-15.
[37] Ibid., 1339a 15-25.
[38] Ο Μουσαίος ήταν μυθικός ποιητής, μουσικός και αοιδός που έζησε στην Αττική. Ο Αριστόξενος αντίθετα υποστηρίζει ότι γεννήθηκε στη Θράκη ή στην Ελευσίνα. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, ο Μουσαίος, συνέθεσε μία “Θεογονία”, όπου θεωρούσε και υποστήριζε ότι όλα τα πράγματα κινούνται από ενότητα σε ενότητα και αναλύονται εκ νέου σε ενότητα.
[39] Ibid., 1339b 15-25.
[40] Ibid., 1304b 17.
[41] Ibid., 1340a 5-15.
[42] Ibid., 1340a 20-30.
[43] “Περί ψυχής”, 408b, 7 Αριστοτέλης, εκδ. Ζήτρος.
[44] Ibid., 433b 1-4.
[45] “Πολιτικά” τόμος 3, 1340 b19 εκδ. Κάκτος.
[46] Ibid., 1341a-1341b 21.
[47] Ibid., 1341b 21-29.
[48] Ibid 1342a 34-1342b 34.
[49] “Περί ψυχής” Αριστοτέλης, 407b 35-38, μτφ. Ι.Σ. Χριστοδούλου, εκδ. Ζήτρος...
© 2013 anilina
All Rights Reserved © 2013 B.J.Kakos
ΠΗΓΗ:
https://sites.google.com/site/laoutologia/giati-e-mousike-o-skopos-tes-mousikes-mesa-apo-te-philosophia-tou-platona-kai-tou-aristotele