Φασισμός, ψυχολογία και ρατσιστική βία.







Φασισμός, ψυχολογία και ρατσιστική βία.

Σύμφωνα με τον Μπατάιγ, η σαγήνη του Χίτλερ είναι ανάλογη με αυτήν που ασκείται στην ύπνωση: ένα ζήτημα περίπλοκο που έχει να κάνει με τη σχέση του ομοιογενούς και του ετερογενούς τμήματος της κοινωνίας.

Ενας τρόπος να διαβαστεί η «Ψυχολογική δομή του φασισμού», έργο του Γάλλου στοχαστή και συγγραφέα Ζορζ Μπατάιγ δημοσιευμένο το 1933, είναι αυτός που στο επίμετρο της πρόσφατης ελληνικής έκδοσης αναλύεται κριτικά από τον μεταφραστή Κώστα Γκούνη. Είναι ο τρόπος του Ρίτσαρντ Γουόλιν και του Γιούργκεν Χάμπερμας, οι οποίοι διαπιστώνουν ότι ο Μπατάιγ είχε σαγηνευτεί από τον φασισμό, αφού ωστόσο έχουν μάλλον παρερμηνεύσει το κείμενό του.

Ο Χάμπερμας, λόγου χάρη, κρατάει τη φράση «ο Μουσολίνι ή ο Χίτλερ ξεχωρίζουν αμέσως ως κάτι “τελείως διαφορετικό”», χωρίς πάντως να εξηγήσει πώς αυτό ορίζεται από τον συγγραφέα. Ο Γουόλιν εστιάζει στα επίθετα «υψηλά και ευγενή», που χρησιμοποιούνται από τον Μπατάιγ για να περιγράψουν τα συναισθήματα στα οποία απευθύνεται ο φασισμός, αγνοεί όμως την επισήμανση του συγγραφέα ότι «η χρήση των παραπάνω λέξεων δεν υποδηλώνει συγκατάνευση εκ μέρους μου». Η αποσπασματικότητα των δύο αναγνώσεων είναι εμφανής. Ισως όμως, άθελά τους, να καταδεικνύουν τα σημεία του έργου που αξίζουν προσοχή.

Από την πρώτη σελίδα, ο Μπατάιγ συνοψίζει το εγχείρημά του ως μια προσπάθεια να απεικονίσει την επίδραση που ασκεί όχι η οικονομική βάση στο κοινωνικό εποικοδόμημα, σύμφωνα με τη μαρξική διχοτομία, αλλά το αντίστροφο· και ειδικά υπό το πρίσμα του φασισμού. Ο τίτλος ξεκαθαρίζει την προσέγγισή του (κατατάσσοντας το δοκίμιο στη λίστα που περιλαμβάνει και τη «Μαζική ψυχολογία του φασισμού» του Βίλχελμ Ράιχ), όμως ο Μπατάιγ, ακόμη και αν διαβλέπει στον φασισμό ένα ισχυρό ψυχολογικό και πολιτισμικό φαινόμενο, επιχειρεί κατ’ αρχήν μια περιγραφή της κοινωνίας.

Τη διακρίνει σε ένα ομοιογενές και ένα ετερογενές τμήμα. Το πρώτο περιλαμβάνει σχέσεις που ανάγονται σε σταθερούς κανόνες χρησιμότητας και έχουν ως μετρήσιμο ισοδύναμο το χρήμα· στην επικράτειά του ανήκουν όσοι κατέχουν είτε τα μέσα παραγωγής, είτε τα χρήματα που τα συντηρούν, είτε μια λειτουργική θέση στην όλη διαδικασία. Το ετερογενές τμήμα ορίζεται δύσκολα από μια επιστήμη που κατανοεί μόνο αφομοιώσιμα δεδομένα, υποστηρίζει ο Μπατάιγ, προαναγγέλλοντας σχεδόν τον Μισέλ Φουκό. Τα ετερογενή στοιχεία θυμίζουν εκείνα που στην ψυχανάλυση περιγράφονται ως ασυνείδητα. Περιλαμβάνουν ό,τι οι ανθρωπολόγοι ταξινομούν ως «ταμπού», «απαγορευμένο» ή «ιερό», όσους αρνούνται τον κανόνα και ζουν ως τρελοί, ποιητές ή ηγέτες, κάθε τι που απομακρύνεται ως υπερβατικό ή απόβλητο, προκαλεί έλξη ή αποστροφή και βιώνεται συναισθηματικά ως αλλιώτικο.

Με αυτά ως δεδομένα, χαρακτηρίζει ο Μπατάιγ τον Μουσολίνι ή τον Χίτλερ «κάτι τελείως διαφορετικό». Η σαγήνη τους, ανάλογη με αυτή που ασκείται στην ύπνωση, είναι ένα ζήτημα περίπλοκο και έχει να κάνει με τη σχέση του ομοιογενούς και του ετερογενούς τμήματος της κοινωνίας. Το δεύτερο, στην πρωταρχική μορφή του, συμπεριλάμβανε αδιαχώριστα τα υψηλά και ευτελή στοιχεία. Η διάκριση προήλθε από μεγάλες θρησκείες όπως ο χριστιανισμός, που χώρισαν τον κόσμο σε ανώτερο και κατώτερο, θέτοντας τις προϋποθέσεις της κυριαρχίας. Συνδυάζοντας τη στρατιωτική εξουσία με χαρακτηριστικά της θρησκευτικής, οι μονάρχες αποθεώνονταν για το μεγαλείο τους, υποδουλώνοντας συναισθηματικά τους ανθρώπους και διατηρώντας την κοινωνική ομοιογένεια.

Ωστόσο, στην αστική κοινωνία των διακριτών εξουσιών, και ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και αναταραχής, το κράτος δυσκολεύεται να ενσωματώσει τα κατώτερα στρώματα μέσω της εργασίας ή να καθησυχάσει τους μικροαστούς με προσδοκίες κοινωνικής ανόδου. Σύμφωνα με τον Μπατάιγ, η διατήρηση της επισφαλούς ομοιογένειας απαιτεί κάτι παραπάνω από τα επιτακτικά στοιχεία που εξουσιάζουν ή προσαρμόζουν τις απείθαρχες δυνάμεις: χρειάζεται μιαν εκ νέου ενοποίηση της θρησκευτικής και στρατιωτικής εξουσίας. Αναιρώντας τον αναβρασμό που τον ανέδειξε, θεοποιώντας το κράτος (όπως ο Μουσολίνι) ή τη φυλή (όπως ο Χίτλερ) και τον εαυτό του ως την ενσάρκωσή τους, απευθυνόμενος σε αξίες υψηλές και ευγενείς, όπως το καθήκον, η πειθαρχία και η υπακοή στην ασφαλή ομοιογένεια, η οποία αφομοιώνεται ανεπιφύλακτα από τα άτομα μέσω της ενδοβολής, ενδύοντας, τέλος, «αηδιαστικές σφαγές» με την έλξη της δόξας, ο φασίστας ηγέτης επιτελεί θαυμάσια αυτόν τον ρόλο.

Ο Μπατάιγ δεν αρνείται την ύπαρξη των ανορθολογικών παραμέτρων της ανθρώπινης κατάστασης που εργαλειοποίησε ο φασισμός· οραματίζεται όμως –και ενώ το ημερολόγιο γράφει 1933– ένα σύστημα γνώσης που επιτρέπει την πρόβλεψη ή και τη διαμόρφωση των συναισθηματικών αντιδράσεων που διατρέχουν το εποικοδόμημα της εποχής του. Σήμερα, που το ημερολόγιο γράφει 2020, ο φασισμός δεν είναι ακριβώς ανενεργός. Εχει άραγε νόημα, τηρουμένων των αναλογιών, να θέσει κάποιος μια σύγχρονη, εγχώρια εκδοχή της έλξης του υπό το φως των επισημάνσεων του Μπατάιγ; Φυσικά· επειδή όμως το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής είναι κατάλληλο για ειδικότερους, ας παρουσιάσουμε συνοπτικά μια επίσης πρόσφατη έκδοση, με διακηρυγμένο στόχο της την οπτική καταγραφή των περιστατικών ρατσιστικής βίας (εκείνων των «αηδιαστικών σφαγών» για τις οποίες έκανε λόγο ο Γάλλος) που τα τελευταία χρόνια σημειώθηκαν στην Ελλάδα.

Ο λόγος για το λεύκωμα «Βάλ’ τους Χ», που κατ’ αρχάς εντυπωσιάζει για τον πλούτο των πληροφοριών του: η εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, αν και κορυφώνεται με τις δολοφονίες του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάτ Λουκμάν, περιλαμβάνει πάμπολλα περιστατικά ρατσιστικής βίας. Αφού τεκμηριώθηκαν και αναρτήθηκαν στον ιστότοπο valtousx.gr από τον οργανισμό HumanRights360 και το Ιδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, πλέον συγκεντρώνονται σε έναν τόμο, συνοδευμένα από τα έργα Ελλήνων και ξένων δημιουργών κόμικς ή σχεδιαστών εικόνας, τα οποία συμπληρώνονται και από σκίτσα της πρόσφατης δίκης της Χρυσής Αυγής. Η τεχνοτροπία τους, η γραμμή και το χρώμα τους μοιάζουν να συνομιλούν με τις συναισθηματικού τύπου –και όχι μόνο– αντιστάσεις στον φασισμό. Πρόσφατα εκτέθηκαν στην Τεχνόπολη. Με μια δόση υπερβολής, θα έλεγε κανείς ότι δείχνουν, όπως ήλπιζε ο Μπατάιγ, «τι μπορούμε να αναμένουμε από την καίρια προσφυγή σε αναζωπυρωμένες συναισθηματικές δυνάμεις».

ΝΙΚΟΛΑΣ ΖΩΗΣ


18/2/2020


Τα εξώφυλλα των δύο εκδόσεων. Στη μία το ημερολόγιο γράφει 1933,
 στην άλλη... σήμερα.



                ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ              


     Η ψυχολογική δομή του φασισμού    

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Ζωρζ Μπατάιγ, ''Η ψυχολογική δομή του φασισμού'', σε μετάφραση Κώστα Γκούνη, από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου


Georges Bataille

Η επιτακτική μορφή της ετερογενούς ύπαρξης: κυριαρχία

Η ετερογενής φασιστική δράση υπάγεται στο σύνολο των ανώτερων μορφών. Απευθύνεται σε συναισθήματα που παραδοσιακά ορίζονται ως υψηλά και ευγενή, και τείνει να συγκροτεί την εξουσία ως μια άνευ όρων αρχή, η οποία τοποθετείται πάνω από κάθε κριτήριο χρησιμότητας.

Είναι προφανές ότι η χρήση των παραπάνω λέξεων, ανώτερες, ευγενή, υψηλά, δεν υποδηλώνει συγκατάνευση εκ μέρους μου. Εδώ, οι ιδιότητες αυτές περιγράφουν απλώς μια κατηγορία ιστορικά προσδιορισμένη ως ανώτερη, ευγενής ή υψηλή: τέτοιες νέες ή εξατομικευμένες αντιλήψεις δεν μπορούν να ιδωθούν παρά μόνο σε σχέση με τις παραδοσιακές αντιλήψεις από τις οποίες απορρέουν· εξάλλου, είναι κατ’ ανάγκην υβριδικές, χωρίς κάποια σημαντική επιρροή, και αναμφίβολα θα ήταν προτιμότερο να αποκηρύξουμε, ει δυνατόν, κάθε αναπαράσταση αυτής της τάξης (για ποιον λόγο να θέλει ένας άνθρωπος να είναι ευγενής, παρόμοιος με έναν εκπρόσωπο της μεσαιωνικής στρατιωτικής κάστας, και σε καμία περίπτωση να μην θέλει να είναι άθλιος, δηλαδή παρόμοιος, σύμφωνα με την ιστορική κρίση, με έναν άνθρωπο που η υλική του φτώχεια τού έχει μεταλλάξει τον ανθρώπινο χαρακτήρα, τον έχει κάνει κάτι τελείως διαφορετικό;).

Έχοντας διατυπώσει αυτή την επιφύλαξη, θα πρέπει να καθορίσουμε τη σημασία των ανώτερων αξιών με τη χρήση παραδοσιακών προσδιορισμών.

Η υπεροχή (επιτακτική κυριαρχία [souveraineté impérative]) δηλώνει το σύνολο των εκθαμβωτικών όψεων -αυτών που γεννούν συναισθήματα έλξης ή αποστροφής- των διαφόρων εκείνων καταστάσεων που επιτρέπουν σε έναν άνθρωπο να επιβληθεί, ακόμα και να καταπιέσει τους συνανθρώπους του, λόγω της
ηλικίας τους, της σωματικής τους αδυναμίας, του νομικού τους καθεστώτος, ή απλώς επειδή οι ίδιοι θέτουν αναγκαστικά τον εαυτό τους υπό τον έλεγχο του ενός: στις διάφορες περιστάσεις αντιστοιχούν συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως αυτό του πατέρα απέναντι στα παιδιά του, του στρατιωτικού διοικητή απέναντι στο στράτευμα και τον άμαχο πληθυσμό, του κυρίου απέναντι στον σκλάβο, του βασιλιά απέναντι στους υπηκόους του. Σε αυτές τις πραγματικές σχέσεις προστίθενται και μυθολογικές διαστάσεις, ο αποκλειστικά μυθοπλαστικός χαρακτήρας των οποίων διευκολύνει την συμπύκνωση των όψεων που χαρακτηρίζουν την υπεροχή.

Το απλό γεγονός της επιβολής επί των συνανθρώπων του συνεπάγεται την ετερογένεια του κυρίου, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, πως είναι πράγματι κύριος: από τη στιγμή που επικαλείται τη φύση του, την προσωπική του ιδιότητα, για να δικαιολογήσει την εξουσία του, ο κύριος ορίζει τη φύση του ως κάτι τελείως διαφορετικό, χωρίς να είναι σε θέση να το εξηγήσει ορθολογικά. Αλλά όχι μόνο ως κάτι τελείως διαφορετικό σε σχέση με τον ορθολογικό χώρο του μέτρου και της ισοδυναμίας: η ετερογένεια του κυρίου αντιπαρατίθεται εξίσου προς την ετερογένεια του σκλάβου. Εάν η ετερογενής φύση του σκλάβου ταυτίζεται με τη βρομιά στην οποία είναι καταδικασμένος να ζει λόγω της οικονομικής του κατάστασης, αυτή του κυρίου διαμορφώνεται μέσω μιας πράξης αποκλεισμού κάθε βρομιάς - μιας πράξης της οποίας ο στόχος είναι η καθαρότητα, αλλά που η μορφή της είναι σαδιστική.

Στους ανθρώπους, η απόλυτη επιτακτική αξία παρουσιάζεται με τη μορφή της βασιλικής ή αυτοκρατορικής εξουσίας, στην οποία εκδηλώνονται στον υψηλότερο βαθμό οι βάναυσες τάσεις και η ανάγκη για πραγμάτωση και εξιδανίκευση της τάξης που χαρακτηρίζει κάθε κυριαρχία [domination]. Η φασιστική εξουσία δεν εμφανίζει απλώς αυτόν τον διττό χαρακτήρα, αλλά είναι μία μόνο από τις πολυάριθμες μορφές της μοναρχικής εξουσίας, η γενική περιγραφή της οποίας συνιστά το θεμέλιο για κάθε συνεκτική περιγραφή του φασισμού.

Απέναντι στην άθλια ύπαρξη των καταπιεσμένων, η πολιτική κυριαρχία εμφανίζεται αρχικά ως μια σαφώς διαφοροποιημένη σαδιστική δραστηριότητα. Στην ατομική ψυχολογία, η σαδιστική τάση συνδέεται τις περισσότερες φορές στο ίδιο πρόσωπο με μια λίγο-πολύ έκδηλη μαζοχιστική τάση. Αλλά, καθώς στην κοινωνία κατά κανόνα κάθε τάση εκπροσωπείται από ξεχωριστό φορέα, η σαδιστική διάθεση μπορεί να εκδηλωθεί από ένα επιτακτικό πρόσωπο, αποκλείοντας οποιαδήποτε αντίστοιχη μαζοχιστική διάθεση εκ μέρους του. Σε αυτή την περίπτωση, ο αποκλεισμός των μιαρών μορφών που αποτελούν αντικείμενο της βάναυσης πράξης δεν συνεπάγεται την αναγωγή αυτών των μορφών σε αξία και, επομένως, καμία ερωτική δραστηριότητα δεν γίνεται να συνδεθεί με τη βαναυσότητα. Τα ίδια τα ερωτικά στοιχεία απορρίπτονται μαζί με κάθε μιαρό αντικείμενο και, όπως συμβαίνει σε πολλές θρησκευτικές συμπεριφορές, ο σαδισμός αποκτά μια εκθαμβωτική καθαρότητα. Η διαφοροποίηση αυτή μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωμένη -μεμονωμένα, οι κυρίαρχοι είναι σε θέση να βιώνουν την εξουσία εν μέρει ως ένα όργιο αίματος- αλλά, σε γενικές γραμμές, η επιτακτική μοναρχική μορφή έχει κατορθώσει ιστορικά, στο εσωτερικό του ετερογενούς πεδίου, έναν αποκλεισμό των εξαθλιωμένων και μιαρών μορφών, ο οποίος της επιτρέπει να βρει, σε ένα ορισμένο επίπεδο, μια σύνδεση με τις ομοιογενείς μορφές.

Πράγματι, εάν η ομοιογενής κοινωνία απορρίπτει καταρχήν κάθε ετερογενές στοιχείο, είτε μιαρό είτε ευγενές, ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτό ποικίλλει ανάλογα με τη φύση του κάθε στοιχείου που απορρίπτεται. Για την ομοιογενή κοινωνία, μόνο η απόρριψη των εξαθλιωμένων μορφών αποτελεί μια σταθερή θεμελιώδη αξία (έτσι ώστε η όποια προσφυγή στα αποθέματα ενέργειας που αντιπροσωπεύουν αυτές οι μορφές απαιτεί ένα εγχείρημα τόσο επικίνδυνο όσο η ανατροπή)· αλλά, δεδομένου ότι η πράξη του αποκλεισμού των εξαθλιωμένων μορφών συνδέει αναγκαστικά τις ομοιογενείς με τις επιτακτικές μορφές, οι τελευταίες δεν μπορούν πλέον να απορριφθούν απλά και ξεκάθαρα. Για να αντιμετωπίσει τα πλέον ασύμβατα με αυτήν στοιχεία, η ομοιογενής κοινωνία χρησιμοποιεί πράγματι τις αδέσμευτες επιτακτικές δυνάμεις και, όταν πρέπει να επιλέξει το αντικείμενο της δραστηριότητάς της (την ύπαρξη δι’ εαυτήν, στην υπηρεσία της οποίας θα πρέπει αναγκαστικά να θέσει τον εαυτό της) από το πεδίο που έχει αποκλείσει, η επιλογή δεν μπορεί παρά να επικεντρώνεται σε εκείνες τις δυνάμεις των οποίων η πρακτική έχει δείξει ότι ενεργούν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.

Η ανικανότητα της ομοιογενούς κοινωνίας να βρει στον ίδιο της τον εαυτό λόγο ύπαρξης και δράσης είναι αυτό που την κάνει να εξαρτάται από τις επιτακτικές δυνάμεις - με τον ίδιο τρόπο που η σαδιστική εχθρότητα των κυρίαρχων απέναντι στον εξαθλιωμένο πληθυσμό είναι αυτό που τους συνδέει με οποιονδήποτε σχηματισμό επιδιώκει να διατηρήσει τον πληθυσμό αυτόν υπό καθεστώς καταπίεσης.

Ένθετα: Αναγνώσεις


 4 Νοεμβρίου 2019