Η γοητεία και η επικαιρότητα της δαρβινικής επανάστασης. Η αέναα εξελισσόμενη φύση μας.




  1. 

   Η γοητεία και η επικαιρότητα της δαρβινικής επανάστασης.   

Η παράξενη ιδέα ότι καμία μορφή ζωής δεν είναι αιώνια και αμετάβλητη, αλλά οφείλει συνεχώς να εξελίσσεται στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί σε ένα εξίσου ευμετάβλητο περιβάλλον, δεν διατυπώθηκε πρώτη φορά από τον Κάρολο Δαρβίνο. Ο μεγάλος Βρετανός φυσιοδίφης «περιορίστηκε» στο να αποκαλύψει τον βασικό βιολογικό μηχανισμό που εξηγεί τη διαρκή προσαρμογή των έμβιων όντων στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον τους και, άρα, τη συνεξέλιξη ζωής και πλανητικού περιβάλλοντος.

Οι «Μηχανές του Νου», συμμετέχοντας στους διεθνείς αλλά και τους τοπικούς εορτασμούς για την «Ημέρα του Δαρβίνου 2020» (Darwin Day 2020), θα παρουσιάσουν όχι μόνο τη γένεση αλλά και τη μέχρι σήμερα πορεία των δαρβινικών ιδεών.

Στο σημερινό άρθρο θα εξετάσουμε την προϊστορία των εξελικτικών ιδεών και τις προϋποθέσεις για την επικράτηση της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής. Της πληρέστερης δηλαδή επιστημονικής θεωρίας που διαθέτουν, μέχρι σήμερα, οι βιολογικές επιστήμες για να κατανοούν όλα τα ζωικά φαινόμενα. Υπό αυτή την έννοια, η σύγχρονη εξελικτική θεωρία αποτελεί το μοναδικό και αδιαμφισβήτητο επιστημονικό «Παράδειγμα» για το σύνολο της βιολογικής σκέψης και έρευνας.

Και όχι μόνο! Γιατί, όπως θα δούμε στα επόμενα άρθρα, αποτελεί επίσης ένα πολύτιμο πολιτικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της μεγάλης πλανητικής κρίσης που αντιμετωπίζουμε, σήμερα, λόγω της ανθρωπογενούς οικολογικής απορρύθμισης που οδηγεί στη μαζική εξαφάνιση πολλών ζωικών και φυτικών ειδών ζωής.


Η έννοια της «εξέλιξης» την εποχή του Δαρβίνου είχε μια εντελώς διαφορετική σημασία. Αναφερόταν περισσότερο σε σκοτεινές θεωρίες προδιαμόρφωσης των έμβιων όντων και συνήθως ταυτιζόταν με ό,τι σήμερα θα ονομάζαμε «εμβρυολογική ανάπτυξη». Με άλλα λόγια, «εξέλιξη» ήταν η χωρικά και χρονικά προδιαγεγραμμένη εκδίπλωση και ανάπτυξη του εμβρύου κατά την κύηση.

Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «εξέλιξη» με τη σημερινή της σημασία, δηλαδή ως μεταμόρφωση των έμβιων οργανισμών στον χρόνο, ήταν ο Τσαρλς Λάιελ (Charles Lyell 1797-1875), διάσημος Βρετανός γεωλόγος και μέντορας του Δαρβίνου. Ομως, ο Δαρβίνος απέφευγε να χρησιμοποιεί αυτή τη σκοτεινή έννοια της εξέλιξης, επειδή ήταν βεβαρημένη με υπερφυσικές προκαταλήψεις. Ισως γι’ αυτό στα βιβλία του προτιμούσε, αντί για εξέλιξη, να μιλά για «καταγωγή μέσω τροποποιήσεων».

Ομως, παρά τις δικαιολογημένες επιφυλάξεις του, ο Δαρβίνος αποδείχτηκε ο πραγματικός θεμελιωτής της σύγχρονης εξελικτικής σκέψης. Βέβαια διάφοροι φυσιοδίφες, πολύ πριν από αυτόν ή στην εποχή του, είχαν κάνει σοβαρές παρατηρήσεις και είχαν διατυπώσει κάποιες εικασίες σχετικά με την ύπαρξη εξελικτικών φαινομένων στον έμβιο κόσμο. Ωστόσο, μόνο ο Δαρβίνος κατάφερε να ανακαλύψει τον φυσικό μηχανισμό που επιβάλλει τη διαρκή εξέλιξη των οργανισμών, ώστε να προσαρμόζονται στις αλλαγές του περιβάλλοντός τους.


Η προϊστορία των εξελικτικών ιδεών

Η ιδέα της «εξέλιξης» δεν επινοήθηκε από τον Δαρβίνο. Διάφοροι σημαντικοί στοχαστές πριν από αυτόν είχαν διατυπώσει λιγότερο ή περισσότερο ρητά την εικασία ότι τα έμβια όντα μπορούν να αλλάζουν και να μεταμορφώνονται στον χρόνο.

Για παράδειγμα, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.Χ.) πρότεινε μια ευφάνταστη ανθρωπογονία, σύμφωνα με την οποία οι πρώτοι άνθρωποι δημιουργήθηκαν από ιχθυόμορφα πλάσματα. Ομως, και άλλοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι είχαν κάνει παρόμοιες εικασίες για την αβιοτική προέλευση ή τις μεταμορφώσεις των πρώτων μορφών ζωής.

Παρά την απλοϊκότητά τους, αυτές οι πρώτες δειλές προσπάθειες να διατυπωθεί μια εύλογη εξήγηση των πολύμορφων εκδηλώσεων της ζωής, δηλαδή μια φυσική ιστορία των έμβιων όντων, επέμεναν στην «αυθόρμητη γένεση» και όχι στη δημιουργία της ζωής από κάποια πάνσοφη θεότητα, όπως, μεταξύ άλλων, θα υποστηρίξει αργότερα ο Πλάτων στον «Τίμαιο». Αυτή η καινοφανής ιδέα περί της ύπαρξης ενός θεϊκού Δημιουργού που έχει σχεδιάσει τα πάντα θα αποτελέσει, κατά την αρχαιότητα, την ταφόπλακα για τις πολύ πρώιμες και ασαφείς εξελικτικές εικασίες των προσωκρατικών.

Μόνο μετά την επικράτηση του χριστιανισμού στη Δύση, ο οποίος κατάφερε να «μεταφράσει» την εβραϊκή θεογονία με όρους πλατωνικής οντολογίας, η βαθύτατα ανατρεπτική αρχαιοελληνική ιδέα ενός αυθόρμητα εξελισσόμενου φυσικού κόσμου θα εγκαταλειφθεί οριστικά. Εξάλλου, για όσους αποδέχονται την ιουδαϊκή-χριστιανική δημιουργία, δεν υπήρχε ο αναγκαίος χρόνος για την εμφάνιση καμίας μορφής εξέλιξης στη φύση: αφού πίστευαν ακράδαντα ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε μόλις 4.000 χρόνια π.Χ. και ως πιστοί περίμεναν, από μέρα σε μέρα, την Ημέρα της Κρίσεως.

Ωστόσο, κατά τα τέλη του 16ου αιώνα, η Νέα Φυσική Φιλοσοφία θα αρχίσει να αποδομεί αυτή την απολύτως εύτακτη, γεωκεντρική και αμετάβλητη στον χρόνο εικόνα της Φύσης. Με το έργο τους, ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος και ο Κέπλερ θα δείξουν ότι η Γη δεν είναι η κορωνίδα της δημιουργίας ή το κέντρο του Κόσμου, αλλά ένας μικρός πλανήτης που περιστρέφεται γύρω από τον Ηλιο.

Τους επόμενους αιώνες, η αποδόμηση των θρησκευτικών δοξασιών θα συνεχιστεί και οι γεωλόγοι, προσπαθώντας να ανασυγκροτήσουν την ιστορία της Γης, θα ανακαλύψουν ότι η ηλικία της είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο πίστευαν οι θεολόγοι: όχι 4.000 χρόνια αλλά πάνω από 168.000 χρόνια (σήμερα γνωρίζουμε ότι, στην πραγματικότητα, η Γη σχηματίσθηκε πριν από περίπου 5,5 δισεκατομμύρια χρόνια).

Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη, για τον δυτικό άνθρωπο, ήταν η ανακάλυψη πλήθους φυτών και ζώων που, μέχρι τότε, αγνοούσε παντελώς την ύπαρξή τους. Αγνωστες μορφές ζωής που προοδευτικά ήρθαν στο φως, μετά τις πρώτες μεγάλες εξερευνήσεις, και οι οποίες κανονικά δεν έπρεπε να υπάρχουν, επειδή προφανώς δεν βρίσκονταν στην... «Κιβωτό του Νώε»!

Ομως, κατά τον 18ο αιώνα, η αξιοπιστία των βιβλικών αφηγήσεων κλονίσθηκε επίσης πολύ σοβαρά και από τη συστηματική μελέτη των απολιθωμάτων, τα οποία αποκάλυπταν ένα παντελώς άγνωστο, αλλά απρόσμενα πλούσιο βασίλειο από εξαφανισμένα ζώα και φυτά. Ποιος είχε δημιουργήσει όλα αυτά τα αινιγματικά πλάσματα και γιατί εξαφανίσθηκαν;

Η πρώτη αντίδραση των φυσιοδιφών ήταν να περιγράψουν αυτά τα παράξενα απολιθώματα ζώων ως «ατυχήματα της φύσης» (lusus naturae) ή ως υπολείμματα της ζωής που υπήρχε πριν από τον βιβλικό Κατακλυσμό. Ενώ μια πολύ πιο διασκεδαστική και κακεντρεχής «εξήγηση» ήταν ότι τα απολιθώματα απόκοσμων πλασμάτων είχαν τοποθετηθεί επίτηδες από τον Δημιουργό, για να δοκιμάσει την πίστη των ανθρώπων!

Στις αρχές του 19ου αιώνα, λοιπόν, έγινε σαφές ότι οι καθαρά περιγραφικές και ανιστόρητες εξηγήσεις των περισσότερων φυσιοδιφών ήταν όχι μόνο ανεπαρκείς αλλά και λανθασμένες. Και η ανάγκη για μια εντελώς διαφορετική μεθοδολογική και θεωρητική προσέγγιση θα οδηγήσει προοδευτικά στη μετεξέλιξη της ανιστόρητης φυσιοδιφικής σε εξελικτική ιστορία της φύσης, με άλλα λόγια, σε Εξελικτική Βιολογία.

Ο πρώτος που θα υποστηρίξει ρητά και θα προαγάγει με το έργο του αυτήν τη συγκλονιστική πνευματική μεταστροφή δεν ήταν, όπως συχνά λέγεται, ο Δαρβίνος αλλά ο Λαμάρκ. Ο Γάλλος Jean-Baptiste de Lamarck (1744-1829) όχι μόνο θα διατυπώσει την πρώτη συνεπή και εμπειρικά τεκμηριωμένη επιστημονική θεωρία για την εξέλιξη των έμβιων όντων, αλλά θα βαφτίσει «Βιολογία» την αναδυόμενη, τότε, νέα επιστήμη που θα μελετά όλα τα ζωικά φαινόμενα.

Η θεωρία του Λαμάρκ για τον ενεργό και προοδευτικό μετασχηματισμό των έμβιων όντων στηριζόταν σε δύο βασικές παραδοχές: (α) την «εγγενή τάση» όλων των ζωντανών οργανισμών να τελειοποιούνται για να βρίσκονται σε αρμονία με το περιβάλλον τους και (β) ότι σε αυτή την εγγενή τάση τους για τελειοποίηση, πρωτεύοντα και καθοδηγητικό ρόλο παίζει η προσαρμογή στο περιβάλλον. Πρότεινε μάλιστα και έναν γενετικό μηχανισμό, την κληρονομικότητα των «επίκτητων χαρακτηριστικών», η οποία υποτίθεται ότι εξηγούσε όλες τις εξελικτικές διαδικασίες.

Δυστυχώς, όπως αποδείχτηκε αργότερα, και οι δύο παραπάνω παραδοχές ήταν υπερβολικά προσκολλημένες στις ανθρωπομορφικές προκαταλήψεις του παρελθόντος. Επομένως, ο Λαμάρκ θεωρείται πρόδρομος και όχι πατέρας της σύγχρονης εξελικτικής σκέψης.

Πριν από 161 χρόνια, στις 24 Νοεμβρίου του 1859, ο Δαρβίνος θα παρουσιάσει δημόσια τη νέα ανατρεπτική θεωρία του περί της εξέλιξης των έμβιων όντων στο βιβλίο του «Περί της καταγωγής των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής». Εργο θεμελιώδες και θεμελιωτικό για τη μετέπειτα πορεία όχι μόνο της επιστημονικής αλλά και ευρύτερα της δυτικής σκέψης, αποτελεί αναμφίβολα το πιο διάσημο επιστημονικό βιβλίο όλων των εποχών. Τόσο το «Περί καταγωγής» όσο και τα επόμενα έργα του Δαρβίνου αποτελούν ένα ενιαίο και αρκετά πειστικό επιχείρημα υπέρ της καθολικότητας των βιολογικών μηχανισμών της επιβίωσης και της αναπαραγωγής, που είναι η προϋπόθεση για την εξέλιξη κάθε μορφής ζωής πάνω στη Γη.


Η δαρβινική επανάσταση και το νέο εξελικτικό Παράδειγμα

Πράγματι, το εξελικτικό επιχείρημα του Δαρβίνου βασίζεται σε μια σειρά από επιστημονικά ελέγξιμες (εμπειρικά και πειραματικά) υποθέσεις:

1) Οι φυσικοί πόροι σε ένα δεδομένο περιβάλλον είναι περιορισμένοι.

2) Τα άτομα ενός πληθυσμού διαφέρουν μεταξύ τους· υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία μεταξύ των ατόμων ενός πληθυσμού, αλλά και μεταξύ των πληθυσμών που ανήκουν στο ίδιο είδος.

3) Αν και ο Δαρβίνος δεν γνώριζε τίποτα για το γενετικό υπόστρωμα αυτής της ποικιλομορφίας ούτε βέβαια και τον ακριβή γενετικό μηχανισμό της κληρονομικότητας, υπέθεσε σωστά ότι τα βασικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν μεταξύ τους τα άτομα ενός πληθυσμού θα πρέπει να είναι κληρονομήσιμα. Και αποτελεί ειρωνεία ότι, την ίδια περίπου εποχή που ο Δαρβίνος δημοσίευσε τις ιδέες του, ο Μέντελ ανακάλυψε τους βασικούς μηχανισμούς της γενετικής κληρονομικότητας. 
Εφόσον και οι τρεις παραπάνω υποθέσεις είναι σωστές, καταλήγει κανείς εύλογα στο συμπέρασμα ότι: αφού οι πόροι του περιβάλλοντος είναι περιορισμένοι και τα άτομα ενός πληθυσμού διαφέρουν μεταξύ τους γενετικά, τότε η επιβίωση στον «αγώνα για την ύπαρξη» δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν σε ορισμένα άτομα να είναι καλύτερα προσαρμοσμένα στο δεδομένο περιβάλλον.

Αυτόν τον αυτόματο μηχανισμό επιλεκτικής επιβίωσης ορισμένων οργανισμών από έναν πληθυσμό ο Δαρβίνος τον αποκάλεσε «φυσική επιλογή» και, όπως απέδειξαν όλες οι μετέπειτα έρευνες, πρόκειται για τον σπουδαιότερο μηχανισμό προώθησης της βιολογικής εξέλιξης.

Ετσι, η εικόνα της εξέλιξης που προκύπτει από το έργο του Δαρβίνου είναι όχι μόνο καινοφανής αλλά και βαθύτατα επαναστατική. Εκεί όπου ένας προδαρβινικός φυσιοδίφης έβλεπε μόνο φυσική αρμονία και σταθερότητα, ένας δαρβινιστής βλέπει ότι ο αγώνας για την επιβίωση και την αναπαραγωγή των οργανισμών εξαρτάται από τις διαφορετικές προσαρμοστικές τους ικανότητες, οι οποίες, σε συνδυασμό με τις περιβαλλοντικές πιέσεις, οδηγούν αναπόφευκτα στην εξέλιξη των οργανισμών.

Τα όρια μεταξύ των διαφορετικών ειδών δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται αιώνια και αμετάβλητα, αλλά είναι μάλλον το προϊόν της ιστορίας τους· της ιστορίας των αμοιβαίων και πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ των οργανισμών όσο και μεταξύ των οργανισμών με το περιβάλλον τους.

Πάντως, όπως εγκαίρως είχε επισημάνει ο Τόμας Χάξλεϊ: «Η ιστορία μάς διδάσκει ότι η συνήθης μοίρα των νέων αληθειών είναι να ξεκινούν ως αιρέσεις και να καταλήγουν ως προλήψεις, και όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να προβλέψει κανείς ότι μετά από είκοσι χρόνια η νέα γενιά, εκπαιδευμένη σύμφωνα με ό,τι γνωρίζουμε σήμερα, θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο να αποδεχτεί τις βασικές θεωρίες της “Καταγωγής των Ειδών” εξίσου αστόχαστα και αναιτιολόγητα με πολλούς σύγχρονούς μας, οι οποίοι πριν από είκοσι χρόνια την απέρριπταν».

Μια πρόβλεψη ιδιαίτερα δυσοίωνη όσο και αναπάντεχη, αν σκεφτεί κανείς ότι διατυπώνεται (το 1880!) από τον πιο παθιασμένο και αποτελεσματικό προπαγανδιστή των νέων εξελικτικών ιδεών, αρετές για τις οποίες ο Χάξλεϊ θα κερδίσει την προσωνυμία «μπουλντόγκ του Δαρβίνου». Ομως, για την άλογη αποστροφή και ατεκμηρίωτη άρνηση των δαρβινικών εξελικτικών ιδεών στις μέρες μας θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο.




1/2/2020


   2.  

         Η αέναα εξελισσόμενη φύση μας.           


Πώς προέκυψε εξελικτικά η ευπροσάρμοστη στο οικολογικό περιβάλλον και ευέλικτη στις κοινωνικές αλλαγές «φύση» των ανθρώπων, οι «αρετές» της οποίας εκδηλώνονται με τη μοναδική, σε όλο το ζωικό βασίλειο, δημιουργικότητα και καταστροφικότητα του είδους μας;

Σ’ ένα τόσο επισφαλές ζήτημα όπως είναι η προέλευση της ανθρώπινης φύσης, η μόνη βεβαιότητα που έχουμε είναι ότι οι επιστημονικές μας γνώσεις σχετικά με τις απαρχές και την προϊστορία του ανθρώπινου είδους έχουν αυξηθεί θεαματικά· γεγονός που καθιστά λιγότερο αινιγματική την εξελικτική εξήγηση της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας και ταυτόχρονα πολύ πιο θολή την εικόνα που έχουμε, σήμερα, για το μέλλον της.

Πράγματι, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν, με δεδομένες τις νέες βιοτεχνολογικές μας δυνατότητες, θα αποφασίσουμε να υπερβούμε τεχνολογικά τα μέχρι σήμερα απαραβίαστα βιολογικά μας όρια, δημιουργώντας πληθυσμούς υπερανθρώπων και υπανθρώπων. Σήμερα, όμως, θα εξετάσουμε τις καλά επιβεβαιωμένες εξελικτικές διαδικασίες που οδήγησαν στη διαμόρφωση των τυπικών γνωρισμάτων της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας.

'Η πώς προέκυψαν τα ιδιαίτερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά

Οπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, η δυσκολία μας να περιγράψουμε την ανθρώπινη φύση οφείλεται αφενός στην υποβάθμιση των βιολογικών προϋποθέσεων της ύπαρξής μας και αφετέρου στον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξαν από την αρχή –και εξακολουθούν να παίζουν– οι διαρκώς μεταβαλλόμενοι περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες που, από κοινού με τις βιολογικές προδιαγραφές του είδους μας, συνδιαμορφώνουν την ταυτότητα κάθε ανθρώπινου πλάσματος κάθε ιστορική εποχή.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η ιδιαίτερη φύση των ανθρώπων καθορίζεται αποκλειστικά από τους λίγο-πολύ τυχαίους «εξωγενείς» κοινωνικούς-πολιτισμικούς παράγοντες και άρα δεν υπάρχουν σαφείς προδιαγραφές ή και εγγενή βιολογικά όρια στην ανθρώπινη εξέλιξη.

Πώς, όμως, προέκυψαν οι κοινές μας βιολογικές προδιαγραφές και τα μοναδικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου ανθρώπου (Homo sapiens);


Είμαστε όλοι Αφρικανοί!

Μια επιστημονικά έγκυρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να αναζητηθεί όχι στις μυθικές και μη επιβεβαιώσιμες, εξ ορισμού, διηγήσεις περί θεϊκής δημιουργίας, αλλά στη ζωική καταγωγή της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή στην αποκλειστικά εξελικτική εξήγηση της προέλευσής μας.

Και, όπως θα δούμε, οι νέες τεχνικές της βιολογικής αρχαιολογίας οδήγησαν πράγματι σε εντυπωσιακές παλαιοανθρωπολογικές ανακαλύψεις που μας επιτρέπουν να κατανοούμε πολύ καλύτερα απ’ ό,τι στο παρελθόν το πώς εξελίχθηκε ο σύγχρονος άνθρωπος και μας επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε τα ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά που τον κατέστησαν «σύγχρονο» και «νοήμονα».

Επιπρόσθετα, όμως, αυτές οι ανακαλύψεις μάς αποκαλύπτουν ότι η μεγάλη εξελικτική εποποιία που οδήγησε δήθεν γραμμικά στον σύγχρονο άνθρωπο πρέπει μάλλον να γραφτεί εξαρχής: η επικρατέστερη, μέχρι πρόσφατα, νεωτερική αντίληψη περί της συσσωρευτικής «προόδου» και της γραμμικής εξέλιξης από ένα απλούστερο ζωικό είδος προς ένα πολυπλοκότερο είδος ανθρώπου δεν επιβεβαιώνεται από τα νέα παλαιοντολογικά ευρήματα.

Στη μακροχρόνια και δυστυχώς ανεπαρκώς τεκμηριωμένη από παλαιοντολογικά ευρήματα ιστορία του ανθρώπινου γένους υπάρχουν δύο τουλάχιστον καίριες «στιγμές», κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν τα πιο αποφασιστικά, και ταυτόχρονα τα πιο αινιγματικά εξελικτικά άλματα της ανθρωπογένεσης.

Το πρώτο άλμα έλαβε χώρα στην Αφρική πριν από περίπου δύο εκατομμύρια χρόνια και σηματοδοτεί το πέρασμα από τους ανθρωποειδείς πιθήκους, δηλαδή από τους ανθρωπίδες στους πρωτανθρώπους (Homo erectus).

Οι πρώτοι ανθρωπίδες εμφανίσθηκαν πριν από 6-7 εκατομμύρια χρόνια και ήταν δίποδα σπονδυλωτά που διατηρούσαν την πιθηκοειδή ικανότητά τους για δεντροαναρρίχηση.

Ωστόσο, αυτό το πρώτο εξελικτικό άλμα περιλαμβάνει όχι μόνο την όρθια βάδιση, με όλες τις ανατομικές μεταβολές που αυτή συνεπάγεται, αλλά και τη σταδιακή διόγκωση του εγκεφάλου που, όπως αποδείχτηκε, θα επιφέρει πολύ πιο συγκλονιστικές αλλαγές στην ανατομία, τη φυσιολογία και κυρίως τη συμπεριφορά τους.

Το δεύτερο αποφασιστικό βήμα συνέβη πριν από περίπου 200 χιλιάδες χρόνια και οδήγησε στην εμφάνιση, πάντα στην Αφρική, των πρώτων σύγχρονων ανθρώπων.

Ομως, η δυναμική είσοδος του ανατομικά σύγχρονου ανθρώπου (Homo sapiens) στην ιστορία του πλανήτη θα αρχίσει μόνο μετά την έξοδό του από την Αφρική.

Ερωτήματα όπως «πότε», «από πού» και «πώς» ακριβώς άρχισε ο εποικισμός του πλανήτη από το είδος μας αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια αντικείμενο σφοδρότατων διενέξεων μεταξύ των ειδικών.

Δύο είναι τα επικρατέστερα, σήμερα, εναλλακτικά σενάρια της εξέλιξης του σύγχρονου ανθρώπου: το «μονοτοπικό» και το «πολυτοπικό».

Σύμφωνα με το μονοτοπικό μοντέλο προέλευσης, όλα τα μεταγενέστερα είδη του γένους άνθρωπος ήταν το προϊόν μιας σχεδόν γραμμικής εξέλιξης του αρχαϊκού ανθρωπίδη (Homo erectus) που, ενώ εμφανίστηκε στην Αφρική, κατόπιν εξαπλώθηκε αρχικά στον Παλαιό και πολύ αργότερα στον Νέο Κόσμο.

Η εξέλιξη από τον αρχικό Homo erectus στον σύγχρονο Homo sapiens περιγράφεται από το μονοτοπικό μοντέλο, το οποίο είναι ευρύτερα γνωστό και ως «μοντέλο προέλευσης από την Αφρική» (Out of Africa).

Εναλλακτικά, το πολυτοπικό μοντέλο υποστηρίζει ότι μετά τη διασπορά του Homo erectus εκτός Αφρικής, ο σύγχρονος άνθρωπος προήλθε από την κατά τόπους και παράλληλη εξέλιξη αυτών των πρώτων αποικιστών της Ευρασίας. Αρα οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν προήλθαν ούτε εμφανίστηκαν αποκλειστικά στην Αφρική, αλλά εξελίχθηκαν σε ολόκληρο τον Παλαιό Κόσμο.

Το διαθέσιμο σήμερα αρχείο των απολιθωμάτων, καθώς και κάποιες γενετικές αναλύσεις αφενός του μιτοχονδριακού DNA των γυναικών και αφετέρου του χρωμοσώματος Υ των ανδρών, φαίνεται πως επιβεβαιώνουν τη μονοτοπική εξήγηση της κοινής αφρικανικής προέλευσης όλων των σύγχρονων ανθρώπων.

Λιγότερο σαφές είναι το πώς μπορεί να εξηγηθεί, με δεδομένη την κοινή καταγωγή των πολυάριθμων ανθρώπινων ειδών που ζούσαν τότε, η τελική επικράτηση του είδους μας.


Τι απέγιναν οι Νεάντερταλ;

Για να εξηγήσουν την τεράστια εξελικτική επιτυχία και την τελική επικράτηση του Homo sapiens σε σχέση με τα άλλα ανθρώπινα είδη που υπήρχαν τότε, οι ειδικοί έχουν προτείνει δύο εντελώς διαφορετικά εξηγητικά μοντέλα.

Σύμφωνα με τη θεωρία της «Αφρικανικής Αντικατάστασης», οι σύγχρονοι άνθρωποι εξελίχθηκαν αρχικά στην Αφρική πριν από 200 χιλιάδες χρόνια. Από εκεί διασκορπίστηκαν σταδιακά –με πολλά μικρά μεταναστευτικά ρεύματα– και εποίκισαν ολόκληρο τον Παλαιό Κόσμο.

Σε αυτή την πορεία του ο σύγχρονος άνθρωπος αντικατέστησε ή ίσως εξολόθρευσε τους προϋπάρχοντες και λιγότερο εξελιγμένους ανθρώπινους πληθυσμούς, όπως για παράδειγμα τους ανθρώπους Νεάντερταλ (Homo Neanderthalensis).

Συνεπώς, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν είχε υποτίθεται καμία επαφή ή σχέση με τους αρχαϊκούς πληθυσμούς που συνάντησε στη μεγαλειώδη πορεία της επέκτασής του σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Ενα εναλλακτικό, λιγότερο επιθετικό και «αιμοδιψές», μοντέλο εξήγησης είναι αυτό της βιολογικής «Αφομοίωσης» (assimilation model).

Η εξέλιξη και η τελική επικράτηση του σύγχρονου ανθρώπου δεν έγινε ως εκ θαύματος σε εξελικτικό κενό, χωρίς επιμιξίες με τους προϋπάρχοντες δήθεν «πρωτόγονους» πληθυσμούς.

Οποτε οι Homo sapiens μετανάστευσαν εκτός Αφρικής και συναντήθηκαν με άλλα ανθρώπινα είδη αφομοίωσαν εν μέρει τους αρχαιότερους και λιγότερο δυναμικούς πληθυσμούς που ζούσαν ήδη εκτός Αφρικής.

Το μοντέλο της γενετικής-πολιτισμικής αφομοίωσης επιβεβαιώνεται και από μια πολύ ενδιαφέρουσα ευρωπαϊκή έρευνα, που αφορά στην πλήρη χαρτογράφηση του απολιθωμένου γονιδιώματος των πιο στενών βιολογικά συγγενών μας, των ανθρώπων του Νεάντερταλ.

Οι Νεαντερτάλιοι διαφοροποιήθηκαν από τους Homo sapiens πριν από τουλάχιστον 500.000 χρόνια και έκτοτε τα δύο είδη ανθρώπων εξελίχτηκαν παράλληλα.

Ομως πριν από περίπου 40 χιλιάδες χρόνια οι Νεάντερταλ εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς, μολονότι αυτοί οι πολύ στενοί συγγενείς μας διέθεταν κάποια νοημοσύνη, έφτιαχναν εργαλεία και πιθανά επικοινωνούσαν μέσω κάποιας υποτυπώδους μορφής λόγου.

Εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών τους θεωρήθηκαν εσφαλμένα ως οι άμεσοι πρόγονοι του σύγχρονου ανθρώπου.

Αυτό όμως διαψεύδεται από τις πολυετείς έρευνες του κορυφαίου παλαιογενετιστή Svante Paabo, διευθυντή του Εργαστηρίου Εξελικτικής Ανθρωπολογίας στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ στη Λιψία.

Το 2009, αυτός ο Σουηδός ερευνητής παρουσίασε την πρώτη αποκρυπτογράφηση του γονιδιώματος ενός Νεάντερταλ που έζησε πριν από 38 χιλιάδες χρόνια.

Μέχρι την οριστική εξαφάνισή τους οι Νεάντερταλ συνυπήρξαν με τους πρώτους εκπροσώπους του είδους μας, τους Homo sapiens, στην Ευρώπη και τη δυτική Ασία (πριν από περίπου 35-45 χιλιάδες χρόνια).

Οι επιστήμονες επί χρόνια προσπαθούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα αν επρόκειτο για μια απλή συμβίωση ή αν μεταξύ των δύο ειδών είχαν αναπτυχθεί πιο «στενές» σχέσεις.

Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα έδωσε η γονιδιακή παλαιοανθρωπολογική έρευνα, το «Πρόγραμμα Αποκρυπτογράφησης του Γονιδιώματος των Νεάντερταλ» (Neanderthal Genome Project) του Svante Paabo και χάρη στα νέα γονιδιακά δεδομένα γνωρίζουμε πια ότι είμαστε κατά τι... Νεάντερταλ, τουλάχιστον από γενετικής απόψεως.


Η αρχαιολογία του... νου

Υπάρχουν, άραγε, πειστικές παλαιοντολογικές ή και αρχαιολογικές ενδείξεις, που να πιστοποιούν με σχετική βεβαιότητα την παρουσία ή όχι τυπικά ανθρώπινων νοητικών ικανοτήτων κατά το προϊστορικό μας παρελθόν;

Διαφορετικοί ερευνητές έχουν υιοθετήσει, κατά καιρούς, τα πιο διαφορετικά εμπειρικά τεκμήρια: από το οργανωμένο κυνήγι με όπλα μέχρι τον εποικισμό άγνωστων περιοχών και από τη χρήση νέων υλικών και εργαλείων μέχρι την ταφή νεκρών (με ή χωρίς νεκρικές προσφορές) και τη δημιουργία τέχνης.

Τέτοιες ομαδικές δραστηριότητες και συλλογικές συμπεριφορές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί προϋποθέτουν την ύπαρξη μιας υποτυπώδους κοινωνικής ζωής, κάτι βρίσκουμε και σε πολύ απλούστερα είδη ζώων, αλλά επειδή υποδεικνύουν την ύπαρξη κοινωνικής ζωής που βασίζεται στην ατομική συνείδηση και τον έναρθρο λόγο, δύο τυπικά και ιδιαιτέρως αναπτυγμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά.

Η ευρύτερη αποδοχή από την επιστημονική κοινότητα της προκλητικής ιδέας ότι η βιολογική εξέλιξη δεν αφορά μόνο τα υλικά σώματα αλλά και τις «άυλες» νοητικές ή ψυχικές ικανότητές μας ως είδος, θα αποτελέσει την προϋπόθεση για τη διαμόρφωση ενός νέου διεπιστημονικού κλάδου, της «γνωσιακής-νοητικής αρχαιολογίας».

Ο «γνωσιακός-νοητικός αρχαιολόγος» δεν αρκείται στη χρονολόγηση και την ταξινόμηση ενός προϊστορικού τεκμηρίου, π.χ. ενός λίθινου εργαλείου, αλλά μελετά αυτά τα απολιθωμένα χειροτεχνήματα για να κατανοήσει τις νοητικές και τις ανατομικές ικανότητες του χειροτεχνουργού.

Για παράδειγμα, αναλύοντας τον τρόπο λάξευσης ενός λίθινου εργαλείου ή μελετώντας τη συμβολική περιπλοκότητα μιας προϊστορικής βραχογραφίας, μπορεί να συναγάγει πολύτιμες πληροφορίες για τις αφαιρετικές ή συνειδησιακές ικανότητες του πρωτόγονου τεχνίτη.

Μέχρι πρόσφατα, το ευρύτερα αποδεκτό μοντέλο εξήγησης για το πώς εμφανίσθηκαν οι πολύπλοκες νοητικές ικανότητες του σύγχρονου ανθρώπου ήταν αυτό του απότομου, σχεδόν «μαγικού» άλματος προς τα εμπρός, δηλαδή μέσω μιας ριζικής βιοψυχολογικής αλλαγής, που όπως εικάζανε συνέβη πριν από περίπου 40 χιλιάδες χρόνια.

Πράγματι, μια τέτοια μεγάλη βιοπολιτισμική αλλαγή καταγράφεται στην κεντρική Ευρώπη και σχετίζεται με την ομαδική μετανάστευση ανθρώπων με τα δικά μας ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (άνθρωποι Κρο Μανιόν) από την Εγγύς Ανατολή.

Κάπως έτσι επιχειρούσαν να εξηγήσουν την απότομη αλλά μαζική εμφάνιση των εκπληκτικών βραχογραφιών και των συμμετρικών εργαλείων από πέτρα και κόκαλα, καθώς και την ανακάλυψη τάφων με κτερίσματα.

Παλαιοντολογικά ευρήματα που μαρτυρούν την ανάπτυξη όχι μόνο μιας ανώτερης τεχνολογίας αλλά και μιας συνειδητής κοινωνικής ζωής, δύο ικανότητες που προϋποθέτουν την ύπαρξη περιπλοκών εγκεφαλικών δομών.

Υπάρχουν όμως και άλλες, εναλλακτικές ερμηνείες για τα ίδια εμπειρικά δεδομένα και στην προκειμένη περίπτωση για τα ίδια παλαιοντολογικά ευρήματα.

Ενα τέτοιο εναλλακτικό εξελικτικό μοντέλο υποστηρίζει ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε καμία ριζική αλλαγή ή βιολογικό «άλμα» από τους ανθρωπίδες στο σύγχρονο άνθρωπο, αλλά μια σταδιακή βιολογική εξέλιξη που ξεκίνησε στην Αφρική πριν από περίπου 400 χιλιάδες χρόνια.

Εκεί εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε, συνυπάρχοντας με τους πιο εξελιγμένους ανθρωπίδες, ο σύγχρονος άνθρωπος και από εκεί μετανάστευσε σε όλο σχεδόν τον πλανήτη (Out of Africa).

Αυτό το εναλλακτικό μοντέλο στη δήθεν «Μεγάλη Εκρηξη» των νοητικών φαινομένων στην Ευρώπη υποστηρίζει ότι οι εγκεφαλικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς (προφορικός λόγος, αφαιρετική-συμβολική σκέψη, τεχνογνωσία) ήταν πιθανότατα κοινές σε όλους τους τότε ανθρώπινους πληθυσμούς, δηλαδή στα διαφορετικά ανθρώπινα είδη που υπήρχαν πριν από τουλάχιστον 300 χιλιάδες χρόνια.

Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η βιολογική ανάγκη εμφάνισης ή επανεμφάνισης αυτών των κοινών νοητικών δυνατοτήτων εξαρτάται αφενός από τις τοπικές κλιματικές ή γεωγραφικές συνθήκες και αφετέρου από τις πολιτισμικές και, ενδεχομένως, τις γενετικές ανταλλαγές μεταξύ των διαφορετικών ανθρώπινων πληθυσμών.

Επομένως, όλα τα ανθρώπινα είδη υπήρξαν, εκ φύσεως, κοινωνικά θηλαστικά που εξελίχθηκαν με έναν απρόσμενο αλλά απολύτως φυσικό τρόπο.

Ισως το πιο ιδιαίτερο και πλέον ανεπτυγμένο χαρακτηριστικό της εξέλιξης του σύγχρονου ανθρώπου είναι η εντυπωσιακά ταχύτατη προσαρμογή του στην πολιτισμική εξέλιξη που προέκυψε από την ανάπτυξη των ιδιαίτερων βιολογικών του δυνατοτήτων.

Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα είναι αν, με δεδομένες τις πολύ πρόσφατες βιοτεχνολογικές μας δυνατότητες, θα επιλέξουμε ή, ενδεχομένως, θα αναγκαστούμε να υπερβούμε τεχνολογικά τη μέχρι σήμερα απαραβίαστη βιολογική μας ταυτότητα, δημιουργώντας –βάσει σχεδίου και συνειδητά– πληθυσμούς υπερανθρώπων και υπανθρώπων. Αυτό το καυτό βιοηθικό πρόβλημα θα εξετάσουμε στο επόμενο άρθρο.




16/2/2020