Δημώναξ : Ευτυχισμένος είναι ο ελεύθερος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
 Κυνισμός,Κυνική Φιλοσοφία.



 Δημώναξ : Ευτυχισμένος είναι ο ελεύθερος

«Ο αληθινά ευτυχισμένος είναι ο ελεύθερος. 
Μιλώ για εκείνον που μήτε ελπίζει μήτε φοβάται τίποτα.»
                                     Δημώναξ (Δημώνακτος Βίος, Λουκιανός Ζ΄, 20).

Ο Κύπριος φιλόσοφος Δημώναξ δεν είναι γνωστός. Τουλάχιστον όχι όσο ο συντοπίτης του, Ζήνων ο Κιτιεύς, ο ιδρυτής του Στωικισμού. Οι λόγοι είναι πολλοί. Κατ’ αρχάς ο Δημώναξ δεν ίδρυσε κάποιο φιλοσοφικό κίνημα, όπως ο Ζήνων, αλλά ακολούθησε την ήδη υπάρχουσα φιλοσοφία του Κυνισμού. Δεύτερον, η εποχή του (έζησε τον 1ο-2ο αιώνα μ.Χ.) δεν έχει να προσφέρει κάτι καινούργιο φιλοσοφικά.

Δεν υπάρχει η έκρηξη της φιλοσοφικής σκέψης των Προσωκρατικών και ο θάνατος του Σωκράτη έχει κάνει εμφανείς τις συνέπειές του με την ίδρυση των μεγάλων φιλοσοφικών σχολών (Κυνισμός, Επικουρισμός, Σκεπτικισμός, Στωικισμός). Στον Δημώνακτα δεν παραπέμπουν όπως στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ούτε υπομνηματίζουν. Δε θα γνωρίζαμε ούτε την παρουσία του, αν δεν υπήρχε ο Λουκιανός να γράψει τον βίο του. Ίσως να μην στοχαζόμασταν για την ελευθερία του, αν ο Νίκος Καζαντζάκης δεν επέλεγε να βάλει στον τάφο του το επίγραμμα:

«Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, 
είμαι λέφτερος».

Η γνωριμία του Καζαντζάκη με τη φιλοσοφία του Δημώνακτος ξεκινάει το 1911, όταν ο Ιωάννης Κονδυλάκης, επίσης Κρητικός, (του οποίου ο Καζαντζάκης ήταν θαυμαστής) εκδίδει τη μετάφραση των «Απάντων» του Λουκιανού, όπου, στο Ζ΄ Βιβλίο περιλαμβάνεται ο «Δημώνακτος Βίος». Ο Καζαντζάκης θαυμάζει τον Κονδυλάκη και εμπιστεύεται τη γνώμη του.  Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο νεαρός Καζαντζάκης, μόλις 23 ετών το 1906, είχε αποστείλει  στον φτασμένο τότε λογοτέχνη και αρχισυντάκτη της αθηναϊκής εφημερίδας «Εμπρός» το πρώτο του βιβλίο «Όφις και κρίνο» (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή) να το διαβάσει.

Έτσι ξεκινάει η σχέση τους. Ο Καζαντζάκης είναι δεινός αναγνώστης, λάτρης των αρχαίων και της φιλοσοφίας. Διαβάζει το έργο του Λουκιανού που έχει μεταφράσει ο Κονδυλάκης. Η ιδέα της ελευθερίας του Δημώνακτος φαίνεται να είναι ελκυστική για τον Κρητικό λογοτέχνη. Το 1922 ξεκινάει να γράφει την «Ασκητική», όπου διαβάζουμε:

«Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν΄ αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!»

Ξέρω τώρα. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.»

Η ιδέα της απόλυτης ελευθερίας του Δημώνακτος αποτέλεσε έμπνευση και για τον Ανώνυμο Έλληνα, συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» (Ήτοι Λόγος Περί Ελευθερίας) ένα προεπαναστατικό έργο που εκδόθηκε με έξοδα του συγγραφέα στην Ιταλία το 1806. Η ιδέα της ελευθερίας, συνυφασμένη με την απουσία ελπίδας και φόβου, είχε σκοπό έχει την εθνική αφύπνιση των Ελλήνων («προς ωφέλεια των Ελλήνων»):

«… Και ο ελεύθερος ούτε ελπίζει, 
ούτε φοβείται εις ό,τι μέλλει να πράξη»

Ο Δημώναξ ούτε έλπιζε ούτε φοβόταν. Το απέδειξε με τη ζωή του, κατακτώντας την ευτυχία μέσα από την ελευθερία, κάνοντας πράξη την Κυνική φιλοσοφία. Έζησε ελεύθερος από κοινωνικές συμβάσεις και απατηλές ανάγκες. Ο Λουκιανός (σατιρικός συγγραφέας του 2ου αιώνα) μας μεταφέρει τον βίο του συγχρόνου του, Δημώνακτος, καθώς πιστεύει ότι αξίζει να διατηρηθεί η μνήμη του «άριστου των φιλοσόφων» και επειδή αποτελεί έξοχο παράδειγμα για τους νέους της εποχής του.

Ο Λουκιανός ξεκινά να περιγράφει τη ζωή του Δημώνακτος από την αφετηρία της. Ο Δημώναξ καταγόταν από την Κύπρο, γόνος πλούσιας οικογένειας με σημαντική κοινωνική θέση, αλλά «θεωρώντας τον εαυτό του άξιο για πράγματα ανώτερα, στράφηκε στη φιλοσοφία». Φυσικά, έζησε στην Αθήνα, στο κέντρο του κόσμου, του πολιτισμού, για να τον αρνηθεί στη συνέχεια. Δεν έφτασε στη φιλοσοφία του χωρίς πρώτα να μελετήσει ρητορική και φιλοσοφία ακόμη και να αποστηθίσει ποίηση. Γύμνασε το σώμα του στην αντοχή, ώστε να μην έχει την ανάγκη κανενός μέχρι τον θάνατό του, «γι’ αυτό μόλις ένιωσε ότι δεν ήταν πλέον αυτάρκης, έφυγε με τη θέλησή του από τη ζωή, αφήνοντας πίσω του μεγάλη υπόληψη για την προσωπικότητά του».

Για τη στάση της ζωής και τον χαρακτήρα του οι Αθηναίοι τον θαύμαζαν υπερβολικά σαν κάποιον ανώτερο άνθρωπο. Πολλοί επιζητούσαν τη συντροφιά του και η συναναστροφή μαζί του τους έκανε ευτυχέστερους. Αν και, όπως συνέβη και με τον Σωκράτη, βρέθηκαν κατήγοροι που συνασπίστηκαν εναντίον του, κατηγορώντας τον για αθεΐα, επειδή δεν έπαιρνε μέρος στις θρησκευτικές τελετές. Στην απολογία του ο Δημώναξ μίλησε με περίσσιο θάρρος υποστηρίζοντας ότι οι θεοί δεν έχουν ανάγκη τις θυσίες του. Με τον μειλίχιο λόγο του έπεισε τους Αθηναίους, που κρατούσαν ακόμη πέτρες στα χέρια τους, να ηρεμήσουν.  Έτσι, άρχισαν να τον τιμούν και να τον σέβονται.

Ο Δημώναξ ως προσωπικότητα δεν ήταν σοβαροφανής, αντιθέτως τον διέκρινε ιλαρότητα. Ήταν μακρόθυμος, ποτέ δεν παθιαζόταν ούτε επέκρινε κάποιον για τα λάθη του (παρομοιάζοντας τον εαυτό του με τον γιατρό που θεραπεύει τις ασθένειες, αλλά δεν θυμώνει με τον ασθενή), θεωρώντας τα λάθη ανθρώπινα. Του είχαν μεγάλη αγάπη και σεβασμό, όχι μόνο στη Αθήνα αλλά σε ολόκληρη την Ελλάδα, σε σημείο που στον δρόμο τα παιδιά του πρόσφεραν φρούτα και τον φώναζαν «πατέρα», ενώ μια φορά που υπήρχε μια διένεξη στην Εκκλησία του Δήμου, μόλις μπήκε μέσα όλοι σώπασαν μόνο με την παρουσία του.

Δεν παρέλειπε να μιλάει για τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, θεωρώντας πρόσκαιρα τα αγαθά για οποία περηφανεύονταν όσοι τα είχαν. Για τον ίδιο δεν είχαν καμία σημασία, άλλωστε τα είχε γνωρίσει και κατανόησε ότι δε φέρνουν την ευτυχία. Γι’ αυτό και τα αρνήθηκε. Ο ορισμός της ευτυχίας ήταν και ο ορισμός της ελευθερίας:

«Ο αληθινά ευτυχισμένος είναι ο ελεύθερος. 
Μιλώ για εκείνον που μήτε ελπίζει μήτε φοβάται τίποτα».

Όσα αφορούν τον άνθρωπο δεν αξίζουν ούτε την ελπίδα ούτε τον φόβο μας, πίστευε.

«Ευχάριστα και δυσάρεστα έχουν οπωσδήποτε ένα τέλος».

Όταν είδε κάποιον κλεισμένο σ’ ένα κατασκότεινο μέρος να πενθεί για τον θάνατο του γιου του, του είπε ότι είναι μάγος και θα του έφερνε το είδωλο του παιδιού του, αρκεί να του κατονόμαζε τρεις ανθρώπους που δεν είχαν πενθήσει για κανέναν. Άφησε τον πατέρα πολλή ώρα να σκέφτεται, αλλά φυσικά δεν είχε ούτε έναν ν’ αναφέρει. Τότε του είπε:

«Γελοίε άνθρωπε, νομίζεις πως είσαι ο ένας και μοναδικός που βασανίζεσαι από κακά ανυπόφορα, τη στιγμή που βλέπεις ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει δοκιμάσει πένθος;»

Όταν τον ρώτησε κάποιος πώς θα ήθελε την κηδεία του, απάντησε «μην πολυσκοτίζεστε». Θα ήθελε να φανεί χρήσιμος ως νεκρός, γινόμενος βορά σε ζωντανούς οργανισμούς (όρνεα και σκυλιά). Όμως οι Αθηναίοι τον έθαψαν δημοσία δαπάνη. Στην κηδεία του, οι φιλόσοφοι τον μετέφεραν στους ώμους τους. Όλοι οι Αθηναίοι πήγαν για να τον τιμήσουν και τον πενθούσαν για πολύ καιρό, ενώ προσκυνούσαν και στεφάνωναν ακόμη και την πέτρα που καθόταν, θεωρώντας την ιερή. «Έφυγε απ’ τη ζωή ολόχαρος» στα εκατό του χρόνια, χρήσιμος στους φίλους του χωρίς να αποκτήσει εχθρούς.

Ο Δημώναξ, ο Κύπριος Κυνικός φιλόσοφος του 2ου μ.Χ. αιώνα ξεχάστηκε. Μαζί και η Κυνική φιλοσοφία, μία αξιοθαύμαστη στάση ζωής, ελεύθερη από τεχνητές συμβάσεις και φαινομενικές ανάγκες. Το επίγραμμα του Καζαντζάκη, αυτό που ο ίδιος επέλεξε να μας τον θυμίζει, είναι αυτό που και ο Δημώναξ θα ήθελε να κρατήσουμε από τη ζωή του. Μικρή σημασία έχει το ότι ο Καζαντζάκης δεν αναφέρει τον Κύπριο φιλόσοφο. Άλλωστε ούτε ο Δημώναξ θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Ίσως ο Καζαντζάκης σεβόμενος την κυνική ζωή του Δημώνακτος, να τον απάλλαξε από μεταθανάτια φήμη. Ακόμα και οι Αστρονόμοι ονόμασαν έναν κρατήρα στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης «Δημώναξ», προς τιμήν του.

Είναι ευτυχία η ελευθερία; 
Όσο είμαστε υπόδουλοι των «αναγκών» μας δε θα το μάθουμε ποτέ.


 Έλσα Νικολαΐδου  

 Διδάσκει Νεοελληνική Γλώσσα, Λογοτεχνία και Φιλοσοφία σε ιδιωτικό σχολείο, ενώ ταυτόχρονα είναι η Υπεύθυνη του Τμήματος Γλωσσών. Έχει λάβει μέρος με ανακοινώσεις σε πανελλήνια, διεθνή και παγκόσμια Συνέδρια Φιλοσοφίας. Από το 2018 συνεργάζεται με την εφημερίδα ''Ο Φιλελεύθερος'' της Κύπρου, όπου διατηρεί εβδομαδιαία στήλη Φιλοσοφίας με τίτλο ''Φιλοσοφία και Ζωή''.

Πηγή:logografis


              ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ               



 Κυνισμός

Οι Κυνικοί ήταν μία από τις μακροβιότερες Φιλοσοφικές Σχολές στην αρχαιότητα η οποία ιδρύθηκε από τον Αντισθένη (445 - 360 ή 444 - 368) στο Κυνόσαργες των Αθηνών, το μόνο γυμνάσιο της πόλεως που δεχόταν μη Αθηναίους πολίτες και ταυτοχρόνως αποτελούσε Ιερό άλσος του Ηρακλέους (από το οποίο άλσος και μετονομάστηκαν άλλωστε τα μέλη σε «Κυνικούς» από «Αντισθενικοί» που λέγονταν αρχικώς).

Κυνική σχολή

Η Σχολή τους, ιδρύθηκε από τον Αντισθένη (445 - 360 ή 444 - 368), υιό ενός Αθηναίου και μίας δούλης από τη Θράκη, διακριθέντα πολεμιστή στη μάχη της Τανάγρας και μετέπειτα μαθητή του σοφιστή Γοργίου στη Ρητορική, και εν συνεχεία, στη Φιλοσοφία, του Σωκράτη, στον θάνατο του οποίου υπήρξε παρών. Η Σχολή ιδρύθηκε στο Κυνόσαργες των Αθηνών, το μόνο γυμνάσιο της πόλεως που δεχόταν μη Αθηναίους πολίτες και ταυτοχρόνως αποτελούσε Ιερό άλσος του Ηρακλέους (από το οποίο άλσος και μετονομάστηκαν άλλωστε τα μέλη σε «Κυνικούς» από «Αντισθενικοί» που λέγονταν αρχικώς).

Οι καταβολές και οι βασικές τους θέσεις

Οι «Κυνικοί», ήσαν πνευματικοί απόγονοι του Σωκράτους, ανήκοντας στις Σχολές που απεκλήθησαν «Ελάσσοντες Σωκρατικοί», αν και ως προς τη μέθοδο της διδασκαλίας τους έλαβαν αρκετά στοιχεία από τους «Σοφιστές». Για τον Αντισθένη και τους μαθητές του, η Φιλοσοφία είναι καθαρά κοσμική σοφία (χαρακτηριστική είναι μάλιστα η ρήση του πρώτου ότι «τότε οι πόλεις χάνονται, όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τους κακούς από τους καλούς»), ενώ η Αρετή, αν και εξακολουθεί να παραμένει σκοπός του βίου, είναι κάτι το απολύτως πρακτικό που δεν χρειάζεται ούτε πολλά λόγια, ούτε επίπονη εκπαίδευση (Διογένης Λαέρτιος 6, 2). Η Αρετή, που είναι κάτι το υπαρκτό, μπορεί να διδαχθεί με πολύ απλό τρόπο στον άνθρωπο, αφού η αρχή για τη μάθηση είναι η προσεκτική σπουδή των λέξεων («ΑΡΧΗ ΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ»), και αν μάλιστα αυτή (δηλ. η Αρετή) κάποτε κατακτηθεί, είναι παντελώς αδύνατον να απωλεσθεί.

Για τους «Κυνικούς», ο λόγος λειτουργεί μόνον στο να αποφαίνεται για το τι υπάρχει ή υπήρχε: «ΠΡΩΤΟΣ (ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ) ΩΡΙΣΑΤΟ ΛΟΓΟΝ, ΕΙΠΩΝ, ΛΟΓΟΣ ΕΣΤΙΝ Ο ΤΟ ΤΙ ΗΝ Ή ΕΣΤΙ ΔΗΛΩΝ» (Ed. Mullach, Fragmenta Philosophorum Graecorum, II, 283), ενώ τα αγαθά διακρίνονται μόνο σε δύο κατηγορίες, τα εξωτερικά (ιδιοκτησία, σωματική ηδονή, πολυτέλεια) και τα εσωτερικά. Στα δεύτερα είναι που ανήκει το κατ' εξοχήν ζητούμενο των φιλοσόφων, δηλαδή η ασφαλής γνώση της Αληθείας και του Εαυτού. Οι «Κυνικοί», κηρύσσουν ωστόσο μία «έμπρακτη» Ηθική, κατά την οποία η Αρετή όλως «παραδόξως» δεν εξαρτάται από τη Γνώση, αλλά είναι αποτέλεσμα ασκήσεως, εθισμού και αυτοελέγχου. Με πρότυπο τον Ηρακλέα, καλούν σε προσωπική αυτάρκεια μέσω της απαλλαγής από τις λεγόμενες ανάγκες, αλλά και μέσω της πορεύσεως σε έναν φυσικό τρόπο καθημερινού βίου, με απλότητα, σκληραγωγία και αυτοδιάθεση. Ο «σοφός» των «Κυνικών» είναι αυτάρκης, αφού έχει (με το να είναι τέτοιος) τον πλούτο όλων των ανθρώπων. Δίνοντας συνεπώς έμφαση στον καθημερινό Τρόπο αντί στη Θεωρία, οι «Κυνικοί» επίγονοι του Αντισθένους, οι λεγόμενοι και «Αντισθενικοί», ταξίδευσαν με ιεραποστολική σχεδόν διάθεση από άκρου σε άκρο του Ελληνιστικού και Ρωμαϊκού κόσμου, ντυμένοι πτωχικά, μ' ένα σακούλι στον ώμο για τη λιγοστή τροφή τους, αντισυμβατικοί σε όλους τους τομείς (κατά κανόνα αρνούμενοι ακόμη και εκείνους τους συγκεκριμένους τομείς της κοινωνικότητας που αναμφίβολα σεβόταν και τιμούσε ο ιδρυτής τους Αντισθένης), βρόμικοι, ατημέλητοι και προκλητικοί τόσο στα λόγια όσο και στα έργα τους, και καθιέρωσαν περισσότερο μία φιγούρα στάσεως, μορφής και συμπεριφοράς, παρά ένα οργανωμένο φιλοσοφικό σύστημα.

Σπουδαίος συνεχιστής των διδασκαλιών του υπήρξε ο εκ Σινώπης Διογένης. Διάδοχος αυτού αναφέρεται ο εκ Θηβών Κράτης οποίος δώρισε στη πατρίδα του όλη τη περιουσία του διάγοντας τη ζωή του με την -επίσης φιλόσοφο- σύζυγό του Ιππαρχία και με μόνη περιουσία τη ράβδο του (βακτηρία) και τον σάκο του (πήρα). Μαθητής δε αυτού ήταν ο εκ Μαρωνείας Μητροκλής ο οποίος και επινόησε νέο φιλολογικό είδος τις «Χρείες» το περιεχόμενο του οποίου αποτελούν παράδοξα και αστεία ανέκδοτα. ΄

Νεότεροι Κυνικοί

Όλοι οι παραπάνω αποτελούν την ομάδα των αρχαιοτέρων Κυνικών. Νεότερη επιβίωση των Κυνικών αποτελούν οι νεότεροι Κυνικοί εκ των οποίων κυριότεροι είναι ο Βίων ο Βορυσθενίτης, ο Τέλης, ο Μένιππος εκ Γαδάρων, μαθητής του Μικροκλή, ο Μενέδημος, ο Φοίνιξ ο Κολοφώνιος, ο Κερκιδάς ο Μεγαλοπολίτης καθώς και οι επιγραμματοποιοί Ποσείδιππος, Μελέαγρος και Λεωνίδας ο Κυνικός.

Κυνική φιλοσοφία και Χριστιανισμός

Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, της Κυνικής αίρεσης οπαδοί υπήρξαν και ο Μάξιμος ο Αλεξανδρεύς (380) και ο Σαλλούστιος (460). Πολλά από τα δόγματα των Κυνικών και ιδίως τα περί απάθειας και ασκητικής εγκράτειας έγιναν αποδεκτά από τον χριστιανικό μοναχισμό.

Αρχές Κυνικής φιλοσοφίας
  1. Κατά τους «Κυνικούς», η Φιλοσοφία οφείλει ν' ασχολείται με την καθημερινή ζωή και με κάθε τι που είναι συγκεκριμένο και απτό και να παρακάμπτει, ως ματαιοπονία, τον κόσμο των αφηρημένων εννοιών. Για την Αρετή, η οποία ορίζεται ως σκοπός της ζωής, δεν απαιτείται πολυμάθεια, και στην κατάκτησή της δεν συντελεί διόλου η μελέτη πολύπλοκων αντικειμένων όπως η Γεωμετρία, η Μουσική και η Λογοτεχνία. Ανίσχυρες και παραπλανητικές είναι επίσης όλες οι ενασχολήσεις με μεταφυσικά, γλωσσολογικά και επιστημονικά ζητήματα. Ως βασικά εργαλεία διακίνησης των ιδεών της Σχολής αναγνωρίζονται μόνον το έμπρακτο παράδειγμα και η συγγραφή «διατριβών» και «σάτυρας».
  2. Σημαντικό είναι το απτό άτομο και όχι η αόριστη και γενική έννοια «Ανθρωπότης» και η λεγομένη «κοινή ανθρώπινη φύσις». Το «καλό» ισχύει για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, σε προσωπική βάση, και η «ευδαιμονία» αποκτάται με την εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής εσωτερικής αυτάρκειας μέσω της απελευθερώσεως από τις μεταβολές της Τύχης και των άλλων εξωτερικών του εαυτού (και συχνά απειλητικών προς αυτόν) δυνάμεων του κόσμου. Ο «ευδαίμων» άνθρωπος οφείλει να είναι επιμόνως αδιάφορος και υπομονετικός απέναντι στις όποιες συμφορές. Το κέντρο βάρους της ηθικής και της συνειδησιακής αλλαγής τοποθετείται από τους Κυνικούς αποκλειστικώς στο άτομο, πέρα από κάθε εξωτερικό δεδομένο, όπως θεσμούς, συνήθειες, απόψεις, έξεις, κανόνες, παρορμήσεις, σχέσεις. Η όποια αλλαγή και βελτίωση είναι αποκλειστικώς εσωτερική ανθρώπινη υπόθεση, εντελώς ανεξάρτητη από την όποια κοινωνική, πολιτισμική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Η εσωτερική συνειδησιακή αλλαγή είναι απείρως πιο σημαντική από κάθε πολιτικοκοινωνική τέτοια, σε βαθμό που η τελευταία να καθίσταται ακόμη και αδιάφορη.
  3. Πρέπει να αντιμετωπισθούν με τη μέγιστη περιφρόνηση τα όσα αιχμαλωτίζουν τους ανθρώπους στα δεσμά των «αναγκών», δηλαδή ο πλούτος, η πολυτέλεια, τα αξιώματα, η δόξα, οι απολαύσεις κ.ά. Η ειρήνη του πνεύματος και η ακμή του σώματος, κατακτώνται μέσω μίας απλής και λιτής διαβιώσεως, της λεγόμενης «εντίμου πενίας». Στον άμετρο και αφιλοσόφητο άνθρωπο, τα αποκτήματα κατά κανόνα γίνονται αδυσώπητοι και εκνευριστικοί κτήτορες, και η λεγομένη «κοινωνική θέση» ή τα διάφορα αξιώματα γίνονται δυνάστες των κατόχων τους, τους οποίους εν τέλει καταπίνουν. Ο Κράτης αποκαλεί «ημιονηγούς» τους στρατηγούς, ενώ κατά τον Διογένη ο «Κυνικός» είναι πιο προνομιούχος από τον θεωρητικώς ισχυρότερο όλων των ανθρώπων, τον τύραννο, επειδή ο τελευταίος έχει πάρα πολλά να χάσει, άρα και πάρα πολλές αιτίες για να φοβηθεί (Δίων Χρυσόστομος 8, 17). Ενώ ο τύραννος τρέμει συνεχώς, ο «Κυνικός» δεν φοβάται απολύτως τίποτε, διότι δεν έχει, ή δεν θεωρεί, τίποτε δικό του, αλλ' αντιθέτως, χαλαρωμένος και εσαεί ελεύθερος, κυριαρχεί απολύτως πάνω στον φόβο του ως «το μόνο πράγμα που όντως έχει νόημα να φοβάται κανείς».
  4. Η εμπειρία και η μέσω των αισθήσεων αντίληψη, αποτελούν τη μοναδική πηγή της Γνώσεως. H μεγαλύτερη από όλες τις ανοησίες είναι το να παίρνει κανείς την ίδια τη ζωή στα σοβαρά, ή, έστω, περισσότερο σοβαρά από όσο η ίδια η φύση της απαιτεί, ως διαδρομή περισσότερο παρά ως άπαν. Ο βίος δεν είναι παρά μία διασκεδαστική περιπέτεια, μία πόρευση μέσα από φιλικά ή εχθρικά δεδομένα και καταστάσεις, και ο θάνατος απλώς το υποχρεωτικό πέρασμα εκτός του έμβιου κόσμου σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή, άρα παντελώς αδιάφορος. Οι νεκροί εκ των πραγμάτων δεν υποφέρουν, οι δε ζώντες για να μην υποφέρουν οφείλουν πρωτίστως να κατανικήσουν τον φόβο του θανάτου. Όπως τονίζει ο Διογένης, η ετοιμότητα του ανθρώπου να πεθάνει ανά πάσα στιγμή είναι εκείνη που τον κάνει πραγματικά ευτυχή και ελεύθερο.
  5. Ως συνέπεια των ανωτέρω, οι Κυνικοί, όπως και οι Στωϊκοί με την αυτή συλλογιστική βάση, επιδοκιμάζουν την «εύλογον» αυτοκτονία, δηλαδή την εθελουσία αποχώρηση από τον βίο ως το κατεξοχήν και πάντοτε πρόχειρο εργαλείο εξασφαλίσεως Αξιοπρέπειας και Ελευθερίας. Το ίδιο επιδοκιμάζουν την ευσπλαχνική ευθανασία και όχι αδίκως βεβαίως, αφού, όπως σημειώνει ο Τζαίησον Ξενάκης, «η στάση απέναντι στο δικαίωμα των ανθρώπων να πεθάνουν είναι σημαντική ένδειξη για το πόσο ανθρωπιστική είναι μία κοινωνία». Κανείς δουλοκτήτης και δουλοποιός δεν αρέσκεται στην ιδέα πως ανά πάσα στιγμή είναι εφικτή η οριστική απόδραση κάποιων δούλων του, ή ακόμη και όλων των δούλων του (και δεν είναι διόλου συμπτωματική η καταδίκη κάθε εθελουσίας αποχωρήσεως από τις γνωστές οργανωμένες Θρησκείες που συνεργάζονται στενά με συστήματα πολιτικο-οικονομικού εξουσιασμού).
  6. Ο πραγματικά σοφός πρέπει να στέκει αντίθετος στη χρήση γενικών εννοιών και να καλλιεργεί τον αντιιδεαλισμό και τον σχετικισμό. Η «Αρετή» και η «Κακία», υπό την κυρίαρχη, συμβατική και γενική χρήση τους, είναι απλώς λέξεις κενές.
  7. Υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη «Φύση» (η οποία στηρίζεται στο «Είναι») και το «Νόμο» (ο οποίος στηρίζεται στο «Έθιμον»). Όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί είναι συμβατικοί και τεχνητοί, αλλά και αμείλικτοι στραγγαλιστές της ατομικής ελευθερίας αν κανείς διαπράξει το σφάλμα να τους πάρει στα σοβαρά. Η πραγματική απελευθέρωση (από-ελευθέρωση), επιτυγχάνεται μέσω της εκ θεμελίων επαναξιολογήσεως όλων των αξιών και της συνειδητοποιήσεως του απρόσμενα μεγάλου αριθμού πραγμάτων που μπορούν να διαγνωσθούν, και εν συνεχεία ν' αντιμετωπισθούν ως περιττά ή παντελώς άχρηστα. Πολιτισμός σημαίνει κατακλυσμός από άχρηστα αντικείμενα, σκουπιδοπαραγωγή, σκουπιδοσυλλογή, σκουπιδαποθησαύρισμα και σκουπιδολατρία, συνεπώς ο «Κυνικός» οφείλει να διαβιεί με τρόπο που ν' αποδεικνύει το πόσο ελάχιστα είναι τα πράγματα τα οποία όντως απαιτεί ένας βίος Ελευθερίας και Αυτο-εξαρτήσεως. Το ιδανικό του «Κυνικού», είναι η πλήρης απουσία των οποιωνδήποτε δεσμών. Όταν μηδενίζεται η ένταξη, μηδενίζονται οι απώλειες και συνεπώς ο άνθρωπος μένει αυτάρκης, αυτεξούσιος και ευδαίμων, όπως ένας ένσαρκος Θεός, του οποίου οι πραγματικές ανάγκες περιορίζονται στη βιολογική διατήρηση και μόνον εκεί. Οι πραγματικοί Θεοί θεωρούνται τέτοιοι, επειδή ακριβώς δεν χρειάζονται απολύτως τίποτε και η Αυτάρκεια είναι πρωτεύον χαρακτηριστικό τους.
  8. Ως υπογράμμιση της ανθρώπινης Αυτάρκειας, ο «Κυνικός» δεν χρειάζεται καν τον λεγόμενο προσωπικό χώρο, για τον οποίο πασχίζουν σε όλον τους τον βίο οι άλλοι άνθρωποι, αλλ' αντιθέτως λειτουργεί πάντοτε δημοσίως, ακόμη και στις περιπτώσεις του φαγητού, του ύπνου ή και αυτού ακόμη του ερωτισμού. Σε αντίθεση προς τα ισχύοντα, το να κρύβεται κανείς καθ' οιονδήποτε τρόπο, για τον «Κυνικό» αποτελεί όνειδος, επειδή καταδεικνύει φοβικότητα, υποκρισία και αρρωστημένη μυστικοπάθεια. Ο Κράτης και η Ιππαρχία αποτολμούν να κάνουν δημοσίως έρωτα, ενώ ο Διογένης, αυνανιζόμενος στο κέντρο της Αγοράς, αναφωνεί ότι είναι κρίμα από τη φύση να μη μπορούν οι θνητοί να χορτάσουν αναλόγως την πείνα τους χαϊδεύοντας απλώς την κοιλιά τους.
  9. Για τους «Κυνικούς», ακόμη και οι θρησκείες είναι «προϊόντα ανθρώπινης συνήθειας». Κατ' αυτούς, ο Κόσμος διοικείται από έναν «Θείο Νού», που δεν μπορεί ν' αναπαρασταθεί με εικόνα διότι, απλώς, τίποτε επί γης δεν ομοιάζει προς αυτόν. Οι Θεοί πάντως του Εθνικού Πολυθεϊσμού, μπορούν να θεωρηθούν «πολλές μορφές» αυτού του «Θείου Νοός», οπότε η ερμηνεία της φύσεώς τους καθίσταται δυνατή μέσω της αλληγορίας.
  10. Η Αρετή είναι διδακτέα και από τη στιγμή που θα κατακτηθεί είναι παντελώς αδύνατον να απωλεσθεί. Ο κάτοχός της, ο «Κυνικός» σοφός, είναι απολύτως ελεύθερος και αυτάρκης, αφού, με το να είναι τέτοιος, κατέχει όλον τον πλούτο που μπορεί να αφορά την ανθρώπινη φύση. Σε αντίθεση προς αυτό που πάρα πολλοί πιστεύουν, η αντισυμβατικότητα του «Κυνικού» δεν είναι απλώς ένα εντόνως δραματικό μέσον για την επίτευξη ενός σκοπού ή για την άμεση ενόχληση του μέσου, συμβατικού ανθρώπου, με την ελπίδα ενός πιθανού αφυπνιστικού σοκ, αλλά αποτελεί, όπως πολύ σωστά τόνισε ο Ξενάκης, «αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητος του Κυνικού, που είναι ακέραιος και συνεπής. Αυτό που λέει το εννοεί και αυτό που πρεσβεύει το εφαρμόζει».