Ο επικείμενος φορολογικός πόλεμος. Ένα παρακμάζον διεθνές φορολογικό καθεστώς απειλεί την παγκόσμια οικονομία.
Στο κέντρο παραγγελιών της Amazon στο Saran, στην Γαλλία,
τον Ιούνιο του 2011. Vincent Boisot / Riva Press / Redux
Ο επικείμενος φορολογικός πόλεμος.
Ένα παρακμάζον διεθνές φορολογικό καθεστώς
απειλεί την παγκόσμια οικονομία.
Μια 100ετής συναίνεση σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της διεθνούς φορολογίας έχει διαβρωθεί, με δυνητικά εκτεταμένες συνέπειες. Ελλείψει σαφήνειας και συναίνεσης, το διασυνοριακό εισόδημα θα μπορούσε να υπόκειται σε διπλή ή πολλαπλή φορολογία. Οι πολυεθνικές εταιρείες, τότε, θα οπισθοχωρήσουν από το εμπόριο και τις επενδύσεις. Βραχυπρόθεσμα, η παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να επιβραδυνθεί. Μακροπρόθεσμα, θα μπορούσε να χτυπηθεί σκληρά.
Ενώ ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών προκάλεσε πρωτοσέλιδα και οδήγησε σε ανησυχίες της αγοράς κατά το παρελθόν έτος, μια εξίσου μεγάλη απειλή για την παγκόσμια οικονομία δεν έχει λάβει αρκετή προσοχή: Ένας επικείμενος φορολογικός πόλεμος. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι χώρες συμφώνησαν σε μεγάλο βαθμό για το πώς να φορολογούν τα εισοδήματα των πολυεθνικών εταιρειών που διεξάγουν διασυνοριακές δραστηριότητες. Αλλά αυτό το μακρόχρονο καθεστώς διαλύεται, θέτοντας σε κίνδυνο την ευρύτερη διεθνή οικονομική τάξη.
Το ισχύον σύστημα, το οποίο καθιερώθηκε με δεκαετίες πρακτικής και κανόνων, παρέχει μια βάση για τον προσδιορισμό του ποια χώρα μπορεί να φορολογήσει εισόδημα που αποκτάται σε μια δικαιοδοσία από μια επιχείρηση που εδρεύει σε μια άλλη χώρα. Το καθεστώς στηρίζεται σε κανόνες που ορίζονται στην εγχώρια φορολογική νομοθεσία καθώς και σε ένα συνονθύλευμα σχεδόν 4.000 διμερών συνθηκών. Για δεκαετίες, το σύστημα ήταν σταθερό και αρκετά λειτουργικό ώστε κανένας άλλος εκτός από τους δικηγόρους διεθνούς φορολογίας δεν μιλούσε γι' αυτό.
Ωστόσο, η ψηφιακή εποχή δημιούργησε νέες ανησυχίες για αυτούς τους παλαιόθεν καθιερωμένους κανόνες. Το Διαδίκτυο και η πρόοδος στον τομέα των τηλεπικοινωνιών έχουν ανοίξει τον δρόμο στις επιχειρήσεις ώστε να συμμετέχουν ουσιαστικά στην οικονομική ζωή των χωρών όπου δεν έχουν φυσική παρουσία -και να το κάνουν χωρίς να πληρώνουν σημαντικούς φόρους εισοδήματος στις χώρες αυτές. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ειδικά η γαλλική κυβέρνηση, προσπάθησαν να επιβάλουν φόρους ψηφιακών υπηρεσιών στις γιγαντιαίες τεχνολογικές εταιρείες. Οι προσπάθειές τους έχουν ενοχλήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες βλέπουν τέτοιους νέους φόρους ως αθέμιτη διάκριση κατά των αμερικανικών εταιρειών.
Άλλοι επικριτές πιστεύουν ότι η βασική αρχιτεκτονική του διεθνούς φορολογικού καθεστώτος είναι ένα λείψανο μιας παλαιότερης εποχής. Οι υπηρεσίες και η πνευματική ιδιοκτησία αποτελούν ένα αυξανόμενο ποσοστό της παγκόσμιας οικονομίας. Η Κίνα, η Ινδία και άλλες αναδυόμενες αγορές αναδιαμορφώνουν την οικονομική τάξη. Ειδικά από την οπτική των αναδυόμενων οικονομιών της αγοράς, αυτές οι μετατοπίσεις θέτουν υπό αμφισβήτηση την δομή και την χρησιμότητα των φορολογικών συμφωνιών που επετεύχθησαν εδώ και πολύ καιρό σε έναν πολύ διαφορετικό κόσμο.
Ως αποτέλεσμα, μια 100ετής συναίνεση σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της διεθνούς φορολογίας έχει διαβρωθεί, με δυνητικά εκτεταμένες συνέπειες. Ελλείψει σαφήνειας και συναίνεσης, το διασυνοριακό εισόδημα θα μπορούσε να υπόκειται σε διπλή ή πολλαπλή φορολογία. Οι πολυεθνικές εταιρείες, τότε, θα οπισθοχωρήσουν από το εμπόριο και τις επενδύσεις. Το αποτέλεσμα αυτών των μειωμένων συναλλαγών θα εξαπλωνόταν πολύ πέρα από τις μεγάλες εταιρείες και τους μετόχους τους, επειδή η δραστηριότητα των πολυεθνικών είναι η ραχοκοκαλιά της επιτυχίας της παγκοσμιοποίησης. Βραχυπρόθεσμα, η παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να επιβραδυνθεί και σε κάποιες περιπτώσεις να υποχωρήσει σε στασιμότητα ή και σε ύφεση. Και μακροπρόθεσμα, η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα θα μπορούσε να χτυπηθεί σκληρά.
Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΨΗΦΙΑΚΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ
Τον περασμένο Ιούλιο, η Γαλλία θέσπισε έναν φόρο ψηφιακών υπηρεσιών (digital services tax) [1] που στόχευε σε μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες. Ο γαλλικός φόρος επιβάλλεται με συντελεστή 3% επί των ακαθάριστων εσόδων από ψηφιακές δραστηριότητες που αφορούν Γάλλους χρήστες, καθώς και επί εσόδων από την πώληση ψηφιακής διαφήμισης ή την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης μέσω διαδικτύου (όπως η κοινή χρήση αυτοκινήτων) στην Γαλλία. Το 3% ακούγονται χαμηλό έως ότου κάποιος σκεφθεί ότι πρόκειται για φόρο επί των ακαθάριστων εσόδων και όχι επί του καθαρού εισοδήματος. Για μια επιχείρηση με περιθώριο κέρδους 12%, ένας φόρος 3% επί των ακαθάριστων εσόδων ισοδυναμεί με φόρο 25% επί του καθαρού εισοδήματος. Η Ιταλία εφάρμοσε παρόμοιο ψηφιακό φόρο στις αρχές Ιανουαρίου. Και σχεδόν 40 άλλες χώρες, όπως η Αυστραλία, η Ινδία, το Μεξικό, η Νέα Ζηλανδία, η Νότια Κορέα, η Ισπανία, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο, βρίσκονται σε διάφορα στάδια εξέτασης ή θέσπισης φόρων του ίδιου είδους.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους φόρους ισχύουν μόνο για εταιρείες με παγκόσμια έσοδα που ξεπερνούν ένα υψηλό όριο, συχνά πλησιάζοντας το 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Όπως έχουν προταθεί και θεσπιστεί, αυτοί οι ψηφιακοί φόροι γενικώς εφαρμόζονται μόνο σε πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ηλεκτρονικές μηχανές αναζήτησης και ηλεκτρονικές αγορές, με μια ειδική εξαίρεση για τις ηλεκτρονικές χρηματοοικονομικές αγορές. Η στενή και επιλεκτική εμβέλεια αυτών των φόρων είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί, επειδή ολόκληρη η παγκόσμια οικονομία ψηφιοποιείται. Ο διαχωρισμός της ψηφιακής οικονομίας από την υπόλοιπη οικονομία δεν έχει λογική συνοχή.
Όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, έγραψε στο Twitter [2] τον Ιούλιο ότι «η Γαλλία μόλις έβαλε έναν ψηφιακό φόρο στις σπουδαίες μας αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας», είχε δίκιο να είναι αγανακτισμένος. Ο στενός ορισμός του είδους των επιχειρήσεων που θα καλύπτει ο φόρος, σε συνδυασμό με τα κατώφλια εισοδήματος, στόχευε χειρουργικά εταιρείες που εδρεύουν στις ΗΠΑ, όπως η Amazon, η Facebook και η Google. Οι ευρωπαϊκές ψηφιακές νεοσύστατες εταιρείες, από την άλλη πλευρά, εσκεμμένα κρατήθηκαν απ’ έξω.
Η αρχική απάντηση των ΗΠΑ στον γαλλικό φόρο ήταν να ερευνηθεί από την Αρχή Εμπορικών Κυρώσεων που καθιέρωσε ο Εμπορικός Νόμος του 1974. Τον Δεκέμβριο, το γραφείο του εμπορικού αντιπροσώπου των ΗΠΑ ολοκλήρωσε την έρευνά του και διαπίστωσε ότι ο φόρος «εισάγει διακρίσεις στις αμερικανικές εταιρείες, δεν συνάδει με τις αρχές που επικρατούν στην διεθνή φορολογική πολιτική, και είναι ασυνήθιστα επαχθής για τις πληττόμενες αμερικανικές εταιρείες». Το συμπέρασμα αυτό δίνει τα ερείσματα στον πρόεδρο ώστε να επιβάλει ανά πάσα στιγμή δασμούς αντιποίνων στην Γαλλία (και σε οποιοδήποτε γαλλικό αγαθό).
Μέχρι στιγμής, η Ουάσιγκτον δεν επέβαλε νέους δασμούς και προσπαθεί αντ' αυτού να επιλύσει την διαφωνία μέσω διαπραγματεύσεων που διεξάγονται τώρα υπό την αιγίδα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Ως ο κύριος πολυμερής θεσμός στον τομέα των διεθνών εταιρικών φόρων, ο ΟΟΣΑ συγκάλεσε 135 χώρες σε μια προσπάθεια να αψηφήσει το παγκόσμιο οικονομικό πνεύμα της εποχής με το να επιτύχει μια πολυμερή συμφωνία που θα ανανεώσει το διεθνές φορολογικό καθεστώς. Η ομάδα ελπίζει να ολοκληρώσει μια συμφωνία μέχρι το τέλος του έτους.
Πολλά εξαρτώνται από αυτές τις συνομιλίες, οι οποίες έγιναν πιο περίπλοκες από την αψιμαχία μεταξύ Ουάσιγκτον και Παρισιού. Εάν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις του ΟΟΣΑ, πολλές άλλες χώρες θα υιοθετήσουν φόρους ψηφιακών υπηρεσιών. Τότε, ένας αριθμός μεγάλων ψηφιακών εταιρειών των ΗΠΑ θα αντιμετωπίσει το οικονομικό ισοδύναμο ενός δασμού ανά τον κόσμο. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα υποστεί εγχώρια πολιτική πίεση για να απαντήσει με μέτρα αντιποίνων, θέτοντας σε κίνηση έναν κύκλο αντιπαράθεσης που θα μπορούσε να είναι τόσο επιζήμιος για την παγκόσμια οικονομία όπως ο εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ με την Κίνα.
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ
Οι φόροι για τις ψηφιακές υπηρεσίες είναι μόνο το πιο εμφανές σύμπτωμα της κατάρρευσης του παλαιού διεθνούς φορολογικού καθεστώτος. Μέτρα που παρεκκλίνουν από τα ιστορικά διεθνή φορολογικά πρότυπα ξεπετάγονται παντού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων σε χώρες όπως η Αυστραλία, η Κίνα, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες, για να αναφέρουμε μόνο λίγες. Πολλά από αυτά τα μέτρα -συμπεριλαμβανομένου του φόρου εκτροπής κερδών στο Ηνωμένο Βασίλειο, και του φόρου διάβρωσης της [φορολογικής] βάσης (base erosion) και του φόρου κατά των καταχρήσεων (anti-abuse tax) στις Ηνωμένες Πολιτείες- φορολογούν ξένες πολυεθνικές που έχουν την βάση τους στον τόπο εκείνων που καταναλώνουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους, και όχι εκεί όπου η εταιρεία έχει την έδρα της ή ασκεί τις δραστηριότητές της όπως ήταν το σύνηθες παραδοσιακά. Για να περιπλέξουν τα πράγματα, οι χώρες που υιοθετούν τέτοιους φόρους εξακολουθούν να επιμένουν να φορολογούν, σύμφωνα με τις παραδοσιακές αρχές, τις πολυεθνικές που εδρεύουν εντός των συνόρων τους και των οποίων οι πελάτες είναι στο εξωτερικό. Με το να λειτουργούν μια φορολογική Αρχή για τις ξένες επιχειρήσεις και μια άλλη για τις εγχώριες επιχειρήσεις, τα νέα μέτρα υπονομεύουν την προσπάθεια μιας εκατονταετίας να συντονιστεί η φορολόγηση των εισοδημάτων που αποκτώνται διασυνοριακά.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των νέων μέτρων, σε συνδυασμό με τα παλαιά, θα είναι πιθανότατα μια σημαντική αύξηση των διενέξεων περί διπλής φορολόγησης, στις οποίες οι χώρες διαφωνούν ως προς το ποια από αυτές έχει το πρωταρχικό δικαίωμα να φορολογεί το εισόδημα που έχει κερδίσει μια εταιρία μέσω διασυνοριακών δραστηριοτήτων. Πολλαπλές χώρες μπορεί να καταλήξουν να φορολογούν το ίδιο αντικείμενο. Κάποια διπλή φορολογία είναι δύσκολο να αποφευχθεί στην διεθνή οικονομία, αλλά η εκτεταμένη διπλή φορολογία μπορεί να περιορίσει σημαντικά το διασυνοριακό εμπόριο και τις επενδύσεις.
Οι διαπραγματευτές στις συνομιλίες του ΟΟΣΑ πρέπει να αντιμετωπίσουν θεμελιώδη ζητήματα σχετικά με το διεθνές φορολογικό καθεστώς, προκειμένου να προληφθεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Θα προσπαθήσουν να απαντήσουν στο βασικό ερώτημα σχετικά με το πού θα πρέπει να φορολογείται το εισόδημα των εταιρειών: Στις χώρες «προορισμού» - δηλαδή στις αγορές των αγαθών και των υπηρεσιών που παρέχει η επιχείρηση- ή στις χώρες όπου εδρεύουν τα κεντρικά γραφεία και όπου λαμβάνουν χώρα οι βιομηχανικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς διεθνείς φορολογικούς κανόνες, οι κυβερνήσεις φορολογούσαν τα κέρδη των πολυεθνικών με βάση τον τόπο της πνευματικής ιδιοκτησίας, εκεί όπου γεννιέται ο οικονομικός κίνδυνος, εκεί όπου εδρεύει η μητρική μιας πολυεθνικής εταιρείας και εκεί όπου λαμβάνει χώρα η διαχείριση, η Έρευνα και Ανάπτυξη. Χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία έχουν υποστηρίξει εδώ και καιρό σημαντικές αλλαγές στο διεθνές φορολογικό σύστημα για να επιτραπεί περισσότερη φορολόγηση των κερδών σε «δικαιοδοσίες αγοράς» -εκεί όπου διαμένουν οι πελάτες των αγαθών και των υπηρεσιών μιας εταιρείας- και λιγότερο στους χώρους όπου εφευρέθηκε ή ανήκει η άυλη περιουσία.
Σε απάντηση στους προτεινόμενους φόρους για τις ψηφιακές υπηρεσίες και τις ευρύτερες πιέσεις στο διεθνές φορολογικό σύστημα, η κυβέρνηση Trump αποστασιοποιήθηκε από την παραδοσιακή αμερικανική άποψη ότι τα κέρδη των πολυεθνικών πρέπει να φορολογούνται σύμφωνα με τους ιστορικούς κανόνες. Αντ' αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες ζήτησαν από τον ΟΟΣΑ να επανεξετάσει τα δικαιώματα φορολόγησης για ένα ευρύ φάσμα πολυεθνικών επιχειρήσεων -όχι μόνο των τεχνολογικών γιγάντων. Στην πραγματικότητα, η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών κατέληξε στο ότι εάν τα περισσότερα από τα έσοδα της Amazon φορολογηθούν εκεί που βρίσκονται οι πελάτες της, τότε θα πρέπει να φορολογούνται και τα περισσότερα εισοδήματα της Louis Vuitton εκεί όπου βρίσκονται οι πελάτες της, επίσης.
Είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς αυτή την λογική. Πράγματι, ο ίδιος ο ΟΟΣΑ κατέληξε σε μια έκθεση πριν από τέσσερα χρόνια ότι το να περιχαρακωθεί η ψηφιακή οικονομία για φορολογικούς σκοπούς δεν ήταν ούτε δυνατό ούτε επιθυμητό. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ολόκληρη η οικονομία «ψηφιοποιείται», πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να διατηρηθεί με επιτυχία κανένα σύνορο μεταξύ ψηφιακού και μη ψηφιακού. Ως αποτέλεσμα, μέσα στα τελευταία δύο χρόνια, η συζήτηση για τους διεθνείς φόρους διευρύνθηκε από την στενή εξέταση της ψηφιακής οικονομίας μέχρι την επαναξιολόγηση των συμβάσεων για τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο οι κυβερνήσεις κατανέμουν τα φορολογικά δικαιώματα επί των κερδών των πολυεθνικών.
Οι χώρες με εξαγωγικές οικονομίες -όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία- αισθάνονται ότι απειλούνται από αυτή την αλλαγή. Για αυτές, η στροφή προς ένα καθεστώς που φορολογεί περισσότερο πολυεθνικό εισόδημα στις χώρες όπου κατοικούν οι καταναλωτές (και λιγότερο στις χώρες όπου εδρεύει μια πολυεθνική εταιρεία ή διεξάγει Έρευνα και Ανάπτυξη) θα οδηγούσε σχεδόν με βεβαιότητα σε απώλεια φορολογικών εσόδων. Λόγω αυτής της ανησυχίας, οι διαπραγματευτές του ΟΟΣΑ ασχολήθηκαν επίσης με το ερώτημα εάν πρέπει να υπάρχει ένας παγκόσμιος εταιρικός ελάχιστος φόρος. Ένας τέτοιος φόρος θα αξιολογούσε εάν οι πολυεθνικές εταιρείες πλήρωναν ένα ελάχιστο επίπεδο φόρου στις αλλοδαπές δικαιοδοσίες στις οποίες επιχειρούσαν. Εάν όχι, θα απαιτούσε από τις ίδιες εταιρείες να πληρώσουν ένα συμπληρωματικό ποσό στην χώρα όπου εδρεύουν.
Η Γραμματεία του ΟΟΣΑ αναγνώρισε ότι ούτε η ιδέα της μετατόπισης των δικαιωμάτων φορολόγησης στις χώρες των αγορών ούτε η πρόταση ενός παγκόσμιου ελάχιστου φόρου επί των εταιρικών εσόδων θα δημιουργούσε με επιτυχία μια νέα διεθνή φορολογική συναίνεση μεταξύ των κρατών, οπότε πρότεινε τον συνδυασμό των ιδεών. Οι διαπραγματευτές ελπίζουν ότι η σύνδεση αυτή θα οδηγήσει σε νέα συμφωνία. Αλλά ένα τέτοιο σχέδιο βάζει στο τραπέζι σχεδόν όλα τα σχετικά με το ισχύον διεθνές καθεστώς φορολογίας εισοδήματος.
Αυτοί οι φορολογικοί νομοθέτες σε όλο τον κόσμο που επιθυμούν την διαύγεια στο διεθνές φορολογικό καθεστώς έχουν τοποθετήσει τις ελπίδες τους στην διαδικασία του ΟΟΣΑ. Δεν υπάρχει εύλογη εναλλακτική λύση. Όμως, το πλήρες εύρος των όσων σκέφτεται τώρα ο ΟΟΣΑ μπορεί να καταστήσει ακόμα πιο δύσκολο για τις χώρες να επιμείνουν στην παλαιά συναίνεση αν οι διαπραγματεύσεις αυτές αποτύχουν.
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ
Εάν ο ΟΟΣΑ δεν καταλήξει σε συμφωνία, η παλιά τάξη θα συνεχίσει να αποσυντίθεται, απλώς [θα το κάνει] ταχύτερα. Πολλές χώρες σίγουρα θα υιοθετήσουν φόρους επί των ψηφιακών υπηρεσιών. Οι κυβερνήσεις πιθανότατα θα συνεχίσουν να επιδιώκουν να φορολογήσουν εταιρείες που εδρεύουν εκτός της δικαιοδοσίας τους και οι αντιφατικοί κανόνες διαφόρων κυβερνήσεων θα οδηγήσουν πιθανώς σε συχνές περιπτώσεις διπλής φορολογίας.
Μέσα από όλες τις σημερινές απειλές για την διεθνή φιλελεύθερη τάξη, μερικά σημαντικά πεδία εξακολουθούν να καυχώνται για έναν βαθμό λειτουργικής πολυμέρειας, με ουσιαστική συμμετοχή των ΗΠΑ. Οι συνομιλίες του ΟΟΣΑ είναι μια τέτοια αρένα. Ωστόσο, οι ουσιαστικές διαφωνίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα διορθωθεί ή θα σταθεροποιηθεί το διεθνές φορολογικό καθεστώς θα μπορούσαν παρόλα αυτά να αποτελέσουν ένα άλλο διεθνές οικονομικό σημείο ανάφλεξης.
Χωρίς έναν συμβιβασμό, οι πολυεθνικές εταιρείες αντιμετωπίζουν μια τιμωρία με εισφορές ισοδύναμες με δασμούς, σε αμφότερα τα αγαθά και τις υπηρεσίες. Οι επιπτώσεις της ασυνεπούς φορολόγησης της διασυνοριακής δραστηριότητας υπερβαίνουν κατά πολύ την τρέχουσα διαφωνία μεταξύ της διοίκησης Trump και της Γαλλίας και δεν επηρεάζουν μόνο τους τεχνολογικούς γίγαντες. Όλοι οι αξιωματούχοι και οι εταιρείες των ΗΠΑ πρέπει να ανησυχούν βαθιά για την επικίνδυνη κατάσταση του διεθνούς φορολογικού συστήματος.
Στα αγγλικά:
Σύνδεσμοι:
Itai Grinberg,
καθηγητής Δικαίου στο Νομικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Georgetown. Υπηρέτησε ως αξιωματούχος στο Γραφείο Διεθνούς Φορολογικού Συμβούλου στο Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ στις διοικήσεις George W. Bush και Barack Obama και ως Σύμβουλος στην Προεδρική Συμβουλευτική Ομάδα το 2005 για την Ομοσπονδιακή Φορολογική Μεταρρύθμιση.
03/02/2020