Μια άγνωστη πόλη ανά τους αιώνες.


 Αποψη των Αθηνών από την Ιερά Οδό. Στο κέντρο διακρίνεται η Ακρόπολη 
και στο βάθος ο Υμηττός.

Μια άγνωστη πόλη ανά τους αιώνες.

«Το σκότος όσον αφορά τη γνώση μας για την Αθήνα τους περασμένους αιώνες είναι πυκνό και δεν περιορίζεται μόνο στα μνημεία, στα τεκμήρια, στα ίχνη, αλλά στην κατανόηση της ίδιας της ιδέας της πόλης», γράφει ο καλός συνάδελφος Νίκος Βατόπουλος στο προλογικό του σημείωμα που περιλαμβάνεται στην ιστορική μελέτη ''Αθήνα, 1204-1456'' του Λευτέρη Καντζίνου, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ''Μεταίχμιο'' την προσεχή Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου.

Σκότος, πράγματι· από το μεγαλείο της αρχαίας Αθήνας στον εξωτισμό εκείνης του 19ου αιώνα, μεσολαβεί μια μακρά περίοδος σκότους: από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους έως την πτώση της στους Οθωμανούς.

Πώς ήταν, αλήθεια, τότε η Αθήνα; Τι συνέβη στη σημερινή, ιστορική πρωτεύουσα της χώρας όλους αυτούς τους αιώνες;

Σε αυτή την εν πολλοίς άγνωστη περίοδο επιχειρεί να ρίξει φως ο Λευτέρης Καντζίνος με το βιβλίο του. Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτή τη σημαντική έκδοση.

Το εξώφυλλο του βιβλίου των εκδόσεων Μεταίχμιο.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

«Στα χρόνια των ντε λα Ρος, ο πολεοδομικός ιστός των Αθηνών δεν παρουσίασε σημαντικές μεταβολές, αφού δεν ανεγέρθηκαν επιβλητικά μνημεία και οχυρωματικά έργα. Οι δούκες των Αθηνών δεν επιδόθηκαν στην κατασκευή μεγαλοπρεπών πύργων και καστροπολιτειών, όπως έπραξαν οι άρχοντες της Πελοποννήσου και της Εύβοιας (π.χ. οι Βιλλεαρδουίνοι στον Μυστρά και τη Γλαρέντζα, οι τριτημόριοι στη Χαλκίδα και τους Ωρεούς κ.λπ.), παρά μόνον επισκεύασαν παλαιότερα οχυρωματικά έργα και ανοικοδόμησαν μικρής κλίμακας κάστρα στα πρότυπα των αντίστοιχων φραγκικών ακροπόλεων της Παλαιστίνης. (...) Το πλέον χαρακτηριστικό φράγκικο οικοδόμημα των Αθηνών ήταν ο Πύργος, τον οποίο ανήγειραν στην Ακρόπολη. Βρισκόταν στον στυλοβάτη της νότιας πτέρυγας των Προπυλαίων, στο πλάι του ναού της Αθηνάς Νίκης. Επρόκειτο για ένα τετράγωνο στην κάτοψη κτίσμα, ύψους 26 και πλάτους 8 μέτρων, το οποίο αρχιτεκτονικά ήταν κτισμένο στα πρότυπα των ενετικών πύργων. Η είσοδός του ήταν στα δυτικά και ένα τμήμα των Προπυλαίων είχε εγκτιστεί σε αυτόν, ενώ ο υπόλοιπος πύργος είχε κατασκευαστεί από πώρινους λίθους και πεντελικό μάρμαρο. Η χρησιμότητα αυτού του κτίσματος ήταν η κατόπτευση όλου του άστεως και κυρίως του λιμανιού του Πειραιά. Ο φράγκικος Πύργος των Αθηνών έστεκε αγέρωχος στη θέση του έως το 1874, οπότε και κατεδαφίστηκε. Μάλιστα, αυτή η υπερμεγέθης καθ’ ύψος κατασκευή δέσποζε σε όλην την Αττική, με αποτέλεσμα πολλοί περιηγητές του 17ου και του 18ου αιώνα να την παρομοιάσουν ως προς τη θέση και το μέγεθός της με το κατεστραμμένο αρχαίο άγαλμα της Αθηνάς, του οποίου, σύμφωνα με την παράδοση, η χρυσή αιχμή τού δόρατος ήταν ορατή ακόμα και από το Σούνιο. Το υπόλοιπο τμήμα των Προπυλαίων ανακατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του δούκα των Αθηνών. (...) Τέλος, άξιος μνείας είναι ο πύργος του Νικόλαου Σαιντ Ομέρ (ή αλλιώς Πύργος του Σαντομέρη, όπως είναι γνωστός σήμερα), ο οποίος έχει ανακαινισθεί και βρίσκεται εντός του περιβόλου του αρχαιολογικού μουσείου της Θήβας. Ηταν ένα περικαλλές οικοδόμημα, αντάξιο αυτοκρατορικού οίκου, στο οποίο υπήρχαν τοιχογραφίες με θεματολογία από τα κατορθώματα των Σταυροφόρων στην Παλαιστίνη. Ιδιαίτερου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, περιλαμβανομένων και αρκετών επιστημονικών διχογνωμιών σχετικά με τον ακριβή χρονολογικό και γεωγραφικό προσδιορισμό του, είναι το Ριζόκαστρο. Ο σπουδαίος ακαδημαϊκός Δ. Καμπούρογλου (1852-1942) υποστήριζε ότι επρόκειτο για την ονομασία μιας συνοικίας της Πλάκας, στις βόρειες κλιτύς της Ακρόπολης.

Ο νεότερος, όμως, αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος Ι. Τραυλός (1908-1985) ταύτισε το Ριζόκαστρο με το τείχος το οποίο περιέβαλλε ολόκληρο τον Ιερό Βράχο (στις «ρίζες» του Κάστρου, όπως οι Βυζαντινοί ονόμαζαν την Ακρόπολη), καθώς και με όλες τις εντός των τειχών συνοικίες του άστεως. Επιπλέον, ορισμένοι επιστήμονες, οι οποίοι συνηγορούσαν στην άποψη του τελευταίου, θεωρούσαν ότι το τείχος αυτό κατασκευάστηκε από τους Βυζαντινούς κατά το β΄ μισό του 12ου αιώνα. Τελικώς, κατόπιν σύγχρονων αρχαιολογικών ανασκαφών (1986-87), επιβεβαιώθηκαν οι απόψεις του Τραυλού, δηλαδή ότι το Ριζόκαστρο ήταν ένα νέο οχυρωματικό έργο, το οποίο περιέκλειε τον Βράχο της Ακρόπολης, περιλαμβάνοντας τα μεγαλύτερα τμήματα των παλαιότερων τειχών (του υστερορωμαϊκού, του βαλεριάνειου και του ιουστινιάνειου), εσωκλείοντας τις βορειοανατολικές και τις νοτιοανατολικές υπώρειες της Ακρόπολης. Σύμφωνα με τις ίδιες έρευνες, όμως, αυτό ανεγέρθηκε στα τέλη του α΄ μισού του 13ου αιώνα, δηλαδή επί των πρώτων δεκαετιών της Φραγκοκρατίας στην Αθήνα. Τούτο καταδεικνύει την ανάγκη καλύτερης οχύρωσης του Κάστρου, παρέχοντας προστασία όχι μόνο στο διοικητικό κέντρο της πόλης (δηλαδή την Ακρόπολη) αλλά και στους κατοίκους. Η κατασκευή αυτού του τείχους, όμως, περιόρισε ακόμα περισσότερο την οικιστική ζώνη του άστεως, αφού αρκετές ερειπωμένες γειτονιές οι οποίες είχαν καταστραφεί από τους Σαρακηνούς (ιδίως στα ανατολικά του Βράχου) αποτέλεσαν το θεμέλιο του καινούργιου οχυρού. Μάλιστα, κατόπιν των αρχαιολογικών ανασκαφών τη δεκαετία του 1980, δόθηκε λύση στο μεγάλο μυστήριο της «εξαφανισμένης βυζαντινής γειτονιάς των Αθηνών», για την οποία γινόταν λόγος σε διάφορες μεσαιωνικές πηγές· βρισκόταν κάτω από τα ερείπια του Ριζόκαστρου, βορειοανατολικά της Ακρόπολης.

Περί το 1250, λοιπόν, η Ακρόπολη περιβαλλόταν από το πανίσχυρο τείχος-«δακτυλίδι», το Ριζόκαστρο, το οποίο ξεκινούσε από την Πύλη Μπουλέ (δυτικά των Προπυλαίων), συνέχιζε στο ανάλημμα της οδού Θεωρίας (στο τελείωμα της αρχαίας οδού των Παναθηναίων), περνούσε από το σύγχρονο Μουσείο Κανελλόπουλου και τις οδούς Πρυτανείου (απέναντι από το Μετόχι του Παναγίου Τάφου) - Επιχάρμου - Στράτωνος - Θρασυβούλου, ενώ διέσχιζε καθέτως το αρχαίο Ωδείο του Περικλέους και διερχόταν από τις παρόδους του Θεάτρου του Διονύσου, καταλήγοντας στη Στοά του Ευμένους, το νότιο ανάλημμα του Περιπάτου και τη σκηνή του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού. Ως εκ τούτου, τα τρία τελευταία αρχαία μνημεία, τα οποία είχαν ενσωματωθεί στο παλαιότερο οχυρωματικό τείχος (το βαλεριάνειο), ανακατασκευάστηκαν και ενισχύθηκαν από τους ντε λα Ρος, αφού το μεγάλο ύψος τους απλούστευε την κατασκευή και επιτάχυνε την ολοκλήρωση του νέου έργου. Επιπλέον, μερικά τμήματα από το δυτικό αναλημματικό τείχος του Θεάτρου του Διονύσου χρησιμοποιήθηκαν για την επιχωμάτωση ορισμένων βυζαντινών οικημάτων, πάνω από τα οποία διήλθε το Ριζόκαστρο, στις νότιες κλιτύς της Ακρόπολης, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία των φυσικών πηγών, οι οποίες τροφοδοτούσαν με νερό το Κάστρο σε καιρούς πολιορκίας. (...) Επιπροσθέτως, η ανάβαση στην Ακρόπολη γινόταν μόνον μέσω της μικρής πύλης κάτω από τον ναό της Απτέρου Νίκης, αφού η κεντρική είσοδος (η Πύλη Μπουλέ) σφραγίστηκε για λόγους ασφαλείας. Μάλιστα, για την προστασία της νέας εισόδου ανοικοδομήθηκε ένα προτείχισμα, τμήμα του οποίου διατηρείται μέχρι σήμερα. (...)

Μετά την απώλεια του Δουκάτου των Αθηνών, αρκετά μέλη του βουργουνδικού οίκου των ντε λα Ρος αγόρασαν τεράστιες εκτάσεις γης στην ανατολική Αττική και τη νότια Εύβοια, όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα και σταδιακά ενσωματώθηκαν με τους γηγενείς (μέσα του 14ου αιώνα). Μάλιστα, μερικοί απόγονοί τους, έχοντας εξελληνισμένο πλέον επώνυμο, όπως Ρόκας, Δελλαρόσος, Δελλαρόσης κ.ο.κ., έχουν ακόμη στην ιδιοκτησία τους αρκετά κτήματα στις περιοχές αυτές. Επιπλέον, οι ντε λα Ρος προσέλαβαν στις υπηρεσίες τους εκατοντάδες Αρβανίτες, οι οποίοι με το πέρασμα των αιώνων ανεξαρτητοποιήθηκαν και δημιούργησαν οικισμούς, αφού ο ντόπιος πληθυσμός δεν επαρκούσε αριθμητικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συγκροτήθηκαν τα μεγάλα αρβανιτοχώρια στα Μεσόγεια της Αττικής (όπως το Κορωπί, τα Σπάτα κ.ά.) και στον Μαραθώνα. Τέλος, πολλοί απόγονοι του οίκου αυτού πολέμησαν και θυσιάστηκαν στον Αγώνα για την Εθνική Παλιγγενεσία το 1821.»

ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ


17/2/2020