Το σχέδιο του Κίσινγκερ για το Αιγαίο επιστρέφει.


 Το σχέδιο του Κίσινγκερ για το Αιγαίο επιστρέφει.

‘Οταν τον περασμένο Ιανουάριο η κυβέρνηση δημοσιοποιούσε την επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, στον Κυριάκο Μητσοτάκη, το Μαξίμου, διά στόματος του κυβερνητικού εκπροσώπου, Στέλιου Πέτσα, πανηγύριζε επικεντρώνοντας σε τυπικές διπλωματικές διατυπώσεις όπως: «Οι σχέσεις Ελλάδας - ΗΠΑ βρίσκονται στο καλύτερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών», «οι ΗΠΑ παραμένουν δεσμευμένες να στηρίξουν την ευημερία, την ασφάλεια και την δημοκρατία της Ελλάδας», «σύμμαχος κλειδί (σσ. η Ελλάδα) και κρίσιμος παίκτης στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια».

Κάνοντας, όμως, πως δεν υπάρχει ο «ελέφαντας στο σαλόνι»: Ο Μάικ Πομπέο σημειώνει στην επιστολή του πως «όσοι έχουν συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να αναζητήσουν λύσεις με ειρηνικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 33 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και να απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια ή δήλωση που θα μπορούσε να είναι προκλητική».

Επί της ουσίας ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, έμμεσα, αναγνωρίζει τις τουρκικές διεκδικήσεις και καλεί τις εμπλεκόμενες πλευρές να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να βρουν μια λύση. «Δεν χρειαζόμαστε κλιμάκωση των εντάσεων στην περιοχή, αλλά μάλλον ειλικρινή διάλογο που θα οδηγήσει σε αποτελέσματα που σέβονται το διεθνές δίκαιο», προσθέτει, επιβεβαιώνοντας πως η Άγκυρα έχει καταφέρει να θέσει στο τραπέζι τη δική της ατζέντα.

Παρόλ’ αυτά, η κυβέρνηση εξακολούθησε να προσπαθεί να υποβαθμίσει την παραπάνω επισήμανση της επιστολής Πομπέο, κάνοντας όμως τα πράγματα ακόμη χειρότερα για εκείνη. Έτσι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερηφανεύτηκε από το βήμα της Βουλής: «Η τελευταία φορά, επειδή σας βλέπω να γελάτε ειρωνικά, που λάβαμε τέτοια επιστολή από Αμερικάνο υπουργό Εξωτερικών ήταν το 1976 στην περιβόητη ανταλλαγή επιστολών Κίσινγκερ και Μπίτσιου» (30/1/2020). Τα ίδια είχαν υποστηρίξει νωρίτερα και οι αρμόδιοι υπουργοί Εξωτερικών Ν. Δένδιας και Εθνικής Αμυνας Ν. Παναγιωτόπουλος. Όπως σχολιάζει η Εφημερίδα των Συντακτών, ο Κ. Μητσοτάκης είχε δίκιο σε ένα μόνο σημείο: Πράγματι, η επιστολή Κίσινγκερ μπορεί να χαρακτηριστεί «περιβόητη», εφόσον αποτελούσε στη συγκυρία του 1976 το φύλλο συκής της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην ελληνοτουρκική διαμάχη.

Αν ήθελε κανείς να είναι ακριβής, συνεχίζει η εφημερίδα, θα έλεγε ότι η επιστολή Κίσινγκερ της 10ης Απριλίου 1976 ήταν απλώς στάχτη στα μάτια της ελληνικής πλευράς. Άλλωστε ο ίδιος ο Κίσινγκερ έχει περιγράψει σε αυτοβιογραφικό του κείμενο για ποιο λόγο προέκρινε εκείνη την περίοδο την Τουρκία: «Είχα απορρίψει μια πολιτική απομόνωσης και ταπείνωσης της Ελλάδας  – όσες επιφυλάξεις κι αν είχα για την κυβέρνησή της [σ.σ. εννοεί τη χούντα] – επειδή τη θεωρούσα απαραίτητο πυλώνα της στρατηγικής μας για το ΝΑΤΟ. Αλλά από γεωπολιτική άποψη, η Τουρκία ήταν, αν μη τι άλλο, ακόμα πιο σημαντική. Έχοντας σύνορα με τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία, τη Σοβιετική Ένωση και την Ευρώπη, η Τουρκία ήταν απαραίτητη για την αμερικανική πολιτική. Η Τουρκία ήταν ένας πιστός σύμμαχος ολόκληρη την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Τα τουρκικά στρατεύματα είχαν πολεμήσει στο πλευρό μας στην Κορέα. Είκοσι έξι ηλεκτρονικοί σταθμοί παρακολουθούσαν τους σοβιετικούς πυραύλους από το τουρκικό έδαφος. Όλα αυτά με έκαναν εξαιρετικά απρόθυμο να επιβάλλουμε κυρώσεις στην Τουρκία» (Henry Kissinger, «Years of Renewal», Simon and Schuster, Νέα Υόρκη 1999, σ. 225).

Η επιστολή Κίσινγκερ προς τον ομόλογό του υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, Δ. Μπίτσιο, αποτελεί το τελικό κείμενο μιας σειράς διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, με την ελληνική πλευρά να πιέζει για εγγυήσεις και την αμερικανική να δέχεται μόνο γενικόλογες διατυπώσεις. Ανάλογες με αυτές που εκφράστηκαν στην επιστολή του Πομπέο.

Στις 12/4/1976, δυο μέρες δηλαδή μετά την τυπική ημερομηνία της επιστολής προς τον Μπίτσιο, ο Κίσινγκερ έστελνε μια άλλη επιστολή, με αποδέκτη τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Τσαγλαγιανγκίλ (STATE  087644). Εκεί ο Κίσινγκερ εκμυστηρευόταν ότι η αμερικανική πολιτική παρέμενε ανισοβαρής υπέρ της Τουρκίας και σημείωνε πως παρά τις δημόσιες δηλώσεις που μπορεί να γίνουν κατά τις επαφές με την Ελλάδα, ο Κίσινγκερ γνωστοποιούσε τη σημασία της αμερικανοτουρκικών σχέσεων και την έμμεση αποδοχή των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο: «Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούν και πρέπει να επιλύσουν οποιοδήποτε ζήτημα με ειρηνικά μέσα και ότι καμιά από τις δυο πλευρές δεν πρέπει να κάνει οτιδήποτε μπορεί να δυσχεράνει περαιτέρω μια φιλική λύση».

‘Εστειλε, δηλαδή, το ίδιο μήνυμα που έστειλε ο Πομπέο στον Κυριάκο Μητσοτάκη!

Το τι ακριβώς εννοούσε ο Κίσινγκερ τον Απρίλιο στις επιστολές του προς τον Μπίτσιο και τον Τσαγλαγιανγκίλ έγινε φανερό τον Αύγουστο του 1976, όταν το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «ΜΤΑ Σισμίκ Ι» (πρώην «Χόρα») άρχισε να διενεργεί σεισμικές έρευνες στο Αιγαίο. Το σκάφος είχε ξεκινήσει τις έρευνες από τον Ιούλιο, αλλά έφτασε πάνω από την ελληνική υφαλοκρηπίδα στις 5/8/1976. Η κρίση στο Αιγαίο έφερνε για ακόμα μία φορά τις δυο χώρες στα πρόθυρα της πολεμικής σύγκρουσης.

Μόλις ζητήθηκε η βοήθεια στην περίπτωση του «Σισμίκ Ι», οι ΗΠΑ δήλωσαν απόλυτη ουδετερότητα. Και τι πρότειναν τελικά; Να προχωρήσουν Ελλάδα και Τουρκία σε «συνεκμετάλλευση» σε κάποια περιοχή του Αιγαίου, χωρίς να έχει προηγηθεί η διευθέτηση της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα: «Με δεδομένο πως δεν θα υπάρξει σύντομα αμοιβαία αποδεκτή οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, είτε μέσω διαπραγματεύσεων είτε μέσω διαιτησίας, μπορεί να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο για τη διενέργεια κοινών ερευνών ή και τη συνεκμετάλλευση σε κάποια ζώνη του Ανατολικού Αιγαίου. […] Αυτό θα μπορούσε να γίνει ως εξής:
  • Η Ελλάδα και η Τουρκία να συμφωνήσουν στη συνεκμετάλλευση μιας ζώνης στο Ανατολικό Αιγαίο αλλά να την καθυστερήσουν ώσπου το Διεθνές Δικαστήριο να αποφασίσει όχι τα όρια της υφαλοκρηπίδας αλλά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα ορισθούν αυτά (π.χ. ο ρόλος ειδικών συνθηκών κ.α.).
  • Οι δυο χώρες να προχωρήσουν σε συνεκμετάλλευση, η οποία θα υλοποιείται παράλληλα με την παραπομπή του θέματος στο Δικαστήριο.
  • Η συμφωνία συνεκμετάλλευσης μπορεί να συνοδευθεί από μια συμφωνία περαιτέρω διαπραγμάτευσης για το τι και πώς θα παραπεμφθεί στο Δικαστήριο. Η πρώτη λύση βρίσκεται στη μέση των ελληνικών και τουρκικών συμφερόντων ενώ η δεύτερη και η τρίτη κλίνουν περισσότερο προς την τουρκική επιθυμία να επιτευχθεί συμφωνία για τη συνεκμετάλλευση χωρίς διαιτησία». 

Οταν λοιπόν τίθεται από κυβερνητικά στελέχη σήμερα το ζήτημα της «συνεκμετάλλευσης» στο Αιγαίο ως αντίδοτο της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής (συμφωνία Τουρκίας - Λιβύης, έρευνες «Ορούτς Ρέις») επανέρχεται στο προσκήνιο η αμερικανική πρόταση του 1976. Η σημερινή ηγεσία των ΗΠΑ φαίνεται πως δεν λέει τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από όσα είχε πεί πριν από μερικές δεκαετίες ο Κίσινγκερ. Και σίγουρα αυτό δεν είναι και για πανηγυρισμούς...


8/2/2020