Η απάντηση της Ευρωζώνης στον κορονοϊό παραμένει ανεπαρκής - και σε λίγο θα είναι αργά.
Η απάντηση της Ευρωζώνης στον κορονοϊό παραμένει ανεπαρκής
- και σε λίγο θα είναι αργά.
Η Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε τους Ευρωπαίους ηγέτες την περασμένη εβδομάδα ότι η επιδημία του κορονοϊού κινδυνεύει να ωθήσει την οικονομία σε μια νέα κρίση τύπου 2008. Μέχρι στιγμής, η ανταπόκριση από την πλευρά των πολιτικών ηγετών προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει καθυστερήσει και σε κάθε περίπτωση είναι ανεπαρκής.
Τα συστατικά στοιχεία μιας ολοκληρωμένης απάντησης είναι σαφή: οι κυβερνήσεις πρέπει να αποδεσμεύσουν ένα ευρύ δημοσιονομικό πακέτο κινήτρων, την ώρα που η ΕΚΤ θα εγκαινιάζει ένα αξιόπιστο και ευμεγέθες πρόγραμμα αγοράς ομολόγων προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει αρνητική αντίδραση από πλευράς αγορών.
Η Ευρωζώνη μπορεί τελικά να καταλήξει σε αυτά τα μέτρα, ωστόσο η διαδικασία έγκρισής τους μπορεί να καθυστερήσει υπερβολικά πολύ σε σχέση με τις ανάγκες.
Θετική αλλά ανεπαρκής η απάντηση του Eurogroup
Το Eurogroup, δηλαδή οι 19 υπουργοί Οικονομικών των κρατών μελών της Ευρωζώνης, διενήργησε τη Δευτέρα τηλεδιάσκεψη διάρκειας έξι ωρών, η οποία παρήγαγε έναν εκτενή κατάλογο δεσμεύσεων. Υπάρχουν ορισμένα θετικά: οι υπουργοί Οικονομικών τάσσονται υπέρ της σημαντικής χαλάρωσης των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Υποστηρίζουν επίσης τις ενέργειες της ΕΚΤ προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει κατάρρευση των χρηματοοικονομικών αγορών της ζώνης του ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι κατανοούν πώς πρέπει να μοιάζει μια επιτυχημένη αντίδραση στην τρέχουσα κρίση.
Το μεγάλο πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι η ισχύς της παρέμβασής τους προς το παρόν είναι θλιβερά ανεπαρκής. Το Eurogroup ισχυρίζεται ότι οι κυβερνήσεις των χωρών της Eυρωζώνης θα παράσχουν πρόσθετη ρευστότητα στις επιχειρήσεις, η οποία θα αντιστοιχεί σε περίπου 10% του ΑΕΠ της περιφέρειας του ενιαίου νομίσματος.
Η συγκεκριμένη δέσμευση έπεται εκείνης της Γερμανίας, η οποία ανακοίνωσε ότι θα κάνει χρήση ενός "μπαζούκα" παροχής 550 δισεκατομμυρίων ευρώ (605 δισ. δολ.) μέσω της γερμανικής κρατικής επενδυτικής τράπεζας Kfw προς τις επιχειρήσεις.
Στον βαθμό που η οικονομική κρίση θα είναι προσωρινή, η παροχή ρευστότητας είναι σίγουρα το καλύτερο εργαλείο άμυνας. Θα μετριάσει τον κίνδυνο βιώσιμες εταιρείες να χρεοκοπήσουν εξαιτίας της επιδημίας.
Η ανάγκη για δημοσιονομική "ένεση"
Ωστόσο, υπάρχει επίσης ανάγκη για σημαντικές δημοσιονομικές μεταβιβάσεις για την υποστήριξη του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και για την καταπολέμηση των επιπτώσεων της άνευ προηγουμένου πτώσης της ζήτησης στο εξωτερικό, αλλά και στην εσωτερική αγορά.
Η Ιταλία έχει συγκεντρώσει πόρους για μια δημοσιονομική ώθηση ύψους 25 δισ. ευρώ, εκ των οποίων θα χορηγηθούν 600 ευρώ σε κάθε αυτοαπασχολούμενο στη χώρα για τον μήνα Μάρτιο. Το συνολικό ύψος των συγκεκριμένων ανειλημμένων υποχρεώσεων για ολόκληρη την Ευρωζώνη αντιστοιχεί μόλις στο 1% του ΑΕΠ της.
Αυτό μπορεί να αρκεί για την αντιμετώπιση μιας ήπιου χαρακτήρα ύφεσης, ωστόσο ξεθωριάζει μπροστα στο μέγεθος του σοκ το οποίο αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία.
Καθώς η επιδημία συνεχίζει να εξαπλώνεται, περισσότερες κυβερνήσεις θα πρέπει να λάβουν μέτρα άνευ προηγουμένου περιορισμών όπως εκείνα στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία. Αυτές οι καραντίνες - παύσεις λειτουργίας θα έχουν τεράστιο κόστος, που θα αναγκάσει τους υπουργούς Οικονομικών να ανοίξουν ακόμη περισσότερο το "πορτοφόλι" τους.
To Eurogroup θα έπρεπε να έχει καταστήσει πολύ πιο σαφές στην ανακοίνωσή του τη Δευτέρα ότι η δημοσιονομική απάντηση θα είναι αναπόφευκτα μεγαλύτερη. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι πρόκειται να δούμε πολύ μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα στη ζώνη του ευρώ - και δικαίως.
Ο κίνδυνος χτυπά την πόρτα της Ιταλίας
Ορισμένες κυβερνήσεις - όπως εκείνη της Γερμανίας - έχουν περιθώρια να αυξήσουν τις δαπάνες και να μειώσουν τις φορολογικές εισπράξεις χωρίς να φοβούνται για τη βιωσιμότητά του χρέους τους.
Άλλες - όπως εκείνες της Ιταλίας, της Ισπανίας και ίσως της Γαλλίας - δεν μοιράζονται τη συγκεκριμένη πολυτέλεια με το Βερολίνο. Η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου της Ιταλίας είναι τώρα 2,38%, από 0,9% μόλις πριν από δύο εβδομάδες. Αυτά τα επίπεδα είναι ακόμη διαχειρίσιμα, υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο.
Το "αγαπημένο" μέσο για την Ευρωζώνη προς αντιμετώπιση του κινδύνου οι χρηματοπιστωτικές αγορές να στραφούν εναντίον μιας χώρας - μέλους της είναι τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής.
Αυτά περιλαμβάνουν δάνεια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) - το ταμείο διάσωσης της ζώνης του ευρώ - και ένα πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Το τελευταίο διασφαλίζει ότι η ΕΚΤ αγοράζει απεριόριστες ποσότητες ομολόγων βραχυπρόθεσμης λήξης μιας χώρας. Σε αντάλλαγμα, η δικαιούχος χώρα οφείλει να συναινέσει σε έναν κατάλογο μέτρων, όπως για παράδειγμα οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Αυτή η προσέγγιση θα είχε νόημα εάν το οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σοκ του νέου κορονοϊού έπληττε μία και μόνη χώρα. Αντ’ αυτού, εξαπλώνεται γρήγορα σε όλη την περιφέρεια του ενιαίου νομίσματος. Ο ESM διαθέτει δανειοδοτική ικανότητα μόλις 500 δισ. ευρώ - και έχει ήδη δεσμεύσει τα 90 από αυτά. Επιπλέον, το σοκ του κορονοϊού είναι αυταπόδεικτα εξωγενές: θα ήταν παράλογο - και πολιτικά ανάρμοστο - να απαιτηθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε αντάλλαγμα για βοήθεια κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας.
Η λύση πρέπει να είναι ένα αξιόπιστο και ισχυρό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από πλευράς ΕΚΤ. Αυτό θα πείσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές ότι δεν υπάρχουν κίνδυνοι από την κατοχή κρατικών ομολόγων της Ιταλίας ή της Ισπανίας. Στην πραγματικότητα, όσο πιο αξιόπιστες και ευρείς είναι οι δεσμεύσεις της ΕΚΤ, τόσο μικρότερη θα είναι η πραγματική ανάγκη αγοράς ομολόγων. Οι καθησυχασμένοι επενδυτές θα πραγματοποιούν τις αγορές αντί για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το σφάλμα της Λαγκάρντ και η διόρθωσή του
Δυστυχώς, η ΕΚΤ απέτυχε μέχρι στιγμής να παράσχει αυτή την καταπραϋντική παρουσία. Την περασμένη εβδομάδα, υποσχέθηκε ένα πρόσθετο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ύψους 120 δισ. ευρώ, ωστόσο αρχικά δήλωσε ότι αυτό θα αφορούσε κυρίως αγορές εταιρικών ομολόγων.
Η Λαγκάρντ έκανε ένα τρομερό επικοινωνιακό σφάλμα, όταν ανέφερε ότι ο ρόλος της ΕΚΤ δεν είναι να ασχολείται με τη μείωση των spreads. Η δήλωση αυτή δημιούργησε βαθιά ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία του ρόλου της κεντρικής τράπεζας της ζώνης του ευρώ.
Ευτυχώς, η πρόεδρος της ΕΚΤ και αρκετά μέλη του διοικητικού συμβουλίου ήδη προσπαθούν να διορθώσουν το λάθος. Θα πρέπει τώρα να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα: θα πρέπει δηλαδή να καταργήσουν τα αυτοεπιβεβλημένα όρια στο ποια ομόλογα μπορεί η ΕΚΤ να αγοράζει και να καταστήσουν σαφές ότι είναι έτοιμοι να επεκτείνουν το μέγεθος του προγράμματος της Τράπεζας προκειμένου να αντιπαλέψουν κάθε κίνδυνο για τη σταθερότητα του ευρώ.
Εν τω μεταξύ, θα πρέπει να εντείνουν τις αγορές κρατικών ομολόγων των ασθενέστερων χωρών, όπως φαίνεται ότι ήδη έχουν αρχίσει να κάνουν.
Η οριστική λύση όσον αφορά στην επιδημία του κορονοϊού θα προέλθει αποκλειστικά από τους αρμόδιους επιστήμονες, ωστόσο οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής πρέπει να συμβάλουν στον μετριασμό του σοκ.
Κάτι τέτοιο απαιτεί ένα πρωτοφανές επίπεδο συντονισμού μεταξύ κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων. Η Ευρωζώνη πρέπει να ενεργήσει ταχύτερα και πιο δυναμικά απ΄ ό,τι έχει πράξει μέχρι σήμερα.
Του Ferdinando Giugliano
BLOOMBERG OPINION
18/3/2020