Μια δραματική ιστορία: τα τελευταία πενήντα χρόνια της χριστιανικής Κωνσταντινούπολης.

 
 Πρόσοψη της Κωνσταντινούπολης. 1560.
 The Prospect of Constantinople (detail), ca. 1560, Melchior Lorck

Μια δραματική ιστορία: τα τελευταία πενήντα χρόνια 
της χριστιανικής Κωνσταντινούπολης. 

Σε ένα παλαιότερο άρθρο (Οι κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων ως την άλωση της Κωνσταντινούπολης) καταπιαστήκαμε με την τρομερή άνοδο των Οθωμανών και τις κατακτήσεις τους ως το 1402, την στιγμή δηλαδή που τσακίζονται από τον φοβερό Μογγόλο Ταμερλάνο στην μάχη της Άγκυρας. Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ θα αιχμαλωτισθεί και λίγο αργότερα θα πεθάνει. Είναι η στιγμή που όλοι περιμένανε: η καθολική Ευρώπη, συγκλονισμένη από την μέχρι πρότινος πορεία των Οθωμανών, ανασυντάσσεται, οι προσφάτως κατακτημένοι βαλκανικοί λαοί βλέπουν μια τεράστια ευκαιρία για απελευθέρωση, οι υποταγμένοι Τουρκομάνοι φύλαρχοι για να αυτονομηθούν, ενώ οι αυτοκρατορία των Βυζαντινών ή πιο σωστά τα υπολείμματα της αυτοκρατορίας, βαυκαλίζονται με την ελπίδα πως θα απεμπλακούν από την ασφυκτικό εναγκαλισμό των Οθωμανών. Όλοι θα πέσουν έξω και θα εκτεθούν. Με μια τρομερή ευελιξία και μια ζωτικότητα που όμοιά της δύσκολα θα συναντήσουμε στην ιστορία, οι Οθωμανοί, παρά το πρόσκαιρο πισωγύρισμα, σε λίγα χρόνια θα σαρώσουν τα πάντα στο διάβα τους. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε πάρει απλώς μια παράταση ζωής πενήντα ετών!

Εργάτες κατασκευάζουν πλίνθους, βυζαντινή απεικόνιση

Η ήττα λοιπόν των Οθωμανών στην Άγκυρα συγκλόνισε την αυτοκρατορία τους, χωρίς όμως να την φέρνει εντελώς σε δύσκολη θέση. Πρώτα – πρώτα γιατί ο Ταμερλάνος δεν επέζησε καθόλου του αιχμαλώτου του. Παρέμεινε δεκαοχτώ μήνες στην Ανατολία, αποκαθιστώντας τις ηγεμονίες των Τουρκομάνων, που είχαν απορροφηθεί ή συρρικνωθεί από την οθωμανική κατάκτηση. Ανάμεσα στα άλλα μικρά κράτη, άφησε να υπάρχουν δυο οθωμανικές ηγεμονίες, η μια γύρω από την Προύσα, η άλλη γύρω από την Αμάσεια πάνω στον μεγάλο δρόμο που ένωνε την Άγκυρα με την Περσία.

Εν τω μεταξύ, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ άφησε τέσσερεις γιους και εδώ θα ετίθετο ένα νέο πρόβλημα διαδοχής. Ο μεγαλύτερος ο Σουλεϊμάν, μετά ο Ίσα, ο Μωάμεθ και ο Μουσά. Μόνο ο τελευταίος είχε αιχμαλωτισθεί μαζί με τον πατέρα του. Δεν απελευθερώθηκε από τον Ταμερλάνο, παρά μόνο μετά τον θάνατο του σουλτάνου, τον Μάρτη του 1403. Οι άλλοι τρεις μπόρεσαν να διαφύγουν από το πεδίο της μάχης και κατέφυγαν σε διάφορα μέρη της οθωμανικής επικράτειας. Ο Σουλεϊμάν πιστεύοντας πως ήταν ο προνομιούχος σαν μεγαλύτερος, πέρασε στην Ευρώπη και ανακηρύχτηκε σουλτάνος στην Αδριανούπολη. Ο Ίσα εγκαταστάθηκε στην Προύσα, όπου ο Ταμερλάνος τον αναγνώρισε ως υποτελή του, ενώ ο Μωάμεθ έκανε το ίδιο στην Αμάσεια. Όσο για τον Μουσά, επωφελήθηκε, μετά την απελευθέρωσή του, από την υποστήριξη του δεσμοφύλακά του και εγκαταστάθηκε στην Κιουτάχεια με έξοδα του εμιράτου της Προύσας.

Πολύ γρήγορα, οι γιοι του Βαγιαζήτ φιλονίκησαν: ο Ίσα συμμάχησε με τον Σουλεϊμάν εναντίον του Μωάμεθ, νικήθηκε και εξαφανίστηκε από τη σκηνή, ενώ ο Μωάμεθ ανακηρυσσόταν σουλτάνος της Προύσας, ιερής πόλης των Οθωμανών. Οι δυο σουλτάνοι αγωνίστηκαν επί πέντε χρόνια μέχρι που ο Μουσά συμμάχησε με τον Μωάμεθ και σκότωσε τον Σουλεϊμάν στα 1411, και έγινε έτσι κύριος της Αδριανούπολης. Ο νέος σουλτάνος προκάλεσε μια αντιχριστιανική αντίδραση, καταργώντας τους Σκλάβους της Πύλης και πολιορκώντας το Βυζάντιο. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄, λοιπόν, κάλεσε τον Μωάμεθ που πέρασε στα βαλκάνια, συνέτριψε τον στρατό του Μουσά κοντά στη Φιλιππούπολη, καταδίωξε τον αδερφό του και τον έπνιξε στο Σμόκοβο, στη Βουλγαρία (Ιούλιος 1413). Ο Μωάμεθ παρέμενε μόνος: η μεσοβασιλεία έληξε.

Η πραγματική του βασιλεία διήρκεσε λίγο από το 1413 μέχρι το 1421, αλλά υπήρξε η βασιλεία του ανακαινιστή της αυτοκρατορίας. Τη νίκη του τη χρωστούσε στο γεγονός ότι ήξερε να συμμαχεί ταυτόχρονα με τους Τουρκομάνους αρχηγούς και με τα εκβυζαντινισμένα στοιχεία. Επίσης, ακολουθούσε μια πολιτική ισορροπίας.

Χάρτης του Δεσποτάτου του Μορέως κατά το έτος 1450.

Απέναντι στο Βυζάντιο, ο Μωάμεθ διατηρούσε καλές σχέσεις, αποδίδοντάς του τα εδάφη που του είχε πάρει ο Μουσά: τη Θεσσαλονίκη και τους θαλασσινούς τομείς κοντά στην πρωτεύουσα. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ επωφελήθηκε από το γεγονός για να απολαύσει μια μακρά παραμονή στην ανακτηθείσα πόλη και μετά να επισκεφτεί την Πελοπόννησο, όπου το δεσποτάτο του Μιστρά ακτινοβολούσε σε μια τελευταία αναλαμπή του ελληνισμού με τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλήθωνα Γεμιστό, που ονειρευόταν μια καινούρια πολιτεία, στηριγμένη σ’ ένα στρατό κληρωτών και σ’ ένα δίκαιο δημοσιονομικό σύστημα. Ήταν όμως πολύ αργά για να προβούν σε μεταρρυθμίσεις σε βάθος και ο Μανουήλ αρκέστηκε να ενισχύσει τη στρατιωτική άμυνα, φράζοντας τον ισθμό της Κορίνθου με την κατασκευή ενός ισχυρού τείχους, του Εξαμιλλίου. Εγκατέστησε στο Μιστρά τον μεγαλύτερο γιο του Ιωάννη, ενώ ο δεύτερος γιος του Θεόδωρος, γινόταν κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης: οι βυζαντινοί θύλακες των Βαλκανίων ξανάβρισκαν τη συνοχή τους που δεν είχαν γνωρίσει εδώ και πολύ καιρό. Αυτό επέτρεψε στον αυτοκράτορα να αποδυθεί σε μια προσπάθεια προσάρτησης εναντίον της γειτονικής Αχαΐας που τότε την κατείχε ένας Ιταλός ηγεμόνας που σώθηκε χάρη στην παρέμβαση της Βενετίας. Οι πόλεμοι του χριστιανικού μικρόκοσμου συνεχίζονταν και φαίνονταν τόσο αστείοι μπροστά στα οθωμανικά μάτια.

Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένας νέος μνηστήρας του οθωμανικού θρόνου, ο Μουσταφά Τσελεμπή: άφηνε να νομίζουν ότι ήταν γιος του Βαγιαζήτ, που είχε αιχμαλωτιστεί μαζί του στην Άγκυρα και από τότε είχε εξαφανιστεί. Ο σφετεριστής Μουσταφά μπήκε στην Αδριανούπολη και ανακηρύχτηκε σουλτάνος. Ο Μωάμεθ αντέδρασε βίαια. Ξαναπήρε την Αδριανούπολη απ’ όπου διέφυγε ο Μουσταφά για να καταφύγει στο Βυζάντιο. Λίγο μετά, ο σουλτάνος Μωάμεθ Α΄ πέθανε ξαφνικά, στις αρχές του 1421, αλλά ο θάνατός του κρατήθηκε μυστικός μέχρι τον ερχομό του μεγαλύτερου γιου του, του Μουράτ, στην Προύσα. Ο Μωάμεθ είχε πετύχει τον σκοπό του: να ανασυστήσει μια οθωμανική αυτοκρατορία ενωμένη και ειρηνική.

Δουλοπάροικοι αγρότες στο Βυζάντιο. Senior farmers in Byzantium

Ο νέος κυρίαρχος – ήταν δεκαεφτά ετών κατά την ανάρρησή του στον θρόνο στην ιερή πόλη της Προύσας – έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσει την εξουσία του. Πραγματικά, στο Βυζάντιο, ο Ιωάννης, μεγαλύτερος γιος του βασιλέα Μανουήλ, είχε ανακηρυχτεί στην αρχή του 1421 συναυτοκράτορας του γέροντα πατέρα του που έμενε στο εξής, στο περιθώριο των εξελίξεων. Οπότε ο νέος βασιλέας Ιωάννης Η΄ άκουγε με προσοχή και με συμπάθεια τον αληθινό ή ψεύτικο Μουσταφά, τον σφετεριστή εν πάση περιπτώσει, που είχε καταφύγει στην αυλή του και είχε κάνει δελεαστικές προτάσεις. Το Βυζάντιο έπραττε το ένα θανάσιμο λάθος μετά το άλλο. Η συμφωνία έκλεισε: ο Μουσταφά κατέλαβε την Καλλίπολη που δεσμεύτηκε να την ξαναδώσει στους Βυζαντινούς και μετά με το σύμμαχό του Τσουνέγια προχώρησε προς την Αδριανούπολη. Ακόμα μια φορά ο οίκος του Οσμάν βρισκόταν στο σταυροδρόμι. Έπειτα ο Μουσταφά πέρασε στην Ασία για να πολεμήσει εκεί τον Μουράτ αλλά νικήθηκε κοντά στη Νίκαια. Επιστρέφοντας ο σφετεριστής βιαστικά στην Αδριανούπολη για να πάρει τον θησαυρό του και το χαρέμι του, πριν να καταφύγει στη Βλαχία, αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε.

Ο καρδινάλιος Βησσαρίων (αυτός που διαβάζει) στη Δύση

Ο Μουράτ παρέμενε ο μοναδικός κυρίαρχος, αλλά η κατάσταση ήταν άσχημη. Θέλησε πρώτα – πρώτα να εκδικηθεί τον Ιωάννη Η΄ και πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη (Ιούνιος 1422). Για μια ακόμη φορά τα παλιά τείχη του Θεοδοσίου Β΄ αντιστάθηκαν στις οθωμανικές μπάλες και η ανταρσία ενός από τους αδελφούς του, που κυρίευσε τη Νίκαια και απείλησε την Προύσα, υποχρέωσε τον σουλτάνο να άρει την πολιορκία. Το βυζάντιο έπαιρνε μια νέα αναστολή τριάντα χρόνων!

Από το 1423, πράγματι, ξαναεμφανίστηκαν τα οθωμανικά στρατεύματα στη μεσημβρινή Ελλάδα, όπου επιζούσε το Βυζάντιο μέσω του Δεσποτάτου του Μιστρά. Περνώντας, κατέστρεψαν το τείχος στο Εξαμίλλιο που οικοδομήθηκε από τον βασιλέα Μανουήλ με τεράστιες δαπάνες, και μετά λεηλάτησαν τον Μοριά. Ο Ιωάννης Η΄, που αφελέστατα και δίχως ίχνη λογικής είχε υποστηρίξει τον σφετεριστή Μουσταφά, υπέκυψε: με μια συνθήκη του 1424 αποκαταστάθηκε η ειρήνη ανάμεσα στους Οθωμανούς και στο Βυζάντιο που για άλλη μια φορά υποχρεωνόταν να πληρώσει ένα βαρύ φόρο.

Το άλλο κράτος της αυτοκρατορίας ήταν η Θεσσαλονίκη, που τότε κυβερνιόταν από τον τρίτο γιο του Μανουήλ, τον Ανδρόνικο, που έφερε τον τίτλο του δεσπότη. Στενά περιζωσμένη από τον Μπουράκ Μπέη, γιο του μεγάλου πολεμιστή, Εβρενού, ελληνικής καταγωγής, η Θεσσαλονίκη, υπέφερε από τον λιμό και οι κάτοικοί της δεν τολμούσαν πλέον να βγουν από τα τείχη. Ο ανίσχυρος δεσπότης άφησε το Συμβούλιο της πόλης να τα βγάλει πέρα, και αυτό απευθύνθηκε στη Βενετία: η Γαληνοτάτη Δημοκρατία γινόταν κυρίαρχη της Θεσσαλονίκης αφού πρώτα υποσχέθηκε σεβασμό προς τις δημοτικές αρχές και τη θρησκεία των κατοίκων. Την εμπιστεύτηκε σε έναν κυβερνήτη με τον τίτλο του δούκα που έγινε δεκτός με ενθουσιασμό τον Σεπτέμβρη του 1423. Αλλά η χαρά κράτησε λίγο. Η οθωμανική πίεση δε χαλάρωσε και η Βενετία αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί την καταβολή ενός φόρου τρεις φορές πιο πάνω απ’ αυτόν που κατέβαλλαν οι Βυζαντινοί. Στο εσωτερικό, η βενετσιάνικη διοίκηση, με τις μεθόδους της, ήρθε σε αντίθεση με τους κατοίκους. Ο έκπτωτος δεσπότης Ανδρόνικος κατηγορήθηκε για συνομωσία, διώχτηκε από την πόλη και αποσύρθηκε σ’ ένα μοναστήρι του Μοριά, ενώ πολλοί από τους παλιούς συνεργάτες του φυλακίστηκαν. Μάταια μια αντιπροσωπία προκρίτων πήγε στη Βενετία για να κάνουν έκκληση στον δόγη να μειώσει τους φόρους, στο όνομα ενός πληθυσμού υποσιτιζόμενου και βυθισμένου στη μιζέρια. Από το 1426, οι οθωμανικές άρχισαν επιθέσεις ενάντια στα τείχη του Θεοδοσίου του Μεγάλου. Τρία χρόνια αργότερα, ο Μουράτ Β΄ αποφάσισε να τελειώσει με την υπόθεση: εμφανίστηκε ο ίδιος επικεφαλής του στρατού του και στις 29 του Μάρτη του 1429 μπήκε νικητής σ’ αυτήν την πόλη που ήταν ένας από τους πιο σπουδαίους χώρους του ελληνισμού. Η Θεσσαλονίκη επρόκειτο να μείνει Οθωμανική μέχρι το 1912!

Ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος σε τοιχογραφία του B. Gozzoli 
στο Παλάτι των Μεδίκων στη Φλωρεντία

Στην Κωνσταντινούπολη ο βασιλέας Μανουήλ είχε πεθάνει στα 1425 αφού είχε περιβληθεί πρώτα το μοναχικό σχήμα με το όνομα Ματθαίος. Ο γιος του Ιωάννης Η΄, που ήταν ήδη συναυτοκράτορας, πήρε κατά συνέπεια όλη την εξουσία. Βέβαια αυτή η εξουσία είχε περιοριστεί στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρά της, διότι το δεσποτάτο του Μορέως το διοικούσαν τα αδέρφια του, αλλά αυτοί θεωρούνταν ανεξάρτητοι. Οι τρεις συνδεσπότες, Θεόδωρος, Κωνσταντίνος (ο μελλοντικός τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου) και ο Θωμάς είχαν αναστηλώσει γρήγορα τα ερείπια των τελευταίων επιδρομών των Οθωμανών και συνέχιζαν τον αγώνα ενάντια στις λατινικές ηγεμονίες: η Αχαΐα κατακτήθηκε το 1432 και, με εξαίρεση τους θύλακες της Κορώνης και της Μεθώνης, του Ναυπλίου και του Άργους, που ανήκαν στους Βενετσιάνους, ολόκληρη η Πελοπόννησος ξαναγινόταν βυζαντινή επικράτεια.

Με τον καιρό, τα υποτελή χριστιανικά κράτη του σουλτάνου γίνονταν απλές επαρχίες μιας αυτοκρατορίας που απλωνόταν μέσα στα Βαλκάνια καθώς και στη Μικρά Ασία. Ήταν φανερό ότι οι μέρες του Βυζαντίου ήταν μετρημένες. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ αποφάσισε να κάνει ένα καινούριο διάβημα, επιτέλους με σύνεση, προς τους μονάρχες της Ευρώπης: να πραγματοποιηθεί η Ένωση των Εκκλησιών υπό την ηγεσία του Πάπα σε αντάλλαγμα μιας οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας εναντίον των Οθωμανών.

Είχαν ήδη γίνει διάφορες παρόμοιες προσπάθειες που είχαν προσκρούσει, από την μια, στον εγωισμό και τη διπροσωπία των ηγεμόνων και, από την άλλη, στον φανατισμό του ορθόδοξου κλήρου που συμπαρέσυρε και τον βυζαντινό λαό. Άλλωστε στην κλίνη του θανάτου του, στα 1425, ο αυτοκράτορας Μανουήλ είχε προειδοποιήσει τον γιο του γι’ αυτήν την πλάνη: η ένωση ανάμεσα σε Έλληνες και Λατίνους ήταν αδύνατη και οποιαδήποτε προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση δεν μπορούσε παρά να δηλητηριάσει τις σχέσεις ανάμεσα στο Βυζάντιο και στα καθολικά βασίλεια. Στα 1431 όμως άρχισαν διαπραγματεύσεις και ο Πάπας δέχτηκε να συγκαλέσει μια ειδική σύνοδο στην Ιταλία, στην οποία θα παρευρισκόταν και ο ίδιος ο αυτοκράτορας αυτοπροσώπως.

Ο Ιωάννης Η΄ έφυγε από την Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβρη του 1437 αφήνοντας την αντιβασιλεία στον αδελφό του Κωνσταντίνο, συνδεσπότη του Μορέως. Συνοδευόταν από τον άλλο αδελφό του, Δημήτριο, τον πατριάρχη, διάφορους μητροπολίτες και πολυάριθμους επισκόπους και ηγούμενους. Το πλοίο άραξε κοντά στην Φεράρα, όπου άρχισαν οι εργασίες της συνόδου, για να συνεχιστούν μετά στη Φλωρεντία. Οι συζητήσεις ήταν σκληρές, με μια αντιπολίτευση που αρχηγός της ήταν ο μητροπολίτης Εφέσου, Μάρκος Ευγενικός. Τελικά, ανακηρύχτηκε η Ένωση στη Φλωρεντία στις 6 Ιουλίου 1439, στα λατινικά και στα ελληνικά από τον Ρωμαίο καρδινάλιο Τζουλιάνο Τσεζαρίνι και από τον μητροπολίτη Νίκαιας Ιωάννη Βησσαρίωνα.

Ο Μάρκος ο Ευγενικός (1393-1445), υπήρξε Μητροπολίτης Εφέσου και μια από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές και θεολογικές προσωπικότητες της εποχής του. Θεωρείται ο κύριος παράγοντας της αποτυχίας της ένωσης της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας στη σύνοδο της Φλωρεντίας, όπου ήταν ο μόνος που αρνήθηκε να υπογράψει.

Παρά την μεγαλοπρέπεια της χειρονομίας που ολοκληρώθηκε έτσι παρουσία του αυτοκράτορα, οι συνέπειές της δεν είχαν μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι οι συνέπειες της Ένωσης της Λυών το 1274. Ξεσηκωμένος από τους λόγους του Μάρκου Ευγενικού, ο λαός του Βυζαντίου απέρριψε με αγανάκτηση την ιδέα της υποταγής στον Πάπα και η Πόλη έγινε πεδίο βίαιων εκδηλώσεων κατά του βασιλέα και του πατριάρχη. Ο μεγάλος δούκας της Μόσχας Βασίλειος Β΄, εχθρός της Ένωσης, εκθρόνισε τον μητροπολίτη της πρωτεύουσάς του, που είχε εκφραστεί ευνοϊκά για την Ένωση. Από τότε η Μόσχα θα εξέλεγε η ίδια τους μητροπολίτες της, ανακηρύσσοντας το αυτοκέφαλο της εκκλησίας της (1440). Όσο για τον Βησσαρίωνα κατέφυγε στη Ρώμη όπου έγινε ο ακούραστος συνήγορος της αντιοθωμανικής σταυροφορίας.

Ο Ιωάννης Ουνιάδης (ουγγρικά: Hunyadi János, ρουμανικά: Ioan de Hunedoara, περ. 1406 - 11 Αυγούστου 1456) υπήρξε ηγετική στρατιωτική και πολιτική μορφή της Ουγγαρίας στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη κατά το 15ο αιώνα που διατέλεσε αντιβασιλιάς του βασιλείου της Ουγγαρίας για πάνω από 10 χρόνια.

Εν τω μεταξύ, στα 1443 με επικεφαλής τον ηγεμόνα της Τρανσυλβανίας Ιωάννη Ουνιάδη το όνειρο μιας νέας σταυροφορίας ξαναβγήκε στην επιφάνεια, την ίδια στιγμή που ξεσπούσε η επανάσταση του Σκεντέρμπεη, ο εμίρης του Καραμάν ξανάρχιζε τις επιθέσεις και ο δεσπότης του Μοριά καταλάμβανε την Αθήνα. Ο Μουράτ Β΄ βρέθηκε σε δύσκολη θέση, έπασχε και από κατάθλιψη, αλλά εντούτοις κατάφερε να έρθει σε συμφωνία με τον ηγεμόνα της Σερβίας Μπράνκοβιτς που παρέμενε φόρου υποτελής. Ο Μουράτ Β΄, έχοντας εξασφαλίσει, όπως σκεφτόταν την ασφάλεια του Οίκου του Οσμάν, παραιτήθηκε για χάρη του γιου του, του Μωάμεθ Β΄, τον Αύγουστο του 1444. Αποσύρθηκε στην Προύσα για να κάνει τη ζωή του σούφη, ακριβώς όπως ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ πέθανε φορώντας το μοναχικό ένδυμα.

Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων (κάτω αριστερά με τα γένια), λεπτομέρεια από τοιχογραφία στο παλάτι των Μεδίκων, Φλωρεντία, Ιταλία.

Η ρωμαϊκή Σύγκλητος, με την παρότρυνση του Βησσαρίωνα, παρέμενε πεπεισμένη ότι ήταν δυνατόν να απωθήσουν ξανά τους Οθωμανούς στην Ασία. Η συμφωνία του Ζέγκεντ, τον Ιούνη του 1444, προέβλεπε μια εκεχειρία δέκα ετών ανάμεσα στους Οθωμανούς και τους σταυροφόρους. Δεσμευμένος από την υπόσχεσή του ο βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, Λαδίσλαος, δίσταζε να ξαναρχίσει τις εχθροπραξίες, αλλά ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι ελευθέρωσε τον βασιλιά από τον όρκο του. Ο στρατός των σταυροφόρων ξαναπήρε τον Σεπτέμβρη τον δρόμο, συνοδευόμενος από τον Τσεζαρίνι και τον Ιωάννη Ουνιάδη. Του έλειπε όμως ένας σημαντικός σύμμαχος: ο Σέρβος δεσπότης Μπράνκοβιτς, που ήταν ικανοποιημένος από τα κέρδη της προηγούμενης εκστρατείες και της συμφωνίας με τον Σουλτάνο, ειδοποίησε του Μουράτ Β΄. Ο Μουράτ ξαναπήρε την εξουσία από τον δωδεκάχρονο γιο του και πέρασε στην Ευρώπη με μια στρατιά που τη μετέφεραν γενουάτικα καράβια. Εκεί, αιφνιδίασε τη χριστιανική στρατιά μπροστά στα τείχη του λιμανιού της Βάρνας (10 Νοέμβρη 1444). Η σύγκρουση ήταν μακροχρόνια και λυσσαλέα. Το ουγγρικό ιππικό έσπασε τις οθωμανικές γραμμές, αλλά το σταμάτησαν οι γενίτσαροι που έπιασαν τον βασιλιά Λαδίσλαο και τον αποκεφάλισαν. Αυτό ήταν το σύνθημα που δόθηκε για την άτακτη φυγή. Ο Ουνιάδης γλίτωσε παρά τρίχα, ενώ ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι έπεφτε νεκρός ανάμεσα στις χιλιάδες των ιπποτών που σκοτώθηκαν. Αυτή τη φορά το όνειρο της σταυροφορίας είχε πια πεθάνει οριστικά: η εκστρατεία του Λαδίσλαου ήταν η τελευταία προσπάθεια δράσης από κοινού των χριστιανών ηγεμόνων για να σταματήσουν τους Οθωμανούς. Το βυζάντιο ήξερε ότι η μοίρα του είχε σφραγιστεί. Ο δυστυχής Ιωάννης Η΄ απεύθυνε στο νικητή σουλτάνο τα συγχαρητήρια του και απέστειλε δώρα για τη νίκη του εναντίον των σταυροφόρων. Των σταυροφόρων που είχαν εκστρατεύσει για να σώσουν το Βυζάντιο!

Γενίτσαροι σε απεικόνιση εποχής. Οι νέοι, όριζε το φιρμάνι, έπρεπε να είναι «καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι.»

Ο συνδεσπότης του Μοριά Κωνσταντίνος θέλησε να επωφεληθεί από τα αδιέξοδα των Οθωμανών. Το 1443 κυρίευσε την Αθήνα και τη Θήβα και έφτασε μέχρι την Πίνδο. Αλλά το 1446 ο Μουράτ θα επέμβει και θα εισβάλει μέχρι τον Μοριά, λεηλατώντας τη χώρα και αιχμαλωτίζοντας εξήντα χιλιάδες κόσμο που πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Από την άλλη, ο Ουνιάδης δεν είχε ακόμα παραιτηθεί. Ορίστηκε αντιβασιλιάς της Ουγγαρίας και εξαπέλυσε νέα επίθεση εναντίον των Οθωμανών. Τον Οκτώβρη του 1448, και πάλι στο Κοσσυφοπέδιο, όπως εξήντα χρόνια πριν, οι οθωμανικές στρατιές θα συντρίψουν τους Ούγγρους.

Εν τω μεταξύ, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ πέθανε. Μια που δεν είχε παιδιά και ο δευτερότοκος αδελφός του Θεόδωρος είχε πεθάνει, το στέμμα πέρασε στον νεότερο αδελφό, τον Κωνσταντίνο, τον δεσπότη του Μοριά, τον επονομαζόμενο Δράγατση (η μητέρα του Ελένη ανήκε στη Σέρβικη οικογένεια των Δράγατς της περιοχής της Πρισρένης). Στις 6 Ιανουαρίου 1449, στέφτηκε στο Μοριά κι έγινε ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄. Δυο μήνες αργότερα, έμπαινε επίσημα στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Από την άλλη, ο Μουράτ Β΄, προαισθανόμενος το τέλος του, για να αποφευχθούν οι διαμάχες διαδοχής, άφησε μια γραπτή διαθήκη, πράγμα ασυνήθιστο στον Οίκο του Οσμάν και όρισε διάδοχό του τον Μωάμεθ. Ο Μουράτ πέθανε στην Αδριανούπολη στις 5 Φλεβάρη του 1451, μετά από τριάντα χρόνια στην εξουσία. Η μοίρα είχε ορίσει πως ο γιος του, ο Μωάμεθ Β΄, θα εκπορθούσε δυο χρόνια αργότερα την πιο σπουδαία πόλη του κόσμου, την Κωνσταντινούπολη.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Ostrogorski G. , Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος
Α.Α. Vasiliev, Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Εκδ. Πάπυρος
Dmitry Obolensky, Η βυζαντινή Κοινοπολιτεια, Εκδ. Βάνιας
Georges Castellan, Ιστορία των Βαλκανίων, Εκδ. Γκοβόστη
(Εμφανιστηκε 131 φορές, 131 εμφανίσεις σήμερα)

Χρήστος Μπαρμπαγιαννίδης  


1/4/2020