Η πανδημία δεν ενώνει την Τουρκία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
(1) «Ματώνει» η Τουρκία στον πόλεμο της λίρας.
(2) Τουρκία: Αποφυλακίσεις ελέω κορονοϊού και μεροληπτική διάκριση


Η πανδημία δεν ενώνει την Τουρκία.

Σε διάγγελμά του προς το τουρκικό έθνος στις 30 Μαρτίου ο Ταγίπ Ερντογάν σήμανε την έναρξη ενός εθνικού εράνου με τον οποίο οι έχοντες θα αποδείκνυαν την αλληλεγγύη τους προς τος ασθενέστερους Τούρκους, μπροστά στην πανδημία του κορονοϊού και τα περιοριστικά μέτρα του την συνοδεύουν.

Έναν μήνα μετά, τα αποτελέσματα αυτής της καμπάνιας είναι μάλλον απογοητευτικά. Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος, συγκεντρώθηκαν 1,8 δισ. λίρες (που αντιστοιχούν σε περίπου 260 εκατ. δολάρια), όταν ο πληθυσμός της γείτονος υπολογίζεται σε 83 εκατομμύρια ανθρώπους. Και μάλιστα το ποσό προέρχεται κυρίως από δημόσιους φορείς, επιχειρήσεις στενά συνδεόμενες με τους κυβερνώντες ή "εθελοντικά” συμμετάσχοντες δημοσίους υπαλλήλους, σε μιαν ιδιόμορφη εκδοχή μεταφοράς του κρατικού χρήματος από τον έναν λογαριασμό στον άλλο, με μία προσθήκη έμμεσων μισθολογικών περικοπών.

Η εμφανής αποτυχία του εράνου του Ερντογάν θα πρέπει να ερμηνευθεί. Σύμφωνα με τον Selçuk Özdağ, αντιπρόεδρο του Κόμματος του Μέλλοντος το οποίο ίδρυσε ο Αχμέτ Νταβούτογλου, ο κύριος λόγος είναι ο κλονισμός της εμπιστοσύνης προς την τουρκική κυβέρνηση, μετά από μία σειρά σκανδάλων τα οποία αφορούν σε φιλανθρωπικές δωρεές (από φιλικές επιχειρήσεις, που έτσι εξασφάλισαν μεγάλες φοροαπαλλαγές, προς ένα δίκτυο οργανώσεων αρωγής συνδεόμενων με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης).

Όμως ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος έχει να κάνει με την οικονομική δυσπραγία. Η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται σε ευάλωτη θέση ήδη από την συναλλαγματική κρίση του 2018 και ασφαλώς τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν με το lockdown που έθεσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους εκτός εργασίας.

Μιλώντας στο Ahval News, ο κοινωνιολόγος του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου Bülent Küçük υποστηρίζει ότι έχουν σημειωθεί αλλαγές στην φιλανθρωπική κουλτούρα των Τούρκων πολιτών, με τις δωρεές για θρησκευτικά κίνητρα να έχουν μειωθεί από το 57% το 2004 στο 39% το 2019 – και αυτό δεν εξηγείται μόνο από οικονομικούς λόγους. Πρόκειται περισσότερο για ένα αποτέλεσμα της απόσυρσης από την κοινωνία των πολιτών του άλλοτε δραστήριου στην κοινωνική βάση Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αφότου αυτό κατέκτησε τον κρατικό μηχανισμό, αλλά και της ολοένα και μεγαλύτερης οικονομικής απόκλισης ανάμεσα στα διαπλεκόμενα κομματικά στελέχη και το εργατικό εκλογικό ακροατήριο. Όλα αυτά απολήγουν σε μία μείωση της συνολικής εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς.

Κατά τον Roj Esir Girasun, επικεφαλής της εταιρείας δημοσκοπήσεων Rawest του Ντιγιάρμπακιρ, ο έρανος για την πανδημία δεν μπορούσε να έχει την επιτυχία παλαιότερων αντίστοιχων κινήσεων υπέρ των οικογενειών πεσόντων στρατιωτών, διότι δεν στηρίζεται στην ίδια εθνικιστική συναισθηματική ρητορική, αντίθετα απευθύνεται σε μία κοινωνία που θεωρεί ότι η ίδια χρειάζεται να γίνει αποδέκτης βοήθειας.

Οι περισσότεροι αναλυτές, πάντως, συμφωνούν ότι καταλυτικό ρόλο έπαιξαν τα μικροπολιτικά παιχνίδια των κυβερνώντων με το ζήτημα της ανταπόκρισης στην έκτακτη περίσταση. Η κορυφαία στιγμή ήρθε όταν οι ελεγχόμενοι πλέον από την αντιπολίτευση μητροπολιτικοί δήμοι της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης υποχρεώθηκαν να διακόψουν τους δικούς τους εράνους επειδή δεν διέθεταν άδεια του υπουργείου Εσωτερικών.

Μάλιστα στις 31 Μαρτίου η κρατική Vakıfbank πάγωσε τον σχετικό λογαριασμό του δήμου της Κωνσταντινούπολης, όπου οι δωρεές είχαν φθάσει ήδη το αντίστοιχο 130 εκατ. δολαρίων. Εν μέσω δε καταγγελιών του ίδιου του Ερντογάν ότι η αντιπολίτευση οικοδομεί "παράλληλο κράτος” εγκαινιάσθηκε και δικαστική έρευνα εις βάρος των δημάρχων των δύο μεγαλύτερων αστικών κέντρων για παράνομο έρανο.

Παράλληλα, απαγορεύθηκε η δωρεάν διανομή ψωμιού από τον δήμο Μερσίνας, η δημιουργία ειδικού νοσοκομείου για τον κορονοϊό από τον δήμο Αδάνων και η λειτουργία συσσιτίων από τον δήμο του Εσκίσεχιρ. Όλοι αυτοί οι δήμοι ελέγχονται από την αντιπολίτευση, ενώ αντίστοιχες πρωτοβουλίες από άλλους δημάρχους, προσκείμενους στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, προχωρούν απρόσκοπτα.

Όπως δήλωσε στο Al-Monitor ο βουλευτής του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Utku Çakırözer, "σε μια στιγμή που όλες οι χώρες αναζητούν τρόπους να προστατέψουν τους πολίτες τους από αυτή τη συμφορά, μόνο στην Τουρκία υπάρχει μια κυβέρνηση που παραγνωρίζει αυτή την ανάγκη για να εστιάσει στο πώς θα παρεμποδίσει τους δήμους της αντιπολίτευσης από το να εκτελέσουν το καθήκον τους”.

Κατά τον συνεργάτη Middle East Forul και δημοσιογράφο Burak Bekdil, η πανδημία υπενθυμίζει την πικρή αλήθεια του πόσο διχασμένη (πολιτικά, οικονομικά, πολιτισμικά) παραμένει η τουρκική κοινωνία. Για την ακρίβεια, διχασμένη ακόμη και ως προς τη διαπίστωση του προβλήματος, αφού σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσε τον Ιανουάριο το Πανεπιστήμιο Kadir Has, το 50,8% των Τούρκων διαπιστώνει διχασμό στην κοινωνία και το 49,2% όχι.

Σε έρευνα που παρήγγειλε το 2016 το German Marshall Fund το 70,4% των ερωτηθέντων εκτίμησε ότι οι διαφορές στον τρόπο ζωής ενισχύθηκαν τα τελευταία χρόνια, ενώ το ίδιο πιστεύει για τις πολιτικές διαφορές το 69%. Στην ίδια έρευνα το 83,4% των Τούρκων δεν θα ήθελε η κόρη του να παντρευτεί οπαδό "εχθρικού κόμματος”, το 78,4% δεν θα έκανε δουλειές με τους "άλλους” και το 76% δεν θα τους αποδεχόταν ως γείτονες. 

Του Κώστα Ράπτη


26/4/2020


ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ



1.
«Ματώνει» η Τουρκία στον πόλεμο της λίρας.

Μπορεί η πολεμική βιομηχανία της Τουρκίας να αποτελεί ένα ισχυρό χαρτί για τον Ταγίπ Ερντογάν στα μέτωπα της Συρίας και της Λιβύης, όπως και στην προσπάθειά του να κάνει τον νταή και να κερδίσει πόντους στο Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο. Στον πόλεμο της οικονομίας και της λίρας, όμως, το τουρκικό οπλοστάσιο είναι πολύ πιο αδύναμο και αδειάζει γρήγορα από τα αποθέματά του.

Η νέα μείωση του βασικού επιτοκίου δανεισμού στην οποία προχώρησε η κεντρική τράπεζα την περασμένη Τετάρτη – η όγδοη σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους – και η συνακόλουθη παρέμβασή της στις αγορές για να στηρίξει το τουρκικό νόμισμα,  η οποία φέρεται να της κόστισε κοντά στο ένα δισ. δολάρια, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Και ταυτόχρονα, υπογραμμίζουν το γεγονός ότι τόσο η λίρα (που έχει υποχωρήσει κατά 17% έναντι του δολαρίου από τις αρχές του έτους) όσο και ο Ερντογάν (ο οποίος, εκτός των άλλων, τα έχει κάνει θάλασσα και στην διαχείριση της υγειονομικής κρίσης) βαδίζουν κυριολεκτικά σε τεντωμένο σκοινί, από το οποίο κινδυνεύουν να πέσουν ανά πάσα στιγμή.

Εξανεμίζονται τα συναλλαγματικά αποθέματα

Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί είναι το γεγονός ότι τα καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας έφταναν στις 10 Απριλίου – πριν, δηλαδή, τη νέα μείωση και παρέμβαση στις αγορές – στα 26,3 δισ. δολάρια, το σύνολο σχεδόν των οποίων (25,9 δισ.) προέρχονται από δανεισμό μέσω κυρίως βραχυπρόθεσμων swaps, διάρκειας ενός μηνός ή και ακόμη μικρότερης. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι η κεντρική τράπεζα έχει πλέον στερέψει από πυρομαχικά και προσπαθεί να τα διασφαλίσει απεγνωσμένα από τους ιδιώτες.

Δικαιολογημένα, λοιπόν, αρκετοί αναλυτές χαρακτηρίζουν «χαμένη από χέρι» την μάχη που δίνει η Αγκυρα, πολλώ δε μάλλον όταν η ισοτιμία έχει πέσει οριακά κάτω από τις 7 λίρες ανά δολάριο (βρίσκεται πλέον στα 6,98). «Στην καλύτερη περίπτωση, δεν έχουν νόημα (οι ενέργειες αυτές). Με βάση δε το κακό σενάριο, η κατάσταση θα γίνει ακόμη χειρότερη όσον αφορά στην χρηματοπιστωτική σταθερότητα», σχολίασε χαρακτηριστικά ο αντιπρόεδρος της Teneo Intelligence, Βολφ Πικολί, μιλώντας στο δίκτυο al-Monitor.

Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι τα παραπάνω έχουν όχι μόνο ισχυρό συμβολισμό αλλά και ουσία. Στο σενάριο που η πτώση συνεχιστεί, τότε οι πιθανότητες ο Ερντογάν να αναγκαστεί σε μια ταπεινωτική υποχώρηση και να ζητήσει την βοήθεια του ΔΝΤ – κάτι που τόσο ο ίδιος όσο και τα στελέχη του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αποκλείουν κατηγορηματικά – αυξάνουν σημαντικά.

Υπενθυμίζεται ότι αυτή τη στιγμή και στο φόντο του σοκ που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορονοϊού, Τουρκία και Ρωσία παραμένουν οι μοναδικές αναπτυσσόμενες οικονομίες που δεν έχουν ζητήσει την βοήθεια του διεθνούς οργανισμού. Μόνο που ενώ στην περίπτωση της δεύτερης αυτό έχει να κάνει και με τα σημαντικά συναλλαγματικά της αποθέματα, για την πρώτη η αιτία εντοπίζεται κυρίως στην «εθνική υπερηφάνεια» και την προσπάθεια του Ερντογάν να δείξει ότι παραμένει ο ηγέτης που τα βγάζει πέρα και στα πιο δύσκολα, χωρίς να υποτάσσεται σε κανέναν.

Που ποντάρει ο Ερντογάν;

Το ερώτημα είναι εάν υπάρχει κάτι στο οποίο ποντάρει ο Ερντογάν για να σώσει την παρτίδα. Το πιθανότερο είναι πως, με βάση το σενάριο που υπάρχει στο μυαλό του ίδιου και των στενών συνεργατών του, επιδιώκει να διατηρήσει το εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των Τούρκων σε ανεκτά επίπεδα, παγώνοντας όσο περισσότερο μπορεί την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων (η οποία δυσκολεύει δραματικά με την υποτίμηση της λίρας), ενώ ταυτόχρονα θα ποντάρει σε ένα σύντομο τέλος της πανδημίας και σε μια ταχεία ανάκαμψη – «τύπου V», όπως λέγεται – της οικονομίας.

Και μάλιστα, όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και διεθνώς, μιας και η Τουρκία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι οι εξαγωγές (τον Μάιο μειώθηκαν κατά 18%, επίπεδα που τον Απρίλιο αναμένεται να είναι χειρότερα) και ο τουρισμός, ο οποίος έχει καταρρεύσει.

Γιώργος Παυλόπουλος


27/4/2020
  

Αγκυρα 22 /4/2020. Η είσοδος από το σωφρονιστικό ίδρυμα
   (Photo by Ozge Elif Kizil/Anadolu Agency via Getty Images)

Τουρκία: Αποφυλακίσεις ελέω κορονοϊού 
και μεροληπτική διάκριση

Ο όρος «τρομοκράτης» στην τουρκική συλλογιστική, περιλαμβάνει πολιτικά κριτήρια και αναφέρεται κατεξοχήν σε εκείνους που επιχειρούν να ασκήσουν το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης,

Βιώνοντας τις πολυεπίπεδες συνέπειες σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης εκ της εκδήλωσης του COVID-19, το παρόν κείμενο επιχειρεί να καταγράψει, σαφώς εστιάζοντας σε μία μικρή ψηφίδα αυτής της μεγάλης εικόνας, παράπλευρες διαστάσεις, που, παρά ταύτα, αντικατοπτρίζουν μια ιδιάζουσα αντίληψη περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κατ’ επέκταση πολιτικής κουλτούρας. Η μικρή αυτή ψηφίδα αναφέρεται στην διαδικασία των αποφυλακίσεων, οι οποίες αναμένεται να λάβουν χώρα στην Τουρκία, σε συνέχεια ψήφισης σχετικού νόμου κατά την διάρκεια του τρέχοντος μηνός.

Κατωτέρω διευκρινίζεται το βραχυπρόθεσμο ιστορικό περικείμενο, το οποίο θα πρέπει να τελεί εις γνώση εκείνου, που θα επιχειρούσε να κατανοήσει την προβληματική διάσταση της ψήφισης του εν λόγω νόμου.

Εκ της απόπειρας πραξικοπήματος κατά την 15η Ιουλίου 2016 και εντεύθεν εναντίον του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν, επεβλήθη αρχικώς κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η οποία παρατάθηκε μέχρι και το 2018, δηλαδή για επτά συναπτές φορές. Την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης διαδέχθηκε τροποποιημένος αντιτρομοκρατικός νόμος, ψηφισθείς το 2018. Αριθμητικά δεδομένα, δηλαδή απόρροια των συγκεκριμένων μέτρων που εφαρμόστηκαν καθ’ άπασα την τουρκική επικράτεια, παρέθεσε κατά τον Νοέμβριο του 2019, ο Τούρκος υπουργός Εσωτερικών.

Η σχετική δήλωσή του της 20ης Νοεμβρίου του περασμένου έτους είναι προς τούτο ενδεικτική, προσδιορίζοντας τον αριθμό των κρατουμένων στις τουρκικές φυλακές σε 261,700. Υπενθυμίζεται πως έκτοτε στο πλαίσιο των εν πολλοίς αμφιλεγόμενων μέτρων οι συλλήψεις, καταδίκες ή απολύσεις από την εργασία τους όσων εξελήφθη πως διατηρούσαν σχέσεις με τρομοκρατικές οργανώσεις ή προέβησαν σε πράξεις που στρέφονταν κατά του κράτους και της ασφάλειάς του αθροιστικά προσέγγισαν τις 200.000.

Πώς ερμηνεύεται, όμως, η «τρομοκρατία» και ποιοι έχουν κατηγορηθεί για υποκίνηση αυτής; Διευκρινίζεται πως πλείστοι εξ αυτών οριοθετήθηκαν ως απειλή για την κρατική ασφάλεια, χωρίς την ύπαρξη τεκμηρίων ή εν πάση περιπτώσει αποδεικτικών στοιχείων που επιβεβαίωναν τους κρατικούς ισχυρισμούς, γεγονός που αντανακλά την απουσία κράτους δικαίου. Έτι περαιτέρω, τα άτομα θα μπορούσε να ορίζονται ως τρομοκράτες με το αιτιολογικό ή προσδίδοντάς τους το κατ’ επίφαση αιτιολογικό πως διατηρούσαν σχέσεις με το Κουρδικό κίνημα ή το κίνημα FETO, του αυτοεξόριστου στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν.

Αντιλαμβανόμενοι την σημασία της ως άνω σύντομης αναδρομής επανερχόμαστε στην ουσία της προβληματικής του παρόντος κειμένου. Με στόχο τον περιορισμό της διασποράς του ιού εντός των φυλακών, οι οποίες ως κατεδείχθη εδώ και τέσσερα σχεδόν χρόνια έχουν καταστεί υπερπλήρεις, το τουρκικό κοινοβούλιο αποφάσισε παροχή μερικής αμνηστίας. Αυτό μεταφράζεται ως μείωση του αριθμού των κρατουμένων στις τουρκικές φυλακές πέραν του ενός τρίτου. Σημειώνεται πως στην Τουρκία υφίστανται άνω των 350 φυλακών. Ειδικότερα, στην κατηγορία των κρατουμένων, των οποίων η ποινή θα μπορούσε να μειωθεί ακόμη και στο μισό, περιλαμβάνονται άτομα, που έχουν διαπράξει δολοφονία, σεξουαλικής φύσεως αδικήματα ή αδικήματα σε σχέση με ναρκωτικά.

Διαβάστε επίσης: 

Σε αυτό το σημείο του μίτου της Αριάδνης αναδεικνύεται η έννοια του δομικού στοιχείου της πολιτικής κουλτούρας της υπό αναφορά κρατικής οντότητας. Προς τούτο θα ήταν περαιτέρω ενδεικτική η εντρύφηση επί των συνθηκών που οικοδομήθηκε η Τουρκική Δημοκρατία κατά το 1923, δηλαδή η διακριτική μεταχείριση, των όσων εκλαμβάνονταν τότε ως απειλή για την συνοχή της κρατικής οντότητας, δηλαδή των μειονοτήτων και εθνοτήτων, που διαβιούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η διαπίστωση που εξάγεται περί της διάκρισης, επί των ημερών μας διαθλάται ακόμα και στην ψήφιση του νόμου περί μερικής αμνηστίας ένεκα του COVID-19.

Δεδομένης της γνώσης αυτής, οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα μπορούσαν να αποδώσουν το περίγραμμα της ως άνω εικόνας. Σχετικώς το ΕΚ υποστηρίζει πως:

«Στην Τουρκία, επί του παρόντος υπάρχουν εκατοντάδες δημοσιογράφοι, δικηγόροι, δικαστές, εισαγγελείς, πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καλλιτέχνες και άλλοι, που βρίσκονται σε προ-δικαστική κράτηση ή εκτίουν ποινές χωρίς αποδείξεις ότι έχουν διαπράξει κάποια βίαιη πράξη ή έγκλημα. Το να εξαιρεθούν από τα πρώιμα μέτρα αποδέσμευσης θα αντιπροσώπευε μια επιβάρυνση της τιμωρίας και μια ατεκμηρίωτα άδικη μεταχείριση, καθώς δεν συνιστούν κανένα κίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια. Καλούμε τις τουρκικές αρχές να ακολουθήσουν την έκκληση του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών (για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα) και να απελευθερώσουν κάθε άτομο, που κρατείται απλώς για την έκφραση κριτικής ή διαφωνίας ως προς τις πολιτικές θέσεις».1

Αναδεικνύοντας για πολλοστή φορά η τουρκική ηγεσία το πόση βαρύτητα αποδίδει στους διεθνείς θεσμούς, όπως επί παραδείγματι το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κ.ά. προέβη σε μία κατηγοριοποίηση για τον τρόπο εφαρμογής του νέου αυτού νόμου, το βασικό στοιχείο της οποίας είναι η διάκριση. Η ιδιαιτερότητα του νόμου έγκειται στην επιλογή των ατόμων, τα οποία δεν πληρούν, σύμφωνα με την τουρκική αντίληψη, τα ανάλογα κριτήρια για αποφυλάκιση. Ποια είναι, λοιπόν αυτά τα κριτήρια; Σε αυτή την κατηγοριοποίηση δεν συγκαταλέγονται εκείνοι, οι οποίοι έχουν κατηγορηθεί για «τρομοκρατία».

Ως ανωτέρω, η ερμηνεία, με την οποία ταυτίζεται ο όρος «τρομοκράτης» στην τουρκική συλλογιστική, περιλαμβάνει πολιτικά κριτήρια και αναφέρεται κατεξοχήν σε εκείνους που επιχειρούν να ασκήσουν το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης, αρθρώνοντας αντιπολιτευτικό λόγο και ψέγοντας την μη δημοκρατική, δηλαδή την μεροληπτική πολιτική κουλτούρα του τουρκικού κράτους. Αυτοί ήταν από της εγκαθίδρυσης του τουρκικού κράτους και θα εξακολουθήσουν να οριοθετούνται ως η μεγαλύτερη απειλή του.

1 Εντός εισαγωγικών παρατίθεται μετάφραση μέρους του ανακοινωθέντος της 30ης Μαρτίου 2020 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπό τον τίτλο: Turkey: non-discriminatory release of prisoners in fight against COVID-19. Βλ. επίσης: COVID-19: Monitors urge Turkish authorities to ensure any prisoner release is non-discriminatory, Parliamentary Assembly, Council of Europe.

Διεθνολόγος


25/04/2020