Ο Ουμπέρτο Έκο και οι μάχες στο όνομα των θρησκειών.
Ο Ουμπέρτο Έκο
και οι μάχες στο όνομα των θρησκειών.
«Το όνομα του ρόδου» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο και κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 1980. Προκάλεσε πάταγο και τιμήθηκε στη χώρα του, την επόμενη χρονιά, με το βραβείο Strega και το 1982 στη Γαλλία με το βραβείο Medicis Etranger ως καλύτερο ξενόγλωσσο έργο. Αν και πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια εξακολουθεί να πουλά σε όλο τον κόσμο και για πολλούς είναι το καλύτερό μυθιστόρημα του Έκο. Δεν είναι η αριστοτεχνική ιστορική αναπαράσταση του μεσαίωνα που απογειώνει το έργο, ούτε η ασφυκτική οικονομία του χρόνου που φιλοξενεί τη δράση – όλα εκτυλίσσονται σε εφτά μόνο μέρες – ούτε η πρωτοπρόσωπη, ημερολογιακή καταγραφή των γεγονότων από τον Άντσο (που μαζί με τον Γουλιέλμο πλαισιώνουν το δίδυμο των κεντρικών χαρακτήρων), ούτε καν η αστυνομική πλοκή που κάνει το ρυθμό δαιμονισμένο. Είναι η ισορροπία που καταφέρνει να συνταιριάξει όλα τα παραπάνω, σαν κονσέρτο καλά δουλεμένο. Ο Έκο ελίσσεται ανάμεσα σ’ ένα βουνό αρχειακού υλικού, που ξεγυμνώνει το μεσαίωνα, και στους κανόνες γραφής που μπορούν να καθηλώσουν το σύγχρονο αναγνώστη. Η βραδύτητα του μεσαιωνικού μυστικισμού από τη μια και η ταχύτητα των φονικών εξελίξεων του αστυνομικού μυστηρίου από την άλλη, ξετυλίγουν ένα αγωνιώδες σήμα κινδύνου – που αφορά αποκλειστικά το παρόν – αποκλείοντας και την ελάχιστη παραφωνία. Γιατί όλο το μείγμα της μεσαιωνικής ανάπλασης και των δολοφονικών προεκτάσεων που κινούν τα νήματα της ιστορίας δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον, πέρα από την προφανή ψυχαγωγική εμπειρία, αν δεν μετουσίωναν τη δράση σε κάτι βαθύτερο, κάτι περισσότερο δραματικό και υπόγειο, την ιδεολογική απόκλιση των θρησκευτικών πεποιθήσεων που μόνο ως διεκδίκηση εξουσίας μπορούν να έχουν υπόσταση.
«Το όνομα του ρόδου» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο και κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 1980. Προκάλεσε πάταγο και τιμήθηκε στη χώρα του, την επόμενη χρονιά, με το βραβείο Strega και το 1982 στη Γαλλία με το βραβείο Medicis Etranger ως καλύτερο ξενόγλωσσο έργο.
Ο νεαρός Άντσο μαθητεύει στον σοφό και καταξιωμένο Φραγκισκανό, τον Γουλιέλμο της Μπάσκερβιλ, σε μια ασαφή και μυστηριώδη αποστολή που αφορά αρχαία αβαεία, ώσπου φτάνουν στο τρομερό Οικοδόμημα, «…ένα οκταγωνικό κτίριο που από μακριά έμοιαζε τετράγωνο…….η απρόσιτη τοποθεσία του το έκανε πιο τρομερό και άξιο να γεννήσει το φόβο στον ταξιδιώτη που το πλησίαζε σιγά- σιγά. Ευτυχώς, εκείνο το καθαρό χειμωνιάτικο πρωινό, το κτίριο δεν μου φανερώθηκε με τη μορφή που το είδα τις ημέρες της θύελλας». Η καθαρά μεσαιωνική λεπτομερής περιγραφή του κτιρίου, σε συνδυασμό με την υπόθεση που δεν αργεί να αποκαλυφθεί και που αφορά μυστηριώδεις θανάτους μοναχών, δεν είναι παρά οι συνθήκες του μακάβριου που πλαισιώνουν το ανατριχιαστικό ενός θρίλερ. Το μυστηριακό δηλαδή του 14ου αιώνα και η εκφοβιστική, στα όρια του παραλυτικού δέους, αρχιτεκτονική, δεν εξυπηρετούν απλώς την μυθιστορηματική ανάπλαση μιας εποχής που θα ανασύρει την κεντρική ιδέα της έννοιας των θρησκειών, αλλά αποτελούν και το ιδανικότερο σκηνικό της αστυνομικής υποδομής που θα λειτουργήσει σύμφυτα με το μεταφυσικό τρόμο. Η ίδια η παρουσίαση του Γουλιέλμου ως αστυνομική ιδιοφυία, που, θυμίζοντας Σέρλοκ Χολμς, επισκιάζει τους πάντες επιδεικνύοντας πρωτοφανές πνευματικό εκτόπισμα, προοιωνίζει μια σύγκρουση, που, μοιραία, θα πάρει προσωπικό χαρακτήρα, χωρίς όμως να υπονομεύσει ούτε στο ελάχιστο την κοινωνική της διάσταση. Γιατί ο Γουλιέλμος δεν είναι απλά ένα εργαλείο εξιχνίασης μυστηρίων που θα προωθήσει το μύθο, είναι η φωνή της λογικής μέσα στην εποχή του παραλόγου. Είναι ο ορθολογισμός μες το μεταφυσικό ντελίριο. Είναι ο άνθρωπος που παραγκωνίζοντας κάθε φόβο αναζητά την αλήθεια μέσα στα γεγονότα και μόνο τα γεγονότα. Υπό αυτές τις συνθήκες, σχεδόν αναγκαστικά, δεν συγκρούεται με το μυστηριώδη δολοφόνο του μοναστηριού που σκορπά τον τρόμο, συγκρούεται μ’ ένα ολόκληρο πλέγμα φανατισμού που μόνο η παραφροσύνη μπορεί να συνθέσει. Σε ελάχιστες μόνο σελίδες, ο Έκο, καταφέρνει τα πάντα. Και το ιστορικό πλαίσιο και την δημιουργία ατμόσφαιρας και το καταλληλότερο σκηνικό και την παρουσίαση των ηρώων και την απαραίτητη ψυχολογική διαμόρφωση του αναγνώστη μπροστά στο μυστηριώδες που ακόμα δεν έχει εξακριβωθεί και που μόνο η καχυποψία μπορεί να εκφράσει.
Il nome della rosa (1985) (Το όνομα του Ρόδου).
Συνοδεύτηκε από το "Επιμύθιο στο όνομα του Ρόδου".
Ο χειρισμός των κλασικών μεσαιωνικών μυστηριακών στερεοτύπων λειτουργούν τόσο ανώδυνα φυσικά που όχι απλώς δεν κουράζουν, ως κοινότοπα τερτίπια, αλλά κρίνονται μάλλον απαραίτητα καθώς επιτείνουν αυτόν ακριβώς τον ιδανικό συνδυασμό της δράσης και του ιστορικού πλαισίου. Εξάλλου, όλοι οι μηχανισμοί είναι τόσο καλά μελετημένοι που αποκλείουν οποιαδήποτε παραδρομή. Η σκηνή του λαβυρίνθου στη βιβλιοθήκη, πέρα από αναμφισβήτητο αποκορύφωμα δράσης, αποτελεί τεκμηριωμένη μελέτη, αφού ο Έκο, όπως ομολογεί και στο Επιμύθιο, μελετούσε την αρχιτεκτονική του λαβυρίνθου για μήνες αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα του αερισμού του, ζήτημα υψίστης σημασίας για την εξέλιξη. Η εξονυχιστική περιγραφή του επιβεβαιώνει την, από θέση αρχής, διάθεση του Έκο να λεπτολογήσει σε βάθη, που μόνο η συστηματικότητα της επιστημονικής τεκμηρίωσης μπορεί να φτάσει. Γιατί ο λαβύρινθος δεν έπρεπε να είναι αληθοφανώς πειστικός, αλλά ολοκληρωμένη αλήθεια. Και κάπως έτσι βρισκόμαστε μπροστά σε μια αναπαράσταση που καθρεφτίζει τόσο χειροπιαστά μια εποχή που ξεπερνά κάθε μυθιστορία και γίνεται πραγματικό ντοκουμέντο. Γιατί ιστορία τελικά δεν είναι μόνο η καταγραφή των γεγονότων, αλλά η ερμηνεία τους (θα λέγαμε κυρίως η ερμηνεία τους) κι ο Έκο ερμηνεύει ξεδιπλώνοντας τα πλοκάμια ενός μοναστηριακού χρονικού που συμπυκνώνει όλες τις μεσαιωνικές αλήθειες. Η αποκάλυψη όλου αυτού του αλαφιασμένου τσούρμου, των τρελών, των φανατικών, των φοβισμένων και των απόκληρων και η κλειστοφοβία του αδιαπέραστου μοναστηριακού τοίχους, με όλη τη φρικαλέα θεατρικότητά του, δεν είναι παρά ένα βασανιστικό οδοιπορικό ήττας, που δεν μπορεί παρά να προεξοφλεί τη συθέμελη εξαφάνιση. Το τελικό κάψιμο του μοναστηριού, πέρα από τη θεαματικότητα, λειτουργεί κι ως επιστέγασμα της καταστροφής που ήταν δεδομένη από την πρώτη σελίδα.
Σκηνή από την ταινία Il nome della rosa (1980) (Το όνομα του Ρόδου)
Η θρησκεία δεν είναι παρά το νήμα που ενώνει όλες αυτές τις πτυχές της μεσαιωνικής τρέλας. Ο θρησκευτικός φανατισμός παίρνει τη μορφή ταγμάτων, αιρέσεων, αιματηρών συγκρούσεων, βασανιστηρίων και κάθε είδους ακρότητας που μετουσιώνεται σε άκαμπτη ιδεολογία. Αυτό που μονίμως αναζητείται, μέσα από λουτρά αίματος, είναι η καθαρότητα της πίστης, δηλαδή η θρησκευτική ακεραιότητα. Όλοι διεκδικούν τη μοναδική αλήθεια χωρίς το ελάχιστο ίχνος ανοχής. Όλοι είναι διατεθειμένοι να θυσιαστούν για την θρησκευτική αλήθεια που πρεσβεύουν. Όλοι αντανακλούν το πρωτόγονο της ύπαρξης, υπηρετώντας βουνά βαρβαρότητας στο όνομα ενός θεού που, αναντίρρητα, πρεσβεύει την αγάπη. Όμως, το παράλογο του θρησκευτικού φανατισμού είναι αδύνατο να ερμηνευτεί ως αποκλειστική μεταφυσική πεποίθηση, κι αυτό ο Έκο το ξέρει καλά. Παρακολουθώντας την εξουσία του Πάπα βρισκόμαστε μπροστά στον καταφανέστατο κοσμικό της χαρακτήρα. Μαζεύει τον πλούτο, κινεί το στρατό, διορίζει διαχειριστές εξουσίας, καθορίζει σχεδόν αποκλειστικά τα πολιτικά παιχνίδια, εξαπολύει πολέμους, βάζει φόρους, υποδουλώνει λαούς. Μπροστά στην απόλυτη παπική κυριαρχία αρχίζουν να υψώνονται φωνές που διεκδικούν αναμφίβολα κοσμικά δικαιώματα. Διεκδικούν να διαχειρίζονται τις τύχες τους, διεκδικούν δηλαδή ανεξαρτησία, και το κυριότερο, οικονομική αυτονομία. Το θρησκευτικό πεδίο ήταν η μόνη συγκρουσιακή διέξοδος, καθώς μόνο η θρησκευτική διαφωνία μπορούσε να κλονίσει την παπική κυριαρχία. Η θρησκεία, λειτουργώντας ως απόλυτος εξουσιαστικός μηχανισμός, νομιμοποιούσε τον Πάπα, ως ελέω θεού, να απομυζεί ολόκληρη την Ευρώπη. Ο μόνος τρόπος απαλλαγής ήταν η δημιουργία ενός νέου ελέω θεού που μόνο η θρησκευτική διαφωνία θα νομιμοποιούσε. Γι’ αυτό ήταν τόσο επικίνδυνες οι αιρέσεις. Γι’ αυτό ήταν τόσο αμείλικτοι οι θρησκευτικοί αγώνες. Γιατί στην ουσία ήταν πολιτικοί, κρυμμένοι κάτω από το θρησκευτικό προσωπείο. Η θρησκεία, ως καθαρό μέσο εξουσίας διεκπεραίωνε κάθε οικονομική διεκδίκηση. Η Ευρώπη, χωρισμένη σε θρησκευτικές – οικονομικές φατρίες πάλευε μέχρις εσχάτων σ’ ένα κλίμα μεταφυσικής νοσηρότητας. Ο μεσαίωνας ως αποθέωση της θρησκευτικής κυριαρχίας καταφανούς κοσμικού προσανατολισμού, δεν είναι παρά η κοινωνιολογική προσέγγιση των θρησκειών, που σχεδόν πάντα κρύβουν κοσμική δύναμη. Οι θρησκείες, ως καταλυτικός μηχανισμός συσπείρωσης ανθρώπων είναι αναγκασμένες, θα λέγαμε σχεδόν εξ ορισμού, να έχουν δύναμη εξουσίας, δηλαδή πολιτική απόχρωση. Κάθε ιδέα που συσπειρώνει τις μάζες κρύβει κοινωνική δύναμη, αφού η ίδια η έννοια των μαζών αποτελεί δύναμη καθώς εύκολα μετατρέπεται σε στρατό. Όσο περισσότερο κόσμο συσπειρώνει μια ιδέα τόσο μεγαλύτερη κοινωνική απήχηση έχει, δηλαδή τόσο μεγαλύτερη ισχύ. (Ακόμη και οι οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων αποτελούν δύναμη εξουσίας που φυσικά καρπώνεται η ίδια η ομάδα.) Η καθαρότητα που διεκδικούν οι θρησκείες και η πεποίθηση της μοναδικής αλήθειας που πρεσβεύουν δεν είναι παρά ο ίδιος μεσαιωνικός μηχανισμός που διαχωρίζει τις φατρίες. Που επισημοποιεί δηλαδή τα σύνορα της εμβέλειας της μιας θρησκευτικής εξουσίας από την άλλη. Όσο για την τακτική της καθαρότητας των ιδεών και της κατοχής της αλήθειας, την παρακολουθούμε σε μόνιμη βάση και σε πολιτικούς χώρους που μ’ αυτό τον τρόπο οριοθετούν είτε την υπεροχή τους, καθιστώντας την ιδεολογία εμπόρευμα, που (φυσικά) μόνο αυτοί κατέχουν, είτε το διαχωρισμό τους από άλλους, δηλαδή την οριοθέτηση του δικού τους μαγαζιού. Η λειτουργία των θρησκειών με πολιτικούς όρους και η χρήση θρησκευτικών στρατηγικών από πολιτικούς χώρους είναι η απονέκρωση του πολιτικού λόγου, δηλαδή η έσχατη πολιτική ανωριμότητα.
Θανάσης Μπαντές
27/6/2013