Π. Κονδύλης: Οι πολιτικές σκιές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων .
Γκρέτα Τούνμπεργκ
Π. Κονδύλης: Οι πολιτικές σκιές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων .
Ο λόγος περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων πέρασε στο επίκεντρο τού πολιτικού λεξιλογίου των τελευταίων δύο δεκαετιών. Ένας αισιόδοξος παρατηρητής θα μπορούσε ν’ αντλήσει από δω το συμπέρασμα ότι η πολιτική, μετά από τις πικρές εμπειρίες του αιώνα, αναλαμβάνει τώρα το έργο να διαπλάσει τον κόσμο σύμφωνα με ηθικές αρχές. […]
Πρέπει να επισημάνουμε εμφατικά ότι αυταπατάται όποιος τυχόν πιστεύει πως η ονομαστική αξία των ιδεών μπορεί να εμποδίσει την πολεμική τους χρήση. Αν ήταν έτσι, τότε δεν θα είχαν γίνει ποτέ πόλεμοι ανάμεσα σέ έθνη που όλα τους ενστερνίζονταν ειλικρινά τη θρησκεία της αγάπης.
Η δυνατότητα μετατροπής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σ’ ένα νέο πεδίο έντασης συνάπτεται μ’ ένα κεφαλαιώδες γεγονός, το οποίο όμως ελάχιστα γίνεται αντιληπτό, γιατί όλες οι πλευρές ταυτίζουν αυθόρμητα τους δικούς τους σκοπούς με τους σκοπούς ολόκληρης της ανθρωπότητας. Πρόκειται για το γεγονός ότι με δεδομένη τη σημερινή συγκρότηση της παγκόσμιας κοινωνίας δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ανθρώπινα δικαιώματα stricto sensu. Εδώ δεν εννοούμε τις «παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» σε πάρα πολλές χώρες, παρά αναφερόμαστε στην ίδια την ουσία του πράγματος. Ανθρώπινα δικαιώματα, δηλ. δικαιώματα που οι άνθρωποι κατέχουν απλώς και μόνον επειδή κατέχουν την ανθρώπινη ιδιότητα, έχουν χειροπιαστή έννοια και υπόσταση μονάχα αν μπορούν να τα απολαύσουν πάνω σ’ ολόκληρη τη γη, και μάλιστα στον τόπο της ελεύθερης επιλογής τους και δίχως περιορισμούς, όλοι οι άνθρωποι, μόνο και μόνο χάρη στο γεγονός ότι είναι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την προέλευση τους ή από άλλες προϋποθέσεις. Όσο αυτό δεν συμβαίνει, όσο δηλ. ο Κινέζος δεν έχει τα ίδια δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες όπως ο Αμερικανός, ούτε ο Αλβανός τα ίδια δικαιώματα στην Ιταλία όπως ο Ιταλός, θα μπορούμε, αν δεν θέλουμε να διαστρεβλώσουμε την έννοια των λέξεων, να μιλάμε μονάχα για πολιτικά δικαιώματα, όχι όμως για ανθρώπινα. Αυτό που σήμερα ονομάζεται κατ’ ευφημισμόν «ανθρώπινα δικαιώματα» το παρέχει πάντοτε μια κρατικά οργανωμένη πολιτική μονάδα σε όσους διαθέτουν την αντίστοιχη υπηκοότητα, και η ισχύς του μπορεί να διασφαλισθεί με εγγυήσεις μονάχα στο εσωτερικό της εκάστοτε επικράτειας. Κανένα κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δικαιώματα, τα όποια θεωρούνται ως ανθρώπινα δικαιώματα κατ’ εξοχήν, όπως λ.χ. το δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας ή της ελευθερίας του λόγου, μπορούν να ασκούνται έξω από τα δικά του σύνορα. Και αντίστροφα: κανένα κράτος δεν μπορεί, χωρίς να αυτοδιαλυθεί, να δώσει σε όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους ορισμένα δικαιώματα, τα οποία συνήθως λογίζονται ως πολιτικά δικαιώματα, όπως είναι το εκλογικό δικαίωμα ή το δικαίωμα της μόνιμης εγκατάστασης. Με άλλα λόγια: δεν είναι δυνατό να κατέχουν όλοι οι άνθρωποι ως άνθρωποι όλα τα δικαιώματα (είτε αυτά λέγονται στην τρέχουσα ορολογία ανθρώπινα είτε λέγονται πολιτικά δικαιώματα) ανεξάρτητα από το πού βρίσκονται. Δικαιώματα, τα όποια τα δίνει και τα εγγυάται το κράτος και ισχύουν υπό την επιφύλαξη της ύπαρξης ενός κυρίαρχου κράτους, θα ήταν δυνατό να χαρακτηρισθούν ως ανθρώπινα δικαιώματα μονάχα αν το κράτος αυτό αναγνώριζε την ιδιότητα του ανθρώπου αποκλειστικά στους υπηκόους του. Αλλά ακόμα κι αν το έκανε αυτό πάλι δεν θα είχε καταφέρει να αναγνωρίζονται οι δικοί του υπήκοοι σε άλλες χώρες ως απόλυτα ισότιμοι πολίτες και ως κάτοχοι οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ανθρώπινα δικαιώματα ως ανθρώπινα δικαιώματα θα μπορούσε να δώσει μονάχα η ανθρωπότητα ως συντεταγμένο και ενιαίο πολιτικό υποκείμενο. Μονάχα το τέλος του κυρίαρχου κράτους σε όλες τις γνωστές σήμερα μορφές του θα εγκαινίαζε την εποχή των πραγματικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο οικουμενισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ορμήθηκε βέβαια από τις πλούσιες χώρες της Δύσης και πρωτοχρησιμοποιήθηκε απ’ αυτές ως πολιτικό εργαλείο, όμως βρίσκει προοδευτικά ευμενή αποδοχή και συνηγόρους στις φτωχές χώρες της Ανατολής και του Νότου, οι οποίες, όπως είναι ευνόητο, τον βλέπουν ως ευπρόσδεκτο μέσο προκειμένου να προβάλλουν τις αξιώσεις τους ως προς την κατανομή τού παγκόσμιου πλούτου και των παγκόσμιων πόρων. Βέβαια, βρίσκονται σε ένα δίλημμα, γιατί nolentes ή volentes δεν είναι σε θέση να πραγματώσουν (πλήρως) στο εσωτερικό τους τις αρχές εκείνες, από την εφαρμογή των οποίων σε διεθνές επίπεδο προσδοκούν την αισθητή βελτίωση της θέσης τους ως εθνών και κρατών. Από τη διελκυστίνδα αυτή τους βοηθεί κάποτε να βγουν η διαδεδομένη και στη Δύση αντίληψη, ότι μόνον η βελτίωση της υλικής τους θέσης θα καταστήσει δυνατή την ηθικοποίηση της εσωτερικής κοινωνικοπολιτικής τους ζωής. Πρέπει να αναμένεται ότι από ενδεχόμενες προόδους προς αυτή την κατεύθυνση θα αντλήσουν το δικαίωμα μεγαλύτερης βοήθειας από μέρους της Δύσης. Έτσι ή αλλιώς, η Δύση θα βρεθεί κάτω από ηθική και πολιτική πίεση, από την οποία δεν θα μπορέσει να απαλλαγεί εύκολα. Όποιος θέλει να εξηγήσει τη χρεοκοπία τού υπαρκτού σοσιαλισμού με τον ισχυρισμό ότι αυτός δεν μπόρεσε να πραγματώσει ούτε τις εσχατολογικές ούτε τις άμεσες (υλικές) επαγγελίες του, πρέπει και να σκεφθεί στα σοβαρά το ενδεχόμενο, ότι τα έθνη που θέλουν να ακολουθήσουν τον δρόμο της Δύσης, αλλά δεν θα μπορέσουν να το κάμουν, μέσα στην απογοήτευση τους θα στραφούν τελικά εναντίον της Δύσης και συνάμα εναντίον της οικουμενιστικής ηθικής της. Γιατί θα είναι διατεθειμένα να ερμηνεύσουν την αποτυχία τους ως προδοσία της χορτάτης και εγωιστικής Δύσης προς τις ίδιες της τις αρχές. Στις προσδοκίες που έχει ξυπνήσει η Δύση με την παγκόσμια εξαγωγή του ηθικού της οικουμενισμού λανθάνει ένα εκρηκτικό δυναμικό. Η νίκη των ιδεών της δεν ανακούφισε τη Δύση, αλλά απεναντίας τη φόρτωσε με καθήκοντα και υποθήκες, κάτω απ’ την πίεση των οποίων θα μπορούσε η ίδια να αλλάξει εκ βάθρων.
Η πίεση αυτή θα αυξάνεται αναγκαστικά στον βαθμό που τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα θα ερμηνεύονται υλικά, οπότε mutatis mutandis θα επαναληφθεί ό,τι έγινε για πρώτη φορά στον 19ο αιώνα, όταν οι σοσιαλιστές απαίτησαν την υλική ερμηνεία και πραγμάτωση των τυπικών ελευθεριών και δικαιωμάτων που διακήρυξε η αστική τάξη. Η χριστιανική αντίληψη για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια αρχικά δεν συνδεόταν με την ιδέα ενός υλικού ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης, ό,τι κι αν λένε σχετικά οι «προοδευτικοί» θεολόγοι. Σύμφωνα όμως με τη σημερινή αντίληψη, το ελάχιστο επίπεδο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και το ελάχιστο καταναλωτικό επίπεδο είναι αδιαχώριστα· όποιος πεθαίνει της πείνας είναι απλώς άνθρωπος δίχως ουσιαστικά δικαιώματα και όχι λ.χ. κάποιος στον οποίο η θεοθέλητη υλική στέρηση δίνει την ευκαιρία να απαλλαγεί εντελώς από τη μέριμνα των υλικών αγαθών. Αν τώρα τα ανθρώπινα δικαιώματα ερμηνευθούν υλικά και συνδεθούν με καταναλωτικές απαιτήσεις, τότε θα πρέπει να έρθουν σε σύγκρουση με την υφιστάμενη σέ παγκόσμιο επίπεδο σπάνη των αγαθών, δηλ. θα μεταβληθούν αναγκαστικά σε όπλα μέσα στον αγώνα κατανομής των περιορισμένων αγαθών. Όποιος ανήκει σ’ ένα πλούσιο έθνος και συνάμα υπερασπίζει τη συνεπή τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα πρέπει να μοιρασθεί τα δικά του ανθρώπινα δικαιώματα με άλλους, άγνωστους ανθρώπους, και απ’ αυτό θα γεννηθεί σίγουρα μια αντιπαράθεση, κατά την οποία θα έρθουν αντιμέτωπα τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεν με τα ανθρώπινα δικαιώματα των δε.
Εν πάση περιπτώσει πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι όσο περισσότεροι άνθρωποι επικαλούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα τόσο ευρύτερη θα γίνεται η ερμηνεία τους. Αυτό σημαίνει με άλλα λόγια ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα απαιτούν όλο και περισσότερα υλικά και πνευματικά αγαθά, πιστεύοντας ότι τους ανήκουν δικαιωματικά. Στο φως αυτής της ακαταμάχητης διαπίστωσης πρέπει να συμφιλιωθούμε με την προοπτική ότι στο μέλλον θα αλλάξει η λειτουργία και η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, αν μάλιστα ερμηνεύονται υλικά, δεν μπορούν να σημαίνουν το ίδιο πράγμα ανεξάρτητα από το αν την κατοχή και την ενεργό τους άσκηση την απαιτούν ταυτόχρονα και εξ ολοκλήρου δύο, πέντε ή δέκα δισεκατομμύρια άνθρωποι. Τι θα υπαγορεύσει η «αρχή της ευθύνης» μετά τον νέο διπλασιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού σε λίγες δεκαετίες, αυτό κανείς δεν μπορεί να το ξέρει σήμερα με βεβαιότητα. Ως προαίσθηση μελλοντικών τριβών και ως προληπτική προσπάθεια να κρατηθεί ανοιχτή κάποια βαλβίδα ασφαλείας πρέπει πάντως να ερμηνευθεί το γεγονός, ότι οι επιταγές της οικουμενικής ηθικής και ιδιαίτερα τα ανθρώπινα δικαιώματα εξακολουθούν να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της κρατικής κυριαρχίας. Ακόμα και κράτη που αναγνωρίζουν πλήρως τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα εγγυούνται μέσα στα όρια της επικρατείας τους επιφυλάσσουν στον εαυτό τους το δικαίωμα να τα αρνηθούν σε ξένους· ήδη οι αρχαίες δημοκρατίες προστάτευαν άγρυπνα την έντονη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους δικούς τους πολίτες και στους ξένους. Η διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνδέεται λοιπόν σήμερα -και στο μέλλον θα συνδεθεί ακόμα στενότερα- με την κάποτε απερίφραστη επιθυμία να καθίσει ο φίλτατος συνάνθρωπος στον τόπο του και να χαρεί εκεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του. Μια απεριόριστη εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δηλ. μια συνεπής και νομικά διασφαλισμένη αναγωγή των ανθρώπων στην ανθρώπινη ιδιότητα τους και μόνο, χωρίς να λαμβάνεται καθόλου υπ’ όψιν η εθνικότητα και η υπηκοότητα, θα συνεπέφερε αυτόματα την κατάργηση του κυρίαρχου κράτους και όλων των φραγμών στην ελευθερία κινήσεως και εγκαταστάσεως – ένας αληθινός εφιάλτης για τους κοινοτικούς Ευρωπαίους και τούς Βορειοαμερικανούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι υπέρμαχοι της οικουμενικής ηθικής, οι όποιοι παρουσιάζονται εξαιρετικά εύγλωττοι όταν πρόκειται για διακηρύξεις αρχών και για πρακτικά μη δεσμευτικές θεωρητικές τριχοτομίες. ίσαμε τώρα δεν μας έχουν πει τίποτε για τις συγκεκριμένες συνέπειες μιας απαρέγκλιτης εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (δηλ. των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ανθρώπου και μόνο) σε πλανητικό επίπεδο.
Εφ’ όσον η Δύση μπορεί να εφαρμόσει τα ανθρώπινα δικαιώματα μονάχα με την επιφύλαξη της κρατικής κυριαρχίας, εμπλέκεται σε μιαν αντίφαση, η οποία, καθώς είναι ευνόητο, φαίνεται ακόμα πιο κραυγαλέα και αφόρητη σε όσους χτυπούν την πόρτα της. Η αντίφαση τούτη θα βάθαινε ακόμα περισσότερο αν η Δύση έμπαινε στον πειρασμό να επιβάλει τα ανθρώπινα δικαιώματα (διάβαζε: τα δικαιώματα που ισχύουν για τους πολίτες της Δύσης) με πολιτικές ή και στρατιωτικές επεμβάσεις σε άλλα μέρη τού κόσμου. Γιατί τέτοιες επεμβάσεις θα γίνονταν κατ’ ανάγκην επιλεκτικά (μια εκστρατεία εναντίον της Κίνας λ.χ. θα ήταν αδιανόητη) και έτσι γρήγορα θα καταντούσαν αναξιόπιστες· θα έπρεπε μάλιστα να αναμένεται ότι φανατισμένες μάζες σε χώρες όπως π.χ. το Ιράν θα πρόβαλαν το σύνθημα «Κάτω τα ανθρώπινα δικαιώματα!» ακριβώς με την ίδια έννοια που οι Ισπανοί μαχητές εναντίον τού Ναπολέοντα φώναζαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα «Κάτω η ελευθερία!». Πέρα απ’ αυτό, μακροπρόθεσμα δεν είναι δυνατό να παραβιάζει κανείς την κρατική κυριαρχία των άλλων στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ συνάμα περιχαρακώνει τη δική του κρατική κυριαρχία ενάντια σε ό,τι άλλοι θεωρούν ως τα δικά τους ανθρώπινα δικαιώματα. Με άλλα λόγια, η Δύση θα εξαναγκασθεί να αντισταθμίσει την επιβολή των τυπικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε άλλες χώρες με παραχωρήσεις προς την υλική ερμηνεία των ίδιων αυτών ανθρωπίνων δικαιωμάτων – και να πληρώσει για το αντιστάθμισμα τούτο. Κοντολογίς, το πρώτο καθήκον του απελευθερωτή θα είναι να θρέψει τούς απελευθερωμένους.
Υπάρχει ένας ακόμη βαθύτερος λόγος, για τον οποίο οι εντάσεις στο ανθρώπινο σύμπαν πιθανότατα θα αυξηθούν – και μάλιστα όχι παρά τη διάδοση των αρχών της οικουμενικής ηθικής αλλά παράλληλα μ’ αυτήν. Η ηθικά-κανονιστικά φορτισμένη λέξη «άνθρωπος» λειτουργούσε γλωσσικά ως τιμητικό επίθετο όσο την αντιπαρέθετε κανείς σε άλλα επίθετα, τα όποια φαίνονταν απλώς να υποδηλώνουν ιστορικά προσδιορισμένους, καταργήσιμους και καταργητέους διαχωρισμούς μεταξύ των ανθρώπων· στη γλώσσα του ηθικού οικουμενισμού «άνθρωπος» σήμαινε πάντοτε κάτι ευγενέστερο και υψηλότερο σε σύγκριση με λέξεις όπως Ιουδαίος και Έλλην, χριστιανός και εθνικός, λευκός ή μαύρος, κομμουνιστής ή φιλελεύθερος. Από τη στιγμή όμως που θα εκλείψουν όλες οι μερικές έννοιες, όσες έχουν κατά καιρούς αντιπαρατεθεί στην καθολική έννοια «άνθρωπος», η λέξη «άνθρωπος» δεν θα αποτελεί πια επίθετο, δηλ. δεν θα υποδηλώνει πια κάποια ανώτερη ιδιότητα, παρά θα μετατραπεί σ’ ένα ουσιαστικό που θα κατονομάζει απλώς ένα ορισμένοι ζωικό είδος. Οι άνθρωποι θα αποκαλούνται όλοι «άνθρωποι». ακριβώς όπως τα λιοντάρια λέγονται λιοντάρια και τα ποντίκια-ποντίκια χωρίς άλλον εθνικό ή ιδεολογικό διαφορισμό. Ίσως να φαίνεται παράδοξο, όμως είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος ξεχώρισε από όλα τα άλλα ζωικά είδη ακριβώς επειδή δεν ήταν άνθρωπος και μόνο, χωρίς κανένα άλλο κατηγόρημα. Όχι μόνο γεννήθηκε ο πολιτισμός χάρη στην υπέρβαση της γυμνής ανθρώπινης ιδιότητας και στη βαθμιαία απόκτηση ιστορικά προσδιορισμένων κατηγορημάτων, αλλά επίσης οι αντιθέσεις και οι αγώνες ανάμεσα στους ανθρώπους προσέλαβαν, χάρη ακριβώς στην παρουσία και στην επήρεια των κατηγορημάτων αυτών, συναισθηματικές και ιδεολογικές διαστάσεις που πήγαιναν πολύ παραπέρα από τον κόσμο τού ζώου. Γι’ αυτό και δεν αποκλείεται ότι η συρρίκνωση του ανθρώπου στην ανθρώπινη ιδιότητα του και μόνο θα εγκαινιάσει και θα συνοδεύσει μιαν εποχή, όπου οι άνθρωποι θα είναι αναγκασμένοι να πολεμήσουν για αγαθά απολύτως απαραίτητα για τη στοιχειώδη επιβίωση του ζωικού είδους «άνθρωπος» – στη χειρότερη περίπτωση για αέρα και νερό. Σύμφωνα με ένα γνωστό παράδοξο της ιστορικής δραστηριότητας των ανθρώπων, η επιβολή της οικουμενικής ηθικής θα γεννήσει τότε συνέπειες ολότελα διαφορετικές από τις επιθυμούμενες.
Ίσως περιττεύει να διευκρινίσουμε κλείνοντας ότι οι σκέψεις αυτές δεν σημαίνουν πως ο οικουμενισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φταίει για όλα τα κακά ή πως η υιοθέτηση ενός ηθικού σχετικισμού θα ήταν η κατάλληλη λύση για τις μεγάλες απορίες της πλανητικής μας ιστορίας. Τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους, και ο δρόμος αυτός καθορίζεται από ιδέες -με την έννοια αυτοτελών δυνάμεων που παρεμβαίνουν από τα έξω σ’ ένα γίγνεσθαι κι είναι ικανές να το κατευθύνουν-πολύ λιγότερο απ’ όσο θέλουν να πιστεύουν (ή όσο θέλουν να κάμουν τούς άλλους να πιστέψουν) οι παραγωγοί και οι καταναλωτές ιδεών. Ωστόσο η συντελούμενη επικράτηση τού οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένει ενδεικτική για ουσιώδεις πολιτικές εξελίξεις – και καλύτερα να σκέφτεται κανείς πάνω στις εξελίξεις αυτές παρά να μη σκέφτεται.
Πηγή: Παναγιώτης Κονδύλης.
Πλανητική Πολιτική Μετά Τον Ψυχρό Πόλεμο. Εκδ. Θεμέλιο, 1992.
Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης
4 Οκτωβρίου 2019