Οδυσσέας και Ερωτόκριτος: δύο καθοριστικά πρότυπα της ελληνότροπης σκέψης.


  Οδυσσέας και Ερωτόκριτος: 
δύο καθοριστικά πρότυπα της ελληνότροπης σκέψης.

Το κείμενο αυτό το αφιερώνω στον καθηγητή κ. Νίκο Κοπιδάκη που με την διδασκαλία του με μύησε στον Όμηρο, καθώς και στο συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο που με τη μουσική του μου αποκάλυψε τον κρυφό πλούτο του Ερωτόκριτου.

Συνοψίζοντας όσα κατά καιρούς έχομε δημοσιεύσει σε προηγούμενα κείμενα, η ιδιαιτερότητα του τρόπου σκέψης των Ελλήνων έγκειται στην ικανότητα να ανάγεται συνθετικά από την παρατήρηση και την πληροφορία, μέσω της γνώσης και του Σωκρατικού ελέγχου -δηλαδή της κριτικής ικανότητας- σε μια ανατρεπτική σοφία, η οποία συχνά είναι ιστορικής σημασίας για την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού.

Η ελληνική σκέψη γεωμετρεί στα φαινόμενα έχοντας ως αφετηρία τρία πρωταρχικά στοιχεία: την ελευθερία, την τόλμη και το μέτρο. Αυτά βρίσκουν τα φυσικά ανάλογά τους σε μια μεταθεωρία της φύσης, η οποία συμπυκνώνει τους φυσικούς νόμους στις εξής αρχές: οικονομίας, μη-επαναληψιμότητας και ροής. Συγκεκριμένα, στο συνειδησιακό-ηθικό επίπεδο, η φυσική-συμπαντική αρχή της οικονομίας βρίσκει το αντίστοιχό της στην ελευθερία, η αρχή της ροής στο μέτρο και της μη-επαναληψιμότητας στην τόλμη.

Η ελληνότροπη σοφία συνθέτει νόημα (Λόγο) με τρόπο «κυματικό» διότι στηρίζεται στην έννοια της αρμονίας. Η κυματική φύση της ελληνότροπης σκέψης είναι ο συνθετικός μηχανισμός με τον οποίο μέτρο και τόλμη συνυπάρχουν σε συνθήκες αρμονίας, μέσα σε ένα ασύλληπτα μεγάλο πεδίο «εν δυνάμει» συνειδησιακής ελευθερίας.

Σχηματικά μιλώντας, η ελληνότροπη σκέψη δεν αρκείται στο «ζην» ή το «ευ», αλλά απαιτεί τον αρμονικό τους συνδυασμό. Αυτή την αρμονική (κυματική) συνύπαρξη, την επιτυγχάνει εντός των συνειδησιακών πεδίων ελευθερίας που η ίδια η ελληνότροπη σκέψη έχει δημιουργήσει, από τον Αριστοτέλη («ζην») και τον Πλάτωνα («ευ») μέχρι σήμερα, συνεχίζοντας μια πολύτιμη πολιτισμική κατάθεση που διαρκεί δυόμιση χιλιάδες χρόνια.

Με τρόπο ανάλογο αυτού που συνδέσαμε τις παραπάνω φυσικές αρχές με τα ηθικά-συνειδησιακά τους ανάλογα, θα αναζητήσουμε εδώ τα ισοδύναμα -στο πεδίο των ανθρώπινων προτύπων- των δύο πόλων του ελληνότροπου αρμονικού κυματισμού: «ζην» και «ευ». 

Επαναδιατυπώνουμε το ζητούμενο με μορφή ερώτησης: υπάρχουν ελληνότροπα πρότυπα που να αντιπροσωπεύουν με καθοριστικό τρόπο τους χώρους του «Ζην» και του «Ευ»;

Ας αρχίσουμε από το «ζην». Ο χώρος του Ζην είναι ο ανταλλακτικός χώρος (”transactional space” o δόκιμος όρος στα Αγγλικά), ο οποίος συμπεριλαμβάνει, χωρίς να εξαντλείται, τους χώρους της Ανάλυσης, της Λογικής και της Αγοράς. Η λογική -ως νοητική διαδικασία επεξεργασίας της πληροφορίας- δημιουργεί κατηγορίες και σχέσεις μεταξύ κατηγοριών, με την προϋπόθεση αυτές να οδηγούν σε μια μετρήσιμη αύξηση της πληροφορίας.

Η λογική και η ανάλυση λειτουργούν κατ’ ανάγκη με τρόπο ανταλλακτικό. Αν, για παράδειγμα, η πληροφορία που εμπεριέχεται στην κατηγορία «τηλέφωνο» είναι ίση με μηδέν, τότε δεν έχει πια νόημα η ύπαρξή της. Αυτό σημαίνει ότι στο χώρο της Λογικής είναι απαραίτητο να υπάρχουν τρόποι αποτίμησης της πληροφορίας. Όταν πχ. κάποιος θέλει να γίνει γιατρός, δεν έχει νόημα να μελετάει αποκλειστικά ποίηση, διότι κάτι τέτοιο δεν είναι ικανό για να επιτευχθεί ο επαγγελματικός στόχος που έχει θέσει (αν και ορισμένοι μπορεί να θεωρήσουν τη μελέτη της ποίησης ως αναγκαία…).

Η νόηση διαθέτει τρόπους να αξιολογεί την κάθε πληροφορία και να σταθμίζει τις δυνατότητες εναλλακτικών επιλογών. Για να κατορθώσω το Α θα πρέπει πρώτα να κατακτήσω το Β, μόνο όμως αν μπορέσω να το επιτύχω μέσα σε χρόνο Γ και με κόστος που να μην υπερβαίνει το Δ. Πρέπει πχ. να βρω τρόπο για να σπουδάσω σε λιγότερο από 5 χρόνια και με κόστος λογικό, αλλιώς δεν είναι καν εφικτή η επιλογή μου, δεν έχει νόημα. Το ίδιο ακριβώς κάνω και όταν πρέπει να λύσω ένα μαθηματικό ή επιστημονικό πρόβλημα: εξετάζω τι κατηγορίες πρέπει να δημιουργήσω και ποιες θα είναι οι μεταξύ τους σχέσεις για να οδηγηθώ στην πιο βέλτιστη λύση. Με τα παραπάνω παραδείγματα αντιλαμβανόμαστε τα αναγκαία δομικά χαρακτηριστικά που διαθέτει μια τυπική νοητική διαδικασία, η οποία κατ’ ανάγκη κινείται μέσα στον ανταλλακτικό χώρο που προαναφέραμε.

Εφόσον στο χώρο του Ζην μπαίνουμε με τρόπο ανταλλακτικό, δεν εκπλήσσει ότι αυτός είναι ο χώρος του Αριθμού και της Αγοράς. Η επιχειρηματικότητα, η ευρηματικότητα, η αποφασιστικότητα, η επαγγελματική επιτυχία ανήκουν στο χώρο του Ζην. Η επιτυχία σε αυτόν το χώρο απαιτεί, ανάμεσα στα άλλα, αυτοπεποίθηση, κουράγιο, πείσμα και επιμονή, υπομονή, στάθμιση ρίσκου και μια συνεχή διαδικασία στοχευμένης αξιολόγησης αν και κατά πόσο, με κάθε νέα ενέργεια ή απόφαση, είμαστε πιο κοντά στο στόχο μας ή όχι. Η επιτυχής λειτουργία στο χώρο του Ζην απαιτεί τετράγωνη κρίση, ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση, ηγετικές ικανότητες, μεθοδικότητα, ετοιμότητα και σωστές αποφάσεις, ιδιαίτερα στις κρίσιμες στιγμές.


Με βάση τα παραπάνω προκύπτει, νομίζω αβίαστα, ότι ένα καθοριστικό ελληνότροπο πρότυπο στο χώρο του Ζην δεν είναι άλλο από αυτό του Ομηρικού Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας του Ομήρου διαθέτει όλα τα αναγκαία και ικανά χαρακτηριστικά για κάτι τέτοιο και μάλιστα σε βαθμό υπερθετικό. Ο Οδυσσέας δεν πρόκειται να αποδεχτεί κάτι, αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τον απομακρύνει έστω και λίγο από το στόχο του γυρισμού στην Ιθάκη. Επιστρέφει σώος και αβλαβής στο νησί του όχι από ευγενή καλοσύνη ή λόγω της μεγαθυμίας των άλλων, αλλά αντλώντας δύναμη από το τεράστιο απόθεμα θέλησης και επιμονής που έχει συσσωρεύσει στον ψυχισμό του. Είναι πολυμήχανος και πονηρός, δυνατός και επίμονος, έμπειρος και προβλεπτικός, τολμηρός, μεθοδικός, αποφασιστικός και γενναίος. Ο Οδυσσέας δεν αποσπάται από οτιδήποτε μπορεί να τον απομακρύνει από την επίτευξη του τελικού στόχου του. Ξέρει καλά τι θέλει και φτάνει στα άκρα μέχρι να το επιτύχει.

Από την άλλη πλευρά, ο Οδυσσέας δεν είναι πρότυπο ανθρώπου που αφιερώνεται αποκλειστικά σε ένα ανώτερο σκοπό ή σε μια ευγενή ιδέα που τον υπερβαίνει. Είναι εστιασμένος απόλυτα στον μοναδικό του στόχο, αξιολογεί σε κάθε βήμα και απόφαση την πρόοδό του για να αναπροσαρμόσει την τακτική του ανάλογα. Με άλλα λόγια, ο «τετράγωνος» Ομηρικός Οδυσσέας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «αξιοθαύμαστου ανθρώπου» στον ανταλλακτικό χώρο του Ζην. Θέτει έναν δύσκολο στόχο, αγωνίζεται σκληρά και μεθοδικά, πληρώνει το τίμημα και στο τέλος τον επιτυγχάνει.

Το ελληνότροπο πρότυπο του Οδυσσέα είναι καθοριστικό στο χώρο του Ζην.

Δυστυχώς, στο χώρο του Ευ τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα. Αρχίζουμε με την βασική παραδοχή ότι ο συνειδησιακός χώρος του Ευ αρχίζει από εκεί που το Ζην δεν αρκεί ή δεν τολμά να δράσει. Όλα όσα αναφέραμε παραπάνω ως αναγκαία και ικανά για το Ζην, αυτόματα δεν ισχύουν στο Ευ. Ο χώρος του Ευ μοιάζει περισσότερο με αχανές πέλαγος παρά με στεριά.

Λογικές διαδικασίες και κατηγορίες οι οποίες στην περιοχή του Ζην λειτουργούν υποδειγματικά, καταρρέουν («νοητική τήξη») όταν αποπειραθούμε να διευρύνουμε την εξηγησιμότητά τους πέρα από ένα όριο. Ας δούμε το φαινόμενο της νοητικής τήξης πιο προσεκτικά. Ακόμα και οι πιο θεμελιώδεις κατηγορίες, όπως η ελευθερία, αυτοαχρηστεύονται όταν το εξηγητικό τους εύρος πλαταίνει τόσο ώστε να παρεμβάλλεται με τον ορισμό που τους δίνουμε. Αυτό το κατηγορικό αδιέξοδο παραπέμπει στα τρία στοιχεία της ελληνότροπης σκέψης που αναφέραμε στην αρχή: την ελευθερία, το μέτρο και την τόλμη. Δε νοείται ελληνότροπη ελευθερία χωρίς την τόλμη να παραδεχτούμε ότι το μέτρο ορισμού της πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να μας παρέχει τη δυνατότητα ακόμα και της πλήρους κατάργησής της, αν αυτή ωφελεί στην εξήγηση των φαινομένων. Αν η σχέση μέτρου-τόλμης, μεταξύ κατηγορικού σημαίνοντος και σημαινομένου, είναι είτε χαοτικά ακαθόριστη είτε αυθαίρετα περιορισμένη (κενή αρμονίας) τότε παύει η δυνατότητα ωφέλειας από την άντληση και την απόδοση νοήματος από και προς τα υπό παρατήρηση φαινόμενα.

Η σύνθεση στο χώρο του Ζην είναι μια κυματική άσκηση αυξομείωσης της ελευθερίας, για να κερδίσουμε περισσότερη πληροφορία (αλήθεια, γνώση). Για να «απελευθερώσω» μια νέα έννοια, μια ιδέα, ένα έργο, ένα κείμενο, μια απόδειξη πρέπει πρώτα να την ορίσω, να την «περιορίσω». Ανάλογες σκέψεις μας οδήγησαν σε προηγούμενα δημοσιεύματα να μιλήσουμε για αναλυτικά (κβαντικά) συνειδησιακά αλφάβητα και νοητικές συνθέσεις Λόγου.

Στο χώρο του Ευ όμως, όλα τα παραπάνω δεν φαίνεται να έχουν μεγάλη πέραση.


Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, ξεκινάμε με το μόνο σίγουρο στοιχείο που διαθέτουμε: το ευ αρχίζει από εκεί που το ζην δεν αρκεί, δε μπορεί να προχωρήσει. Αν και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια δύσκολη υπόθεση, ας προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε έστω κάποια από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του χώρου Ευ, ξεκινώντας με τρόπους αντιθετικούς από εκείνους που αναφέραμε για το χώρο Ζην.

Άρα, ποιος είναι ο χώρος στον οποίο οι τρόποι του Ζην καταρρέουν; Πώς χαρτογραφείται αν τα πιο δοκιμασμένα όργανα πλεύσης που έχομε στην διάθεσή μας όπως η νόηση, ο αριθμός, η ιεραρχικά οργανωμένη γνώση αυτοαχρηστεύονται; Με ποια κριτήρια αξιολογείται η επιτυχία της μετοχής μας σε αυτόν; Υπάρχουν πρότυπα στο χώρο αυτόν και ποια είναι αυτά;

Πώς αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη ενός χώρου όπου η κατηγορική λογική, η νοητική ανάλυση, ο αριθμός, η μέτρηση και η ανταλλακτικότητα (transactionality) δεν έχουν πέραση; Σίγουρα ο χώρος αυτός θα είναι λογικά αυθαίρετος, συνειδησιακά δυσανάγνωστος και νοητικά παραμορφωτικός. Η ανικανότητα της νόησης να δημιουργήσει και στο χώρο του Ευ αναλυτικά αλφάβητα, με τα οποία στη συνέχεια να συνθέσει Λόγους -μεταβαίνοντας από την πληροφορία στη γνώση και τελικά στη σοφία- δημιουργεί μεθοδολογικά αδιέξοδα.

Άραγε υπάρχουν συνειδησιακά ρεαλιστικές συνθήκες που να δικαιολογούν μια πλεύση με χαρτογραφικές αξιώσεις σε έναν τόσο «λογικά ανυπάκουο» χώρο;

Η απάντηση αρχίζει να προκύπτει αν αναλογιστούμε τη διαφορά μεταξύ «δημιουργήματος» και «κατασκευάσματος». Είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ «γέννησης» (δημιουργίας) και «γένεσης» (κατασκευής), χωρίς εδώ οι όροι να έχουν ανάγκη θρησκευτικού ή μεταφυσικού περιεχομένου. Στο χώρο του Ζην, η συνείδηση συνθέτει δομικά-κατασκευαστικά (structurally–constructively), ενώ στο χώρο του Ευ η συνείδηση συνθέτει διαισθητικά-δημιουργικά (intuitively–creatively).

Είναι εξ ορισμού μάταιο να προσπαθήσουμε να ορίσουμε τι είναι διαίσθηση, πως λειτουργεί, πώς μετριέται και πως αξιολογείται. Όμως την παραδεχόμαστε έστω και αν της λείπουν νοητικές περγαμηνές. Και το κάνουμε αυτό, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή γνωρίζουμε ότι η ύπαρξή της (ως έννοια και κατηγορία) μας βοηθάει να ερμηνεύσομε φαινόμενα στα οποία η Λογική και η Νόηση αδυνατούν να διεισδύσουν. Αυτό απλά μας το επιβάλλει η ανθρώπινή μας φύση. Μια μητέρα δεν χρειάζεται τη λογική για να συνειδητοποιήσει ότι ίσως χρειαστεί να θυσιαστεί -ορισμένες φορές στην κυριολεξία- για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Η απόφαση δύο ανθρώπων να ζήσουν μαζί δεν είναι αποτέλεσμα μόνο λογικής σκέψης, απορρέει και από τη διαίσθηση.

Η αναγκαιότητα και η χρησιμότητα της διαίσθησης απορρέει από τη συμπαντική αρχή της μη-επαναληψιμότητας. Αν το σύμπαν ανεχόταν την επανάληψη, η νόηση θα είχε ανακαλύψει τους δομικούς-κατασκευαστικούς κανόνες και τα αναλυτικά αλφάβητα για να συλλαβίσει ακόμα και τη ζωή στην ολότητά της.

Ευτυχώς όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αντίθετα, το σύμπαν απεχθάνεται την επαναληψιμότητα, οπότε η συνείδηση μέσα στο σύμπαν -σε όλες της τις μορφές και ιεραρχίες- είναι υποχρεωμένη να πορευτεί με τη γνώση ότι η νόηση είναι μεν αναγκαία αλλά όχι και ικανή για μια καθολική ερμηνεία των φαινόμενων.


Για τι είδους «διαίσθηση» όμως μιλάμε;

Μια και η διαίσθηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη φύση, θα μπορούσαμε να την αναζητήσουμε κοντά σε διαχρονικές ανθρώπινες εμπειρίες, όπως αυτές της γέννησης, του έρωτα ή του θανάτου. Δεν αναφερόμαστε εδώ στο νοητικό περιεχόμενο των εννοιών αυτών, το οποίο άλλωστε είναι αντικείμενο πολλών επιστημών (Ιατρική, Ψυχολογία, Νομική, Φιλοσοφία) αλλά στο διαισθητικό συνειδησιακό αποτύπωμά τους.

Επικεντρώνουμε την προσοχή μας στον έρωτα μια και, σε σχέση με τη γέννηση ή τον θάνατο, ο έρωτας επιτρέπει στον άνθρωπο ευρύτερη συνειδησιακή ελευθερία. Σε προηγούμενα κείμενα έχουμε αναφερθεί στη γέννηση (ως αναγκαία και ικανή συνθήκη μετοχής του δημιουργικού ανθρώπου σε μια προσέγγιση θεϊκότητας) και στον θάνατο (εστιάζοντας στο γεγονός ότι μόνο οι Έλληνες, ήδη από τον καιρό του Ομήρου και του Ησιόδου, τόλμησαν να αντικρύσουν τον θάνατο με εντιμότητα και θάρρος για να συνθέσουν ανατρεπτικό πολιτισμό με άξονα τη ζωή και το φως.)

Ευτυχώς οι βιβλιοθήκες είναι γεμάτες από έργα με θέμα τον έρωτα. Υπάρχουν άφθονες συνθέσεις μουσικές, λογοτεχνικές, θεατρικές, χορευτικές, επιστημονικές. Ίσως να φαίνεται κάπως παράδοξο, όμως υπάρχει έρωτας και στην επιστήμη, κάτι που επιβεβαιώνεται όταν αντιληφθούμε πως πολλοί από τους σημαντικότερους επιστήμονες -αρχαιολόγοι, ιστορικοί, μαθηματικοί, φυσικοί κλπ.- ως βαθύτερο κίνητρό τους έχουν τον έρωτα για το αντικείμενο μελέτης τους.


Σε όλο αυτόν τον ωκεανό Λόγων με κέντρο τον έρωτα, πώς εντοπίζουμε ένα πρότυπο αντίστοιχο του Ομηρικού Οδυσσέα αλλά στο χώρο του Ευ; Υπάρχει άραγε το ελληνότροπο πρότυπο ενός «Οδυσσέα του έρωτα»;

Αν και η απάντηση ίσως αρχικά εκπλήξει, θεωρούμε ότι ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου πληροί τις προϋποθέσεις που έχουμε θέσει. Ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου βρίσκεται στους διαισθητικούς αντίποδες του Ομηρικού Οδυσσέα γι’ αυτό αποτελεί ένα πρότυπο στο χώρο του Ευ. Όμως, η παραδοχή μας είναι αυθαίρετη αν πρώτα δεν εξηγήσουμε τους λόγους που μας οδηγούν σε αυτή.

Είδαμε ότι μια επιτυχής πλεύση στο χώρο του Ευ απαιτεί όργανα πλοήγησης που υπερβαίνουν τη λογική και τη νόηση. Όποιος διέρχεται στο χώρο του Ευ, πρέπει να είναι έτοιμος να συνθέσει νόημα μέσα από καταστάσεις συχνά παράλογες και λογικά παραμορφωτικές. Να πάρει αποφάσεις που με την λογική φαίνονται τραγικά λανθασμένες, ίσως δε και μοιραίες. Να έχει μια τόσο πλατιά και ισχυρή αίσθηση ελευθερίας που ακόμα και η πλήρης κατάργησή της να είναι ανά πάσα στιγμή μια «εν δυνάμει» επιλογή. Και να βγει μέσα από όλο αυτό το χάος, σώος και αβλαβής όπως ο Οδυσσέας: καταβάλλοντας το τίμημα δίχως να «χάσει» την ψυχή του.


Η ιστορία του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας είναι γνωστή, θα την αναφέρω όμως συνοπτικά διότι θα μας χρειαστούν παρακάτω ορισμένα σημεία της. Ο Ερωτόκριτος είναι αφοσιωμένος σε έναν και μόνο στόχο: να πείσει τον βασιλιά-πατέρα της Αρετούσας να του δώσει την κόρη του σε γάμο. Η ιστορία του έρωτά τους περνάει από πολλές δυσκολίες και πάθη. Η Αρετούσα, μετά την άρνηση του πατέρα της και την απόφασή του να στείλει στην εξορία τον Ερωτόκριτο, βρίσκεται στη φυλακή αρνούμενη τα προξενιά που με διάφορους τρόπους της κάνουν οι γονείς της. Στο μεταξύ, το βασίλειο απειλείται σοβαρά από εχθρικές δυνάμεις και, αν και εξορισμένος, ο Ερωτόκριτος επιστρέφει μεταμφιεσμένος από την εξορία -για να μην τον αναγνωρίσει και τον τιμωρήσει ο βασιλιάς- παίζει τη ζωή του στη μάχη κορώνα-γράμματα, σώζοντας έτσι τον βασιλιά και το βασίλειο. Ο βασιλιάς εντυπωσιάζεται με την γενναιότητα και τον χαρακτήρα του (άγνωστου) νέου, τον κρίνει άξιο για διάδοχό του και του προσφέρει το βασίλειό του και τη βασιλεία. Ο Ερωτόκριτος απαντά ότι το μόνο που επιθυμεί είναι να μάθει αν η Αρετούσα θέλει να τον παντρευτεί. Η ιστορία παίρνει αίσιο τέλος, με τους γάμους του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας.

Μια επιφανειακή ανάγνωση του έργου του Κορνάρου, μάλλον ενισχύει τις ομοιότητες μεταξύ του Ερωτόκριτου και του Ομηρικού Οδυσσέα αντί για τις διαφορές τους. Και οι δύο είναι γενναίοι, τολμηροί, ξέρουν πολύ καλά σε τι στοχεύουν και προσπαθούν με κάθε τρόπο να το επιτύχουν.

Όμως υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά: ο Κορνάρος -σε αντίθεση με τον Όμηρο- μας φανερώνει στο έργο του ότι ο Ερωτόκριτος λειτουργεί διαισθητικά και όχι λογικά-ανταλλακτικά όπως ο Οδυσσέας. Υποθετικά μιλώντας, ο «Ομηρικός Ερωτόκριτος» δεν θα απέρριπτε την γενναιόδωρη πρόταση του βασιλιά να του χαρίσει το βασίλειο ως ανταμοιβή για τη γενναιότητά του. Θα γινόταν πρώτα βασιλιάς κι έπειτα θα έβρισκε την Αρετούσα, για να συνεννοηθεί (διαπραγματευθεί) μαζί της και για το θέμα του γάμου. Γιατί όχι; Σχεδόν όλα θα είχαν την ίδια αίσια κατάληξη όπως πριν. Αντίθετα όμως, ο Ερωτόκριτος πράττει όσα πράττει σκεπτόμενος με μη-ανταλλακτικά κριτήρια. Ο Κορνάρος, το αποκαλύπτει αυτό σταδιακά με αριστοτεχνική μαεστρία. Αφού πρώτα ο Ερωτόκριτος πει στο Ρήγα ότι δεν επιθυμεί πλούτη και βασιλείες (Ε195-198):

Aφέντη, οι χώρες σου, τα πλούτη, κ’ [οι] Aφεντιές σου,
ως ήσαν πρώτα κι όριζες, ας είν’ πάλι εδικές σου.      
Eγώ από τούτα δε ζητώ, μιά χάρη θέλω μόνο,
κι ώστε να ζω, και να μπορώ, να σου την-ε πλερώνω.

του εξηγεί τι είναι αυτό που θέλει (E283-293):

Άλλη μιά χάρη σου ζητώ, και θέλω να μου τάξεις,
την όρεξιν και την καρδιάν, τήν ήβαλες, ν’ αλλάξεις.
Κι αν είν’ και δεν το συβαστεί, δε θέλω να μανίσεις
μα ό,τι κι αν σου ‘σφαλε ώς εδά, να τση τα συμπαθήσεις,
κι απ’ τη φλακή, οπού βρίσκεται, να την ελευτερώσεις,
και την ευχή σου σπλαχνικά σήμερο να τση δώσεις.
Κι ας είναι μετά λόγου σας, κ’ εγώ ‘μαι αναπαημένος,
γ-ή θέλει με, γ-ή διώξει με, κράζομαι πλερωμένος.
Κι αν είν’ και θέ’ να παντρευτεί, όποιο τσ’ αρέσει, ας πάρει·

Στους δύο προτελευταίους στίχους, ο Ερωτόκριτος λέει στο Ρήγα «εγώ τα έχω καλά με τον εαυτό μου, είτε με θέλει η Αρετούσα είτε με διώξει, θεωρώ τον εαυτό μου πληρωμένο». Ο Κορνάρος καταφέρνει μεθοδικά να εξαφανίσει κάθε ψήγμα ανταλλακτικής νοοτροπίας στον ψυχισμό του Ερωτόκριτου.

Με αυτό τον τρόπο και κυρίως γι’ αυτόν το λόγο, ο Ερωτόκριτος αναδεικνύεται ως πρότυπο στο χώρο του Ευ, αντάξιο του Ομηρικού Οδυσσέα στο χώρο του Ζην.

Αξίζει να αναφέρουμε ακόμα ένα απόσπασμα, προς υποστήριξη όσων γράψαμε παραπάνω για την παραμορφωτική δράση του έρωτα στο χώρο του Ευ, μια δράση γεμάτη παγίδες, που αποτυπώνει την εξ ορισμού «α-νοησία» (αδυναμία κατανόησης) του χώρου αυτού. Στους παρακάτω στίχους, ο Κορνάρος αποτυπώνει τους παράλογους τρόπους με τους οποίους ο έρωτας διαστρεβλώνει ακόμα και τις πιο απλές λογικές διαπιστώσεις (πχ. κάνει ό,τι είναι δροσερό να φαίνεται πως βράζει), την ικανότητά του να ανατρέπει ακόμα και την εμπειρία ζωής που συσσωρεύει το πέρασμα του χρόνου (έτσι νικά τα γερατειά όπως νικά τη νιότη), τη σπανιότητα να του αντισταθεί κάποιος και να βγει αλώβητος (λίγοι γλυτώνουν από αυτόν και λίγοι τον νικούν όταν του αντισταθούν). Στους παρακάτω στίχους, η αγωνία της Αρετούσας (Αρετής) είναι μεγάλη καθώς προσπαθεί να βγάλει νόημα στο χώρο του έρωτα με τη λογική (Α1021-1042):

K‘ ίντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μιά καρδιά π’ ορίζει!
Σαν τη νικήσει, ουδέ καλό, ουδέ πρεπό γνωρίζει.
K‘ ίντα δεν κάνει ο πίβουλος, όντε το νίκος έχει,
και πού τα βρίσκει τα πολλά, τα τόσα που κατέχει!
Mε πόσες στράτες μάς γελά, με πόσες μάς πειράζει,          

πώς μας-ε δείχνει δροσερόν εκείνον οπού βράζει!
Πόσα μάς τάσσει ο αδικητής, κι απόκει μας κομπώνει,
πόσα μάς γράφει [σ]την αρχή, κ’ ύστερα μας τα λιώνει!
Και ποιός μπορεί ν’ αντισταθεί, την ώρα οπού θελήσει
ν’ αρματωθεί με πονηριές, να μας-ε πολεμήσει;
Έτσι νικά τα γερατειά, ωσά νικά τη νιότη.
Xαρά στον όποιος του χωστεί, και φύγει από την πρώτη!
Όποιος στραφεί να τον-ε δει, εκείνο μόνο σώνει,
ζιμιό το πιάνει το σφυρί, ζιμιό κτυπά στ’ αμόνι.
Mα οπού του φύγει ως τον-ε δει, και φίλο δεν τον έχει, 
μ’ όλον οπού βαστά φτερά, σφαίνει όσο κι αν κατέχει.
Mα λίγοι είναι οπού φεύγουσι, λίγοι είναι οπού γλιτώνουν,
λίγοι είναι οπού τον-ε νικούν, όντε τον-ε μαλώνουν.
Tο νίκος έχει στην αρχή, στο τέλος, κ’ εις τη μέση·
κανένα δεν εμάλωσε, να μην τον-ε κερδέσει.
Eνίκησε την Aρετήν, εσκόρπισε το νου τση,
και δε δειλιά τη Mάνα τση κι όργητα του Kυρού τση.

Η Αρετούσα εκφράζει το ίδιο εναγώνιο λογικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει οποιοσδήποτε από εμάς μπει στο χώρο του Ευ με την αξίωση να βγάλει νόημα χρησιμοποιώντας τα όργανα πλοήγησης του Ζην: τη λογική, την ανάλυση, τη στάθμιση ρίσκων, τη λήψη στοχευμένων αποφάσεων, τη μεθοδική ιεράρχηση προτεραιοτήτων.

Θα διακινδυνεύαμε δε τη διαπίστωση πως, όσο πιο «ακονισμένα» (sophisticated) είναι τα νοητικά εργαλεία του Ζην που ο καθένας μας έχει στη διάθεσή του, τόσο πιο εν δυνάμει «αιματηρή» και εναγώνια μπορεί να γίνει η συνειδησιακή εμπειρία αυτού του διαισθητικού αδιεξόδου. Η αρμονικότητα δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.

Το ελληνότροπο «ευ ζην» προκύπτει με την αρμονική σύνθεση των δυο κυματικών πόλων: του «Οδυσσέα» και του «Ερωτόκριτου». Τα δύο πρότυπα που αναφέραμε δεν διεκδικούν κανενός είδους αποκλειστικότητα. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, η αξία των παραπάνω έγκειται στην προσπάθεια αναζήτησης και όχι στις απαντήσεις. Ελπίζω ο αναγνώστης να συνεχίσει την πλεύση στους δύο αυτούς χώρους, θέτοντας τα δικά του κριτήρια για να κάνει στη συνέχεια τις δικές του ανακαλύψεις-αποκαλύψεις νέων ιδεών και προτύπων.

  Γιάννης Παπαδάκης*

* Δρ. Ηλ/γος Μηχανικός (PhD), ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ.


11/4/2020