Το αίνιγμα της βιοπολιτικής.




Το αίνιγμα της βιοπολιτικής.

Η έκρηξη της πανδημίας του κορονοϊού έφερε στο επίκεντρο της πολιτικής σύγκρουσης ζητήματα ζωής και θανάτου. Φανέρωσε έτσι την άμεση σχέση ανάμεσα σε πολιτικές παρεμβάσεις και τη βιολογική ζωή των πληθυσμών, αυτό δηλαδή που ονομάζουμε «βιοπολιτική». Ο Μισέλ Φουκό ήταν εκείνος ο οποίος επανέφερε την έννοια της βιοπολιτικής στη διεθνή θεωρητική συζήτηση και της έδωσε συστηματική μορφή, συνδέοντάς την με την ιστορία και την επιστημολογία.

Με τον όρο «βιοπολιτική» ο Φουκό εννοούσε «τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε, από τον 18ο αιώνα και μετά, να εξορθολογιστούν τα προβλήματα που έθεσαν στη διακυβερνησιακή πρακτική τα φαινόμενα που χαρακτήριζαν ένα σύνολο ζώντων συγκροτημένων σε πληθυσμό: υγεία, υγιεινή, γεννητικότητα, μακροζωία, φυλές…» (Μισέλ Φουκό, «Η γέννηση της βιοπολιτικής», Πλέθρον 2012, σελ. 289). Ο Φουκό όμως δεν επινόησε ούτε τον όρο ούτε την έννοια της βιοπολιτικής.

Ο Ρομπέρτο Εσπόζιτο, στο βιβλίο του «Bios» (Einaudi 2004), σημειώνει ότι ο πρώτος που χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο ήταν πιθανότατα ο Σουηδός Rudolph Kjellen, το 1916. Στο βιβλίο του «Το κράτος ως μορφή ζωής», ο Kjellen περιέγραφε το κράτος όχι ως υποκείμενο δικαίου γεννημένο από μιαν ελεύθερη επιλογή και εθελούσια συμφωνία των πολιτών, αλλά ως «ζώσα μορφή», ως ένα σύνολο ανθρώπων που συμπεριφέρονται σαν να ήταν ένα μοναδικό άτομο.


Το 1920, ο βαρόνος Jacob von Uexküll θα αναλύσει το κράτος ως σώμα με βιολογική υπόσταση και μορφή. Το βιβλίο του με τίτλο «Staatsbiologie» έχει τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Ανατομία, φυσιολογία, παθολογία των κρατών». Σε αυτό υποστηρίζει ότι το γερμανικό κράτος απειλείται από μια σειρά ασθενειών, όπως ο ανατρεπτικός συνδικαλισμός και το δικαίωμα στην απεργία ή η εκλογική δημοκρατία κ.ά. Εναντίον αυτών των «παρασίτων» το κράτος πρέπει να αποκτήσει μιαν ιατρική αρμοδιότητα, ικανή να το προφυλάξει και να το θεραπεύσει.

Το 1938 δημοσιεύεται στο Λονδίνο το βιβλίο του Morley Roberts «Biopolitics», στο οποίο ξαναβρίσκουμε τον δεσμό πολιτικής και βιολογίας. Σύμφωνα με τον Roberts, η βιοπολιτική έχει το καθήκον από τη μια μεριά να εντοπίζει τους οργανικούς κινδύνους που απειλούν το πολιτικό σώμα και από την άλλη να προετοιμάζει τους μηχανισμούς άμυνας του κράτους.

Οι αμυντικοί μηχανισμοί του κράτους παραλληλίζονται με το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού, με τα αντισώματα και τα αντιγόνα του. Ο ναζισμός, με τις προσπάθειές του να «καθαρίσει» το πολιτικό σώμα, απαλλάσσοντάς το από τα «μολυσματικά» στοιχεία (τους Εβραίους, τους κομμουνιστές, όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους), μετατρέπει τη βιοπολιτική σε «θανατοπολιτική».

Στη μεταπολεμική περίοδο, η έννοια της βιοπολιτικής, απαλλαγμένη τώρα από την τρομακτική ναζιστική υποθήκη, επανέρχεται στη θεωρητική συζήτηση. Ηδη στη δεκαετία του 1940, ο Γάλλος φιλόσοφος της επιστήμης Ζορζ Κανγκιλέμ διατύπωσε την ιδέα μιας «φιλοσοφίας της βιολογίας» σε αντιπαράθεση προς τη ρατσιστική βιολογία του ναζισμού. Το 1960, ο Aroon Starobinski θα εγκαινιάσει μια νέα φάση βιοπολιτικού προβληματισμού με το βιβλίο του «La Biopolitique. Essai d’ interpretation de l’ histoire de l’ humanité et des civilisations».

Σύμφωνα με τον Σταρομπίνσκι, η βιοπολιτική δεν παραγνωρίζει τις τυφλές δυνάμεις της βίας και της βούλησης για δύναμη, καθώς και τις αυτοκαταστροφικές τάσεις που υπάρχουν στον άνθρωπο και στον ανθρώπινο πολιτισμό. Αναγνωρίζει αντίθετα την ύπαρξή τους, αλλά αντιτάσσει σε αυτές τις πνευματικές δυνάμεις της δικαιοσύνης, της συμπόνιας και της αλήθειας. Το 1965, ο Εντγκάρ Μορέν, με το βιβλίο του «Introduction à une politique de l’ homme», θα ερμηνεύσει και αυτός τον δεσμό βιολογίας και πολιτικής με ουμανιστικούς όρους. Στη βιοπολιτική αποδίδει το καθήκον να απελευθερώσει την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους από τις τάσεις του οικονομισμού και του παραγωγισμού.

Παρόμοιο ουμανιστικό προσανατολισμό έχουν και τα δοκίμια που συνθέτουν το δίτομο έργο «Cahiers de la biopolitique», το οποίο δημοσιεύτηκε στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το 1970, δημοσιεύεται στην Αμερική το βιβλίο του Thomas Thorson «Biopolitics», σηματοδοτώντας την έναρξη ενός νέου κύκλου βιοπολιτικών μελετών. Εδώ η έννοια της βιοπολιτικής παραπέμπει σε εκείνους τους πολιτικούς επιστήμονες που χρησιμοποιούν τις βιολογικές έννοιες (κυρίως τη δαρβινική θεωρία της εξέλιξης) και τις τεχνικές της βιολογικής έρευνας, για να μελετήσουν και να ερμηνεύσουν την πολιτική συμπεριφορά.

Με τις έρευνές του ο Φουκό ανανέωσε τον θεωρητικό προβληματισμό περί βιοπολιτικής, παίρνοντας μεγάλες κριτικές αποστάσεις τόσο από τις ουμανιστικές ερμηνείες που διατυπώθηκαν στη Γαλλία όσο και από τις βιολογικές ερμηνείες που προτάθηκαν στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Η βιοπολιτική εξετάζεται από τον Φουκό ως ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της άσκησης πολιτικής κυριαρχίας, ως ένας σημαντικός μετασχηματισμός της τέχνης διακυβέρνησης των ανθρώπων.

Στο Παλαιό Καθεστώς, ο κυρίαρχος, ο ηγεμόνας, δεν όφειλε να φροντίζει για το σώμα, την υγεία, τη ζωή ή τη σωτηρία των υπηκόων του. Στον 17ο και τον 18ο αιώνα επινοείται μια νέα μηχανική της εξουσίας, που θεμελιώνει σταδιακά τις δικές της διαδικασίες και αποκτά νέα εργαλεία κυριαρχίας και πολύ διαφορετικούς πειθαρχικούς και ελεγκτικούς μηχανισμούς.

Η πολιτική εξουσία ενδιαφέρεται τώρα για τον έλεγχο των σωμάτων και των συμπεριφορών τους και όχι πλέον για τον σφετερισμό της γης και των προϊόντων της. Από τη στιγμή άλλωστε που, με τη Γαλλική Επανάσταση, η εξουσία μεταβιβάζεται από τον απόλυτο μονάρχη στον «λαό», σκοπός της δεν είναι μόνο να εξασφαλίζει την υπακοή, αλλά και να επιδιώκει την ευημερία των κυβερνώμενων. Αναδύεται έτσι ένας νέος τύπος ορθολογικότητας στην πρακτική της διακυβέρνησης.

Η πολιτική εξουσία ενδιαφέρεται για τις διαδικασίες της βιολογικής ζωής, τη γέννηση, τον θάνατο, την αναπαραγωγή, την ασθένεια, διαδικασίες τις οποίες μελετούν οι επιστήμες (βιολογία, ιατρική) και τις καταγράφουν και ελέγχουν οι πρώτες δημογραφικές στατιστικές.

Αυτή η όλο και μεγαλύτερη διείσδυση της πολιτικής εξουσίας στο πεδίο της βιολογικής ζωής επικυρώνεται άλλωστε και με τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου της επαναστατικής εποχής. Οι διακηρύξεις αυτές αναφέρονται στα δικαιώματα του ανθρώπου τόσο ως φυσικού όντος όσο και ως πολίτη. Ανοίγουν έτσι τον δρόμο στην κρατικοποίηση του βιολογικού πεδίου και στη ρύθμιση από το έθνος-κράτος όλο και ευρύτερων τομέων της ζωής (πρόληψη και ασφάλιση των ατυχημάτων, υγειονομική προστασία, νομική ρύθμιση της σεξουαλικότητας και της τεκνοποιίας κ.ο.κ.).

Αυτή η πολιτικοποίηση της βιολογικής ζωής συντελείται υπό την αιγίδα της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Σε αυτή τη διαδικασία η ιατρική παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο, όχι μόνον επειδή προμηθεύει τις τεχνικές για τον έλεγχο των επιδημιών ή των ψυχικών ασθενειών και νομιμοποιεί το έργο της αστυνομίας που ελέγχει, απαγορεύει και καταστέλλει τρόπους ζωής αντίθετους προς τη «δημόσια υγεία», αλλά και επειδή διατυπώνει και προσφέρει το αναγκαίο έρεισμα «αλήθειας», προκειμένου να γίνεται ανεκτή αυτή η αυξανόμενη παρέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα, στα ίδια τα σώματα των ατόμων.

Στις παραδόσεις των ετών 1978-79, ο Φουκό μετατοπίζει την προσοχή του από την ιατρική στην κυβερνητική δραστηριότητα ως διασταύρωση γνώσεων και τεχνικών διαχείρισης του παραγωγικού πληθυσμού, εντοπίζοντας στην οικονομική λογική και δραστηριότητα τη νεότερη, ωφελιμιστική και προσανατολισμένη στην παραγωγική απόδοση βιοπολιτική διακυβέρνηση.

Θανάσης Γιαλκέτσης


12/4/2020 


           ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ           






Ο μεγάλος φόβος

Η πρόκληση φόβου, με στόχο την νομιμοποίηση και την ισχυροποίηση της εξουσίας, μετουσιώνει την εικόνα του φοβισμένου αμνού που σπεύδει γύρω από τον Καλό Ποιμένα. Πρόκειται για ένα αρχαίο φαντασιακό, το οποίο όμως ενεργοποιείται εύκολα.

Στη Γαλλία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως και παντού άλλωστε, μας βομβαρδίζουν με στατιστικές τρόμου. Την ίδια στιγμή, οι δημόσιες αρχές επιλέγουν ένα ύφος επιτηδευμένα σοβαρό και κάθετο. Κάθε βράδυ σημαίνουν συναγερμό, με τρόπο επαναλαμβανόμενο, εδώ και ένα μήνα. Σαν να μην έφτανε αυτό, μας απειλούν. Ποινές, πρόστιμα, ακόμα και φυλάκιση περιμένουν όσους δεν επιθυμούν να σεβαστούν αυτούς τους νέους κανόνες, οι οποίοι διαμορφώνουν πλέον μία καθημερινότητα σε πολιορκία.

Θα πρέπει να ειπωθεί ότι αυτό το λεξιλόγιο της πολιτικής εξουσίας επαναλαμβάνεται διαρκώς, με όρους μιλιταριστικού φετιχισμού από τον Εμμανουέλ Μακρόν. «Γενική κινητοποίηση», «είμαστε σε πόλεμο», «μάχη ενάντια στον ιό», «αόρατος εχθρός». Είναι τρομακτικό, γιατί ο στόχος είναι ακριβώς να προκληθεί τρόμος. Προφανώς, το επιθυμητό είναι να μας τρομάξουν, ώστε να φοβόμαστε τον ιό, τις τιμωρίες, τις ελλείψεις σε μάσκες ή σε τεστ, και βέβαια την τελική ασφυξία που μας περιμένει.

Ο καθένας, λοιπόν, στον καιρό του κορονοϊού είναι εξόριστος και φυλακισμένος στο σπίτι του. Πρόκειται για τον μεγάλο εγκλεισμό, όχι εκείνον που μελετούσε ο Μισέλ Φουκώ, σε σχέση με την ιστορία των φτωχών του 18ου αιώνα, αλλά εκείνου που επιφυλάσσεται για το αύριο. Οι άνθρωποι, ιδιαίτερα οι νέοι, ενδέχεται να τρελαθούν. Κυρίως εκείνοι που βρίσκονται στην πιο παραγωγική ηλικία και δεν έχουν γνωρίσει στη ζωή τους κάτι άλλο παρά μόνο την ελευθερία να μετακινούνται και να καταναλώνουν.

Ήδη διαφαίνονται τα πρώτα συμπτώματα της απορρύθμισης του μυαλού. Οι στατιστικές σε σχέση με την κατανάλωση αλκοόλ που αγοράζεται από τα καταστήματα τροφοδοσίας δείχνουν μία αύξηση της κατανάλωσης της τάξης του 15%. Άνθρωποι που συναντιούνται για ένα ποτό κλείνουν τα κινητά τους, για να μην γίνουν αντιληπτοί από τον «Μεγάλο Αδερφό». Και οι ψυχίατροι, με σοβαροφανές ύφος συμβουλεύουν: εάν υποφέρετε πολύ από μοναξιά ή από βαρεμάρα στο σπίτι σας, δεν χρειάζεται να μας καλείτε. Μπορείτε να μιλάτε στους τοίχους, στα αντικείμενα, στο ταβάνι. Να μας ενοχλήσετε μόνο αν σας απαντήσουν κι αυτά...

«Εμβολιαστείτε», «να πίνετε λιγότερο», «μην καπνίζετε». Ό,τι σχετίζονταν με την ιδιωτική σφαίρα γίνεται πλέον κρατική υπόθεση. Στο σύγχρονο κόσμο που ζούμε, η υγεία μας βρίσκεται όλο και περισσότερο υπό επιτήρηση, ακόμα και σε περιόδους χωρίς επεισόδια υγειονομικής κρίσης. Διότι πλέον, η εξουσία ασκείται κυρίως επί του σώματος και δια μέσου του σώματος. Και πάλι ο Φουκώ ανέλυσε σε ιστορικό βάθος την εναλλαγή διαφόρων συστημάτων «κυβερνησιμότητας». Πρώτο είναι εκείνο, το οποίο βέβαια είναι και το πιο απλό, το σύστημα της επιτήρησης του καθένα, το «σύστημα αστυνόμευσης». Έπειτα, στη σύγχρονη εποχή, η γενική πειθάρχηση επιτυγχάνεται μέσα από συλλογικούς θεσμούς, από τη βιομηχανική οργάνωση της εργασίας, από τις στατιστικές. Και τελικά σήμερα, όλο και περισσότερο, με την ανάπτυξη των επιστημών της διαχείρισης του πληθυσμού, του ελέγχου της καθημερινής ζωής, αναπτύσσεται αυτό που αποκαλούμε πλέον «βιοπολιτική». Η σημερινή διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και της επιδημίας είναι ένα συμπύκνωμα βιοπολιτικής.

Δεν πρόκειται προφανώς για μία πρωτόγνωρη κατάσταση συλλογικού «μεγάλου φόβου». Πέρα από τους πολέμους, και την κοινωνική απορρύθμιση που επιφέρουν, υπήρξαν και μεγάλες φυσικές καταστροφές, οι τεράστιες επιδημίες της λέπρας και της χολέρας, ακόμα και ο φόβος του άγνωστου κάθε νέας χιλιετίας. Ο φόβος για το έτος 1000, οι προφητείες για απορρύθμιση των υπολογιστών το 2000, ή ακόμα και ανάμεσα στις δύο αυτές ημερομηνίες ο φόβος της έλλειψης ψωμιού που πυροδότησε τη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Συχνά τα πάθη και οι φόβοι του κόσμου πυροδοτούνται ακαριαία.

Όμως, ο φόβος αποτελεί και μία στρατηγική, ένα μέσο χειραγώγησης, παλιό όσο κι η εξουσία. Μπορεί να πολλαπλασιάζεται με την τρέχουσα βιοπολιτική πρακτική, αλλά είναι πολύ παλαιότερο. Η πρόκληση φόβου, με στόχο την νομιμοποίηση και την ισχυροποίηση της εξουσίας, μετουσιώνει την εικόνα του φοβισμένου αμνού που σπεύδει γύρω από τον Καλό Ποιμένα. Πρόκειται για ένα αρχαίο φαντασιακό, το οποίο όμως ενεργοποιείται εύκολα. Κάποτε μπόρεσε να πειθαρχήσει τους δουλοπάροικους γύρω από τον πύργο του αφέντη, όπως έκανε και σήμερα με τους σύγχρονους ψηφοφόρους των συστημικών κομμάτων. Πρόκληση φόβου, υπό την απειλή του πολέμου, του εισβολέα, της οικονομικής κρίσης, της βαριάς σκιάς της επιδημίας.

Ας αμφιβάλλουμε λοιπόν!

Παρόλα αυτά, μετά από ένα καταστροφικό τσουνάμι, ή μετά από έναν τυφώνα ορισμένοι λένε: είχαμε δίκιο που προετοιμαστήκαμε και σπεύσαμε. Δεν θα πρέπει να κάνουμε το ίδιο και με μία πανδημία; Αυτή είναι άλλωστε και η μόνη ένσταση που θα μπορούσε κανείς να αντιπαραθέσει σε ένα λόγο πολιτικής αμφισβήτησης, όσο ξεκάθαρος κι αν είναι αυτός. Κι αν τελικά αυτός ο ιός πράγματι ήταν κάτι περισσότερο από μία σοβαρή γρίπη κι εξελισσόταν σε μία μέγα-γρίπη; Μία γρίπη που θα σκότωνε τελικά 10 ή 100 φορές περισσότερους από μία απλή γρίπη, ανατρέποντας την οικονομία όχι στην κατεύθυνση της επιβράδυνσης της παγκοσμιοποίησης προς μία πιο «πράσινη» κατεύθυνση, αλλά εντείνοντας βίαια τη φτώχεια;

Ας είμαστε επιφυλακτικοί σήμερα!

Αμφισβήτηση και διπλή επαγρύπνηση, λοιπόν, σε δύο μέτωπα. Πρώτον, σε ό,τι αφορά τον πραγματικό υγειονομικό κίνδυνο. Από την άλλη, όμως, υπάρχει η έννοια του φόβου ως πολιτικού ελιγμού, ως παραδοσιακού μοχλού νομιμοποιητικών αντανακλαστικών και ως ραφιναρισμένου όπλου της βιοπολιτικής. Αυτόν ακριβώς το φόβο πρέπει να κατανοήσουμε και να πολεμήσουμε σήμερα, διότι γνωρίζουμε ότι θα θρέφει διαρκώς συντηρητικά αντανακλαστικά στο εκλογικό σώμα. Κι όταν θα μεταβληθεί σε απελπισία, προφανώς θα θρέψει και την Ακροδεξιά.

Του Jean - Pierre Gaudin,
  Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Ινστιτούτου Πολιτικών Σπουδών του Aix-en-Provence της Γαλλίας

Μετάφραση: Νικόλας Κουντούρης

 Ένθετα ΕΝΘΕΜΑΤΑ  

http://www.avgi.gr/article/10811/10950941/o-megalos-phob-1

14/4/2020