ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ - Standard & Poor’s,DBRS,Fitch: Υποβαθμίσεις ...

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:
(1) Standard & Poor’s: "Σταθερό" από "θετικό" το outlook 
για την Ελλάδα - Επιβεβαιώνει το 'BB-/B'  
(2) DBRS: Υποβάθμισε το trend για την Eλλάδα 
σε "σταθερό" από "θετικό", διατηρεί το BB(low)
(3α,β)Fitch: Υποβάθμιση του outlook της Ελλάδας σε "σταθερό"
 - Προβλέπει ύφεση 8,1% για φέτος.


 1.
Standard & Poor’s: "Σταθερό" από "θετικό" το outlook για την Ελλάδα 
- Επιβεβαιώνει το 'BB-/B'  

Με αναφορά στη μεγάλη επιτυχία της Ελλάδας να σταθεροποιήσει τα κρούσµατα ασθενειών και τα ποσοστά θνησιµότητας εν μέσω της πανδημίας του νέου κορονοϊού ξεκινά την αξιολόγηση της για τη χώρα μας η S&P Global Ratings.  Ωστόσο, ο οίκος προβλέπει στην ανάλυση του συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας κατά περίπου 9% το 2020, λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, ενώ περιμένει ανάκαμψη των ρυθμών ανάπτυξης το 2021.

Ο οίκος περιμένει επίσης η Ελλάδα να εμφανίσει έλλειμμα της τάξης του 7,7% του ΑΕΠ φέτος ως αποτέλεσμα των μέτρων για την ανάσχεση της κρίσης και των αρνητικών επιπτώσεων από τη ραγδαία επιβράδυνση της οικονομίας, από πλεόνασμα περίπου 1,5% το 2019. Αυτό "δείχνει" πρωτογενές έλλειμμα κοντά στο 5% του ΑΕΠ, σημαντικά χαμηλότερο από τον προηγούμενο στόχο για πλεόνασμα 3,5% στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους πιστωτές, επισημαίνει. 

Σημειώνει παράλληλα ότι λόγω της αβεβαιότητας για τη διάρκεια της πανδημίας και την συνεπαγόμενη οικονομική κρίση και τον πλήρη αντίκτυπο τους στην οικονομία, αναθεωρεί το outlook της Ελλάδας σε "σταθερό" από "θετικό". 

"Θεωρούμε ότι η κυβέρνηση έχει σημαντικά δημοσιονομικά περιθώρια ενόψει των επιπλοκών σε οικονομικό και δημοσιονομικό επίπεδο από την κρίση του COVID-19 τα οποία υποστηρίζουν την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας στα τρέχοντα επίπεδα", αναφέρει ο οίκος. 

Σε αυτό το πλαίσιο, επιβεβαιώνει την πιστοληπτική αξιολόγηση στο 'BB-/B'. 

Όπως εξηγεί, το σταθερό outlook "αντανακλά την άποψη μας ότι τα σημαντικά δημοσιονομικά περιθώρια της Ελλάδας αντισταθμίζουν τους κινδύνους στην πιστοληπτική ικανότητα από τις επιπτώσεις της πανδημίας σε οικονομικό και δημοσιονομικό επίπεδο". 

Προειδοποιεί ταυτόχρονα ότι θα μπορούσε να υποβαθμίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση εάν η οικονομική ανάπτυξη είναι σημαντικά πιο αδύναμη από τις εκτιμήσεις της, διαβρώνοντας έτσι τα δημοσιονομικά περιθώρια και οδηγώντας σε σημαντική απόκλιση από τις τρέχουσες δημοσιονομικές προβλέψεις.

Το θετικό σενάριο

Ο οίκος κάνει λόγο πάντως και για ένα ανοδικό σενάριο. Όπως επισημαίνει, θα εξέταζε την αναβάθμιση της Ελλάδας "εάν ο αντίκτυπος της πανδημίας στις οικονομικές επιδόσεις της χώρας αποδειχθεί βραχύβιος και η τρέχουσα επιβράδυνση των δημοσιονομικών επιδόσεων λόγω της κρίσης αναστραφεί". 

Ο οίκος αναφέρει επίσης ότι θα αναβάθμιζε τις αξιολογήσεις του στο πλαίσιο μιας συνεχιζόμενης υλοποίησης πολιτικών προσανατολισμένων προς την οικονομική σταθερότητα για να αντιμετωπιστούν οι υπολειπόμενες διαρθρωτικές προκλήσεις στην οικονομία. 

Άλλη  μια πιθανή  ενεργοποίηση  για αναβάθμιση της  αξιολόγησης σε μεσοπρόθεσμο  επίπεδο θα αποτελούσε μια σημαντική μείωση της  μη εξυπηρετούμενης έκθεσης (NPEs) στο τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας, κάτι που θα ωφελούσε το μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, όπως αναφέρει.

Επιβεβαίωση της αξιολόγησης

Ο οίκος αναφέρει ότι η επιβεβαίωση της αξιολόγησης βασίζεται στα σημαντικά δημοσιονομικά περιθώρια της Ελλάδας που έχτισε τα προηγούμενα χρόνια εξαιτίας:

-Της πολύ ισχυρής δημοσιονομικής επίδοσης της χώρας 
-Της διατήρησης σημαντικών αποθεμάτων ρευστότητας στον κυβερνητικό ισολογισμό
-Της ευνοϊκής δομής του κρατικού χρέους και
-Της ευελιξίας στη χρηματοδότηση που ενισχύθηκε από την πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγορών περιουσιακών στοιχείων λόγω της πανδημίας και ως ασφάλεια στις πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ. 

Όπως αναφέρει, όσον αφορά την ωρίμανση και το μέσο επιτόκιο, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο πλέον ευνοϊκά προφίλ χρέους μεταξύ των κρατών που αξιολογεί.

Σημειώνει επίσης ότι με βάση τις προβλέψεις της, μετά από μια μεγάλη αύξηση το 2020, το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης και ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ θα αρχίσουν να υποχωρούν από το 2021, με τη βοήθεια της ανάκαμψης της ονοµαστικής αύξησης του ΑΕΠ και της δημοσιονομικής εξυγίανσης. 

Πιο αναλυτικά, περιμένει αύξηση του ακαθάριστου χρέους στο 197% περίπου του ΑΕΠ αυτό το έτος από 177% το προηγούμενο, για να υποχωρήσει ξανά το 2021. Το καθαρό κυβερνητικό χρόες θα αυξηθεί το 2020 στο 181% περίπου του ΑΕΠ από περίπου 157% του ΑΕΠ το 2019, για να περάσει σε πτωτική τροχιά στη συνέχεια. 

Τουρισμός και εξαγωγές

Στην ανάλυση του ο οίκος επισημαίνει ότι με βάση τις εκτιμήσεις του οι επενδύσεις και οι εξαγωγές ιδιαίτερα θα συρρικνωθούν σημαντικά φέτος, με τον αντίκτυπο στον σημαντικό για τη χώρα κλάδο του τουρισμού να είναι ιδιαίτερα αρνητικός. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2019, σημειώνει, έφτασαν σχεδόν το 10% του ΑΕΠ.

Ανάκαμψη το 2021

Για το 2021 ο οίκος περιμένει οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας, το μέγεθος της οποίας θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων παραγόντων που συνδέονται με το πιθανό τέλος της κρίσης του COVID-19, από την αποκατάσταση της τουριστικής δραστηριότητας. 

"Για τα επόμενα τρία χρόνια περιμένουμε η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας να ξεπεράσει το μέσο όρο της Ευρωζώνης και αυτό περιλαμβάνει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους", αναφέρει ο οίκος. 

Περιμένει επίσης η οικονομική επίδοση της χώρας να παραμείνει ισορροπημένη, τροφοδοτούμενη κυρίως από την εγχώρια ζήτηση και τις εξαγωγές. Σε αυτό το πλαίσιο, ο οίκος περιμένει σταθερή άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης εν μέσω υψηλότερης απασχόλησης, μετά την υποχώρηση του 2020. 

Τα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης τα οποία περιλαμβάνονται στο προϋπολογισμό του 2020, όπως η μείωση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων για τα πιο χαμηλά εισοδήματα, η μείωση του φόρου ακινήτων και το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα για τις πληρωμές καθυστερούμενων φορολογικών οφειλών αναμένεται να στηρίξουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, εκτιμά η S&P.

"Κλειδί" η μείωση των κόκκινων δανείων

Ο οίκος τονίζει τη σημασία που θα έχει για την ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη η μείωση των μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων (NPEs) στις τράπεζες, "κάτι που θα οδηγούσε σε τόνωση του δανεισμού προς τον ιδιωτικό τομέα", όπως αναφέρει. 

Σημειώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταγράψει πρόοδο στη μείωση των NPEs, τα οποία στο τέλος του 2019 έφταναν τα 68 δισ. ευρώ περίπου (χωρίς να περιλαμβάνονται στοιχεία εκτός του ισολογισμού), μειωμένα λίγο πάνω από το ένα τρίτο από 107,2 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2016. 

Αναφέρεται επίσης στο σχέδιο "Ηρακλής" της ελληνικής κυβέρνησης, σχολιάζοντας πως τέτοια μέτρα αναμένεται να βοηθήσουν να αποκατασταθεί ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, επιταχύνοντας την οικονομική ανάκαμψη. 

Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της πανδημίας, ο οίκος περιμένει αναστροφή της θετικής αυτής τάσης στη δημιουργία νέων NPEs. Εκτιμά επίσης ότι στο περιβάλλον αυτό, η πρόσφατη υλοποίηση του σχεδίου "Ηρακλής" είναι επίσης απίθανο να επιταχύνει τον αναμενόμενο ρυθμό διάθεσης των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων. 

"Θεωρούμε ότι ο θετικός αντίκτυπος των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων, όπως στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, είναι απίθανο να εκδηλωθεί σε συνθήκες ύφεσης ή χαμηλής ανάπτυξης. Χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαιο κίνησης, ο κλάδος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων - ο μεγαλύτερος εργοδότης στην ελληνική οικονομία - παραμένει σε διάφορα επίπεδα πίεσης".

Οι χρεοκοπίες στον ιδιωτικό τομέα είναι ακόμα εκτεταμένες και αυτό περιλαμβάνει τα φορολογικά βάρη. Η ύφεση θα περιπλέξει τις προσπάθειες να μειωθεί ο μεγάλος όγκος των NPEs, εκτιμά.


24/4/2020


2.
DBRS: Υποβάθμισε το trend για την Eλλάδα 
σε "σταθερό" από "θετικό", διατηρεί το BB(low)

Σε επιβεβαίωση της αξιολόγησής του για τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε BB(low), αναθεωρώντας ωστόσο πτωτικά το trend από "θετικό” σε "σταθερό”, προχώρησε ο καναδικός οίκος DBRS

Η πτωτική αναθεώρηση της τάσης για την ελληνική οικονομία, όπως τονίζει ο οίκος, οφείλεται στην "παύση” της οικονομικής δραστηριότητας και την πιθανή ύφεση στην οποία οδηγεί η πανδημία του κορονοϊού, καθώς και στο γεγονός ότι ο χρόνος και η ταχύτητα μιας ενδεχόμενης ανάκαμψης είναι ασαφείς.

Όπως τονίζει ο οίκος, η κυβέρνηση αντέδρασε γρήγορα για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊού και έχει αποτρέψει μια σοβαρή κρίση υγείας μέχρι στιγμής. Επίσης, προσθέτει ότι τα έκτακτα φορολογικά μέτρα θα μειώσουν τη μέγεθος του οικονομικού αντίκτυπου, ωστόσο, η οικονομία είναι πιθανό να συρρικνωθεί φέτος, λόγω των επιπτώσεων στους κρίσιμους κλάδους του τουρισμού και της ναυτιλίας, ενώ η ανεργία θα αυξηθεί. 

Ταυτόχρονα, επισημαίνει ότι ο χρόνος οικονομικής ανάκαμψης και, επομένως, οι προοπτικές ανάπτυξης του 2021 παραμένουν ασαφείς. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο δείκτης δημόσιου χρέους και το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα επιδεινωθούν και η διάρκεια της επιδείνωσης αυτής είναι εξαιρετικά ασαφής.

Την ίδια στιγμή τονίζει ότι η επιβεβαίωση της αξιολόγησης για την πιστοληπτική ικανότητας της ελληνικής οικονομίας αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η κυβέρνηση είναι σε θέση, με ισχυρή δέσμευση, να συνεχίσει τη μεταρρυθμιστική της ατζέντα. Όπως αναφέρει, η Ελλάδα αναδύθηκε από την προηγούμενη κρίση σημειώνοντας τρία χρόνια ανάπτυξης και πέντε χρόνια πρωτογενούς πλεονάσματος, γεγονός που συνέβαλε στη δημιουργία ενός μεγάλου αποθέματος μετρητών. 

Ωστόσο, το βάρος του δημόσιου χρέους είναι μεγάλο, στο 176,6% του ΑΕΠ στα τέλη του 2019, και τώρα αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω. Βέβαια, σημειώνει ότι το υψηλό απόθεμα δημόσιου χρέους μετριάζεται σε κάποιο βαθμό από την πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια του χρέους και από το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος. Επίσης, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου περιλαμβάνονται πλέον στο πρόγραμμα αγορών περιουσιακών στοιχείων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Ο καναδικός οίκος σημειώνει ότι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση της χώρας είναι η αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού και η επιστροφή της οικονομίας σε ανοδική τροχιά, η συμμόρφωση με τους όρους του προγράμματος εποπτείας της Ελλάδας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Στον αντίποδα, εξελίξεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποβάθμιση είναι μια επίμονη αρνητική επίδοση της οικονομίας, η καθυστέρηση ή η αναστροφή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και μακροπρόθεσμα η έλλειψη δημοσιονομικών κινήσεων, καθώς και μια νέα αστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Το ξέσπασμα του κορονοϊού αναμένεται να εκτροχιάσει
 την οικονομική ανάκαμψη.

Πιο αναλυτικά, ο καναδικός οίκος αναφέρει ότι το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού αναμένεται να εκτροχιάσει την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας, σημειώνοντας ωστόσο ότι η "απάντηση” της κυβέρνησης ήταν άμεση. 

Όπως αναφέρει, από τις 23 Απριλίου, έχουν επιβεβαιωθεί 2.463 κρούσματα και 127 θάνατοι στην Ελλάδα από τη νόσο COVID-19. Όμως, η ταχεία αντίδραση της κυβέρνησης στην επιδημιολογική κρίση έχει αποτρέψει μια σοβαρή κρίση υγείας μέχρι στιγμής. Σε μια προσπάθεια να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού και να υποστηριχθεί το σύστημα υγείας, η κυβέρνηση στις 2 Μαρτίου προχώρησε στο κλείσιμο σχολείων και πανεπιστημίων, ακολούθησε το κλείσιμο μη απαραίτητων επιχειρήσεων, ενώ στις 23 Μαρτίου επιβλήθηκε "παύση” σε εθνικό επίπεδο. 

Παράλληλα, σημειώνει ότι ως απάντηση στην κρίση, η κυβέρνηση ανακοίνωσε έκτακτα φορολογικά μέτρα για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων και για την παροχή ρευστότητας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Επιπλέον, προσθέτει ότι από την εκλογή της τον Ιούλιο του 2019, η κυβέρνηση έχει περάσει σειρά νομοσχεδίων για την στήριξη της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ανάπτυξης, μειώνοντας τη γραφειοκρατία που στο παρελθόν αποτελούσε τροχοπέδη για τις ιδιωτικές επενδύσεις. Γεγονός που στηρίζει τη θετική ποιοτική αξιολόγηση της DBRS Morningstar για το "Πολιτικό περιβάλλον".

Τονίζει βέβαια ότι καθώς συνεχίζεται η πανδημία του κορονοϊού, η ελληνική οικονομία οδεύει προς ύφεση, με το ΑΕΠ πιθανότατα να μειώνεται πάνω από 5% φέτος. Πριν από την πανδημία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέμενε αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 2% το 2020 και το 2021, κυρίως λόγω της υψηλότερης κατανάλωσης και σημαντικής αύξησης των επενδύσεων. Οι εξαγωγές συνέβαλαν σταθερά στην ανάκαμψη, αντικατοπτρίζοντας τη σημαντική βελτίωση του μεριδίου των εξαγωγών ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 19% το 2009 σε 39% το 2019.

Ωστόσο, σημειώνει ότι ο αντίκτυπος της πανδημίας αναμένεται να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μέσω διαφόρων οδών. Η εξασθένηση της παγκόσμιας και της εγχώριας ζήτησης θα επηρεάσει σημαντικά τις εξαγωγές και τις εισαγωγές αγαθών. Επιπλέον, τα αυστηρά μέτρα περιορισμού των μετακινήσεων και οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί δημιουργούν αυξημένους κινδύνους για τον τουριστικό τομέα της Ελλάδας, ο οποίος συνεισφέρει άμεσα περισσότερο από 10% στο ΑΕΠ. Η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό είναι επίσης εμφανής στην αγορά εργασίας, με περίπου το 16% του συνολικού εργατικού δυναμικού να απασχολείται στον τουριστικό κλάδο.

Τονίζει όμως ότι δεδομένης της υψηλής εποχικότητας του τουριστικού τομέα, με σχεδόν το 77% των τουριστικών αφίξεων να συγκεντρώνεται το τρίτο τρίμηνο του έτους, οι απώλειες για τη βιομηχανία θα μπορούσαν να περιοριστούν εάν οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί χαλαρώσουν το δεύτερο εξάμηνο του έτους. 

Η επιδείνωση, πάντως, των προοπτικών ανάπτυξης της Ελλάδας στηρίζει την αρνητική ποιοτική αξιολόγηση της DBRS Morningstar για την "Οικονομική διάρθρωση".

Ακόμη, ο οίκος σημειώνει ότι η οικονομία επιταχύνθηκε το 2019 σημειώνοντας σταθερό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,9%, υποστηριζόμενη και πάλι κυρίως από την ισχυρή αύξηση των εξαγωγών και την ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης. Επιπλέον,έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, καθώς από τον Ιούλιο του 2019, η ελληνική κυβέρνηση έχει εγκρίνει σειρά νομοσχεδίων για την υποστήριξη της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ανάπτυξης μειώνοντας τη γραφειοκρατία που στο παρελθόν αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για τις ιδιωτικές επενδύσεις. 

Ωστόσο, η DBRS επισημαίνει ότι το τρέχον επιδεινούμενο επενδυτικό κλίμα πιθανότατα θα καθυστερήσει το σχέδιο της κυβέρνησης για ενίσχυση των ξένων επενδύσεων.

Τα έκτακτα μέτρα θα οδηγήσουν σε έλλειμμα το 2020

Όσον αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους, η DBRS σημειώνει ότι μετά από πέντε διαδοχικά έτη υπεραπόδοσης, το δημοσιονομικό ισοζύγιο αναμένεται ότι θα είναι αρνητικό φέτος, λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας.

Κι αυτό γιατί σε "απάντηση” στην κρίση του κορονοϊού, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε μια σειρά φορολογικών μέτρων, ύψους 3,5% του ΑΕΠ, με στόχο τη στήριξη της οικονομίας και τη μείωση των οικονομικών επιπτώσεων. Το δημοσιονομικό πακέτο που έχει ανακοινωθεί μέχρι στιγμής περιλαμβάνει: (1) αναβολή του ΦΠΑ και πληρωμών κοινωνικών εισφορών για εταιρείες έως τα τέλη Αυγούστου, μείωση του ΦΠΑ σε αγαθά που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της πανδημίας, (2) οικονομική υποστήριξη προς τους εργαζομένους και τους αυτοαπασχολούμενους που καλύπτουν το 81% των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα και την επέκταση των επιδομάτων ανεργίας, (3) πληρωμή κρατικών οφειλών με στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά και (4) αυξημένες δαπάνες για τη στήριξη του συστήματος Υγείας. Το κόστος του δημοσιονομικού πακέτου εκτιμάται σε 6,8 δισ. ευρώ (3,5% του ΑΕΠ).

Το ΔΝΤ προβλέπει δημοσιονομικό έλλειμμα φέτος της τάξης του 9% του ΑΕΠ σε σύγκριση με ένα μικρό πλεόνασμα 0,4% το 2019 και αυτή η αναμενόμενη επιδείνωση επιβαρύνει την ποιοτική αξιολόγηση της DBRS Morningstar σχετικά με τον παράγοντα "Φορολογική διαχείριση και απόδοση". 

Ο οίκος σημειώνει πάντως, ότι η Κομισιόν για να υποστηρίξει τα φορολογικά μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορονοϊού, συμφώνησε ότι ο πρωτογενής δημοσιονομικός στόχος του 3,5% του ΑΕΠ για το 2020 δεν αποτελεί πλέον απαίτηση για την Ελλάδα, δεδομένου ότι παρέχεται ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες.

Σημειώνει επίσης ότι από το 2010 η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή για την αναδιάρθρωση των δημοσιονομικών της. Διάφορες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής βελτίωσαν τη δημοσιονομική διαχείριση και διόρθωσαν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες. Προσθέτει δε ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 4% του ΑΕΠ, κατά μέσο όρο, από το 2015, αντικατοπτρίζουν τη δέσμευση της Ελλάδας για δημοσιονομική εξυγίανση. 

Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή, ωστόσο, ένα παρατεταμένο σοκ που απαιτεί σημαντικά περισσότερα μέτρα για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της χώρας.

Εξωτερικές ανισορροπίες 

H DBRS σημειώνει ότι μετά από χρόνια μεγάλων ελλειμμάτων, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας έχει βελτιωθεί περισσότερες από δέκα ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Το 2019, το έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 1,4% του ΑΕΠ από 2,8% το 2018. Αυτό οφείλεται στη βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών, καθώς και στις αυξημένες εισπράξεις των λογαριασμών πρωτογενούς και δευτερογενούς εισοδήματος. Συνολικά, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν σημαντικά, λόγω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της χώρας. 

Η ισχυρή απόδοση του ισοζυγίου υπηρεσιών, η οποία οφείλεται κυρίως στη βελτίωση του ταξιδιωτικού ισοζυγίου με τις αφίξεις ξένων να αυξάνονται κατά σχεδόν 20% την περίοδο 2016-2018, αναμένεται ωστόσο να επηρεαστεί σοβαρά από την παγκόσμια κρίση λόγω του κορονοϊού, σημειώνει ο καναδικός οίκος. Η επιδείνωση της εξωτερικής ζήτησης θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στο ταξιδιωτικό ισοζύγιο, το οποίο αντιπροσωπεύει σχεδόν το 70% του ισοζυγίου υπηρεσιών, αν και προσθέτει ότι εν μέρει αντισταθμίζεται από τις ροές κεφαλαίων της ΕΕ. 

Επιπλέον, οι καθαρές εξωτερικές υποχρεώσεις της Ελλάδας παραμένουν υψηλές, στο 151% του ΑΕΠ το 2019, από 88,8% το 2011, αντανακλώντας κυρίως το εξωτερικό χρέος του δημόσιου τομέα. Εκτιμά, μάλιστα, ότι θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, λόγω του μακροπρόθεσμου ορίζοντα των δανείων.

Το χρέος παραμένει υψηλό

Όσον αφορά το χρέος, η DBRS Morningstar σημειώνει ότι παρότι μειώθηκε στο 176,6% το 2019 από την κορυφή του, στο 181,1% το 2018, ο δείκτης χρέους αναμένεται να αυξηθεί φέτος εν μέσω του αυξανόμενου δημοσιονομικού κόστους για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων του κορονοϊού. Ωστόσο, θετικός παράγοντας είναι το γεγονός ότι ο θεσμοί της ΕΕ κατέχουν περίπου το 81% του δημόσιου χρέους της χώρας, κάτι που συμβάλλει στην πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκειά του, ενώ θετικό είναι και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους χρηματοδοτείται με πολύ χαμηλά επιτόκια, καθώς άνω του 90% του χρέους έχει σταθερά επιτόκια, κάτι που μετριάζει τους κινδύνους που ανακύπτουν από την αυξανόμενη μεταβλητότητα στην αγορά.

Επίσης, αναφέρει ότι το 2019, η Ελλάδα σημείωσε περαιτέρω πρόοδο ως προς τη βελτίωση της πρόσβασής της στην αγορά ομολόγων, αντλώντας περίπου 9 δισ. ευρώ, επιτυγχάνοντας παράλληλα ιστορικά χαμηλές αποδόσεις. Εκτός από το ευνοϊκό περιβάλλον στις διεθνείς αγορές ομολόγων, το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει επίσης την αυξανόμενη εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία. 

Παράλληλα, τονίζει ότι η απόφαση της ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγορών περιουσιακών στοιχείων των 750 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2020, θα πρέπει επίσης να συμβάλει σε ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης. 

Επιπλέον, το σημαντικό απόθεμα ρευστότητας που ανέρχεται συνολικά σε περίπου 36 δισ. ευρώ, στηρίζει τις προσπάθειες της Ελλάδας να προσελκύσει την εμπιστοσύνη των συμμετεχόντων στην αγορά. 

Σύμφωνα με τη DBRS, το "μαξιλάρι” αυτό μειώνει τον κίνδυνο αποπληρωμής και οδηγεί σε ανοδική ποιοτική αξιολόγηση του παράγοντα "Χρέος και ρευστότητα".

Τράπεζες και NPEs

Καταλήγοντας ο οίκος σημειώνει ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, περίπου στα 71 δισ. ευρώ στα τέλη Σεπτεμβρίου 2019. Αυτό ισοδυναμεί με δείκτη NPE περίπου 42,1% των ακαθάριστων δανείων, που είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ, και συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ελλάδας. 

Ωστόσο, τονίζει ότι τα NPEs κινούνται σε πτωτική τροχιά, καθώς έχουν μειωθεί περισσότερο από 30 δισ. ευρώ, μετά το peak τους, τον Μάρτιο του 2016, κυρίως λόγω πωλήσεων και διαγραφών δανείων.

Προσθέτει, ότι τον Δεκέμβριο του 2019, υιοθετήθηκε ως συστημική λύση το Σχέδιο Ηρακλής (HAPS) για την επιτάχυνση της μείωσης των NPEs των τραπεζών, μέσω τιτλοποιήσεων, για τις οποίες θα παρέχονταν κρατικές εγγυήσεις για τις τίτλους πλήρους εξασφάλισης. 

Και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ανακοίνωσαν σχέδια να χρησιμοποιήσουν το Σχέδιο Ηρακλής και να αφαιρέσουν από τους ισολογισμούς τους NPEs συνολικού ύψους περίπου 32,5 δισ. ευρώ. 

Ωστόσο, η αυξημένη αβεβαιότητα τόσο για την εγχώρια οικονομία όσο και για τις διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, που σχετίζεται με την πανδημία του κορονοϊού, πιθανότατα θα οδηγήσουν σε επιβράδυνση των σχεδίων των τραπεζών για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Από την άλλη, τονίζει ότι η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να χαλαρώσει προσωρινά τους κανόνες και να αρχίσει να δέχεται ομόλογα ελληνικού δημοσίου ως collateral, θα ενισχύσει τη ρευστότητα των τραπεζών και την ικανότητά τους να υποστηρίξουν την πραγματική οικονομία.


24/4/2020


3α.
Τι οδήγησε την Fitch στην αιφνίδια υποβάθμιση της Ελλάδας,
 το "σήμα" σε S&P και DBRS. 

Παρά το γεγονός ότι η χθεσινή κίνηση της Fitch η οποία υποβάθμισε τις προοπτικές της Ελλάδας σε σταθερές (διατηρώντας ωστόσο το rating στο ΒΒ) να ήταν αιφνίδια, δεν θα έπρεπε ωστόσο να προκαλεί έκπληξη. Σήμερα είναι προγραμματισμένες οι αξιολογήσεις από S&P και DBRS, και οι κινήσεις τους αναμένεται να είναι (τουλάχιστον) ανάλογες. Η υποβάθμιση αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί αρνητικό "σήμα" αλλά μία αναγκαία κίνηση… απόδοσης της νέας πραγματικότητας που έχει διαμορφώσει η κρίση λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.

Η Fitch ήταν ο οίκος ο οποίος έδινε την υψηλότερη βαθμολογία στην Ελλάδα, δύο βαθμίδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και με θετικό οutlook, το οποίο σημαίνει ότι υπήρχε ισχυρή πιθανότητα αναβάθμισης μέσα στους επόμενους 12 περίπου μήνες. Όταν αξιολόγησε την Ελλάδα τον Ιανουάριο, η οικονομία βρισκόταν στον δρόμο της επιστροφής στην κανονικότητα μετά από πολλά χρόνια πιέσεων και κρίσης, και αναμενόταν ευρέως να αποτελέσει το μεγαλύτερο story ανάπτυξη φέτος, καθώς όλες οι προβλέψεις μιλούσαν για την υψηλότερη ανάπτυξη στην περιοχή το 2020 έστω και σε σχετικά χαμηλό επίπεδο (της τάξης του 2% με 2,5%).

Από τον Ιανουάριο η εικόνα έχει αλλάξει δραματικά, όχι με… υπαίτιο την ίδια την Ελλάδα αλλά λόγω του σοκ που έχει προκαλέσει η πανδημία διεθνώς οδηγώντας όλες τις οικονομίες σε ύφεση.

Με δεδομένη λοιπόν τη στροφή 180 μοιρών στις προοπτικές (και) της Ελλάδας λόγω του διεθνούς σκηνικού, η Fitch δεν ήταν δυνατόν να περιμένει μέχρι την επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγησή της τον Ιούλιο και να αφήσει το outlook σε "θετικό" που σημαίνει ότι οδεύει προς αναβάθμιση του rating της. H "δουλειά" των οίκων είναι να αξιολογούν τη θέση των χωρών ανά πάσα στιγμή, για αυτό υπάρχουν και οι έκτακτες αξιολογήσεις, καθώς οι βαθμολογίες τους αποτελούν δείκτη για τους επενδυτές και όχι μόνο.

Με δεδομένο ότι σήμερα αναμένεται ευρέως - και στο... "καλό" σενάριο (καθώς δεν μπορεί να μπει ποτέ κανείς στο "μυαλό" των οίκων) - τόσο η S&P όσο και η DBRS να προχωρήσουν σε υποβάθμιση του θετικού οutlook που δίνουν για την Ελλάδα, η Fitch δεν μπορούσε να μείνει… πίσω σε αξιολόγηση η οποία απεικόνιζε την κατάσταση μιας οικονομίας πριν τρεις μήνες και προ-πανδημίας, τη στιγμή μάλιστα που η αξιολόγησή της είναι έτσι και αλλιώς υψηλότερη,. Σημειώνεται ότι η S&P και η DBRS βαθμολογούν την Ελλάδα τρία σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, στο "ΒΒ-" και στο "ΒΒ(low) αντίστοιχα.

Επίσης, πριν λίγες ημέρες και η Moody’s σε έκτακτο report της προχώρησε σε επιβεβαίωση της αξιολόγησής της για την Ελλάδα στο "Β1" με σταθερές προοπτικές. Η Moody’s να επισημάνουμε, δίνει τη χαμηλότερη βαθμολογία στην Ελλάδα από τους τέσσερις οίκους, δηλαδή τέσσερα σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.

Η επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση της Moody’s είναι στις 8 Μαΐου, ωστόσο το μήνυμα που δίνει είναι πως δεν θα… βιαστεί να προχωρήσει σε αλλαγή της αξιολόγησης που δίνει για την Ελλάδα.

Όπως μάλιστα ανέφερε, μπορεί να προχωρήσει σε αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας εάν ο αρνητικός αντίκτυπος της πανδημίας στην οικονομία είναι παροδικός, με ταχύτατη ανάκαμψη της οικονομίας στη συνέχεια, και εάν οι προσπάθειες εντατικοποίησης των μεταρρυθμίσεων και βελτίωσης του τραπεζικού κλάδου επανέλθουν, κάτι που σημαίνει ότι πιθανώς θα περιμένει να δει πώς θα εξελιχθεί ο αντίκτυπος της πανδημίας. Σημειώνεται πως η Moody’s προβλέπει ύφεση 5% φέτος (και ανάκαμψη 4% το 2021), με την προϋπόθεση ότι η άρση των περιοριστικών μέτρων θα πραγματοποιηθεί τις επόμενες εβδομάδες.

Της Ελευθερίας Κούρταλη


24/4/2020



3β.
Fitch: Υποβάθμιση του outlook της Ελλάδας σε "σταθερό"
 - Προβλέπει ύφεση 8,1% για φέτος.

Στην αναθεώρηση επί τα χείρω του outlook της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από "θετικό" σε "σταθερό" προχώρησε αιφνιδιαστικά o οίκος Fitch την Πέμπτη το βράδυ, επικαλούμενος την σημαντική επίδραση της κρίσης του κορονοϊού στην οικονομική δραστηριότητα, στα δημόσια οικονομικά και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας.

Η Fitch προβλέπει μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 8,1% φέτος, η οποία θα αντικατοπτρίζει τα απαραίτητα περιοριστικά μέτρα για την επιβράδυνση της εξάπλωσης της πανδημίας, την παγκόσμια ύφεση και την απότομη πτώση των εσόδων στον κλάδο του τουρισμού. Ο οίκος αναμένει μια ορισμένη ανάκαμψη της δραστηριότητας το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους και το 2021, με την αύξηση του ΑΕΠ να φτάνει το 5,1% την ερχόμενη χρονιά.

Η έκταση της πτώσης του ΑΕΠ και η επακόλουθη ανάκαμψη είναι ωστόσο εξαιρετικά αβέβαια μεγέθη, σύμφωνα με την Fitch. Υπάρχουν κίνδυνοι περαιτέρω χειροτέρευσης των οικονομικών δεδομένων και πέραν των συγκεκριμένων προβλέψεων, εκτιμά ο οίκος, αναφερόμενος στην έκταση και τη διάρκεια της πανδημίας του κοροναϊού. Παρατεταμένες περίοδοι lockdown ή ένα δεύτερο κύμα εξάπλωσης του ιού στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα συνεπάγονταν πολύ μεγαλύτερες μειώσεις στην παραγωγή το 2020 και ασθενέστερη ανάκαμψη το 2021. Ο τουρισμός συμβάλλει περίπου κατά 10% στο ΑΕΠ, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ταξιδιών και Τουρισμού, υπογραμμίζει η Fitch.

Ο συνδυασμός της σοβαρής πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας και των έκτακτων μέτρων που λαμβάνει η κυβέρνηση για τη στήριξη της οικονομίας εν μέσω της πανδημίας θα οδηγήσουν σε απότομη επιδείνωση του ισοζυγίου του προϋπολογισμού για φέτος, σημειώνει ακόμη. "Η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε 5 δισεκατομμύρια ευρώ (περίπου 2,9% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) μέτρων στήριξης για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους που επηρεάζονται από την παύση της οικονομικής δραστηριότητας που σχετίζεται με το ξέσπασμα του κοροναϊού, επιπλέον δαπάνες για την υγεία και αναβολές φόρων.

Περαιτέρω υποστήριξη (περίπου 2 δισ. ευρώ) θα προέλθει από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ. Εκτιμούμε, τονίζει η Fitch, ότι το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης θα μετακινηθεί από εκτιμώμενο πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2019 σε έλλειμμα 7,4% του ΑΕΠ για το 2020. Στη συνέχεια αναμένουμε ότι το έλλειμμα θα μειωθεί σε έναν βαθμό στο 4,6% του ΑΕΠ το 2021. Το πρωτογενές αποτέλεσμα θα "γυρίσει" επίσης σε αρνητικό φέτος, μετά από τέσσερα συνεχόμενα έτη πλεονασμάτων και υπεραποδόσεων στους δημοσιονομικούς στόχους.

Νέα αύξηση του ποσοστού του χρέους

Η αύξηση του δανεισμού θα μεταφραστεί σε αντιστροφή της μείωσης του δείκτη του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ που παρατηρήθηκε πέρυσι. H Fitch εκτιμά ότι ο δείκτης μειώθηκε στο 176,6% στο τέλος του 2019, από 181,2% το 2018 και, με βάση τις προβλέψεις της, θα αυξηθεί σε 194,8% στα τέλη του 2020, πριν μειωθεί στο 187,1% το 2021. Η πρόβλεψη για τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ για το τρέχον έτος προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση θα κάνει χρήση λίγο περισσότερου από το ένα τέταρτο του μεγάλου "μαξιλαριού" (ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ, περίπου 5,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) ρευστότητας το οποίο διαθέτει. Εάν το σύνολο του επιπλέον δανεισμού που προβλέπεται φέτος καλυφθεί από αύξηση της έκδοσης νέου χρέους, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα μπορούσε να ξεπεράσει το 200%.

Η Fitch αναμένει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα αυξηθεί σημαντικά φέτος, δεδομένου ότι οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί και η εθελοντική κοινωνική απόστασιοποίηση λόγω της πανδημίας θα περιορίσουν τις αφίξεις τουριστών στην Ελλάδα. Το 2019, τα ταξιδιωτικά έσοδα αντιπροσώπευαν το 22% των τρεχούμενων εσόδων ή το 9,7% του ΑΕΠ. Αναμένουμε ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα διευρυνθεί στο 6,7% του ΑΕΠ φέτος και στο 5,7% το 2021, από 1,6% του ΑΕΠ το 2019.

Τα ζητήματα εξωτερικού χρέους της χώρας αποτελούν αδυναμία ως προς την πιστοληπτική της αξιολόγηση, εκτιμά ο οίκος, σημειώνοντας ότι ο όγκος εξωτερικού χρέους (132,5% στα τέλη του 2019) και η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (-150,6%) ως μερίδιο του ΑΕΠ είναι σημαντικά υψηλότερα από το μέσο όρο των χωρών με πιστοληπτική αξιολόγηση "BB" (19,1% και -16,2% κατά μέσο όρο, αντίστοιχα). Οι κίνδυνοι μετριάζονται από το μεγάλο μερίδιο των υποχρεώσεων που οφείλονται σε επίσημους πιστωτές και είναι σε μεγάλο βαθμό σε ευρώ, ωστόσο ο μεγάλος αυτός όγκος εκθέτει τη χώρα σε κινδύνους λόγω απότομων μεταβολών στο κλίμα της αγοράς.

Η Ελλάδα έχει υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ τους μέσους όρους των χωρών της βαθμίδας "BB" και "BBB". Οι δείκτες διακυβέρνησης είναι επίσης σημαντικά ισχυρότεροι. Αυτά τα πλεονεκτήματα αντιστοιχούν όμως σε μια αδύναμη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική, ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στον τραπεζικό τομέα και υψηλά αποθέματα δημόσιου χρέους και καθαρού εξωτερικού χρέους.

Ενώ το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι και θα παραμείνει πολύ υψηλό για μια παρατεταμένη περίοδο, υπάρχουν ελαφρυντικοί παράγοντες που "υποστηρίζουν" τη βιωσιμότητα του χρέους. Η Fitch προβλέπει ότι ο δείκτης θα αρχίσει να μειώνεται ξανά το 2021. Το "μαξιλάρι" ρευστότητας είναι περισσότερο από επαρκές για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης για το τρέχον έτος, αλλά και για το επόμενο. Η ευνοϊκή "φύση" του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους της Ελλάδας σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλό. Περίπου το 95% του χρέους είναι  σταθερού επιτοκίου και η μέση διάρκεια ωρίμανσης του ελληνικού χρέους (20,5 χρόνια) είναι μεταξύ των μακρύτερων ανά τον κόσμο, μειώνοντας τον κίνδυνο από μια αύξηση επιτοκίων.

Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα συμπεριλάβει ελληνικά κρατικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγορών έκτακτης ανάγκης λόγω πανδημίας (PEPP), σε αντίθεση με τα περισσότερα προηγούμενα προγράμματα αγοράς assets. Το PEPP διαθέτει συνολικό μέγεθος 750 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με βάση το ποσοστό συμμετοχής της Ελλάδας στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, αυτό θα επέτρεπε την αγορά έως και 16 δισεκατομμυρίων ευρώ (περίπου 9,3% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) στη δευτερογενή αγορά από το Ευρωσύστημα. Αυτό θα προσφέρει μια επιπλέον πηγή ευελιξίας στη χρηματοδότηση των αναγκών της χώρας, σημειώνει η Fitch.

Τράπεζες και NPLs

Τέλος, η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων στον τραπεζικό τομέα εξακολούθησε να βελτιώνεται το 2019, προσθέτει η Fitch, ωστόσο η πανδημία θα καθυστερήσει περαιτέρω τη βελτίωση του προφίλ και δημιουργεί κινδύνους. Η καθιέρωση του μορατόριουμ στις πληρωμές δόσεων δανείων  από τις ελληνικές τράπεζες και η παροχή κρατικών εγγυήσεων ύψους περίπου 5 δισεκατομμυρίων ευρώ σε εταιρείες εκτός του χρηματοοικονομικού κλάδου θα μπορούσε να μετριάσει τις πιέσεις στην ποιότητα του ενεργητικού στο εγγύς μέλλον. Η απάντηση της ΕΚΤ στην πανδημία περιλαμβάνει επίσης μέτρα ελάφρυνσης των κεφαλαιακών απαιτήσεων και εκτεταμένες διευκολύνσεις νομισματικής πολιτικής που θα ανακουφίσουν εν μέρει τις τράπεζες.

Το απόθεμα των NPLs μειώθηκε κατά σχεδόν 16% στα τέσσερα τρίμηνα μέχρι το γ’ τρίμηνο του 2019, σε 71,2 δισεκατομμύρια ευρώ και κατά περίπου το ένα τρίτο από το υψηλό τους, που καταγράφηκε το α΄ τρίμηνο του 2016. Ταυτόχρονα, λόγω της συνεχιζόμενης διαδικασίας απομόχλευσης στον τραπεζικό τομέα, ο δείκτης NPLs παραμένει πολύ υψηλός, στο 42,1% το γ’ τρίμηνο του 2019, μειωμένος από 46,7% έναν χρόνο νωρίτερα.

Υπενθυμίζεται ότι απόψε (Παρασκεύη) αναμένεται η προγραμματισμένη "ετυμηγορία" τόσο της Standard & Poors, όσο και της καναδικής DBRS.


23,24/4/2020