Η αυτοαναίρεση της Δικαιοσύνης.
Άρθρο 332 - Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Νόμος 4620/2019)
- Συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών.
''Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο οι δικαστικοί λειτουργοί δεν μεταχειρίζονται τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δίκη κατά τρόπο αμερόληπτο, ευπρεπή, απαθή και ψύχραιμο, διαπράττουν βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα.''
Η αυτοαναίρεση της Δικαιοσύνης.
Ασφαλώς και στη χώρα μας υπάρχουν δικαστές -όχι απλώς επαρκείς, νουνεχείς και ευσυνείδητοι, αλλά- αναμφιβόλως «μεγάλοι». Κάποιοι εξ αυτών βρίσκονται σήμερα -ή βρέθηκαν παλαιότερα- στις κορυφές της δικαστικής ιεραρχίας, ορισμένοι δε εξ αυτών με τιμούν με την πολύτιμη φιλία τους. (Πολύτιμη όχι μόνο γιατί είναι σημαντικοί δικαστές, αλλά πρωτίστως γιατί είναι σημαντικοί πνευματικοί άνθρωποι. Δεν γνωρίζω, για παράδειγμα, πολλούς πανεπιστημιακούς καθηγητές της γενικής παιδείας και του πνευματικού μεγέθους του σημερινού προέδρου του ΣτΕ μας…)
Ωστόσο…
Τα πολυθρύλητα περί αγνής, ανεξάρτητης, ακέραιης, αμερόληπτης δικαιοσύνης, της δικαιοσύνης-οχυρού της δημοκρατίας και πολλά άλλα θορυβώδη, όλα αυτά –ενώ πάντα λειτουργούσαν ως βάση για τις προνομιακά ευνοϊκές μισθολογικές απολαβές των δικαστών- κατά τη γνώμη μου πάντα συνιστούσαν μύθο…
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Το παραδικαστικό; (Το οποίο πιθανόν να διασφάλιζε και ισχυρές διασυνδέσεις μεταξύ τηβεννοφόρων και ρασοφόρων… Θυμάται κανείς την περίπτωση και τη δικαστική αντιμετώπιση, στην κατ’ έφεση δίκη αλλά και στο ΑΠ, της γυναικούλας που δολοφόνησε τον –κατηγορηθέντα ως εκμεταλλευτή της- αρχιμανδρίτη;)
Την παλαιότερη απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα προς την οποία «η φράσις ‘πήγαινε να κάνεις ό,τι καταλαβαίνεις’, λεχθείσα εις ενωμοτάρχην εν τη ενασκήσει των καθηκόντων του, εις ύφος έντονον» συνιστά περιύβρισιν αρχής;
Τη λειτουργία κάποιων ανώτατων δικαστών και κάποιων δικαιοδοτικών οργάνων περισσότερο ως συνδικαλιστικό όργανο του κλάδου;
Τις δημοσιονομικού χαρακτήρα γενναιόδωρες αποφάσεις, συνήθως υπέρ προνομιούχων κρατικοδίαιτων κατηγοριών;
Τις ενέργειες κάποιας κυρίας, που βρέθηκε σε κρίσιμο για την απονομή της δικαιοσύνης πόστο;
Κοκ…
Παρόλα αυτά…
Αμφιβάλλω αν είχαν ποτέ υπάρξει, τόσο όσο στις ημέρες μας, δικαστικές ενέργειες ή παραλείψεις, που θα μπορούσαν ευλόγως να θεωρηθούν ως συνιστώσες σε τέτοιο βαθμό αυτοακύρωση της δικαιοσύνης…
Η καθήμενη δικαιοσύνη, για παράδειγμα, έχει υποχρέωση να εκδίδει αποφάσεις ευόρκως, αποφάσεις δίκαιες και σύννομες –δίκαιες στο βαθμό που αυτό το επιτρέπει η τήρηση της νομιμότητας-, κυρίως όμως να εκδίδει αποφάσεις. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει άλλη χώρα του δυτικού κόσμου με τόσες καταδίκες για άρνηση απονομής δικαιοσύνης. Και τι άλλο συνιστά η πρακτική, πχ, ειδικά κάποιων ειρηνοδικείων να εκδίδουν –άνευ κυρώσεων για τους ειρηνοδίκες-αποφάσεις μετά από πολλά χρόνια, κάτι που για όσους διεκδικούν αποκατάσταση κρίσιμων και σημαντικών για τη ζωή τους εις βάρος τους αδικιών πολλές φορές αποτελεί δώρο άδικο…
Από την άλλη…
Η ιστάμενη δικαιοσύνη στα ποινικά δικαστήρια δεν είναι συνήθως υπεύθυνη καθυστερήσεων… Ωστόσο ενίοτε δεν λειτουργεί με βάση τη δικαιολογητική βάση της συγκρότησης κρατών και κρατικών δικαιοδοτικών οργάνων… Αυτά ιδρύθηκαν ακριβώς με τον σκοπό η τιμωρία να μην συνιστά εκδίκηση… Να εντάσσεται σε μια διαδικασία νηφάλιας απόδοσης ευθυνών.
Όθεν…
Οι εισαγγελικοί λειτουργοί ασφαλώς και οφείλουν να έχουν ενσυναίσθηση…
Μέχρις ενός σημείου δικαιούνται να έχουν και πάθος…
Ουδέποτε, όμως, επιτρέπεται να επιδεικνύουν εμπάθεια, διότι τότε καταργούν τον λόγο ύπαρξης τους…
Επομένως…
Είτε πρόκειται για, διαφόρων δυνατών σκοπιμοτήτων, φτηνό επικοινωνιακό σόου…
Είτε πρόκειται για ειλικρινή ανθρώπινη ταύτιση με τα άμεσα και έμμεσα θύματα πράξεων αποτρόπαιης και ειδεχθούς βαναυσότητας…
Η απόκλιση από τον κανόνα της νηφάλιας και μη εμπαθούς αντιμετώπισης του περιστατικού και του κατηγορούμενου ακυρώνει τη δικαιοσύνη…
(Ο μυθιστορηματικός ΔΙΚΑΣΤΗΣ μου αναφέρεται κάπου με ανυπόκριτο θαυμασμό σε έναν –εξαιρετικά ευαίσθητο και ανθρώπινο ωστόσο- εισαγγελέα, που πρότεινε ποινές, δηλαδή αφαιρούσε χρόνια ελευθερίας, με τον ίδιο ψυχρό τρόπου που οι χειρουργοί αφαιρούν σκωληκοειδείς αποφύσεις χωρίς να τις μισούν…).
Όταν, δε, ο εισαγγελικός λειτουργός φτάνει να απαξιώνει αυτούς και κυρίως τη λειτουργία αυτών που έχουν τον, ομολογουμένως δύσκολο, ρόλο του υπερασπιστή ακόμη και του τέρατος, δεν ακυρώνει μόνο τη δικαιοσύνη ως κρατικό θεσμό. Αλλά και τη δικαιοσύνη ως ιδέα, που θέλει να διερευνηθούν και τα ενδεχόμενα ψυχικά τραύματα ή όποια άλλα ενδεχόμενα ελαφρυντικά του οποιουδήποτε δράστη…
(Άλλο θέμα, βέβαια, πως στη νοτιοβαλκανική πατρίδα μας ούτε η «μη συμπιέσιμη 30ετής κάθειρξη» προβλέπεται, όπως αλλού, για τερατώδεις εγκληματίες –πρωτίστως εκεί που πέραν της πρόθεσης υπάρχει και προμελέτη- ούτε συνάφεια μεταξύ απαγγελλόμενων και εκτιόμενων ποινών υφίσταται ούτε η παροχή κάποιων ευεργετημάτων στους καταδικαζόμενους εξαρτάται από τη δικαστικά αναγνωριζόμενη βαναυσότητα της πράξης και την επικινδυνότητα της προσωπικότητάς τους…)
(...)
Θανάσης Διαμαντόπουλος
16 Μαΐου 2020
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
1.
Πρωτοφανής στα ποινικά χρονικά η στάση της Εισαγγελέως στη δίκη Τοπαλούδη. Υπερέβη τα όρια της λειτουργικής της αρμοδιότητας.
Καθόλου θεατρικό δρώμενο δεν είναι η ποινική δίκη, με διανομή ρόλων και με στημένα σκηνικά στο ημίφως ή στο ‘’άπλετο φως’’ μιας σκηνής . Η ποινική δίκη είναι μηχανισμός επιβολής της απάντησης της οργανωμένης πολιτείας για συγκεκριμένο έγκλημα. Και αυτό το διασφαλίζει με τον μηχανισμό ενός δικονομικού συστήματος που προστατεύει το κάθε άτομο-παράγοντα στην ποινική δίκη από τυχόν αυθαιρεσίες.
Εχέγγυο,μορφικό στοιχείο θα λέγαμε,μιας δικαιοκρατούμενης δίκης είναι η αποτελεσματικότητα του δικαστή,όπως την ορίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Και αποτελεσματικός δικαστής δεν είναι μόνον εκείνος που έχει άρτια νομική κατάρτιση,αλλά και εκείνος που είναι αμερόληπτος και τον διακρίνει ψυχραιμία κατά την διεξαγωγή της δίκης. Το τελευταίο το επιβάλλει ο νόμος με απειλή πειθαρχικής ποινής, που επισύρει έως και την απόλυση,όπως ορίζει το άρθρο 332 του ΚΠοινΔικ,όπως διευρυνόμενο τροποποιήθηκε με το ν.4620/2019 "Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο οι δικαστικοί λειτουργοί δεν μεταχειρίζονται τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δίκη κατά τρόπο αμερόληπτο, ευπρεπή, απαθή και ψύχραιμο, διαπράττουν βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα".
Η εν λόγω Εισαγγελέας της έδρας σήμερα, με την αγόρευσή της ακύρωσε κάθε έννοια δικαιοκρατούμενης δίκης. Με τον αχαλίνωτο συναισθηματισμό της ,με το κλάμα της πάνω στην έδρα ,με τα λουλούδια που δέχθηκε,με το μένος της κατά των συλλειτουργών της δικηγόρων υπεράσπισης,τους οποίους απαξίωσε και υποβάθμισε μόνο και μόνο επειδή ήταν υπεράσπιση των κατηγορουμένων, με τις συναισθηματικές της εκρήξεις και δηλώσεις του τύπου ‘’Ελένη θα είσαι κομμάτι της δικής μου ζωής από δω και πέρα’’ με μια μέθεξη παθητική καταπραύνουσα ατυχώς τους γονείς του θύματος,οι οποίοι μετά την αγόρευσή της λιποθύμησαν και με συνδιαλλάσσουσα τροπή προς το θεατρικό δράμα. Ποιoς Έλληνας ήταν αυτός που δεν συγκλονίστηκε από το ειδεχθέστατο έγκλημα των τελευταίων ετών,ποιoς δεν αναθεμάτισε τους δυο στυγερούς δολοφόνους που βίασαν και σκότωσαν μια γυναίκα που είπε ‘’όχι’’,ποιoς δεν οργίστηκε για αυτές τις δυο μάνες που γέννησαν και εξέθρεψαν αυτούς τους δυο ‘’άντρακλες’’,τους δολοφόνους.Να κατανοήσουμε ότι και η Εισαγγελέας εξ ίσου συγκλονίστηκε όπως όλοι μας.Όταν όμως εκλήθη να δικάσει την υπόθεση όφειλε να υποβληθεί εκουσίως σε συναισθηματικό‘’ακρωτηριασμό’’ και να ενδυθεί τον πραγματιστή εαυτό της, που θα της επέτρεπε να δικάσει ψύχραιμα και απαθώς ,όπως της επιβάλλει ο νόμος.Και να περιορισθεί στην ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της πρότασής της. Και αν αυτό δεν ήταν εφικτό για την ίδια, ο νόμος της παρείχε την δυνατότητα να απόσχει από την άσκηση των καθηκόντων της,σε υπόθεση που θα την έφερνε σε σύγκρουση με τον συναισθηματικό της κόσμο.Ποιός είπε στην εν λόγω Εισαγγελέα ότι οι συνάδελφοί της δικαστές,όσοι δίκαζαν μαζί της και όσοι δικάζαμε, δεν είμασταν συγκλονισμένοι το ίδιο κάθε φορά που ξετυλίγονταν ένα δράμα μπροστά μας,ότι δεν νοιώθαμε το ίδιο δέος πάνω στην έδρα και την ψυχή μας να ποτίζεται από τη λύπη. Υποχρεωνόμασταν όμως,όσο δύσκολο και ψυχοφθόρο να ήταν αυτό,να φορέσουμε την πέτρινη μάσκα.
Θα μου επιτρέψετε στο σημείο αυτό την αυτοαναφορά για ένα προσωπικό μου βίωμα που μου έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη μου:
Είχα μεταβεί ως ανακρίτρια στο νοσοκομείο ‘’Αλεξάνδρα’’με την εισαγγελέα Έλλη Τουμπάνου,προκειμένου να ‘’πάρω ‘’απολογία μιας νεαρής παιδοκτόνου,η οποία νοσηλευόταν μετά το έγκλημα.Ήταν τέτοιο το δράμα της ζωής της που ξετύλιγε μπροστά μας ,παρόντων και των δικηγόρων της Λυκουρέζου και Κεχαγιόγλου και πλήθος δημοσιογράφων απ’έξω από το θάλαμο,η ίδια δε απολογούνταν διαρκώς με ένα βουβό κλάμα,ώστε από την πρώτη στιγμή της απολογίας της και για μιάμισυ ώρα ένοιωθα διαρκώς το κλάμα να έρχεται σαν ‘’κύμα’’ να κλάψω μαζί της και ένοιωθα να πνίγομαι κάθε λεπτό. Η διαρκής προσπάθειά μου να συγκρατηθώ,να πνίγω το κλάμα μου καταβάλοντας μυική δύναμη,να μείνω ψύχραιμη και απαθής,να μην αντιληφθούν στο ελάχιστο τον συναισθηματικό μου κόσμο εκείνη την ώρα,όπως όφειλα για το κύρος μου και την περίσταση,είχε ως αποτέλεσμα τις επόμενες μέρες να νοιώθω αφόρητους,δυσβάκτακτους πόνους στα νεύρα του λαιμού μου και του προσώπου μου.Το ίδιο μου εκμυστηρεύθηκε και η εισαγγελέας και πλήθος άλλων δικαστών σε πολλές περιπτώσεις.
Το να είναι κάποιος συναισθηματικός είναι αρετή και ίδιον μεγάλης ψυχής.Το θέμα ,όμως εδώ,είναι η διαχείριση της έκφρασης του συναισθηματικού κόσμου ενός δικαστή.Ώστε να είναι αποτελεσματικός όπως επιβάλλεται από το νόμο και από το λειτούργημά του. Έως ότου,αποστασιοποιημένος από το συναίσθημά του,να βγει από το βάθρο που του έχουν δώσει,και με την απόφασή του να απολυτρωθεί από το τιτάνιο ψυχικό φορτίο και να αποκαθάρει την ψυχή του. Και με την ενυπάρχουσα σκέψη του Δικαστή,να συναντήσει τον ώριμο νομικό που θα τοποθετήσει στο σωστό νομικό οικοδόμημα την υπόθεση.
Διότι σε αντίθετη περίπτωση κλονίζεται το αίσθημα ασφάλειας δικαίου των πολιτών.
υ.γ Μήπως ,με αφορμή την επίθεσή της προς τους συνηγόρους υπεράσπισης,πρέπει οι αρμόδιοι να μελετήσουν την κατάρτιση με ισχύ νόμου,Κώδικα Δεοντολογίας Δικαστών προς Δικηγόρους ή να προστεθεί εδάφιο στο 332 ΚΠοινΔικ
Σταυρούλα Δημητρίου
https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=1504575786369958&id=100004526535796
14 Μαΐου 2020
2.
Υπόθεση Τοπαλούδη:
Η ποινική δίκη ως reality show;
«Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο οι δικαστικοί λειτουργοί δεν μεταχειρίζονται τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δίκη με τρόπο αμερόληπτο, ευπρεπή, απαθή και ψύχραιμο, διαπράττουν βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα» (άρθρο 332 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Το καθήκον της αμερόληπτης, απαθούς και ψύχραιμης συμπεριφοράς στη διάρκεια της δίκης βαρύνει εξίσου τους δικαστές που συγκροτούν το δικαστήριο και τους εισαγγελείς που κατέχουν την έδρα. Η εκδήλωση φιλικών ή εχθρικών συναισθημάτων προς κάποιον από τους διαδίκους καθιστά τον δικαστικό λειτουργό iudex inhabilis.
Ο κατηγορούμενος, εξάλλου, «τεκμαίρεται αθώος μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του σύμφωνα με τον νόμο» (άρθρο 71 ΚΠΔ). H προεξόφληση της ενοχής του κατηγορουμένου στη διάρκεια της δίκης, ιδίως αν αυτή γίνεται από παράγοντες της δίκης, υπονομεύει τον δίκαιο χαρακτήρα της, προσβάλλει το κύρος της δικαιοδοτικής λειτουργίας και κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ακεραιότητα των δικαστικών αποφάσεων.
Ο συνήγορος υπερασπίσεως, τέλος, έχει «ως αποκλειστικό έργο να αντιπροσωπεύει και να υπερασπίζεται τον εντολέα του», δικαιούμενος «να απολαμβάνει του σεβασμού και της τιμής που οφείλεται στο λειτούργημά του από τους δικαστικούς λειτουργούς» (άρθρα 34-35 Κώδικα
Δικηγόρων).
Την αφορμή για την υπενθύμιση των θεμελιωδών αυτών κανόνων, που πρέπει να είναι αυτονόητοι σε μία φιλελεύθερη-δημοκρατική κοινωνία, δίδουν πρόσφατες (και πρωτοφανείς) παρεκτροπές σε εκκρεμή δίκη που έχει, δικαίως, προκαλέσει το δημόσιο ενδιαφέρον.
Είναι φανερό ότι μόνον η πιστή τήρηση των βασικών αρχών της ποινικής δίκης εξασφαλίζει την αρμονική «τριχορδία» των οργάνων της (εισαγγελέα, συνηγόρου, δικαστηρίου) που την αναδεικνύει ως ένα «θαυμαστό πολιτιστικό επίτευγμα», κατά την κλασική ρήση του αείμνηστου Γεωργίου-Αλέξανδρου Μαγκάκη.
Διαφορετικά, η ποινική διαδικασία εκφυλίζεται σε φτηνό reality show, με ακατάλληλους πρωταγωνιστές και θύμα την ίδια τη Δικαιοσύνη.
Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος,
καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών,
πρόεδρος Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων.
https://www.kathimerini.gr/1078263/article/epikairothta/ellada/ypo8esh-topaloydh-h-poinikh-dikh-ws-reality-show?fbclid=IwAR0CovPHelswiuUxocp6e9c6plHWB7rlJWX2OCTa-fVjkJXgQrv3jxHVajk
15/5/2020
3.
Δήλωση του Προέδρου της Ολομέλειας, Δ. Βερβεσού
για την αγόρευση της εισαγγελέως στην υπόθεση Τοπαλούδη.
Σύμφωνα με πληροφόρηση που είχαμε από συναδέλφους που ήταν παρόντες κατά τη χθεσινή ακροαματική διαδικασία στη δίκη Τοπαλούδη αλλά και από πλήθος δημοσιευμάτων του δικαστικού ρεπορτάζ που καλύπτουν την συγκεκριμένη δίκη, η Εισαγγελέας της έδρας, κατά την αγόρευσή της, αναφέρθηκε εξόχως απαξιωτικά και ΣΥΛΛΗΒΔΗΝ στο υπερασπιστικό έργο των δικηγόρων λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι : «Από τη στιγμή που οι συνήγοροι μπαίνουν στην υπόθεση αρχίζουν τα ψέματα, τα σενάρια για τη συσκότιση της αλήθειας.
Έχω ακούσει από συνηγόρους κατηγορουμένων να λένε ότι είμαστε συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης. Συλλειτουργός στη Δικαιοσύνη είναι αυτός που αποσκοπεί σε αυτό που αποσκοπεί όλη η Δικαιοσύνη.
Στην ανεύρεση της αλήθειας», «Υπάρχει κοινή γραμμή. Κοινή γραμμή για διάχυση της ευθύνης. Παίζεται και από τους δικηγόρους αυτό το παιχνίδι …. Αποσκοπεί όχι στους δικαστές αλλά στους ενόρκους», «Πείτε τα έτσι και μετά αλλιώς και έτσι όλο και κάποια αμφιβολία θα γεννηθεί».
Χωρίς καμία απολύτως διάθεση παρέμβασης στην ουσία της υπό εξέλιξη δίκης, η θέση αυτή της Εισαγγελέως προσβάλει στο σύνολό του το δικηγορικό σώμα και το ρόλο του υπερασπιστή δικηγόρου, που αποτελεί πυλώνα του νομικού μας πολιτισμού, στο οποίο (δικηγορικό σώμα) προσδίδει συμπεριφορά αντίθετη προς τον θεσμικό του ρόλο και τις επιβαλλόμενες από το νόμο υποχρεώσεις του ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης, έλαβε χώρα καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων της, παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις του ΚΠΔ και του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων και απάδει στον εισαγγελικό θεσμό.
Καλούμε την Πρόεδρο του Δικαστηρίου να επαναφέρει άμεσα την Εισαγγελέα της έδρας στην τάξη, εφαρμόζοντας τις ισχύουσες διατάξεις του ΚΠΔ και την ίδια την Εισαγγελέα να ανακαλέσει άμεσα τις άνω δηλώσεις της και να ζητήσει συγγνώμη από το δικηγορικό σώμα για τα όσα προσβλητικά καταφέρθηκε εις βάρος του.
Σε κάθε περίπτωση, ζητούμε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να κινηθεί άμεσα σε βάρος της η προβλεπόμενη, κατά νόμο, πειθαρχική διαδικασία.
Η παρούσα θα κοινοποιηθεί στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου και στην Πρόεδρο του δικάζοντος Δικαστηρίου
Αθήνα,14 Μαϊου 2020
Ο Πρόεδρος της Ολομέλειας
των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος
Δημήτρης Κ. Βερβεσός
https://www.dsa.gr
4.
Η αγόρευση της Εισαγγελέως στη δίκη Τοπαλούδη.
Ένας εμπειρότατος ποινικός δικαστής μου είχε πει κάποτε, σχολιάζοντας την αγόρευση του εισαγγελέα σε μια ποινική δίκη που απασχολούσε τη δημοσιότητα: «Τι ανάγκη έχει αυτός; Ελεύθερος και ωραίος είναι!» Δεν ήταν ο εφευρέτης της έκφρασης, ως χαρακτηρισμού της αποκαλουμένης και «ισταμένης δικαιοσύνης», μου εξήγησε. Αυτό το «ελεύθερος και ωραίος», παρμένο από μια παλιά διαφήμιση, προφανώς ήταν αστειάκι που κυκλοφορούσε τότε μεταξύ μερικών δικαστών, εκπροσώπων της «καθήμενης δικαιοσύνης», για τους εισαγγελείς. Η νοοτροπία που εκφράζει αποτυπώνει απόλυτα τη διάσταση των δύο ρόλων. Είναι όμως μια διάσταση που προβλέπεται από τον νόμο αλλά και τη θεσμική και ηθική φύση της ποινικής δίκης.
Οι εισαγγελείς στο δικαστήριο εισηγούνται–κάνουν μια πρόταση, δηλαδή–αλλά δεν κρίνουν, άρα δεν έχουν το βάρος της ευθύνης της απόφασης, απαλλακτικής ή καταδικαστικής. Αυτό ανήκει στους δικαστές–που δεν έχουν το δικαίωμα να είναι «ελεύθεροι και ωραίοι», αλλά είναι δέσμιοι αυστηρών κανόνων. Η άποψη των εισαγγελέων για τους υπό κρίση κατηγορουμένους, που συμπυκνώνεται στην αγόρευση, δεν οφείλει κατά συνέπεια να προσπαθήσει να εκφράσει την αλήθεια, κατά το δυνατό ανθρώπινο μέτρο, την οποία έχει στόχο αποκλειστικά η δικαστική απόφαση. Η εισαγγελική αγόρευση, άρα, δεν οφείλει να είναι ισορροπημένη, να ζυγιάσει, να συνθέσει. Ο εισαγγελέας–που έχει στην ελληνική ποινική διαδικασία τη διακριτική ευχέρεια να εισηγηθεί ακόμα και την απαλλαγή των κατηγορουμένων, αν το θέλει–έχει λοιπόν και την ευχέρεια να λειτουργήσει ως απόλυτος κατήγορος, και να εκφράσει την πλέον καταδικαστική άποψη για τους κατηγορουμένους, όπως προκύπτει κατά τη γνώμη του/της από τα όσα παρουσιάσθηκαν στην ακροαματική διαδικασία.
Από εκεί και πέρα, το συναισθηματικό ύφος, η θεατρικότητα, η υπερβολή, επιτρέπεται κάλλιστα να είναι στοιχεία μιας ποινικής, εφ’ όσον προέρχονται από τους αντιδίκους, στα στρατόπεδα των οποίων τοποθετείται και ο/η εισαγγελέας. Όλοι έχουμε δει δικαστήρια σε ταινίες ή σειρές και συχνότερα σε αμερικάνικα και βρετανικά. Εκεί το βλέπουμε, ότι δεν είναι ελληνική ιδιοτυπία η εισαγγελική ταύτιση με τη μία πλευρά, ενίοτε και παθιασμένη. Και αυτό μας το δείχνει και η εμπειρία, αλλά και η παράδοση χιλιετιών, που δεν έχει αλλάξει: ένα ποινικό δικαστήριο είναι εν μέρει, από πλευράς των αντιδίκων, θέατρο. Είναι, αλλά και πρέπει να είναι. Κι αυτό γιατί είναι στη φύση του, καθώς στις συνιστώσες ενός εγκλήματος–και ακόμα περισσότερο ενός ακραίου εγκλήματος, όπως η ανθρωποκτονία–κυριαχούν συχνά τα ανθρώπινα πάθη.
Στη διαδικασία της ποινικής δίκης, από τους μάρτυρες, τα τεκμήρια και τη μάχη των αντιδίκων, ουσιαστικά αναπαρίσταται όσο είναι δυνατόν, μέσα από τη σύγκρουση των απόψεων, η σύνθετη φύση του εγκλήματος, την οποία μετά έχουν υποχρέωση να κρίνουν οι δικαστές, αμερόληπτα. Η σωφροσύνη, η ηρεμία, η κοινή λογική, η κατά το δυνατόν–όσο το επιτρέπουν τα στοιχεία–πληρότητα, η αντικειμενικότητα, είναι χρέος των δικαστών, όχι των εισαγγελέων. Οι εισαγγελείς είναι, είπαμε, «ελεύθεροι και ωραίοι». Και αυτός είναι ιστορικά ο ρόλος τους.
Από εκεί και πέρα, μπαίνει το θέμα του ύφους–αλλά και αυτό εμπίπτει στην ίδια λογική. Αρκετούς, άπειρους από ποινικές δίκες, τους ξένισε το ύφος της εισαγγελέως στη δίκη Τοπαλούδη και κάποιοι την κατηγορήσαν για ύφος ανάρμοστο. Πιστεύω ότι δεν έχουν δίκιο. Το ύφος ήταν μέρος της λειτουργίας της πειθούς, όπως οφείλει να την εκφράσει ο/η εισαγγελέας. Στην Αγγλία, που καμαρώνει για τη δικαιοσύνη της, έχουμε ακούσει κατηγόρους να σαρκάζουν τους κατηγορούμενους με ύφος τόσο σκληρό που ξεπερνάει και τις χειρότερες ύβρεις. Στην Αμερική, οι εισαγγελείς–έχοντας υποχρέωση να είναι καταδικαστικοί–κάποτε συνθλίβουν με το παιχνίδι των εντυπώσεων ανθρώπους αθώους, οδηγώντας τους ενίοτε, μέσα από την ψυχική επιρροή στους ενόρκους, και στην θανατική καταδίκη. Στην Ελλάδα, οι πολιτισμικές προσαρμογές είναι αντίστοιχες, της κουλτούρας και της δικονομίας μας. Πιστεύω, με όλα αυτά υπ όψη, ότι η εισαγγελέας στη δίκη Τοπαλούδη δεν παρέβη κανέναν κανόνα. Το να μην άρεσε σε κάποιους το ύφος της, είναι δικαίωμά τους. Αλλά δεν τους δίνει το δίκιο.
Δεν πρέπει να το ξεχνάμε: οι εισαγγελείς σε αποτρόπαια εγκλήματα προσπαθούν συχνά να υιοθετήσουν ύφος αντίστοιχο με τη φρίκη του εγκλήματος. Κι αυτό γιατί σε τέτοια δίκη, οι εισαγγελείς μιλούν για τους νεκρούς, αυτούς που δεν έχουν φωνή δικιά τους–που τους τη στέρησαν βίαια οι δολοφόνοι. Και η φωνή που πρέπει να αντιπροσωπεύσει το δίκιο ενός αθώου θύματος δικαιούνται να είναι άγρια, οργισμένη, τρικυμισμένη. Αν ο εισαγγελέας δεν είχε αυτή την ελευθερία–ναι, αν δεν είναι «ελεύθερος και ωραίος»–τότε θα αφαιρούνταν από τους νεκρούς το δικαίωμα να αναπαραστήσουν μπροστά στο κράτος πειστικά την απουσία τους. Και αυτό θα ήταν τεράστια αδικία.
Απόστολος Δοξιάδης
Συγγραφέας
Ανάρτηση στο facebook
17/5/2020