Η κακοποίηση ζώων ως φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας.




Η κακοποίηση ζώων 
ως φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας

Αν και η πλειοψηφία γνωρίζει ποιος συστηματικά ασκεί οποιαδήποτε μορφή βίας απέναντι στα ζώα, επιλέγει να το αποκρύψει ή να αδιαφορήσει. Οι λόγοι για τη στάση αυτή είναι πολλοί.

Στην Ελλάδα υπάρχει τεράστιο πρόβλημα με τα ακηδεμόνευτα ζώα, ο αριθμός των οποίων, σοκαριστικά, είναι επταψήφιος. Σκύλοι και γάτες ζουν ως «φαντάσματα» στο μεταίχμιο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, περιπλανούνται στους δρόμους σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, τρέφονται ανεπαρκώς, είναι εκτεθειμένα σε κάθε λογής αρρώστιες και, δυστυχώς, πάρα πολύ συχνά πέφτουν θύματα κακοποίησης. Αν και η πλειοψηφία των ανθρώπων σοκάρεται στη θέα παραμελημένων και κακοποιημένων ζώων, λίγοι μπαίνουν στη διαδικασία αφενός να συνδέσουν τις δικές τους πράξεις και επιλογές με την κατάσταση αυτή, αφετέρου να δράσουν, προκειμένου να μειωθούν, ακόμα και να εκλείψουν, εικόνες σκοτωμένων ή φριχτά ταλαιπωρημένων ζώων.

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης αναφορικά με την κακοποίηση ζώων, το 92% των ερωτηθέντων θεωρούν πως τα ζώα έχουν ψυχή και συναισθάνονται, παρόλα αυτά μεγάλο ποσοστό (32%) δικαιολογεί τη χρήση βίας απέναντι τους, αν το ζώο είναι επιθετικό ή ακόμη και απλά ενοχλητικό. Στην ίδια έρευνα καταδεικνύεται πως η συντριπτική πλειοψηφία, αν και γνωρίζει πού πρέπει να απευθυνθεί σε περίπτωση που υποπέσει στην αντίληψή τους περιστατικό κακοποίησης, επιδεικνύει αδράνεια και αδιαφορία.

Η κακοποίηση ζώων, όμως, συνδέεται άρρηκτα με την αντικοινωνική συμπεριφορά, συνιστά ψυχική διαταραχή, αποτελεί φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας και έχει απασχολήσει πολλούς μελετητές. Έχει αποδειχτεί πως η σύνδεση μεταξύ κακοποίησης ζώου - ανθρώπου είναι πολύ στενή. Πιο συγκεκριμένα, θεωρείται ψυχοπαθολογική συμπεριφορά και συνεκδηλώνεται σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο βίας, με κυρίαρχες μορφές τη διαπροσωπική και τη ενδοοικογενειακή βία. Κάθε περιστατικό βίας απέναντι στα ζώα πρέπει να διερευνάται και να αντιμετωπίζεται μέσα από το νομικό πλαίσιο και τις ισχύουσες νομικές διατάξεις, καθώς σχεδόν πάντα αποτελεί ισχυρή ένδειξη για συνολικά παραβατική συμπεριφορά του δράστη, η οποία μπορεί στη συγκεκριμένη στιγμή να έχει ως αποδέκτη ένα ανυπεράσπιστο ζώο, σύντομα όμως θα εκδηλωθεί και σε άλλο πλαίσιο.

Είναι, όμως, διατεθειμένοι οι πολίτες να διαχειριστούν την ευθύνη που τους αναλογεί; Η καθημερινότητα καταδεικνύει πως όχι. Προκύπτει το συμπέρασμα πως αν και η πλειοψηφία γνωρίζει ποιος συστηματικά ασκεί οποιαδήποτε μορφή βίας απέναντι στα ζώα, επιλέγει να το αποκρύψει ή να αδιαφορήσει. Οι λόγοι για τη στάση αυτή είναι πολλοί. Η φιλοσοφία του ωχαδελφισμού, η λογική της «καλής σχέσης» με το γείτονα ή το συγγενή, ο φόβος για αντίποινα, η πεποίθηση πως όποιος καταγγέλλει παράνομη συμπεριφορά είναι «ρουφιάνος» (και η σύνδεση της με την μεταπολεμική ταυτότητα του Έλληνα) και, τέλος, η υλιστική και χρησιμοθηρική θεώρηση που έχει υιοθετήσει ο σύγχρονος άνθρωπος αναφορικά με το φυσικό του περιβάλλον. Οτιδήποτε δεν είναι «χρήσιμο» και «ενοχλεί την αισθητική μας» μπορεί βίαια να απομακρυνθεί. Άλλωστε, τα πάντα στον πλανήτη υπάρχουν για να εξυπηρετούν τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Αυτόκλητοι ρυθμιστές προβαίνουν σε κακουργηματικές πράξεις έχοντας, συνήθως, πλήρη συνείδηση των πράξεών τους. Η πλειοψηφία του πληθυσμού, αν και καταδικάζει τη βία απέναντι στα ζώα, σωπαίνει και κωφεύει στις εκκλήσεις φιλοζωικών σωματείων και εθελοντών.

Υπάρχει ένας φαύλος κύκλος, μια αλυσίδα κακοποίησης, η οποία πρέπει να σπάσει. Η σιωπή είναι συνενοχή, η αδιαφορία οδηγεί σε επανάληψη των φαινομένων. Η επώνυμη καταγγελία περιστατικών κακοποίησης ανυπεράσπιστων ζώων είναι μονόδρομος, αν θέλουμε να θεωρούμαστε Πολιτισμένοι Άνθρωποι.

Η ευθύνη βαραίνει, τέλος, και την Πολιτεία, τόσο σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης όσο και σε επίπεδο περιφέρειας και κεντρικής εξουσίας. Αν και οι νόμοι υφίστανται και είναι αρκετά αυστηροί, δεν έχει επιτευχθεί η τήρησή τους στο σύνολο της επικράτειας. Είναι αρκετές οι περιπτώσεις που, παρά τις καταγγελίες σωματείων και ιδιωτών, οι παραβάτες δεν τιμωρούνται. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, οι καταγγέλλοντες λοιδορούνται και οι προσπάθειες τους πέφτουν στο κενό. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια η αρτιότερη και πληρέστερη ενημέρωση των πολιτών αναφορικά με τα δικαιώματα των ακηδεμόνευτων ζώων, καθώς επίσης και οι συστηματικές δράσεις εθελοντών και φιλοζωικών οργανώσεων ανάγκασαν τις αρχές να αναλάβουν δράση. Έτσι, κάποιες από τις περιπτώσεις κακοποίησης πήραν το δρόμο της δικαιοσύνης και επιβλήθηκαν, ως επί το πλείστον, διοικητικά πρόστιμα.

Είναι, ωστόσο, αυτό αρκετό; Γιατί, λοιπόν, δε μειώνεται ο αριθμός των αδέσποτων ζώων; Προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός τους, αρκετοί δήμοι έχουν ενταχθεί σε προγράμματα στείρωσης και περίθαλψης. Και πάλι, όμως, όσοι συστηματικά ασχολούμαστε με τα φιλοζωικά, παρατηρούμε πως ανεξαρτήτως του πόσα ζώα θα στειρωθούν σε μία περιοχή, πάντα εντοπίζουμε εκ νέου κουτάβια και νεογέννητα γατάκια στα πιο απίθανα μέρη, σε κάδους, σε σκουπιδότοπους, σε κουτιά δίπλα σε σχολεία και καταστήματα, μέσα σε αυλές φιλόζωων πολιτών. Την απόλυτη και αποκλειστική ευθύνη γι’ αυτό φέρει κάθε πολίτης, κάθε ιδιοκτήτης κατοικιδίου, ο οποίος, είτε από αδιαφορία είτε από «προσωπική πεποίθηση», δεν στειρώνει το ζώο του. Ακόμη και γι’ αυτό έχει προβλέψει ο νομοθέτης: θεωρείται παράνομη η εκτροφή, η αναπαραγωγή και το εμπόριο ζώων συντροφιάς, χωρίς τη σχετική άδεια από τη Διεύθυνση Περιφερειακής Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της περιφέρειας στην οποία ανήκει, σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου 4039/2012. Παρά τη σχετική όμως απαγόρευση, είναι πάγια πρακτική όσων διαθέτουν κατοικίδια να τα αφήνουν αστείρωτα, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μη μειώνεται ο αριθμός των ακηδεμόνευτων ζώων, αλλά να κατασπαταλούνται πόροι οι οποίοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να εξασφαλίσουν την ευζωία των υπαρχόντων.

Συμπερασματικά, υπολειπόμαστε πολύ αναφορικά με τη φιλοζωία. Η παιδεία μας, ή καλύτερα η έλλειψη αυτής, μας εμποδίζει από το να δούμε τη συνολικότερη εικόνα. Την εικόνα του ανθρώπου και των υπόλοιπων πλασμάτων να ζουν αρμονικά μεταξύ τους. Μια, μόνο, ελπίδα έχω για το μέλλον: τα παιδιά μας να μην κληρονομήσουν την απανθρωπιά μας και την ιδιοτελή μας συμπεριφορά, να διαφοροποιηθούν και να κατανοήσουν πως ο σεβασμός απέναντι σε όλα τα έμψυχα όντα αποτελεί τη μόνη λογική επιλογή.

  Νικολαΐδου Αλεξάνδρα 
  Φιλόλογος, ενεργό μέλος του φιλοζωϊκού κινήματος


5/5/2020