Claudio Strinati:«Θυμήσου ότι θα πεθάνεις» και ζήσε.
«Ο θρίαμβος του Θανάτου» που βρίσκεται πια στο Παλάτσο Αμπατέλις του Παλέρμο. Δημιουργήθηκε πιθανότατα στα μέσα του 15ου αιώνα από τον Πιέρο και τον Πόλιτο ντελ Ντόντζελο, δύο αδέλφια από τη Φλωρεντία που πρόσφεραν τις υπηρεσίες του στον βασιλιά Αλφόνσο της Αραγωνίας. Είναι από εκείνα τα έργα τέχνης που συμβολίζουν καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο την ίδια την Ευρώπη. Γιατί εκφράζει διαφορετικές παραδόσεις, συντονισμένες από ένα δημιουργικό πνεύμα, σε ένα κοινό πλαίσιο. Ο “Θρίαμβος του Θανάτου” φιλοτεχνήθηκε στη Νάπολη από ζωγράφους της Τοσκάνης, σε ένα στυλ ισπανικό, πολύ δημοφιλές στο πολιτισμικό περιβάλλον της εποχής. Είναι ένας από τους πιο αποθεωτικούς ύμνους στη ζωή κι ας αναπαριστά τον θάνατο που εισβάλλει μέσα της συντρίβοντας ισχυρούς και ταπεινούς, χωρικούς και ηγεμόνες. Είναι ένα θαύμα της τέχνης, μια θεσπέσια αναπαράσταση. Ο Πικάσο εμπνεύστηκε από το άλογο του θανάτου που εμφανίζεται στην τοιχογραφία, για να ζωγραφίσει το άλογο στην “Γκoυέρνικα”, ένα ακόμα έργο που γεννήθηκε από τον τρόμο. Στην περίπτωσή του, ο τρόμος ήταν ο πόλεμος. Πάντοτε όμως οι επιδημίες παρομοιάζονταν από τους ανθρώπους με πόλεμο».
Κλαούντιο Στρινάτι στην «Κ»:
«Θυμήσου ότι θα πεθάνεις» και ζήσε.
Τι εύθραυστη που φαίνεται και πάλι η ζωή. Αραγε το είχαμε ξεχάσει ή το αγνοούσαμε επιμελώς; Θα αρκούσε πάντως και μια πιο διακριτική υπενθύμιση. Μια συμβολική εικόνα λόγου χάρη: ένα κερί που τρεμοσβήνει, ένα λουλούδι που μαραίνεται και το πιάσαμε το υπονοούμενο. Κάποιος μπορεί να προτιμούσε μια ευαίσθητη φυσαλίδα, έτοιμη να σκάσει. Ή ένα βιολί, πηγή μιας μελωδίας που ακούστηκε φευγαλέα και χάθηκε για πάντα. Ενα ρολόι επίσης, μια κλεψύδρα, θα θύμιζαν εύκολα τον χαμένο χρόνο. Αν το μήνυμα έπρεπε να γίνει πιο σαφές, τότε λίγα σκόρπια οστά, πρόθυμα να πληθύνουν με τη βοήθεια ημών των υπολοίπων, θα έστελναν ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Ενα κρανίο που μειδιά γεμάτο ειρωνεία, ομοίως.
Οποιοδήποτε σύμβολο θυμίζει την παροδικότητα της ζωής και το αναπόδραστο του θανάτου θα ήταν αρκετό. Στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση, το σύμβολο αυτό ονομαζόταν «memento mori» (πάντα ήταν μακάβρια τα λατινικά) ή αλλιώς, «θυμήσου ότι θα πεθάνεις». Πώς το έλεγε εκείνος ο σκελετός, σε ένα επίγραμμα στην «Αγία Τριάδα» του Μασάτσιο, ήδη από το 1426; «Κάποτε ήμουν αυτό που είσαι και αυτό που είμαι, θα γίνεις κι εσύ». Κάτι παρόμοιο έχει πει κι ο θυμόσοφος λαός.
Ο Κλαούντιο Στρινάτι δεν έχει όρεξη για αστεία. Οχι γιατί είναι ένας λιγομίλητος ιστορικός της τέχνης και τέως έφορος των μουσείων της Ρώμης. Τη στιγμή που θα διαβάζονται αυτές οι γραμμές, η χώρα του, λόγω της πανδημίας, ενδέχεται να μετράει περισσότερους από 26.000 θανάτους. Αν του εκφράσεις τη λύπη σου, αν τον ρωτήσεις πώς νιώθει, θα σε ευχαριστήσει και θα απαντήσει συγκρατημένα ότι αισθάνεται «πολύ ανήσυχος». Η ζωηράδα του θα επανέλθει, πάντως, ακόμα και αν του ζητήσεις να περιγράψει ιταλικά έργα τέχνης με απερίφραστες αναφορές στον θάνατο. Οπως εκείνα του Σικελού γλύπτη Γκαετάνο Ζούμπο: στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα ο Ζούμπο φιλοτέχνησε με ιατρική ακρίβεια πέντε κέρινα ομοιώματα ανθρώπων, που η πανούκλα είχε κάνει την όψη τους επιεικώς αποκρουστική.
«Κάποτε ήμουν αυτό που είσαι και αυτό που είμαι, θα γίνεις κι εσύ».
Το επίγραμμα-μήνυμα του σκελετού στην «Αγία Τριάδα» του Μασάτσιο (1426).
Το επίγραμμα-μήνυμα του σκελετού στην «Αγία Τριάδα» του Μασάτσιο (1426).
«Είναι έργα σημαντικά αλλά ανατριχιαστικά, ενός πολύ ικανού τεχνίτη, που πλέον θεωρούνται απλώς παράξενα αντικείμενα. Δεν ενδιαφέρουν παρά μόνο τους ειδικούς», λέει ακουσίως καθησυχαστικά ο Στρινάτι. Η συνέχεια της περιγραφής του, ωστόσο, περιλαμβάνει απεικονίσεις του «Θριάμβου του Θανάτου», της «Τελικής Κρίσης» και, ευτυχώς, μια ανατροπή: «Στην Ιταλία», λέει, «η πιο σημαντική στιγμή της τέχνης του memento mori είναι οι τοιχογραφίες του Καμποσάντο ντι Πίζα. Δημιουργήθηκαν στις αρχές του 14ου αιώνα και αποδίδονται στον Φλωρεντινό ζωγράφο Μπουοναμίκο Μπουφαλμάκο. Hταν πολύ διάσημος, γιατί στη ζωή υπήρξε μεγάλος χιουμορίστας».
Ακούραστος φαρσέρ
Κάπως ανακουφιστικό δεν είναι; Την ώρα που ζωγράφιζε τη φιγούρα του Θανάτου πλάι σε στοιβαγμένα πτώματα, ο Μπουφαλμάκο μπορεί και να αστειευόταν με τον διπλανό του καλλιτέχνη, με τους βοηθούς του, με όποιους τέλος πάντων εργάζονταν εκεί. Ο Βοκάκιος τον γνώριζε και τον αναφέρει στο «Δεκαήμερο» ως έναν ακούραστο φαρσέρ. Στα ιστορικά στοιχεία της υπόθεσης, το ενδιαφέρον είναι ότι δεν έχει προσδιοριστεί αν ο Μπουφαλμάκο φιλοτέχνησε εκείνες τις τοιχογραφίες λίγο πριν ή λίγο μετά την εξάπλωση του Μαύρου Θανάτου στην Ευρώπη. Μια ερώτηση για τις απαρχές του memento mori είναι εδώ απαραίτητη.
Ο Στρινάτι πιστεύει ότι καλύτερα από όλους τα εξήγησε ο συνάδελφός του Μίλαρντ Μέις το 1951, στο βιβλίο «Painting in Florence and Siena after the Black Death». Η θέση του Μέις είναι ότι μετά τις κοινωνικές αναταραχές και τις θρησκευτικές κρίσεις που ακολούθησαν τον Μαύρο Θάνατο, τα νατουραλιστικά επιτεύγματα ζωγράφων σαν του Τζιότο, έδωσαν τη θέση τους σε υποδεέστερα ιερατικά και αρχαϊκά μοτίβα. Η ζωγραφική δεν αφηγούνταν πλέον, αλλά συμβόλιζε, τελετουργούσε. Η επιδημία πανώλης του 14ου αιώνα ερμηνευόταν ως θεϊκή μάστιγα. Η ίδια εξήγηση θα συνόδευε και τις επιδημίες του 16ου ή του 17ου αιώνα, όταν ειδικά στην Ολλανδία εμφανίστηκε ένα καλλιτεχνικό μοτίβο παραπλήσιο με το memento mori, που ονομάστηκε, (πάλι στα λατινικά), «vanitas». «Κανείς βέβαια δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τη θεϊκή βούληση σε αυτά τα ζητήματα», επισημαίνει ο Στρινάτι. «Το δεδομένο είναι ότι σε κάθε περίοδο της Ιστορίας, όταν τελειώνει μια μεγάλη επιδημία, σύντομα λησμονιέται από όλους. Γιατί γνωρίζουν ότι είναι κάτι που συμβαίνει φυσιολογικά».
Oσο πάντως κι αν η λήθη εξαπλωνόταν, στη διάρκεια της Αναγέννησης αλλά και αργότερα, η Ευρώπη θα απολάμβανε και έργα όπως η «Σταύρωση» του Φρα Αντζέλικο, το «Τρίπτυχο Μπρακ» του Oλλανδού Ροχίρ φαν ντερ Βάιντεν, διάφορες παραλλαγές του «Danse Macabre» σε Γαλλία, Γερμανία ή Κροατία, μια τοιχογραφία του Σουηδού Αλμπέρτους Πίκτορ που απεικόνιζε τον Θάνατο να παίζει σκάκι με έναν ιππότη (και όλοι ξέρουμε ποιον επηρέασε), καθώς και απεικονίσεις του Αγιου Ιερώνυμου, που στο σπουδαστήριό του είχε πάντα ένα κρανίο για συντροφιά. Οι τελευταίες, φιλοτεχνήθηκαν, μεταξύ άλλων, από τον Αλμπρεχτ Ντίρερ και τον Καραβάτζο. Η «Νεκρή φύση με βιολί και γυάλινη σφαίρα» του Πίτερ Κλάες ή οι «Πρεσβευτές» του Χανς Χόλμπαϊν με εκείνο το αδιόρατο κρανίο στη βάση, θα συμπλήρωναν αυτή τη χαρούμενη σταχυολόγηση.
Η «υπόμνηση του θανάτου» καταγραφόταν ήδη στα πρώτα μωσαϊκά της Πομπηίας, χωρίς να είναι βέβαιο ότι στόχευε στην πρόκληση τρόμου.
Αντί για ειρωνείες, καλύτερα να υπογραμμίσουμε ότι με ένα τρόπο, η «υπόμνηση του θανάτου» καταγραφόταν ήδη στα πρώτα μωσαϊκά της Πομπηίας, χωρίς να είναι βέβαιο ότι στόχευε στην πρόκληση αποστροφής και τρόμου. Στο μετέπειτα χριστιανικό πλαίσιο, το μήνυμά της ήταν εν πολλοίς ηθικό. Μια έκθεση με τίτλο «Η τέχνη της θνητότητας στην Αναγέννηση», που πραγματοποιήθηκε το 2017 στο κολέγιο Μπόουντοϊν του Μπρούνσγουικ, υποστήριξε ότι σε αντίθεση με τη σύγχρονη, εξουθενωτική κατανάλωση αμέτρητων εικόνων, η ενατένιση της εικονογραφίας του memento mori στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση γινόταν με τρόπο στοχαστικό και ενίοτε αισιόδοξο. Μερικά γυμνά κόκαλα, μια σκελετωμένη φιγούρα, σε παρότρυναν άθελά τους να αδράξεις τη μέρα.
«Δεν είναι οπωσδήποτε μακάβρια η τέχνη του memento mori και της vanitas. Αντιθέτως, μπορούν να λειτουργήσουν ως αντικείμενο περισυλλογής. Γενικά, όταν αναπαριστάται ένα κρανίο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντίδραση του θεατή είναι η φρίκη. Ωστόσο, το 2010 συμμετείχα σε μια έκθεση στο Μουσείο Maillol στο Παρίσι, η οποία παρουσίαζε έργα με θέμα τον θάνατο. Είχε τον τίτλο “C’est la vie!”. Ηταν γεμάτη απεικονίσεις κρανίων και σκελετών, που το κοινό απολάμβανε πολύ», λέει ο Στρινάτι. Τέτοια έργα, κατά τη γνώμη του δεν πυροδοτούν πλέον ισχυρές εσωτερικές εντάσεις μεταξύ απόλαυσης και φόβου. «Θαυμάζεται κυρίως το μεγαλείο των καλλιτεχνών και η ικανότητά τους να αναπαριστούν την τραγωδία της θνητότητας», εξηγεί. «Στο κάτω κάτω, μια ωραία καλλιτεχνική αναπαράσταση, δεν τρομάζει θεωρητικά κανέναν».
Από τον «Θρίαμβο του Θανάτου» στο άλογο της «Γκουέρνικα»
Το δικό του αγαπημένο memento mori είναι η τοιχογραφία «Ο θρίαμβος του Θανάτου» που βρίσκεται πια στο Παλάτσο Αμπατέλις του Παλέρμο. Δημιουργήθηκε πιθανότατα στα μέσα του 15ου αιώνα από τον Πιέρο και τον Πόλιτο ντελ Ντόντζελο, δύο αδέλφια από τη Φλωρεντία που πρόσφεραν τις υπηρεσίες του στον βασιλιά Αλφόνσο της Αραγωνίας. Ο Στρινάτι μιλάει για τη δουλειά τους με ενθουσιασμό. «Είναι από εκείνα τα έργα τέχνης που συμβολίζουν καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο την ίδια την Ευρώπη», λέει. «Γιατί εκφράζει διαφορετικές παραδόσεις, συντονισμένες από ένα δημιουργικό πνεύμα, σε ένα κοινό πλαίσιο. Ο “Θρίαμβος του Θανάτου” φιλοτεχνήθηκε στη Νάπολη από ζωγράφους της Τοσκάνης, σε ένα στυλ ισπανικό, πολύ δημοφιλές στο πολιτισμικό περιβάλλον της εποχής. Είναι ένας από τους πιο αποθεωτικούς ύμνους στη ζωή κι ας αναπαριστά τον θάνατο που εισβάλλει μέσα της συντρίβοντας ισχυρούς και ταπεινούς, χωρικούς και ηγεμόνες. Είναι ένα θαύμα της τέχνης, μια θεσπέσια αναπαράσταση. Ο Πικάσο εμπνεύστηκε από το άλογο του θανάτου που εμφανίζεται στην τοιχογραφία, για να ζωγραφίσει το άλογο στην “Γκoυέρνικα”, ένα ακόμα έργο που γεννήθηκε από τον τρόμο. Στην περίπτωσή του, ο τρόμος ήταν ο πόλεμος. Πάντοτε όμως οι επιδημίες παρομοιάζονταν από τους ανθρώπους με πόλεμο».
Το έργο των Πιέρο και Πόλιτο ντελ Ντόντζελο «Ο θρίαμβος του Θανάτου»
βρίσκεται σήμερα στο Παλάτσο Αμπατέλις του Παλέρμο.
Προτού επέλθει η ειρήνη, η συζήτηση με τον Στρινάτι πρέπει να ολοκληρωθεί. Εμείς, στον απόηχο ενός παράξενου Πάσχα, ελπίζουμε ίσως σε κάποιο πέρασμα στην περίφημη κανονικότητα· εκείνος, βλέπει μέσα σε όλα και το τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Ο κήπος της τέχνης» (εκδόσεις Salani), να συζητιέται στη χώρα του από τους ενδιαφερόμενους. Στο μεταξύ, σε ένα πολιτισμό που διψάει για έλεγχο και πρόβλεψη, η εικονογραφία του memento mori μοιάζει να μην έχει θολώσει και τόσο: από τους πίνακες του Βαν Γκογκ και του Σεζάν, μέχρι την ποπ αρτ του Αντι Γουόρχολ και τα emojis-κρανία, το θέμα, κάθε άλλο παρά λήξαν θεωρείται. Ισως, παρατηρεί ο Στρινάτι, να εντοπίζεται και στις ταινίες τρόμου (η Ιταλία έχει παράδοση στο είδος), που το κοινό τις απολαμβάνει, «αν και πολλοί τις θεωρούν αποκρουστικές και τις αποφεύγουν».
Ο τελευταίος καλλιτέχνης που μνημονεύεται από τον Ιταλό είναι ο Ντάμιεν Χιρστ, που το 2007 έντυσε ένα κρανίο με χιλιάδες διαμάντια, δίνοντάς του τον τίτλο «Για την αγάπη του θεού». Η τωρινή πανδημία, λέει, μάλλον δεν θα επηρεάσει τα εικαστικά με ανάλογο τρόπο. Στο κάτω κάτω, σημασία έχει και η άλλη όψη του memento mori: η υπόμνηση της ζωής.
Το τι σημαίνει να ζει κανείς είναι άλλο κεφάλαιο, μεγαλύτερο, όμως ο Στρινάτι αφήνει για το τέλος ένα σχόλιο που ίσως δίνει μια κάποια απάντηση και που κάνει τα λατινικά να ακούγονται τώρα λίγο πιο χαρμόσυνα. «Η τέχνη», λέει, «είναι πάντα ένα memento vivere».
ΝΙΚΟΛΑΣ ΖΩΗΣ