Στα άκρα ο διχασμός της Αμερικής.

ΣXETIKA KEIMENA:
Πληθαίνουν τα σημάδια αποδυνάμωσης των ΗΠΑ.


Στα άκρα ο διχασμός της Αμερικής.

Ταραχές σε αστικά κέντρα με χαρακτήρα φυλετικό και συνήθη αφορμή την αστυνομική αυθαιρεσία η Αμερική έχει γνωρίσει δεκάδες από τη δεκαετία του '60 και μετά. Όμως αυτό που συμβαίνει από την προηγούμενη εβδομάδα είναι κάτι το πρωτόγνωρο.

Πρωτόγνωρο σε ό,τι αφορά την εξάπλωση, τη διάρκεια, τον όγκο και τη σύνθεση των διαδηλώσεων που ξέσπασαν μετά τον φόνο του 46χρονου άοπλου Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ από λευκούς αστυνομικούς κατά τη διάρκεια της σύλληψής του. Η αναταραχή δεν έμεινε περιορισμένη γεωγραφικά, όπως λ.χ. συνέβη το 1992 στο Λος Άντζελες, οι διαδηλώσεις έφτασαν να συγκεντρώνουν μεγάλα πλήθη (λ.χ. 60.000 στο Χιούστον, γενέτειρα του Φλόιντ) και οι συμμετέχοντες δεν ήσαν αποκλειστικά Αφροαμερικανοί. Η παρουσία των γυναικών ήταν εμφανέστερη, όπως επίσης και των ισπανόφωνων ή των νεαρών λευκών της γενιάς των"millennials" – με αποτέλεσμα να συγκροτείται ένα ασυνήθιστο, και ευρύ, "μέτωπο".

Η αφορμή για το ξέσπασμα αυτό είναι αντικειμενική. Το πρόβλημα της αστυνομικής βίας, με κύριο, αν και όχι αποκλειστικό, θύμα τις μειονότητες, είναι πολλαπλά καταγεγραμμένο και έχει επιδεινωθεί με την ολοένα και μεγαλύτερη "στρατιωτικοποίηση" των δυνάμεων της τάξης τα τελευταία χρόνια, παρά την υποχώρηση των δεικτών εγκληματικότητας. Όμως αυτό που συμπυκνώνεται στην παρούσα κρίση είναι βαθύτερο – και η χρονική στιγμή καθοριστική.

To timing της κρίσης

Η Αμερική μόλις βίωσε την περιπέτεια της πανδημίας του κορονοϊού, που έπληξε δυσανάλογα τις μειονότητες, καθώς και της επιβολής lockdown, που οδήγησε στην εκτόξευση του αριθμού των ανέργων στα 40 εκατομμύρια. Η πρώτη οικονομία του πλανήτη αντιμετωπίζει μιαν άγνωστης διάρκειας ύφεση, που έχει διαταράξει τις σταθερές όλου του πληθυσμού και ελπιζόταν να χαλιναγωγηθεί ως προς τις κοινωνικές επιπτώσεις της με τα έκτακτα χρηματικά βοηθήματα που θεσπίστηκαν μέχρι την 1η Αυγούστου.

Και, την ίδια στιγμή, η Αμερική οδεύει, σε κλίμα μεγαλύτερης πόλωσης από ποτέ, προς τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, από τις οποίες θα κριθεί  αν η προ τετραετίας ανάρρηση του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία θα αποτελέσει απλώς ένα "ατύχημα" ή τη μονιμότερη αλλαγή των κανόνων του πολιτικού παιχνιδιού.

Εξού και οι τοποθετήσεις απέναντι στην παρούσα αναταραχή δεν προσδιορίζονται πλέον αποκλειστικά ή κυρίως από τη φυλετική ένταξη, όσο από την πολιτική γραμμή και την πολιτισμική φυσιογνωμία. Δύο Αμερικές, που όλα τα προηγούμενα χρόνια δείχνουν να έχουν όλο και λιγότερα σημεία επαφής, αναπτύσσουν εντελώς διαφορετικά αφηγήματα για το τι είναι αυτό που συμβαίνει και πώς μπορεί να θεραπευτεί.

Αντίπαλα αφηγήματα

Η liberal, πολυπολιτισμική Αμερική δεν διστάζει να εκφράσει την αγανάκτησή της για τον "συστημικό ρατσισμό" και τη συμπαράστασή της προς τους διαδηλωτές, σε μια "αιφνίδια αφύπνιση" που περιλαμβάνει τον χώρο του θεάματος και τις τεχνολογίας, πολιτικούς των Δημοκρατικών, ακόμα και μεγάλες εταιρείες, και μεταφράζεται στην πράξη σε μια πολιτική στοχοποίηση του Ντόναλντ Τραμπ.

Αλλά και ο ένοικος του Λευκού Οίκου δεν διστάζει, με το βλέμμα προφανώς στραμμένο σε μιαν άλλη, "βαθιά" Αμερική, να αποδεχθεί την πρόκληση, εστιάζοντας (μετά τις υποχρεωτικές, αλλά βιαστικές αναφορές στο πρόβλημα του ρατσισμού) στην κατάλυση του νόμου και της τάξης, στην ανάγκη αποκατάστασής τους παντί τρόπω, με μέτρα όπως η επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας στην Ουάσινγκτον και τη Νέα Υόρκη, και στις απειλές για κινητοποίηση του στρατού.

Αναπτύσσουν οι δύο αυτές "Αμερικές" και τις δικές τους θεωρίες συνωμοσίας. Για τους μεν, οι πράξεις λεηλασίας που σημειώνονται στο περιθώριο των διαδηλώσεων αποδίδονται σε προβοκατόρικη δράση ακροδεξιών στοιχείων, προκειμένου να ενταθεί η "στρατιωτικοποίηση" της κρίσης, ενώ για τους δε όλα οφείλονται στην υποκίνηση σκοτεινών θιασωτών της παγκοσμιοποίησης για την υπονόμευση του Τραμπ. Η ανακοίνωση της κήρυξης του δικτύου Antifa σε τρομοκρατική οργάνωση (όταν είναι αμφίβολο αν αποτελεί καν οργάνωση, πόσω μάλλον αν παίζει τον κεντρικό ρόλο που της αποδίδεται) είναι χαρακτηριστική.

Με θρησκευτική γλώσσα

Στην πραγματικότητα, ο Ντόναλντ Τραμπ επενδύει στην περιώνυμη "σιωπηλή πλειοψηφία", που ανησυχεί για την ασφάλεια και την ιδιοκτησία της – και η στρατηγική αυτή δεν είναι διόλου απίθανο να αποδώσει. Άλλωστε, και το "εξεγερτικό" 1968 της Αμερικής έκλεισε με την εκλογή του Ρίτσαρντ Νίξον, σε μια χαρακτηριστική αντισυσπείρωση αυτής της "σιωπηλής πλειοψηφίας". Προς το παρόν, πάντως, ο ένοικος του Λευκού Οίκου αξιοποιεί στο έπακρο τη γλώσσα των θρησκευτικών συμβολισμών, όπως συνέβη όταν επισκέφθηκε πεζός την εκκλησία του Αγ. Ιωάννη στην Ουάσινγκτον και προέβη σε δηλώσεις με τη Βίβλο ανά χείρας, εξασφαλίζοντας την αφοσίωση των Ευαγγελικών, που αποτελούν μεγάλο εκλογικό του χαρτί.

Δεν μπορεί κανείς να πει ότι ισχύει το ίδιο για το έτερο πολιτικο-κοινωνικό στρατόπεδο. Οι προσκείμενοι στους Δημοκρατικούς καλλιεργούν την ιδέα ότι τα "συστημικά" προβλήματα απαιτούν συστημικές λύσεις, που μόνο η ψήφος μπορεί να προσφέρει και όχι τα ξεσπάσματα στον δρόμο. Όμως η κλιμάκωση της κρίσης περισσότερο προοιωνίζεται μιαν αποξένωση των διαδηλωτών από το πολιτικό παιχνίδι συνολικά – και πάντως η υποψηφιότητα του διόλου ακμαίου Τζο Μπάιντεν (ο οποίος πρότεινε ως λύση στο πρόβλημα της αστυνομικής βίας το να σημαδεύουν τα όργανα της τάξης στα πόδια) δύσκολα μπορεί να εμπνεύσει. Για την ακρίβεια, είναι το ανεκπλήρωτο της "αλλαγής", την οποία τόσο αποζητούν οι υποβαθμιζόμενοι μικρομεσαίοι τα τελευταία χρόνια, που εγγυάται την εμφάνιση σπασμωδικών εκρήξεων κοινωνικής δυσφορίας.

Λιγότερη συνοχή, περισσότερη καταστολή

Όμως οι κυριότερες επιπτώσεις αυτού που φαντάζει ως κατεξοχήν εσωτερικό πρόβλημα έχουν να κάνουν με τη θέση των ΗΠΑ στον κόσμο. Η μετάπτωση της υπερδύναμης από την κρίση του κορονοϊού στην τωρινή αναταραχή στέλνει μήνυμα αποδυνάμωσης και επιτρέπει όχι μόνο σε αντιπάλους, όπως η Κίνα και το Ιράν, να εκμεταλλεύονται επικοινωνιακά το θέαμα που έρχεται από την Αμερική, αλλά και σε συμμάχους όπως οι Ευρωπαίοι να παίρνουν ολοένα και μεγαλύτερες αποστάσεις σε σειρά ζητημάτων.

Όπως και αν έχει, η χώρα του Ντόναλντ Τραμπ οδεύει προς ένα μέλλον μικρότερης εθνικής συνοχής και περισσότερης καταστολής. Όμως η προοπτική κινητοποίησης του στρατού, που τόσο ενθουσιάζει ορισμένους Ρεπουμπλικανούς και τόσο ανησυχεί τους ίδιους τους στρατηγούς, δεν αποτελεί μόνο σοβαρή παρέκκλιση από την αμερικανική συνταγματική παράδοση, αλλά και πραγματική ειρωνεία της Ιστορίας, επανεισάγοντας εντός συνόρων την πολεμική βία που τόσο πολύ έχει η Αμερική προβάλει ανά τον πλανήτη.

Του Κώστα Ράπτη


6/6/2020


          ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ          







Πληθαίνουν τα σημάδια αποδυνάμωσης των ΗΠΑ.

Το 1976 ο Γάλλος δημογράφος και ανθρωπολόγος Εμανουέλ Τοντ προέβλεψε, στηριγμένος στην ανάλυση ποσοτικών δεδομένων, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία και επήλθε πράγματι μετά από μιάμιση δεκαετία.

Το 2002 ο ίδιος επανήλθε με το βιβλίο του "Μετά την Αυτοκρατορία”, για να προβεί σε εξίσου δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε μια συγκυρία κατά την οποία ο πλανήτης ζούσε τη "μονοπολική στιγμή” του και ο Τζόρτζ Μπους τζούνιορ ετοιμαζόταν για την εισβολή στο Ιράκ, ο Τοντ έκανε λόγο για ραγδαία εξάντληση της αμερικανικής ισχύος.

Ο Γάλλος καθηγητής κατέγραφε μία σειρά αρνητικών τάσεων, όπως η υποχώρηση της κοινωνικο-οικονομικής ενσωμάτωσης των Αφρο-Αμερικανών, η ανάπτυξη μιας "βουλιμικής” οικονομίας που τρέφεται από την καλή θέληση των ξένων επενδυτών και η άσκηση εξωτερικής πολιτικής με όρους που διασκορπίζουν τα αποθέματα "μαλακής ισχύος” της χώρας.

Τα όσα παρακολουθούμε τα τελευταία 24ωρα μοιάζει να επαληθεύουν χαρακτηριστικά τις εκτιμήσεις αυτές. Δεν πρόκειται μόνο για το θέαμα των φλεγόμενων αμερικανικών πόλεων ή ενός προέδρου ο οποίος καταφεύγει στο μπούνκερ του Λευκού Οίκου, αλλά και για εξελίξεις που καταγράφει περισσότερο διακριτικά η ειδησεογραφία: από την ακύρωση της Συνόδου της G7 που καλούσε ο Ντόναλντ Τραμπ, λόγω της άρνησης της Άγκελα Μέρκελ να παραστεί δια ζώσης, μέχρι την αποστολή πετρελαιοφόρων του Ιράν στη Βενεζουέλα, σε μια έμπρακτη περιφρόνηση των αμερικανικών κυρώσεων απέναντι και στις δύο αυτές χώρες.

Άλλα σημάδια παρακμής εξαπλώνονται βαθύτερα στον χρόνο, ώστε να αποτελούν αντικείμενο διαρκούς προσοχής: λ.χ. η αμερικανική ιδιαιτερότητα των mass shootings, που μαστίζουν τη χώρα τακτικά ή η κρίση των οπιοιειδών, που οδήγησε σε πτώση του προσδόκιμου επιβίωσης της λευκής εργατικής τάξης.

Μια χώρα που αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα του οίκου της, όπως έδειξε και η πανδημία του κορονοϊού, δύσκολα μπορεί να λειτουργήσει ως διεθνής ηγέτης.

Το να αποδοθούν όλα αυτά αποκλειστικά στην παρουσία του Τραμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ συνιστά σύγχυση ανάμεσα στο αίτιο και στο σύμπτωμα και παραγνωρίζει την αδυναμία άλλων πολιτικών φορέων να εγγυηθούν αποκατάσταση της προτέρας ακμής.

Το rioting έχει βέβαια μεγάλη ιστορία στις ΗΠΑ, από την ταραγμένη βραδιά της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το 1968 μέχρι το Λος Άντζελες το 1992, υπενθυμίζοντας πόσο βαθιά προσδιορίζουν οι φυλετικές διαιρέσεις κάθε όψη της αμερικανικής ζωής (λ.χ. από την κρίση των επισφαλών στεγαστικών δανείων μέχρι τις ασύμμετρες επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού). Ωστόσο το κύμα διαδηλώσεων και ταραχών που ξέσπασε μετά τον φόνο του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομικούς στη Μινεάπολη παρουσιάζει ενδιαφέροντα νέα στοιχεία: την μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση, την εμφανέστερη παρουσία των γυναικών, την "συνάντηση” στον δρόμο Αφρο-Αμερικανών με ισπανόφωνους, αλλά και πολλούς λευκούς της νέας γενιάς με το υπονομευμένο μέλλον.

Το φυσικό αντανακλαστικό του Ντόναλντ Τραμπ (παρά τις επιφυλάξεις συμβούλων όπως ο γαμπρός του Τζάρεντ Κούσνερ) είναι να οδηγήσει τα πράγματα στην πόλωση, αποφεύγοντας τη συζήτηση περί της διάχυτης αστυνομικής αυθαιρεσίας που βρίσκεται στη ρίζα αυτού του ξεσπάσματος οργής, απειλώντας με στρατιωτικοποίηση της προσπάθειας επαναφοράς στην τάξη, καταγγέλλοντας την δράση "τρομοκρατικών στοιχείων”, παρουσιάζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους ως ομήρους της "Ριζοσπαστικής Αριστεράς” και ποντάροντας στην ανάγκη των κοινωνικών μεσοστρωμάτων για ασφάλεια. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για συνδυασμό αμηχανίας μπροστά στις εξελίξεις και κυνικού εκλογικού υπολογισμού, ώστε να "μπετοναριστεί” η βάση του Τραμπ και να πληγεί το πολιτικό "κέντρο”. Άλλωστε, από την αντίθετη πλευρά, η πολιτική των Δημοκρατικών να αναμένουν την πτώση του Τραμπ ως ώριμο φρούτο δεν αρκεί για την συστράτευση των οργισμένων διαδηλωτών, που είναι πιθανό να οδηγηθούν σε μεγαλύτερη αποξένωση από το πολιτικό παιχνίδι. Από μία ειρωνεία της τύχης, μάλιστα, το χρίσμα των Δημοκρατικών έχει εξασφαλίσει (ακριβώς χάρη στις επιλογές Αφρο-Αμερικανών ψηφοφόρων μεγαλύτερης ηλικίας σε πολιτείες σαν την Βόρειο Καρολίνα) ο Τζο Μπάιντεν που δύσκολα μπορεί να εμπνεύσει την οργισμένη νέα γενιά. Σε στιγμές τέτοιας όξυνσης της κρίσης, η λογική του "μικρότερου κακού” χωρίς οραματική πνοή δεν αρκεί.

Η επιστροφή στις διαπιστώσεις του Τοντ μπορεί να είναι διαφωτιστική. Ο Γάλλος καθηγητής αντικρίζει τις ΗΠΑ ως μία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των ημερών μας, όπου η υπερχρέωση και η χρηματοπιστωτικοποίηση της οικονομίας συμβαδίζει αλληλοτροφοδοτούμενη με την ολοένα και μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση των σχέσεων με τον υπόλοιπο κόσμο, προκειμένου αυτός να συνεχίσει να ικανοποιεί δια της κυριαρχίας του δολαρίου τις ανάγκες της υπερδύναμης.

Το ότι η αμερικανική υπεροπλία (που δοκιμάζεται, επισημαίνει ο Τοντ, μόνο σε αρκούντως αδύναμους αντιπάλους) φοβίζει ολοένα και λιγότερους παίκτες της διεθνούς σκηνής έχει τη σημασία του. Όμως το ότι τα ρήγματα στο εσωτερικό της παραμελημένης αμερικανικής κοινωνίας, αντιμετωπίζονται με ολοένα και μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση της αστυνόμευσης, ήτοι με επανεισαγωγή της βίας που οι ΗΠΑ έχουν εξαπολύσει ανά την υφήλιο, ωσάν ο πληθυσμός να ανήκε σε κατεχόμενη χώρα είναι ακόμη περισσότερο διαβρωτικό.

Του Κώστα Ράπτη

https://www.capital.gr/diethni/3457687/
plithainoun-ta-simadia-apodunamosis-ton-ipa


1/6/2020