Ο εθνικισμός των εμβολίων.


 Ο εθνικισμός των εμβολίων. 

   Η παγκόσμια μάχη για την ανάπτυξη και τον έλεγχο του εμβολίου ενάντια στον κοροναϊό βρίσκεται σε εξέλιξη. Αυτή τη στιγμή, γίνονται εκατοντάδες προσπάθειες σε όλο τον κόσμο. Κι ενώ το εμβόλιο δεν είναι ακόμη έτοιμο έχει προκύψει ήδη το μεγαλύτερο από όλα τα ζητήματα. Ο τρόπος με τον οποίο αυτό θα διανεμηθεί σε όσους το έχουν ανάγκη. Ήδη χώρες, όπως οι ΗΠΑ,  η Ρωσία και η Ινδία έχουν δηλώσει ότι θέλουν να εξασφαλίσουν προτεραιότητα πρόσβασης στο εμβόλιο. Αυτή η ιεράρχηση ως σημαντικότερης της εσωτερικής, εθνικής αγοράς είναι διεθνώς γνωστή ως «εθνικισμός των εμβολίων». 

   Λειτουργεί ως εξής: μία χώρα καταφέρνει να εξασφαλίσει δόσεις εμβολίου για τους πολίτες ή τους κατοίκους της πριν αυτό διατεθεί σε άλλες χώρες. Αυτό γίνεται μέσω συμφωνίας μεταξύ μίας εθνικής κυβέρνησης και του κατασκευαστή του εμβολίου.

Οι κινήσεις στη σκακιέρα του εμβολίου  

  Τον Μάρτιο, ο Λευκός Οίκος συναντήθηκε με εκπροσώπους της CureVac, μίας γερμανικής εταιρείας βιοτεχνολογίας που αναπτύσσει ένα εμβόλιο για τον Covid-19. Οι πληροφορίες θέλουν την αμερικανική κυβέρνηση να έχει κάνει επαφές για τη δυνατότητα εξασφάλισης των αποκλειστικών δικαιωμάτων του εμβολίου. 

  Η απάντηση που εισέπραξε από την γερμανική κυβέρνηση ήταν ότι «η Γερμανία δεν είναι προς πώληση». Ο εκπρόσωπος της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, τόνισε ότι ένα εμβόλιο που αναπτύχθηκε στη Γερμανία πρέπει να είναι διαθέσιμο «στη Γερμανία και τον κόσμο». Στις 15 Ιουνίου, η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα επενδύσει 300 εκατ. ευρώ στη CureVac για μερίδιο 23% στην εταιρεία.

  Τον Απρίλιο, ο Διευθύνων Σύμβουλος της γαλλικής εταιρείας Sanofi, που έλαβε μερική χρηματοδότηση για το υπό αναπτυξη εμβόλιό της από την Αμερικανική Βιοϊατρική Αρχή Έρευνας και Ανάπτυξης, ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ θα είχαν το «δικαιώματα για τη μεγαλύτερη προπαραγγελία» του εμβολίου. Η δήλωση έφερε δημόσια κατακραυγή και πιέσεις από τη γαλλική κυβέρνηση, με τη Sanofi να αλλάζει κατόπιν τη στάση της και να δηλώνει ότι δεν θα διαπραγματευτεί δικαιώματα προτεραιοτήτων με καμία χώρα. 

  Στην Ινδία, το Serum Institute αναπτύσσει ένα από τα κορυφαία υποψήφια εμβόλια για τον κοροναϊό. Το ινστιτούτο ανακοίνωσε ότι, αν επιτευχθεί η ανάπτυξη του εμβολίου, οι περισσότερες από τις αρχικές παρτίδες αυτού θα διανεμηθούν στην Ινδία. Παράλληλα η χώρα μαζί με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, επελεξαν να μην συμμετάσχουν στο όργανο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των χωρών για την ανάπτυξη και τη διανομή των εμβολίων αλλά και των φαρμάκων για τον Covid-19. 

Διαβάστε επίσης:

   Ο εθνικισμός των εμβολίων δεν είναι κάτι καινούργιο. Κατά τα πρώτα στάδια της πανδημίας της γρίπης H1N1 το 2009, ορισμένες από τις πλουσιότερες χώρες έκαναν συμφωνίες προ-αγοράς με φαρμακευτικές εταιρείες που ανέπτυσαν εμβόλια. Εκείνη την εποχή, η εκτίμηση ήταν ότι ο μέγιστος αριθμός δόσεων εμβολίου που θα μπορούσαν να παραχθούν παγκοσμίως ήταν 2 δισεκατομμύρια. Μόνο οι ΗΠΑ διαπραγματεύθηκαν και απέκτησαν το δικαίωμα να αγοράσουν 600.000 δόσεις. Όλες οι χώρες που διαπραγματεύθηκαν παραγγελίες προ-αγοράς ήταν ανεπτυγμένες οικονομίες. Μόνο όταν η πανδημία του 2009 άρχισε να χαλαρώνει και η ζήτηση για το εμβόλιο έπεσε, οι ανεπτυγμένες χώρες προσφέρθηκαν να δωρίσουν δόσεις εμβολίου στις φτωχότερες οικονομίες. Ως αποτέλεσμα, η διανομή του εμβολίου για την H1N1 βασίστηκε στην αγοραστική δύναμη των χωρών και όχι στον κίνδυνο μετάδοσης.

Είναι όμως επικίνδυνος

   Όπως αναφέρει η Άνα Σάντος Ράτσμαν, καθηγήτρια νομικής του Πανεπιστημίου του Σεντ Λούις, σε άρθρο της στο The Conversation, ο εθνικισμός του εμβολίου μπορεί να μπλοκάρει την πρόσβαση των πιο ευάλωτων πληθυσμών στο εμβόλιο. Συγκεκριμένα, καταδικάζει τις χώρες με λιγότερους πόρους και επομένως μικρότερη διαπραγματευτική ισχύ και στερεί από τους πληθυσμούς αυτών την έγκαιρη πρόσβαση σε ζωτικά αγαθά δημόσιας υγείας. Στην πραγματικότητα αυτό που καταλήγει να συμβαίνει είναι να διανέμονται τα εμβόλια σε πληθυσμούς μετρίου κινδύνου, αυτούς των πλούσιων χωρών, έναντι πληθυσμών υψηλότερου κινδύνου στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. 

  Επιπροσθέτως, ο εθνικισμός εμβολίων αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές της ανάπτυξης εμβολίων και της παγκόσμιας δημόσιας υγείας. Εξάλλου, στα περισσότερα προγράμματα ανάπτυξης εμβολίων συμμετέχουν επιστήμονες και ομάδες από πολλές χώρες του κόσμου. Στην πραγματικότητα είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες μία χώρα μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι ο μοναδικός συμμετέχων στην ανάπτυξη ενός εμβολίου. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση η παγκόσμια δημόσια υγεία δεν θα έπρεπε να έχει σύνορα. Ο Covid-19 απέδειξε ότι τα παθογόνα μπορούν να «ταξιδέψουν» ταχέως σε όλο τον κόσμο. Και η αντιμετώπιση τους θα πρέπει να είναι η ανάλογη. 

  Όπως σημειώνουν, τρεις καθηγητές ιατρικής (Ρεμπέκα Γουέιντρομπ, Άσαφ Μπίτον, Μαρκ Ρόζενμπεργκ) σε άρθρο τους στο Harvard Business Review, ο εθνικισμός των εμβολίων δεν είναι μόνο ηθικά κατακριτέος αλλά και ο λανθασμένος τρόπος για τη μείωση της μετάδοσης της ασθένειας παγκοσμίως. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία. «Αν χώρες με πολλά κρούσματα καθυστερήσουν να λάβουν το εμβόλιο και άλλα φάρμακα, η ασθένεια θα συνεχίσει να διαταράσσει παγκόσμια τις αλυσίδες εφοδιασμού και ως αποτέλεσμα τις οικονομίες σε όλο τον κόσμο». Φυσικά και εδώ το μεγαλύτερο βάρος θα πέσει στις φτωχότερες και πιο ευάλωτες χώρες. 

Μετά τα έθνη, οι τάξεις

  Μετά τον εθνικό, έρχεται και ο ταξικός διαχωρισμός. Τα αποκλειστικά δικαιώματα ενός εμβολίου μπορεί να έχουν ιδιαίτερα υψηλό κόστος. Η Ράτσμαν αναφέρει το παράδειγμα των ΗΠΑ, οι οποίες φημίζονται για τις υψηλές τιμές των φαρμάκων. Αυτό σημαίνει ότι και η τιμή του εμβολίου θα είναι κατά πάσα πιθανότητα τέτοια που οι φτωχότεροι πολίτες - ειδικά εκείνοι που δεν είναι ασφαλισμένοι ή είναι υπο-ασφαλισμένοι (στις ΗΠΑ το ποσοστό είναι ιδιαίτερα μεγάλο) - δεν θα έχουν πρόσβαση σε αυτό. Πρόκειται για μια μορφή αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «απώλεια νεκρού βάρους», καθώς αυτοί που χρειάζονται ένα προϊόν που βελτιώνει την ευημερία τιμολογούνται. Στη δημόσια υγεία όμως «η απώλεια νεκρού βάρους» κοστίζει ζωές. 

   Δεν πρόκειται για υποθετικό σενάριο, κατά την Ράτσμαν, αφού ο υπουργός Υγείας των ΗΠΑ Άλεξ Αζάρ δήλωσε ενώπιον του Κογκρέσου ότι η κυβέρνηση δεν θα παρέμβει για να εγγυηθεί την προσιτή τιμή του εμβολίου. Συγκεκριμένα είπε, ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θέλει ο ιδιωτικός τομέας να επενδύσει στην ανάπτυξη και κατασκευή εμβολίων. Εάν οι ΗΠΑ καθορίσουν τις τιμές, οι εταιρείες ενδέχεται να μην κάνουν αυτήν την επένδυση επειδή τα εμβόλια δεν θα είναι κερδοφόρα. Η άποψή του επικρίθηκε ευρέως ως «κακή πολιτική για τη δημόσια υγεία» αλλά και με την επισήμανση ότι οι Αμερικανοί φορολογούμενοι χρηματοδοτούν ήδη ένα σημαντικό ποσοστό της έρευνας για την ανάπτυξη εμβολίων. 

    Αν τα εμβόλια για τον Covid-19 δεν διατίθενται σε οικονομική τιμή σε όσους τα χρειάζονται οι συνέπειες θα είναι δυσανάλογα σοβαρές για τους φτωχότερους και πιο ευάλωτους πληθυσμούς. Εντός των ΗΠΑ τα περισσότερα κρούσματα και θύματα του ιού εμφανίζονται στους πληθυσμούς των μαύρων και των λατίνων που είναι οι φτωχότεροι. Χωρίς το εμβόλιο θα συνεχίσουν να κινδυνεύουν περισσότερο από τους υπόλοιπους και θα οδηγηθούν σε μεγαλύτερη επιβάρυνση της υγείας τους, μεγαλύτερη οικονομική εξαθλίωση και πιθανή απώλεια ζωής. 

Υπάρχει τρόπος; 

    Αν όμως ο εθνικισμός έρχεται σε αντίθεση με τις παγκόσμιες αρχές δημόσιας υγείας, δεν υπάρχει καμία διάταξη στην διεθνή νομοθεσία που να απαγορεύει τις συμφωνίες προ-αγοράς. Με δεδομένο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα το ερώτημα είναι αν υπάρχει τρόπος να γίνει δίκαιη διάθεση των εμβολίων. 

    Η Ράτσμαν αναφέρει ότι οι συμφωνίες αυτές ενδεχομένως αποτελούν κίνητρο για τις εταιρείες να παράγουν εμβόλια που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να εμπορευτούν. Ιδρύματα όπως ο Gavi, ένας διεθνής μη κερδοσκοπικός οργανισμός με έδρα τη Γενεύη, χρησιμοποιεί παρόμοιους μηχανισμούς για την διάθεση εμβολίων στις αναπτυσσόμενες χώρες. Όμως ο εθνικισμός των εμβολίων είναι κατάχρηση αυτών των συμφωνιών και φέρνει τις παραπάνω στρεβλώσεις, βλάπτοντας τελικά και τους πολίτες της ίδιας τη χώρας και διαιωνίζοντας τις διαρθρωτικές ανισότητες στο σύστημα της υγειονομικής περίθαλψης. 

    Η ίδια τονίζει, ότι οι ανεπτυγμένες χώρες πρέπει να δεσμευτούν ότι δεν θα προχωρήσουν στην εξασφάλιση αποκλειστικών δικαιωμάτων των εμβολίων, ενώ τα διεθνή ιδρύματα μαζί με τον ΠΟΥ πρέπει να συντονιστούν για την δημιουργία ενός πλαισίου για ισότητα και δίκαιη πρόσβαση στα εμβόλια κατά τη διάρκεια κρίσεων δημόσιας υγείας. Η ισότητα συνεπάγεται τόσο την προσιτή τιμή των εμβολίων όσο και ευκαιρίες πρόσβασης σε αυτά για τους πληθυσμούς σε όλο τον κόσμο, ανεξάρτητα από τη γεωγραφία και τη γεωπολιτική.

    Ο ΠΟΥ έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι ένα αποτελεσματικό εμβόλιο είναι αυτό στο οποίο θα έχουν δίκαιη και ισότιμη πρόσβαση όλοι και ότι ο κόσμος δεν θα μπορεί να προστατευτεί από τον κοροναϊό αν δεν μπορούν να εμβολιαστούν όλοι. «Αυτό το εμβόλιο δεν θα πρέπει να είναι για τους έχοντες. Θα πρέπει να είναι και για τους μη έχοντες», έχει δηλώσει από την αρχή της κρίσης ο γενικός διευθυντής του οργανισμού Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους.

  Σύμφωνα με το άρθρο του Harvard Business Review, οι ειδικοί στην επιδημιολογία, την ιολογία και τις κοινωνικές επιστήμες και όχι οι πολιτικοί είναι αυτοί που πρέπει να έχουν το προβάδισμα στη χάραξη και εφαρμογή επιστημονικών στρατηγικών για τον έλεγχο της πανδημίας. «Χρειαζόμαστε μία παγκόσμια συντονισμένη προσπάθεια για να εκτιμήσουμε και να λάβουμε υπόψη το διαθέσιμο παγκόσμιο εργατικό δυναμικό για τον εμβολιασμό, να θέσουμε σε λειτουργία προγράμματα μαζικού εμβολιασμού, να εφαρμόσουμε σχέδια για δίκαιη κατανομή εμβολίων με βάση τις προτεραιότητες και να επαληθεύσουμε τη διάθεση των εμβολίων». 

    «Ένα εμβόλιο πρέπει να χορηγείται βάσει των καλύτερων στοιχείων για το τι θα σταματήσει τη μετάδοση και θα προστατεύσει τις πιο ευάλωτες ομάδες - ανεξάρτητα από το έθνος στο οποίο διαμένουν. Ένα εμβόλιο μπορεί να τερματίσει την πανδημία, αλλά μόνο εάν όλες οι χώρες εξασφαλίσουν έγκαιρη, δίκαιη, παγκόσμια πρόσβαση σε αυτό. Η πώληση εμβολίων στους πλειοδότες δεν είναι ο κατάλληλος τρόπος», σημειώνουν. Σε διαφορετική περίπτωση, «η εθνικιστική στάση απέναντι στην πανδημία θα παρατείνει αυτήν την παγκόσμια υγειονομική και οικονομική κρίση». 


20/6/2020