Το τουρκικό παιχνίδι με την ΑΟΖ της Παλαιστίνης. Οι προβληματισμοί σε Αθήνα και Λευκωσία για την πιθανολογούμενη συμφωνία Άγκυρας - Ραμάλα.

Ο Τούρκος πρόεδρος, Ταγίπ Ερντογάν, και ο Παλαιστίνιος πρόεδρος, Μαχμούντ Αμπάς, σε συνέντευξη Τύπου μετά την έκτακτη συνάντηση του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας (OIC) στην Κωνσταντινούπολη, τον Δεκέμβριο του 2017. REUTERS / Osman Orsal

Το τουρκικό παιχνίδι με την ΑΟΖ της Παλαιστίνης.
Οι προβληματισμοί σε Αθήνα και Λευκωσία για την πιθανολογούμενη συμφωνία Άγκυρας - Ραμάλα.

Με αφορμή πρόσφατες δηλώσεις του Παλαιστίνιου πρέσβυ στην Άγκυρα, τίθεται το ερώτημα εάν Τουρκία και Παλαιστινιακή Αρχή προτίθενται να υπογράψουν διμερή συμφωνία καθορισμού θαλασσίων ζωνών κατά τα πρότυπα του τουρκο-λυβικού συμφώνου. Πόσο βάσιμοι είναι οι προβληματισμοί που εκφράζονται σε Αθήνα και Λευκωσία και ποια κριτήρια είναι απαραίτητο να ληφθούν υπ’ όψιν προκειμένου να αποτιμηθούν ρεαλιστικά οι κινήσεις της παλαιστινιακής πλευράς.

Όλα άρχισαν στις 21 Ιουνίου 2020, από μια σύντομη συνέντευξη που παραχώρησε ο πρέσβυς της Παλαιστινιακής Αρχής στην Άγκυρα, Φάεντ Μουστάφα, στην εφημερίδα Aydinlik, εφημερίδα που είχε εμπλακεί κατά το παρελθόν στην υπόθεση Ergenekon και έχει πλέον ανακτήσει την θέση της στις αποδεκτές δημοσιογραφικές φωνές της χώρας. Στην ερώτηση του δημοσιογράφου εάν η Παλαιστινιακή Αρχή προτίθεται να υπογράψει με την Τουρκία μια συμφωνία καθορισμού θαλασσίων ζωνών κατά τα πρότυπα του αντίστοιχου τουρκο-λιβυκού συμφώνου, ο κ. Μουστάφα απάντησε επί λέξει τα εξής: «Εμείς, ως Παλαιστίνη, προσδίδουμε μεγάλη σημασία στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Εργαζόμαστε για την ενίσχυση των σχέσεων σε όλους τους τομείς. Είμαστε ανοιχτοί σε όλες τις ιδέες για την ανάπτυξη αυτών των σχέσεων. Αυτό ισχύει και για το θέμα της συμφωνίας ΑΟΖ με την Τουρκία. Έχουμε και εμείς δικαιώματα στη Μεσόγειο. Έχει και η Παλαιστίνη μερίδιο στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο στην Ανατολική Μεσόγειο. Είμαστε έτοιμοι να συμφωνήσουμε με την Τουρκία όσον αφορά το φυσικό αέριο. Είμαστε έτοιμοι για συνεργασία με την Τουρκία. Θέλουμε ανάπτυξη των σχέσεών μας σε όλους τους τομείς. Είμαστε ανοιχτοί σε όλα». Στην πραγματικότητα όμως, το ζήτημα της Παλαιστινιακής ΑΟΖ ανάγεται σε χρόνο σημαντικά προγενέστερο.

Ως γνωστόν, σύμφωνα με τις Συμφωνίες του Όσλο, η Λωρίδα της Γάζας υπάγεται στην Παλαιστινιακή Αρχή και στην πολιτική ηγεσία της που εδρεύει στην Ραμάλα. Ωστόσο, από τον Ιούνιο του 2007 έως και σήμερα, η Λωρίδα της Γάζας διακυβερνάται de facto από την οργάνωση Χαμάς, χωρίς να είναι νομιμοποιημένη προς τούτο από την διεθνή κοινότητα –πολλώ δε μάλλον, συγκαταλέγεται στην κατηγορία των τρομοκρατικών οργανώσεων τόσο εκ μέρους των ΗΠΑ, όσο και εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Χαμάς και η οργάνωση Ισλαμική Τζιχάντ αποτελούν τους δύο κυριότερους πόλους εξουσίας στην Γάζα, οι οποίοι αμφότεροι συνομιλούν με την Τουρκία –με την Χαμάς να διατηρεί γραφείο εκπροσώπησης στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την τελευταία δεκαετία, και κυρίως μετά το αιματηρό επεισόδιο του Mavi Marmara , η δημοτικότητα του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, διατηρείται ενισχυμένη, εξ αιτίας των επανειλημμένων δημόσιων επικρίσεών του κατά του Ισραήλ και της ισλαμιστικής ατζέντας της τουρκικής περιφερειακής πολιτικής.

Ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 2010 η δημοτικότητα της Τουρκίας φερόταν ενισχυμένη περισσότερο στην Γάζα και όχι τόσο στην Δυτική Όχθη που ελέγχεται από την Παλαιστινιακή Αρχή και την Φατάχ, τα τελευταία χρόνια ενισχύεται η θετική εικόνα που έχει η Τουρκία και στο περιβάλλον του προέδρου, Μαχμούντ Αμπάς. Το γεγονός αυτό εξηγείται ως εξής: τουρκικά θρησκευτικά-πολιτιστικά σωματεία υπό την αιγίδα του κρατικού φορέα παροχής διεθνούς αναπτυξιακής βοήθειας TİKA αναπτύσσουν αισθητή παρουσία στην Ανατολική Ιερουσαλήμ –γεγονός που αποτέλεσε αντικείμενο δυσμενούς σχολιασμού εκ μέρους του Ισραηλινού πρώην Υπουργού Εξωτερικών, Ισράελ Κατς. Η Τουρκία ανακάλεσε τον πρέσβυ της από το Τελ Αβίβ το 2018, εις ένδειξη διαμαρτυρίας για την μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ και την αναγνώριση της πόλης ως πρωτεύουσας του Ισραήλ από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Επίσης, μετά την τελετή ανακοίνωσης του πρόσφατου αμερικανικού ειρηνευτικού σχεδίου στις 28 Ιανουαρίου 2020 στον Λευκό Οίκο –και στην οποίαν είχαν παρευρεθεί οι πρέσβεις του Μπαχρέιν, του Ομάν και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων– παρατηρείται μια αργή αλλά σταθερή διπλωματική απομάκρυνση της Παλαιστινιακής Αρχής από τον σαουδαραβικό περιφερειακό παράγοντα. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώθηκε ποικιλοτρόπως τους τελευταίους μήνες και δη εν μέσω κορωνοϊού, όταν η Παλαιστινιακή Αρχή αρνήθηκε δύο φορές να παραλάβει υλικοτεχνική ιατρική βοήθεια για την αντιμετώπιση της πανδημίας που είχε σταλεί αεροπορικώς τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα με απ’ ευθείας πτήση από το Ντουμπάι στο Τελ Αβίβ –χαρακτηρίζοντας την κίνηση αυτή ως «επίδειξη ομαλοποίησης των σχέσεων μεταξύ Εμιράτων και Ισραήλ». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τις ελάχιστες ενδείξεις που προδίδουν με απόλυτη σαφήνεια πόσο σημαντικά έχουν διαταραχθεί οι άλλοτε αγαστές διμερείς σχέσεις μεταξύ της Παλαιστινιακής Αρχής, της Σαουδικής Αραβίας και των υπολοίπων μετριοπαθών σουνιτικών χωρών του Κόλπου.

Προκειμένου να τεθεί στο σωστό πλαίσιο το ζήτημα της παλαιστινιακής ΑΟΖ που επέστρεψε στην επικαιρότητα, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν το εξής δεδομένο: η 1η Ιουλίου 2020 προβάλλεται από τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Βενιαμίν Νετανιάχου, ως ημέρα-ορόσημο για μια ενδεχόμενη μονομερή ισραηλινή προσάρτηση εδαφών της Δυτικής Όχθης με βάση το αμερικανικό ειρηνευτικό σχέδιο –ανεξαρτήτως του ότι η Ουάσιγκτον επιμελώς αποφεύγει να δώσει ένα ξεκάθαρο «πράσινο φως» για κάτι τέτοιο, ενώ παράλληλα σημειώνονται ισχυρές αντιδράσεις τόσο από τους κομματικούς κυβερνητικούς εταίρους, από την αριστερή αντιπολίτευση αλλά και από τους ίδιους τους Εβραίους εποίκους που κατοικούν στις υπό προσάρτηση περιοχές. Η ως άνω συγκυρία έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να εκδηλώσει για ακόμα μια φορά την αλληλεγγύη της στην ηγεσία του προέδρου Μαχμούντ Αμπάς –την στιγμή που ο δεύτερος δείχνει περισσότερο απογοητευμένος απ’ όσο ποτέ άλλοτε από το ιδεώδες της «αραβικής αλληλεγγύης», με μοναδική εξαίρεση την Ιορδανία, τη μοναδική αραβική χώρα που συντάσσεται ένθερμα με την έντονη αντίδραση της Ραμάλα στο ενδεχόμενο μιας μονομερούς ισραηλινής προσάρτησης εδαφών.

Με βάση τα ως άνω δεδομένα και υπό τις παρούσες συγκυρίες, όπως παλαιότερα η Χαμάς έβρισκε ευήκοα ώτα στην Άγκυρα, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει τώρα με την Παλαιστινιακή Αρχή. Αντιστοίχως, είναι απολύτως λογικό και επόμενο η Άγκυρα να θελήσει να αξιοποιήσει τις παρούσες ενδιαφέρουσες συγκυρίες για τον αγώνα που δίνει η ίδια στο φλέγον για εκείνην ζήτημα των θαλασσίων ζωνών στην Μεσόγειο και να υποδηλώσει την παρουσία της, χρησιμοποιώντας ως πρότυπό της την λογική που διέπει το πρόσφατο τουρκο-λυβικό σύμφωνο.

Η Παλαιστινιακή Αρχή έχει υιοθετήσει την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) και από την 1η Φεβρουαρίου 2015 αποτελεί τμήμα της παλαιστινιακής έννομης τάξης. Παρά το γεγονός ότι η μοναδική «θαλάσσια έξοδος» της Παλαιστινιακής Αρχής βρίσκεται ήδη από το 2007 υπό την de facto διακυβέρνηση της Χαμάς, η διεθνής κοινότητα κατά την συντριπτική της πλειοψηφία αναγνωρίζει ότι η κυριαρχία επί της Λωρίδας της Γάζας ανήκει στον μοναδικό νόμιμο εκπρόσωπο των Παλαιστινίων, δηλαδή στην κυβέρνηση της Ραμάλα. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2019, ο υπουργός Εξωτερικών της Παλαιστινιακής Αρχής, Ριάντ Μάλκι, κατέθεσε δήλωση στα αρμόδια όργανα του ΟΗΕ περί καθορισμού ΑΟΖ με βάση την μεσογειακή ακτογραμμή της Γάζας. Η δήλωση αυτή συνοδεύθηκε με κατάλογο των γεωγραφικών συντεταγμένων. Παρ’ όλα αυτά, ούτε προηγήθηκε, ούτε όμως και ακολούθησε καμία διαπραγμάτευση με το Ισραήλ και με την Αίγυπτο, με αποτέλεσμα η Παλαιστινιακή ΑΟΖ να μην αναγνωρίζεται από τις κυβερνήσεις της Ιερουσαλήμ και του Καΐρου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σιγή που διατηρούν οι οργανώσεις Χαμάς και Ισλαμική Τζιχάντ που ουσιαστικά ελέγχουν την συγκεκριμένη παλαιστινιακή ακτογραμμή –μιας και η πρωτοβουλία ανακήρυξης ΑΟΖ προέρχεται από την Παλαιστινιακή Αρχή, με την οποίαν οι σχέσεις τους είναι κάθε άλλο παρά αγαστές. Στην πράξη, ο χαρακτήρας αυτής της κίνησης της Παλαιστινιακής Αρχής αποτιμάται ως μια «έμπρακτη δήλωση ύπαρξης» στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, που στρέφεται κατ ’αρχήν κατά του σφετερισμού εξουσίας της Χαμάς στην Γάζα, και δευτερευόντως κατά του καθεστώτος θαλασσίων ζωνών που υφίσταται μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου στα ανοικτά των ακτών της Λωρίδας της Γάζας. Ουσιαστικά, η Παλαιστινιακή Αρχή, έχοντας απωλέσει de facto την διακυβέρνηση της Γάζας, δεν είναι σε θέση να ασκήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα που επικαλείται στην θαλάσσια ζώνη που περιγράφεται από τις συντεταγμένες που κατέθεσε στον ΟΗΕ. Περαιτέρω ανάλυση είναι περιττή.

Κατόπιν των ανωτέρω, είναι σαφές ότι η ανακήρυξη ΑΟΖ εκ μέρους της Παλαιστινιακής Αρχής έχει σαφώς πολιτικό χαρακτήρα. Πλην όμως, θα πρέπει παράλληλα να επισημανθούν τα εξής: η ελληνικών συμφερόντων εταιρεία φυσικού αερίου Energean είχε συνάψει συμφωνία με την Παλαιστινιακή Αρχή, βάσει της οποίας, όταν η κυβέρνηση της Ραμάλα θα είναι σε θέση να ελέγχει την κυριαρχία της ακτογραμμής της Γάζας, τότε [η Energean] θα έχει τα δικαιώματα διερεύνησης και εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που θα βρίσκονται εντός της Παλαιστινιακής ΑΟΖ. Είναι σαφές ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες τουλάχιστον, η εφαρμογή της εν λόγω σύμβασης ανάγεται στο πολύ μακρινό μέλλον –εάν υποτεθεί ότι ισχύει ακόμα. Συγχρόνως, η Παλαιστινιακή Αρχή συμμετέχει στο Περιφερειακό Φόρουμ για την Αξιοποίηση του Φυσικού Αερίου της Ανατολικής Μεσογείου (EMGF), που εδρεύει στο Κάιρο. Στο Φόρουμ συμμετέχουν επίσης το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Ιορδανία, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ιταλία (με ηχηρή την απουσία της Τουρκίας και του Λιβάνου,ως επίσης και της Συρίας, λόγω της συνεχιζόμενης εμφύλιας σύρραξης). Μάλιστα, στις 16 Ιανουαρίου 2020, τα κράτη-μέλη συμφώνησαν ο συγκεκριμένος φορέας να αναβαθμισθεί σε περιφερειακό διεθνή οργανισμό. Καθαυτό το γεγονός καθιστά την Παλαιστινιακή Αρχή ενεργειακό εταίρο της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η παρούσα συγκυρία βρίσκει την Τουρκία και την Παλαιστινιακή Αρχή να χρειάζονται η μια την υποστήριξη της άλλης. Από τη μια, η κυβέρνηση της Ραμάλα ελπίζει στην διπλωματική στήριξη της Άγκυρας , ενόψει του ενδεχομένου μιας μονομερούς ισραηλινής προσάρτησης εδαφών της Δυτικής Όχθης που θα μπορούσαν να φτάσουν στο 30% της συνολικής της έκτασης. Από την άλλη, η κυβέρνηση της Άγκυρας επιδιώκει να διαταράξει το υπάρχον καθεστώς των θαλασσίων ζωνών στην Μεσόγειο –κατ’ αρχάς μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου, αλλά κατ’ επέκτασιν μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας, Ισραήλ και Αιγύπτου. Αρκεί να επισημανθεί ότι η θαλάσσια ζώνη που η παλαιστινιακή πλευρά εκλαμβάνει ως δική της, «διακόπτει» την κοινή γραμμή ορίων που συνδέει την Κυπριακή ΑΟΖ με τις θαλάσσιες ζώνες της Αιγύπτου και του Ισραήλ.

Το εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι γιατί την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να τις απασχολεί το ενδεχόμενο υπογραφής μιας διμερούς συμφωνίας περί θαλασσίων ζωνών μεταξύ Τουρκίας και Παλαιστινιακής Αρχής.

Από την δημοσιοποίηση των δηλώσεων του Παλαιστινίου πρέσβυ κ. Φάεντ Μουστάφα στις 21/6 και για δύο ημέρες οι πληροφορίες από πλευράς παλαιστινιακής ηγεσίας παρέμεναν συγκεχυμένες, με πληθώρα σχολίων και δηλώσεων να εμφανίζονται στα ΜΜΕ σε Ελλάδα και Κύπρο. Συγχρόνως, από παλαιστινιακής πλευράς εκφραζόταν η άποψη ότι «ούτως ή άλλως, η Παλαιστινιακή ΑΟΖ εκ των πραγμάτων δεν έχει κοινά όρια με μία ‘μελλοντική ΑΟΖ της Τουρκίας’» -και ως εκ τούτου, Ελλάδα και Κύπρος δεν έχουν κανέναν λόγο να προβληματίζονται. Παράλληλα, ο πρέσβυς της Παλαιστινιακής Αρχής στην Αθήνα, Μαρουάν Τουμπάσι, με ανακοίνωσή του, κάλεσε τα ελληνικά ΜΜΕ να θέτουν τις όποιες πληροφορίες σχετίζονται με το ζήτημα «εντός του ορθού τους πλαισίου» , τονίζοντας παράλληλα ότι «Η θέση της Παλαιστίνης σε οποιοδήποτε ζήτημα αφορά στα ύδατα της Ανατολικής Μεσογείου και στις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες εκεί, περιορίζεται στην δέσμευσή μας στις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου και της Συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο των Θαλασσών στις οποίες είμαστε μέλη, καθώς και τα δικαιώματα που μας παρέχει αυτή η συνθήκη. Η Παλαιστίνη είναι ένθερμος υποστηρικτής της τήρησης του διεθνούς δικαίου, ως εκ τούτου, δεν θα συνάπταμε καμία συμφωνία ή διακανονισμό χωρίς να στηριζόμαστε σε αυτήν την αρχή. Ομοίως, η Παλαιστίνη αναμένει από όλες τις χώρες να σεβαστούν τα παλαιστινιακά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων της και της ΑΟΖ».

Οι προβληματισμοί σε Αθήνα και Λευκωσία δεν ήταν αβάσιμοι. Με δεδομένο ότι οι συντεταγμένες της ΑΟΖ που κατέθεσε η Παλαιστινιακή Αρχή στον ΟΗΕ «συνορεύουν» με τις αντίστοιχες της Κυπριακής ΑΟΖ –την ύπαρξη της οποίας η Τουρκία αμφισβητεί– είναι φυσικό επόμενο να δημιουργήσει προβληματισμούς στην Ελλάδα και στην Κύπρο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ιδιότυπη λογική που διέπει το αντίστοιχο τουρκο-λυβικό σύμφωνο.

Η εκτενής διευκρινιστική ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών της Παλαιστινιακής Αρχής, αλλά και του ιδίου του Παλαιστίνιου πρέσβυ στην Άγκυρα, αργά το απόγευμα της 23ης Ιουνίου 2020, αναμφίβολα αποτελεί ένα σημάδι ενθαρρυντικό για τον τρόπο με τον οποίον η Παλαιστινιακή Αρχή εκλαμβάνει τις σχέσεις της με τον ελληνικό και κυπριακό περιφερειακό παράγοντα –ο οποίος, από την δική του πλευρά, καταβάλει ειλικρινείς προσπάθειες για να διατηρήσει μια στάση ισορροπημένη ενόψει μιας ενδεχόμενης ισραηλινής προσάρτησης εδαφών της Δυτικής Όχθης. Συγκεκριμένα, η παλαιστινιακή διπλωματία κατέστησε απολύτως σαφές ότι οι δηλώσεις του Παλαιστινίου πρέσβυ, Φάεντ Μουστάφα, στην τουρκική εφημερίδα Aydinlik «δεν μεταφέρθηκαν στο ορθό τους πλαίσιο» και ότι για την Παλαιστινιακή Αρχή αποτελεί πρώτιστο μέλημα να διατηρεί άριστες σχέσεις με την Ελλάδα, με την Κυπριακή Δημοκρατία και με την Τουρκία.

Από την άλλη πλευρά, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα έως ποίου σημείου η τουρκική διπλωματία θα προσπαθήσει να «αγκαλιάσει» την Παλαιστινιακή Αρχή, μιας και η Άγκυρα έχει απόλυτη επίγνωση των εξαιρετικά δυσάρεστων περιστάσεων που αντιμετωπίζει η διακυβέρνηση του προέδρου Μαχμούντ Αμπάς σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, από την ανακοίνωση του αμερικανικού ειρηνευτικού σχεδίου στις 28 Ιανουαρίου 2020 και εντεύθεν.

Γαβριήλ Χαρίτος

Ο ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΑΡΙΤΟΣ είναι δικηγόρος, Δρ. Διεθνών Σχέσεων, ερευνητής του Ινστιτούτου Μπεν-Γκουριόν (Azrieli Center for Israel Studies) του Πανεπιστημίου Μπεν-Γκουριόν στο Ισραήλ και Senior Fellow στο Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Κυκλοφορεί από τον Φεβρουάριο του 2020 η δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση του βιβλίου του «Κύπρος, το Γειτονικό Νησί – Το Κυπριακό μέσα από τα Κρατικά Αρχεία του Ισραήλ, 1946-1960» (εκδόσεις Παπαζήσ


23/06/2020