Πώς διευρύνεται το διατλαντικό ρήγμα.
Πώς διευρύνεται το διατλαντικό ρήγμα.
Το λογότυπο της γερμανικής προεδρίας στην Ε.Ε. το δεύτερο εξάμηνο του 2020 μοιάζει κάπως σαν βγαλμένο από το συνταγολόγιο του Ντόναλντ Τραμπ/ "Gemeinsam. Europa wieder stark machen": Μαζί – Κάνουμε την Ευρώπη ισχυρή ξανά. Όμως, αυτό το "μαζί” σίγουρα δεν περιλαμβάνει τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ, ούτε ακολουθεί τις δικές του αντιλήψεις για τη διεθνή αρχιτεκτονική. Οι διαδοχικές κρίσεις που έφερε η πανδημία του κορονοϊού και το κύμα διαδηλώσεων στις ΗΠΑ μετά το φόνο του Τζορτζ Φλόιντ κάνουν την απόσταση ανάμεσα στις δύο ακτές του Ατλαντικού να μοιάζει το τελευταίο διάστημα μεγαλύτερη.
Το ότι οι δηλώσεις του Ύπατου Εκπροσώπου της Ε.Ε. για τα τεκταινόμενα αυτές τις ημέρες στις αμερικανικές πόλεις στέκονται περισσότερο στο ζήτημα της "κατάχρησης εξουσίας” (όταν λ.χ. οι αντίστοιχες τοποθετήσεις του Λονδίνου επικεντρώνουν στην καταγγελία των λεηλασιών) είναι ένας συμβολικός δείκτης αυτής της απόστασης.
Άλλες φωνές είναι περισσότερο αιχμηρές. Λ.χ. η γνωστή Ολλανδή ευρωβουλευτής των Φιλελευθέρων Sophie in 't Veld υποστήριξε ότι οι "κατάφωρες παραβιάσεις της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και της ελευθερίας του τύπου”, καθώς και τα "εμπρηστικά” μηνύματα του Ντόναλντ Τραμπ επιβάλλουν επανεξέταση της ευρωαμερικανικής συνεργασίας στον τομέα της δικαιοσύνης και της ανταλλαγής πληροφοριών.
Ούτως ή άλλως, πρόκειται για θέμα ευρωπαϊκού γοήτρου, αν κρίνουμε ενδεικτικά από το γεγονός ότι ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Μοχάμαντ Τζαβάντ Ζαρίφ προκάλεσε την Ε.Ε. να μην τοποθετηθεί ποτέ ξανά σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αν δεν τοποθετηθεί σε σχέση με την αναταραχή στις ΗΠΑ.
Όμως, ο τρόπος με τον οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί να αποδράσει από τις αλλεπάλληλες κρίσεις δημιουργεί ακόμη σοβαρότερα προβλήματα στις ευρωαμερικανικές σχέσεις.
Μόλις μία εβδομάδα πριν από το ξέσπασμα των διαδηλώσεων για τον φόνο του Φλόιντ, το θέμα που κυριαρχούσε ήταν οι υψηλών τόνων καταγγελίες από τον Αμερικανό πρόεδρο και τους συμμάχους του απέναντι στην Κίνα για μία ευρεία γκάμα θεμάτων, που ξεκινούσαν από τις εμπορικές πρακτικές, την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, τις διεκδικήσεις θαλάσσιας δικαιοδοσίας στη Νότια Σινική Θάλασσα και κορυφώνονταν στις επίκαιρες αφορμές της θέσπισης ειδικής νομοθεσίας ασφαλείας για το Χονγκ Κονγκ και τη "συγκάλυψη” του ξεσπάσματος του "ιού της Ουχάν”.
Η Ε.Ε. έδειξε απρόθυμη να συμπορευθεί. Περιορίσθηκε στη δική της ανακοίνωση περί Χονγκ Κονγκ και δεν συμμετείχε στο σχετικό "μανιφέστο” ΗΠΑ-Βρετανίας-Αυστραλίας.
Κυρίως δε διαμήνυσε με κάθε δυνατό τρόπο ότι δεν προκρίνει την οδό της ρήξης με την Κίνα. Άλλωστε κορυφαία στιγμή της γερμανικής προεδρίας πρόκειται να αποτελέσει η ευρωκινεζική σύνοδος κορυφής.
Δεν είναι άσχετη με τα παραπάνω η άρνηση της Άγκελα Μέρκελ να παραστεί στη δια ζώσης Σύνοδο Κορυφής της G7 την οποία επιθυμούσε να διοργανώσει ο Ντόναλντ Τραμπ. Το ότι η γερμανίδα καγκελάριος επικαλέστηκε την πανδημία του κορονοϊού πιθανότατα κατέστησε την αντίδρασή της ακόμη πιο ενοχλητική για τον ένοικο του Λευκού Οίκου. Όμως τα πραγματικά αίτια αφορούν την πρόθεση του Αμερικανού προέδρου να μετατρέψει τη G7 σε ένα σχήμα "ανάσχεσης” της Κίνας –διευρυμένο με τη συμμετοχή της Αυστραλίας, της Νότιας Κορέας, της Ινδίας, ακόμη και της Ρωσίας, για την οποία ακόμη ισχύουν ευρωπαϊκές κυρώσεις λόγω της ουκρανικής κρίσης.
Ο Ντόναλντ Τραμπ υποχρεώθηκε να ακυρώσει τα σχέδιά του, ανακαλύπτοντας ότι η G7 είναι "απαρχαιωμένος” θεσμός. Το ίδιο ακριβώς όμως επεσήμανε και η Μόσχα, υπενθυμίζοντας, δια της εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα, ότι η G20 είναι πλέον ένα δοκιμασμένο φόρουμ και ότι σε κάθε περίπτωση επίλυση των διεθνών προβλημάτων χωρίς την Κίνα δεν είναι νοητή.
Επ' αυτού η Άγκελα Μέρκελ ήταν σαφής. Έχει ξεκαθαρίσει ότι είτε δια ζώσης είτε σε τηλεδιάσκεψη η ίδια θα συμμετάσχει στη G7 ή στη G20 για να υπερασπιστεί την "πολυμέρεια”. Και ότι είναι "στρατηγική προτεραιότητα” μιας ενδυναμωμένης Ευρώπης ο διάλογος με την Κίνα είτε για την επίτευξη επενδυτικής συμφωνίας είτε για την από κοινού αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Του Κώστα Ράπτη
3/6/2020