DFC, η ‘προωστήριος’ δύναμη πίσω από την πρόταση ΟΝΕΧ για τα ναυπηγεία Ελευσίνας.
DFC, η ‘προωστήριος’ δύναμη
πίσω από την πρόταση ΟΝΕΧ για τα ναυπηγεία Ελευσίνας.
Η χθεσινή είδηση για την αίτηση εξαγοράς των ελληνικών ναυπηγείων Ελευσίνας από την ONEX Shipyards αιφνιδίασε πολλούς αλλά η μεγαλύτερη σημασία του αιτήματος βρίσκεται αλλού.
Η ONEX υποστηρίζεται στο αίτημά της από τον αμερικανικό Οργανισμό Διεθνούς Οικονομικής Ανάπτυξης (U.S. International Development Finance Corporation – D.F.C.). H DFC είναι μια νέα τράπεζα επενδύσεων που δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ το 2019 με την τροπολογία ‘Καλύτερης Χρήσης των Επενδύσεων που Οδηγούν στην Ανάπτυξη’ ( Better Utilization of Investments Leading to Development – BUILD). Υπό το σχήμα αυτό η DFC αποτελεί έναν οργανισμό που επικαλύπτει τη δράση και τους πόρους περισσότερων παλιότερων οργανισμών με χρηματοδοτικά και επενδυτικά προγράμματα, όπως η USAID, η DCA και η OPIC.
Ως η κατεξοχήν επενδυτική τράπεζα των ΗΠΑ για την προώθηση των δραστηριοτήτων των αμερικανικών επενδύσεων στο εξωτερικό, η DFC δρα ως οργανισμός της αμερικανικής κυβέρνησης διατηρώντας όμως την αυτονομία κινήσεών της ενώ διαθέτει, επιπλέον των πόρων και του δικτύου των προηγούμενων οργανισμών (OPIC, DCA, USAID) και ένα κεφάλαιο 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων ως “κριό” των δραστηριοτήτων της.
Αποστολή της DFC είναι να στηρίζει επιχειρήσεις τεχνολογίας, ζωτικών υποδομών, υπηρεσιών υγείας, ενέργειας αλλά ταυτόχρονα έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει και μικρές επιχειρήσεις για να ενισχύσει το οικονομικό δίκτυο σε ανερχόμενες αγορές.
Τα ναυπηγεία Ελευσίνας εντάσσονται στο πλαίσιο των υποδομών της Ελλάδας, ένα από τα μεγαλύτερα ναυπηγεία της περιοχής, κοντά στην πρωτεύουσα και στο λιμάνι του Πειραιά και κυρίως μιας χώρας σταθερής και φιλικής στα δυτικά συμφέροντα, τοποθετημένης σε στρατηγικό σημείο στην Ανατολική Μεσόγειο, για τον έλεγχο των Βαλκανίων, του Αιγαίου και την ασφαλή επιτήρηση της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Έχοντας αποδείξει την ανθεκτικότητά της και τον προσανατολισμό της στα συμφέροντα της Δύσης, η Ελλάδα αποτελεί πολύτιμο κόμβο μεταξύ της Ευρώπης, του Ισραήλ και των ΗΠΑ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου
Η είσοδος άλλων “παικτών” στη γεωπολιτική σκακιέρα της Μεσογείου, παραδοσιακού χώρου επιρροής των ΗΠΑ στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, δημιουργεία αστάθεια και ανησυχία στην Ουάσινγκτον. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στη Συρία, η περαιτέρω διαπλοκή της κατάστασης στη Λιβύη, οι κινήσεις της Κίνας στον οικονομικό έλεγχο του ευρωπαϊκού εμπορίου και η με σύστημα κάθοδος της Ρωσίας στην περιοχή είναι κινήσεις που οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επιτρέψουν. Ασφαλώς, ζούμε σε έναν κόσμο πολύπλοκο που τα προβλήματα δεν λύνονται πάντα με αεροπορικούς βομβαρδισμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η κίνηση της DFC, υποστηρίζοντας την εξαγορά και επενδύοντας στο δίκτυο επιχειρήσεων για τη δημιουργία μιας ισχυρής παρουσίας για τα αμερικανικά συμφέροντα στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή. Τα αμερικανικά συμφέροντα είναι πως η αμερικανική επενδυτική παρουσία στην Ελλάδα δεν πρέπει να εκλείψει σε όφελος των κινεζικών ή άλλων συμφερόντων.
Το προσωπικό ενδιαφέρον του πρέσβη Πάιατ στην προώθηση και ολοκλήρωση αυτής της συμφωνίας δείχνει το ενδιαφέρον της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την χώρα μας, που παρά τα συντριπτικά χτυπήματα που έχει δεχθεί, παραμένει ένας φάρος σταθερότητας του δυτικού κόσμου με γεωστρατηγική θέση σε αυτή περιοχή.
27 Ιουνίου, 2020
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
“Θείος Σαμ” ρίχνει δισ. δολάρια για ναυπηγήσεις στην Ελευσίνα
και όχι μόνο εκεί… Στόχος γεωπολιτικός.
Πρόκειται για μέρος της αμερικανικής απάντησης “στη ρωσική και την κινεζική γεωπολιτική πρόκληση”. Τόσο απλά και κατηγορηματικά. Η επισημοποίηση και υλοποίηση των σχεδίων, φαίνεται πως θα επηρεάσει -ίσως και καταλυτικά- τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Κατά συνέπεια, χρήζει επισταμένης ανάλυσης και αξιολόγησης από την ελληνική πλευρά.
Μια εξαιρετικής σημασίας εξέλιξη είχαμε την ημέρα που μας πέρασε, καθώς επιβεβαιώθηκε ότι στην προσπάθεια εξαγοράς των ναυπηγείων Ελευσίνας από την ONEX, αρωγός, ή μάλλον πραγματικός επενδυτής είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, διά του επενδυτικού κυβερνητικού οργανισμού DFCgov. Και για να αντιληφθούμε το μέγεθος της οικονομικής ισχύος, πρόκειται για ένα “πορτοφόλι”… βάθους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Μπορεί να μην προορίζονται ασφαλώς όλα για την Ελλάδα, όμως με ενεργό εμπλοκή του Αμερικανού πρεσβευτή Τζέφρι Πάιατ, το Κογκρέσο “ξεκλείδωσε” τη δυνατότητα επένδυσης στην Ελλάδα επεκτείνοντας τη δικαιοδοσία…
Είναι από τις περιπτώσεις όπου η διευκρίνιση έχει μεγαλύτερη σημασία από την είδηση αυτή καθαυτή… Ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης, διά ανάρτησης στον λογαριασμό του στο Twitter, ανακοίνωσε την επίσημη επιστολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την εξαγορά των Ναυπηγείων Ελευσίνας, μέσω της εταιρίας ONEX Shipyards, από τον αμερικανικό κυβερνητικό οργανισμό DFCgov…
Ο υπουργός έδωσε στη δημοσιότητα και την επίσημη επιστολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος, την οποία μάλιστα υπογράφει ο επικεφαλής της “αμερικανικής υπηρεσίας χρηματοδότησης αναπτυξιακών έργων” (DFC) Άνταμ Μπόλερ.
Ο υπουργός, σε διθυραμβικούς τόνους αναφέρε στην ανάρτηση ότι “η επιστολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την εξαγορά των Ναυπηγείων Ελευσίνας, μέσω της ONEX Shipyards, αποτελεί δικαίωση των προσπαθειών μας με τον υφυπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων Νίκο Παπαθανάση και οφείλεται και στην ενεργό συμβολή του Αμερικανού πρέσβη, Τζέφρι Πάιατ και του υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου”.
Μεταξύ άλλων, ο Άνταμ Μπόλερ αναφέρει στην επιστολή, ότι η επένδυση στα Ναυπηγεία Ελευσίνας θα δημιουργήσει ένα πολύ σημαντικό δίκτυο που θα βοηθήσει και θα υπηρετήσει την μεταφορά LNG από την Αμερική και την Δυτική Αφρική στην Ελλάδα και μέσω της χώρας μας στα Βαλκάνια.
Καταλήγει δε αναφερόμενος στην πετυχημένη επαναλειτουργία των ναυπηγείων του Νεωρίου Σύρου από την ONEX, προσφέρει τα εχέγγυα για αναγέννηση ενός “στρατηγικού κεφαλαίου” για την χώρα, που μεταξύ άλλων θα βοηθήσει και στην προσπάθεια ενίσχυσης της απασχόλησης.
Καταλήγοντας, κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι η παρούσα εξέλιξη θα πρέπει να ερμηνευθεί σε γεωστρατηγικό επίπεδο, καθώς σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί απλή εμπορική πράξη.
Η αναφορά στον ενεργειακό τομέα και οι γνωστή εμπλοκή των ΗΠΑ σε έργα ενεργειακής υποδομής στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης, σε συνδυασμό με την επένδυση στην Ελευσίνα, δεν αφήνει περιθώρια ανάγνωσης τίποτε άλλου παρά δύο και μόνον λέξεων: Κίνα και Ρωσία.
>Η τοποθεσία της Αλεξανδρούπολης αποτελεί την “πύλη εξόδου” της Ρωσίας στα θερμά νερά της Μεσογείου, πέραν της ιδιότητας της Ελλάδας ως μιας χρυσοφόρας αγοράς φυσικού αερίου για τη Ρωσία.
>Η εμπλοκή της κινεζικής κρατικής COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, αποτελεί μια επένδυση του Πεκίνου, επίσης δεν έχει αποκλειστικό γνώμονα το εμπορικό-οικονομικό όφελος, αλλά αποτελεί πύλη εισόδου (γεω)πολιτικής επιρροής των Κινέζων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, διά της εμπορικής διείσδυσης.
Όλα αυτά, δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας, ότι τα ανωτέρω αποτελούν το γεωπολιτικό σκέλος του κινήτρου λήψης της απόφασης για την ενεργοποίηση – επένδυση της DFC στην Ελλάδα. Πρόκειται για μέρος της αμερικανικής απάντησης “στη ρωσική και την κινεζική γεωπολιτική πρόκληση”.
Τόσο απλά και κατηγορηματικά. Η επισημοποίηση και υλοποίηση των σχεδίων, φαίνεται πως θα επηρεάσει -ίσως και καταλυτικά- τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Κατά συνέπεια, χρήζει επισταμένης ανάλυσης και αξιολόγησης από την ελληνική πλευρά.
27/06/2020