ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΟΥΣ.


 ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΟΥΣ.

Γιατί επείγονται υπέρ της ειρήνης;

Βουλγαρία, Σερβία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο ξεκίνησαν με πρωτοβουλία των Δυνάμεων από το Δεκέμβριο του 1912 ένα μήνα πρώτων επαφών, επειδή τα κέρδη και οι ελπίδες τους έπρεπε να ενδυθούν ένα μανδύα διεθνούς νομιμότητας. Ηταν πρακτικά αδύνατο να μείνει η κάθε χώρα στα δικά της, επειδή «δικά της» σπανίως υπήρχαν ξεκάθαρα.

Οι στρατοί της ανακωχής παρέμεναν στα εδάφη που κατέκτησαν, αλλά υπήρχε σε πολλά μέτωπα η τάση να επεκτείνονται περιοχές ή, τουλάχιστον, να λύνονται διαφορές σε σημειακή βάση. Οι Δυνάμεις στήριξαν την Αρχή, που θεωρούσαν αδιανόητη στην αρχή του πολέμου, ότι οι Οθωμανοί θα έπρεπε να παραχωρήσουν στα βαλκανικά κράτη όλη τη χερσόνησο δυτικά της γραμμής Αίνου-Μηδείας, στην Ανατολική Θράκη, με εκκρεμότητα συμφωνημένη τη γεωγραφική Αλβανία, καθώς η Ιταλία -και όχι μόνον- επιθυμούσε να υπάρξει πολιτική οντότητα Αλβανίας, ασφαλώς σε βάρος των χωρών που ήδη είχαν νικήσει τους Τούρκους, δηλαδή Σέρβους, Μαυροβούνιους και Ελληνες.

Και αν οι άλλες χώρες είχαν ένα ζήτημα μπροστά τους, η Ελλάδα είχε φοβερές δυσκολίες να τιθασεύσει. Εκτός από τη Βόρεια Ηπειρο και την αίσθηση ότι «χάθηκε» το Μοναστήρι, το πλέον φλέγον ζήτημα ήταν η σχέση με τη Βουλγαρία. Ενώ η περιοχή έως το Στρυμόνα ήταν θεωρητικά δορυάλωτη από τον Ελληνικό Στρατό, μια μεραρχία που ξεχύθηκε την τελευταία στιγμή από το Κιουστεντήλ υπό το στρατηγό Θεοδώρωφ σαν πελώρια φούσκα κατέλαβε τις περιοχές μεταξύ Κιλκίς, Λαγκαδά και πάνω από πολλές περιοχές, όπως του Παγγαίου, ενώ μέσα στη Θεσσαλονίκη υπήρχε η Αγία Σοφία ως έμβλημα υπό τη βουλγαρική σημαία και άλλοι στρατωνισμοί που αύξαιναν την ανασφάλεια.

Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν πολύ σημαντικό να τελειώνουν οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι με τη νομιμοποίηση των κατακτήσεών τους, αφού πληθυσμοί που δεν αναμίχθηκαν σε πολεμικά μέτωπα, διεθνοποιούσαν το Μακεδονικό Ζήτημα ως προς τη Θεσσαλονίκη κυρίως: οι ελληνικές εφημερίδες έχουν ειδήσεις για ενωμένους Οθωμανούς και Εβραίους αντιπροσώπους του πληθυσμού, που αναζητούσαν σε διεθνή φόρα τη δυνατότητα να υπάρξει μια Θεσσαλονίκη ουδέτερη ή υπό την εγγύηση Μεγάλων Δυνάμεων.

Αν οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήταν τόσο αφοσιωμένες στο φαινόμενο της γερμανικής δύναμης που ανέτρεπε πολλές ευρωπαϊκές ισορροπίες, ίσως κάτι τέτοιες σκέψεις να εύρισκαν γόνιμο έδαφος. Αλλά Αγγλοι και Γάλλοι δεν επιθυμούσαν η Ελλάδα, ο πιο πιστός τους σύντροφος, να σύρεται από τους μελλοντικούς συμμάχους του «άτακτου παιδιού» της Κεντρικής Ευρώπης. Στην ουσία, ο φόβος ότι επίκειται μεγάλος ευρωπαϊκός πόλεμος εκβίασε τη διαμόρφωση κλίματος συμβιβαστικής ειρήνης.

Η μουρμούρα

Στις άτυπες διαπραγματεύσεις μεταξύ των Βαλκάνιων συμμάχων υπήρξαν πλήθος γεγονότων στα οποία κανείς δεν έδωσε σημασία την ώρα που τελούνταν, αλλά, όσο περνούσε ο καιρός, γίνονταν και πιο σημαντικά. Ειδικά, επηρεάστηκε το κλίμα γύρω από τη Θεσσαλονίκη.

Είναι αλήθεια ότι μετά τη μάχη των Γιαννιτσών, που έληξε το απόγευμα της 20ής Οκτωβρίου, δεν υπήρξε άλλη ανταλλαγή πυρών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Αλλά η μέση ταχύτητα προώθησης των Ελλήνων έπεσε από τα τουλάχιστον 20 χιλιόμετρα ημερησίως στα 4 ή 5! Οι γέφυρες των μεγάλων ποταμών ανατινάχτηκαν ή αχρηστεύτηκαν. Οι βυζαντινισμοί για το πρωτόκολλο παράδοσης έσπαζαν τα νεύρα του Στρατού, ενώ μόλις έγινε αντιληπτή η βουλγαρική προφυλακή της μεραρχίας Θεοδώρωφ στη Λητή (Αϊβάτι) την ώρα που εδέησε ο Ελληνικός Στρατός να ξεκινά την κύκλωση της Σαλονίκης.

Σκεφθείτε: μια και μόνη βουλγαρική μεραρχία, ως σφήνα ανάμεσα σε πέντε εμπειροπόλεμες ελληνικές, κι όμως, εγείρονταν έως πρόσφατα αμφισβητήσεις ποιος μπήκε πρώτος στην πόλη. Ισως την απάντηση την περιέχουν τα όχι σημαντικά απομνημονεύματα ενός αρχιμανδρίτη του Στρατού, του Ιωακείμ Σπετσιέρη, ο οποίος στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 1934 (σε σαφή αντιβενιζελική περίοδο), γράφει (σελ.14) ότι ο Κωνσταντίνος απαγόρευσε να εισέλθει ο Στρατός το πρωί της 27ης αλλά έπρεπε να περιμένει (στο Μπεχτσινάρι και αλλού, περιφερειακά) να ξημερώσει η 28η, ημέρα δοξολογίας στον Αγιο Μηνά.

Θερμά μέτωπα

Οι περισσότεροι αναγνώστες νομίζουν ότι ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπασε τον Ιούνιο του 1913 μέσα από σκοτεινές βυσσοδομίες των διπλωματών. Στην πραγματικότητα, η ελληνοβουλγαρική σύγκρουση ξεκίνησε με νεκρούς και τραυματίες στην ύπαιθρο της Θεσσαλονίκης στην περιοχή Λαγκαδά-Νιγρίτας που έφτασε κάποια ώρα έως τη σοβαρή εμπλοκή του Παγγαίου, μια άνιση μάχη που κόστισε σημαντική απώλεια εδάφους από ελληνικής πλευράς και έπειτα από σοβαρά λάθη των ηγετών των τοπικών μονάδων.

Ενώ τα γενικά αποτελέσματα του πολέμου παρέμεναν ευνοϊκά για την Ελλάδα, κυρίως εξαιτίας της κατάληψης των Ιωαννίνων, ενός πραγματικού στρατιωτικού κατορθώματος.

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων σέρνονταν, επειδή οι 35 χιλιάδες στρατιώτες του Θεοδώρωφ ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις τοπικές ελληνικές δυνάμεις περιοχής Λαγκαδά και Νιγρίτας.

4 Απριλίου του 1913, η Θεσσαλονίκη συγκλονίστηκε από την είδηση της απώλειας του κοσμοπολίτη ποιητή και αεροπόρου Κωνσταντίνου Μάνου (θείου της Ασπασίας Μάνου, που αργότερα νυμφεύθηκε με μοργανατικό γάμο το βασιλιά Αλέξανδρο). Ενα Μπλεριό που πιλοτάριζε ο αεροπόρος Αργυρόπουλος μπλέχτηκε σε καταιγίδα και κατέπεσε έξω από το Λαγκαδά, με αποτέλεσμα το θάνατο και των δύο, οι οποίοι επιχειρούσαν αναγνωριστική πτήση πάνω από τις βουλγαρικές θέσεις. Ο Σπετσιέρης ήταν αυτόπτης μάρτυρας του δυστυχήματος και περιγράφει μακάβρια αλλά με ακρίβεια την κατάσταση των δύο νεκρών.

Εκτοτε και ώσπου να υπάρξει συνθήκη, έστω, ημιτελική που οδήγησε στο Δεύτερο Βαλκανικό, η περιοχή του Λαγκαδά της Νιγρίτας, του Στρυμόνα και όλων των χωριών, κυρίως με το Σέμαλτο, που βρισκόταν στα βόρεια πρόβουνα του Παγγαίου, ήταν πεδίο συρράξεων μικρής και μεσαίας κλίμακας που περιγράφονται ζωντανά από τους αγνώστους μεταξύ τους, αλλά υπηρετούντες στην ίδια μεραρχία και παραδόξως συμφωνούντες για την ανεπάρκεια των επικεφαλής αξιωματικών, Ζωρογιαννίδη και Σπετσιέρη.

Ελληνικές και βουλγαρικές σημαίες και τοπικές διοικήσεις εναλλάσσονταν στο βαθύπεδο των λιμνών και στη Νιγρίτα, προσπάθειες φορολόγησης και αποκατάστασης της έννομης τάξης, διακοπτόμενες από κοινά γλέντια και σχετικό φρονηματισμό του αμοιβαίου πάθους από τις ηγεσίες των δύο στρατών, αποτελούν ένα κωμικοτραγικό και άγνωστο «τελετουργικό» που μαρτυρεί τα έντονα πάθη της εποχής και τα οποία κατέληξαν σε μια επώδυνη ελληνική ήττα, την ατεχνώς λεγόμενη «μάχη της Βουλτσίστας» (Δομήρου Σερρών), όπου τέσσερις φορές λιγότεροι Ελληνες με μια πυροβολαρχία της οποίας εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά, υποχώρησε στις εκβολές του Στρυμόνα, μέσα στην απαρχή μιας επιδημίας χολέρας, αφήνοντας προσωρινά το Παγγαίο και τα χωριά του έκθετα στη λεηλασία, μετά το πυρ 16 κανονιών του αντιπάλου.

Βέβαια, οι Βούλγαροι ακολουθούσαν πιστά τη μυστική σερβοβουλγαρική συνθήκη, η οποία προέβλεπε Ελληνες, αλλά αόρατους!

Η συνθήκη του Λονδίνου, ένα μίγμα πολιτικής και μυστικοπάθειας, έφερε αναστάτωση στα Βαλκάνια, αλλά με έναν τρόπο διαφορετικό. Οι διεκδικητές λιγοστεύουν και οι αντίπαλοι πληρώνουν πολύ ακριβά τα εδαφικά τους κέρδη.

Η συνθήκη του Λονδίνου

Στο Λονδίνο, ήδη από το 14ο αιώνα, πραγματοποιήθηκαν πολλές διπλωματικές επαφές κάθε τύπου. Ως «Συνθήκη του Λονδίνου» του 1913 είθισται να ονομάζεται το αποτέλεσμα συνεδριών των Μεγάλων Δυνάμεων, που ακολούθησαν την πρώτη Βαλκανική Ανακωχή μεταξύ βαλκανικών κρατών (πλην Ελλάδας) και Τουρκίας την 3η Δεκεμβρίου 1912. Η Ελλάδα συμμετείχε από τη 16η του ίδιου μήνα και έτσι η όποια συνθήκη του Λονδίνου ήταν μέσα στο πλαίσιο μιας διακεκομμένης συνδιάσκεψης ειρήνης.

Στις 23 Ιανουαρίου η συνδιάσκεψη έφτασε σε ένα αποτέλεσμα, το οποίο διερράγη την επόμενη ημέρα, εξαιτίας ενός πραξικοπήματος στην Τουρκία. Οταν οι περισσότεροι στόχοι της συνδιάσκεψης άρχισαν να συγκλίνουν, την 30ή Μαΐου 1913 υπογράφτηκε μια «Συνθήκη του Λονδίνου» που κατά ένα μέρος της δεν τηρήθηκε, αφού ξεκίνησε ευθύς ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Εντέλει αυτή η σχοινοτενής διπλωματική υπόθεση φάνηκε να λήγει τη 12η Αυγούστου του 1913, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που θεωρείται η τελευταία πράξη της συνδιάσκεψης που ξεκίνησε στο Λονδίνο. Προσωρινά, λύθηκαν μερικά ζητήματα και δημιουργήθηκαν περισσότερα.

Τα διεθνή ζητήματα

«Μεγάλες δυνάμεις» ατύπως θεωρούνταν μεγάλα κράτη που υπήρχαν το έτος 1830. Αυτήν τη φορά, όμως, η Ιταλία, ένα κράτος ολίγων δεκαετιών, απαίτησε να θεωρείται Μεγάλη Δύναμη, πράγμα που υποστήριξε ενεργά η Αυστροουγγαρία, παρότι είχε κάθε λόγο να υποψιάζεται την επιθετικότητα της νέας γείτονος.

Οι δύο χώρες ενώθηκαν υπό μία κοινή βλέψη: να αποκτήσουν ερείσματα στη δυτική βαλκανική, με την ίδρυση του κράτους της Αλβανίας. Βέβαια, τρεις χώρες είχαν μόλις διαμοιράσει αυτά τα εδάφη, το Μαυροβούνιο, η Σερβία και η Ελλάδα. Πλην όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ομονοούσαν σε αυτό το ζήτημα.

Στο Λονδίνο, η ατζέντα χωριζόταν: (α) στο τι επιδίωκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, ενίοτε αντιφατικό και (β) πού το πήγαιναν οι νικήτριες βαλκανικές χώρες.

Ηδη από νωρίς κουβέντιαζαν για τα εξής: τη δημιουργία της Αλβανίας, αφήνοντας τη χάραξη των συνόρων γι' αργότερα, την καθιέρωση της γραμμής Αίνου - Μηδείας ως συνόρου για την Τουρκία, πράγμα που άφηνε στους Οθωμανούς μικρό μέρος της Θράκης, την επιδίκαση της Κρήτης και του Αγίου Ορους στην Ελλάδα, αλλά με άλυτο το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου και τέλος γενικότητες που άφηναν εκκρεμή τα σύνορα μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας.

Ο οικοδεσπότης

Η κατάσταση στην Ευρώπη και στο διεθνή ορίζοντα ήταν τόσο βαριά και μπερδεμένη, ώστε ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Εδουάρδος Γκρέι, ο μακροβιότερος σε αυτό το πόστο, ασχολήθηκε με τη συνδιάσκεψη του Λονδίνου μάλλον τυπικά.

Ο μετέπειτα υποκόμης του Φάλοντον, ενός φέουδου που μετά περιήλθε σε μια γειτονική βαρονία, χάρη στην οποία ο κόσμος άρχισε να πίνει το τσάι «Ερλ Γκρέι», με άρωμα εσπεριδοειδών, ήταν ένας αφοσιωμένος ψαράς και εντομολόγος, που χήρεψε δυο φορές και υπηρέτησε πιστά το Στέμμα, είτε στο τένις είτε προεδρεύοντας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Ως προς την Ελλάδα, υπήρχε μάλλον η πεποίθηση ότι την έχει στο τσεπάκι του, πράγμα που εξηγεί εν μέρει γιατί στο Λονδίνο η χώρα που έφυγε με τη μεγαλύτερη αγωνία ήταν ακριβώς η Ελλάδα.

Τα κύρια ζητήματα

Η Ελλάδα δεν είχε κανένα ενδιαφέρον βέβαια για να επιλυθεί το εθνοτικό ζήτημα στο Σαντζάκι της Σερβίας και φαίνεται, με άφθονο στρατό που διέθετε στα Γιάννενα, πως ήταν αισιόδοξη για το ζήτημα του νέου γείτονα που πήγαιναν να της φορτώσουν, της Αλβανίας.

Καθώς η ακτιβιστική πτέρυγα των Αλβανών πατριωτών ξεκινούσε κυρίως από το Κόσοβο, δύσκολα η Ελλάδα μπορούσε να αντιληφθεί πως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχαν κάποια αίσθηση δικαιοσύνης που τους οδηγούσε στην ανεξαρτησία της Αλβανίας, αλλά ήταν η επιθυμία της Ιταλίας να προσαρτήσει ή να επηρεάσει το τμήμα εκείνο της δυτικής Βαλκανικής που προσέγγιζε τις ιταλικές ακτές.

Γι' αυτό και η νότια Αλβανία ή η Βόρεια Ηπειρος άρχισε να παίζει σημαντικό ρόλο, πλην αφανή, στις διαπραγματεύσεις. Για την ώρα, παιζόταν η ύπαρξη του νέου κράτους. Η Ρωσία υποστήριξε τη Σερβία, η Αυστρία και η Ιταλία την αυτονομία, ενώ η Αγγλία και μερικώς η Γερμανία, οι κύριοι μελλοντικοί τροφοδότες των βαλκανικών εξοπλισμών, τήρησαν ουδετερότητα.

Πέρα από την Αλβανία, που έγινε κράτος έως το μήνα Μάιο του 1913 και απέκτησε σύνορα αργότερα μέσα σε ένα χρόνο, τα εκκρεμή ζητήματα δημιούργησαν στην Ελλάδα πολύ μεγάλη αγωνία. Η αγωνία αφορούσε το Αιγαίο. Η Συνθήκη του Λονδίνου άφησε ανοιχτό το ζήτημα της διεκδίκησης των νησιών.

Δηλαδή, ανάγκαζε τους Τούρκους και τους Ελληνες, με άλλα λόγια, να αγοράσουν ό,τι πολεμικό πλεούμενο ήταν διαθέσιμο στην αγορά, ακόμη και παρωχημένα σαπιοκάραβα. Εως την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τις παραμονές μιας μεγάλης νίκης εναντίον των Βουλγάρων, οι Ελληνες είχαν στο μυαλό τους να επικρατήσουν σε κάθε άνοιγμα του Αιγαίου, διότι προέβλεπαν ότι η υπεροπλία που τους έδινε ο «Αβέρωφ» γρήγορα θα έπαυε να υπάρχει, καθώς νέα υπερντρέντνοτ, πανίσχυρα, πανάκριβα και τεράστια αναμένονταν να πλημμυρίσουν την αγορά.

Το τελευταίο ζήτημα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα ήταν η σχέση με τη Βουλγαρία. Οι πρόσφατοι σύμμαχοι που ακόμη αγωνίζονταν για την Αδριανούπολη και τσακώνονταν με τους Σέρβους για ζητήματα «Δυτικής Βουλγαρίας» αλλά και ερμηνείας διαφόρων ζητημάτων αμοιβαίων ενοχλήσεων διέθεταν ένα δυνατό στρατό, περίμεναν πιστοποίηση μεγάλων κερδών σε Ανατολική και Δυτική Θράκη, ετοιμάζονταν, επιτέλους να παίξουν μείζονα ρόλο ως ναυτική μεσογειακή δύναμη, πράγμα που είχαν να χαρούν εμμέσως από την εποχή των σλαβικών μονοξύλων, και με μια ισχυρή δύναμη να «ξεκουράζεται» στη Σαλονίκη, είχαν τη βάσιμη ελπίδα ότι θα νικούσαν τους Ελληνες σε επικείμενο πόλεμο, περιορίζοντας παράλληλα τους Σέρβους στο να μην έχουν πολλές διεκδικήσεις νοτίως των Σκοπίων.

Η συνθήκη του Λονδίνου που άφηνε ένα σαφές κενό στα κατεχόμενα και διεκδικούμενα εδάφη (λόγου χάρη δεν περιείχε διάταξη που να επιδικάζει ότι τα δορυάλωτα μέρη ανήκουν στον κατέχοντα) επέτρεπε ένα τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

Η κύρια επίπτωση

Το αποτέλεσμα για την Ελλάδα ήταν αντιφατικό. Οι σύμμαχοι δεν είχαν κανένα λόγο να την ικανοποιήσουν πλήρως, αφού ήταν για την ώρα μια «ευχάριστη έκπληξη» από στρατιωτική σκοπιά, που έπρεπε, όμως, να εξοπλιστεί και να αποδείξει την αξιοπιστία της. Για την ώρα, ήταν ένας καλός πελάτης!

Δεν είναι άνευ σημασίας πως στο ναυτικό ανταγωνισμό που ακολούθησε οι Αγγλοι είχαν πελάτη την Τουρκία και οι Γερμανοί την Ελλάδα!

Η κύρια επίπτωση της συνθήκης ήταν απλή: αν η Ελλάδα ήθελε τη Θεσσαλονίκη και τις νέες της χώρες, έπρεπε να πολεμήσει με τη Βουλγαρία και να τη νικήσει.

Οχι, η συνθήκη δεν έγραφε, όπως έκανε για την Κρήτη, ότι η Θεσσαλονίκη θα παραμείνει στην Ελλάδα.

Τόσο οι Οθωμανοί, όσο και οι άλλες δυνάμεις της Ευρώπης είχαν μισάνοιχτο το μάτι τους την ώρα της προσωρινής ειρήνης. Ακόμη, όλα ήταν πιθανά!

Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος

Οι Βούλγαροι διέθεταν έναν πελώριο στρατό και την Αυστροουγγαρία μόνη σύμμαχο. Δύο μέρες μετά τη Συνθήκη του Λονδίνου, Ελλάδα και Σερβία συμμάχησαν εναντίον της Βουλγαρίας. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε μέσα Ιουνίου και έληξε σε 32 μέρες.

Σχεδόν 600.000 άνδρες και 1.200 πυροβόλα, εναντίον 120.000 Ελλήνων και 260.000 Σέρβων με κατώτερο πυροβολικό, αλλά και τους Οθωμανούς να έχουν καταφέρει να μαζέψουν 250.000 αξιόλογο στρατό για να κερδίσουν την Αδριανούπολη.

Στα βόρεια, η περιοχή της Δοβρουτσάς, που ήταν βουλγαρική, υποβλεπόταν από έναν ολοκαίνουργιο και απόλεμο στρατό, της Ρουμανίας.

Η Βουλγαρία ήταν κυριολεκτικά περικυκλωμένη. Είχε επί μεγάλο διάστημα την ψευδαίσθηση ότι οι Σέρβοι δε θα την πείραζαν, επειδή οι δύο χώρες είχαν υπογράψει αμοιβαίο σύμφωνο διανομής εδαφών.

Αλλά η νέα Αλβανία ψαλίδισε κυρίως την έξοδο της Σερβίας προς την Αδριατική, ένα εθνικό όνειρο στο οποίο αντιτάχθηκαν τόσο η Ιταλία όσο και η Αυστροουγγαρία. Εκτός από μια σίγουρη, υπερβέβαιη αιτία για τον επικείμενο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Σέρβοι ήθελαν περισσότερη γη στα μέρη των Σόπτσι, που δεν τους θεωρούσαν αναγκαστικά Βουλγάρους.

Οι Βούλγαροι φαρμακώθηκαν, αλλά η μοναδική τους ελπίδα ήταν να βιαστούν και να ελπίσουν ότι οι εκτιμήσεις τους ήταν σωστές.

Στο σερβικό μέτωπο

Αρχικά, οι Βούλγαροι ανέτρεψαν τους Σέρβους στα προσωρινά ελληνοσερβικά σύνορα και προχώρησαν σε βάθος στα νότια της περιοχής που ονόμαζαν δυτική Βουλγαρία. Οι Σέρβοι ανέστρεψαν το μέτωπο και νίκησαν τους Βουλγάρους όχι μόνο βορείως του Μπέλες, αλλά και ψηλότερα, στο Βιδίνιο. Ηταν οι πιο κερδισμένοι του πολέμου.

Η αιματηρή προέλαση των Ελλήνων

Η δύναμη των Βουλγάρων στο ελληνικό μέτωπο ήταν ελαφρώς μικρότερη από την ελληνική. Ο πόλεμος είχε μια φάση βουλγαρικής επιθετικότητας (πήραν μάλλον λάθος εκτιμήσεις από τις προηγηθείσες αψιμαχίες με τον ελληνικό Στρατό που παρουσίασε στην περιοχή Τούζλας - Στρυμόνος και Νιγρίτας μερικά διαλυτικά φαινόμενα), αλλά καθώς η Θεσσαλονίκη χάθηκε νωρίς για τους Βουλγάρους με συνδυασμό ελληνικής Πολιτοφυλακής και κρητικής Χωροφυλακής, οι δύο στρατιές οργανώθηκαν για να πολεμήσουν σε μέρος προεπιλεγμένο από το βουλγαρικό επιτελείο.

Το μέτωπο Κιλκίς - Λαχανά, κυματιστοί ανερχόμενοι προς το Μαύρο Ορος λόφοι με εκπληκτική κάλυψη και προσημειωμένες θέσεις επίθεσης, ελεγχόμενες από ικανό βουλγαρικό πυροβολικό, ήταν μια θέση μάχης διαλεγμένη με τρόπο που να εξαντληθεί η ελληνική επιθετικότητα σε στείρες επιθέσεις, ώστε να ακολουθήσει η πλήρης ανατροπή των Ελλήνων, που δε διάθεταν αξιόλογες αμυντικές θέσεις είτε στη Θεσσαλονίκη είτε στον Αξιό. Με δυο λόγια, οι Βούλγαροι ήξεραν ότι, ανατρέποντας το άνθος των Ελλήνων στους λόφους του Κιλκίς, θα καταλάμβαναν το σύνολο της Κεντρικής Μακεδονίας έως βαθιά στη Δυτική, χωρίς μεγάλους κινδύνους. Φυσικά και τη Θεσσαλονίκη.

Οι Ελληνες διέψευσαν τα πάντα στο πελώριο πεδίο αυτόματης επιθετικότητας που εκτυλίχτηκε μετά την 20ή Ιουνίου, ενώ το μέτωπο του Στρυμόνα είχε ήδη αποκατασταθεί. Στα ίδια μέρη όπου «πάγωσε» το μέτωπο, το λεγόμενο «μακεδονικό» κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έως το 1918, οι ελληνικές μεραρχίες, χάνοντας πολλούς ηγέτες-αξιωματικούς και ηρωικούς στρατιώτες, κατάφεραν να απωθήσουν τους Βουλγάρους, προς γενική έκπληξη της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.

Η μάχη είχε διαμοιραστεί μεταξύ «φρουρίου» Λαχανά, που κατέληξε στην κατάληψη της Νιγρίτας, και του φρουρίου Κιλκίς. Και στις δύο παράλληλες μάχες οι ελληνικές απώλειες 8.000-9.000 νεκροί και τραυματίες αναγκαστικά υπέφεραν τη δεύτερη ημέρα των επιχειρήσεων, επειδή προήλασαν με εφ' όπλου λόγχη σε προετοιμασμένο από τον αντίπαλο «γυμνό» έδαφος χωρίς αντερείσματα.

Εκτός στρατηγικού σχεδιασμού

Αποδίδεται στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο η πρόθεση να χτυπήσει αλύπητα το Βουλγαρικό Στρατό, πράγμα που ο Βενιζέλος δεν επιθυμούσε. Και τα δύο μέρη είχαν τους λόγους τους.

Ενθαρρυμένοι οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αδριανούπολη, άρα η ελληνική προέλαση προς δυτική Θράκη δε θα είχε σοβαρή αντίσταση από τους Βουλγάρους. Επιπλέον, ο αξιόμαχος Ελληνικός Στρατός, σφραγίζοντας εύκολα τα στενά της Κρέσνας, θα ήταν έτοιμος να αποκόψει κάθε βουλγαρική επέκταση προς το Αιγαίο. Αλλά ο Κωνσταντίνος, οδηγημένος από επιτυχείς (και ατυχείς) προελάσεις Βυζαντινών αυτοκρατόρων, πέρασε με φοβερές απώλειες την Κρέσνα, νίκησε στο Σιμιτλί και κατέλαβε το Μπλαγκόεβγκραντ, την Τζουμαγιά.

Οι Βούλγαροι ήξεραν το έδαφος σαν την παλάμη τους και ταπεινωμένοι ανάγκασαν τους Ελληνες σε ανασύνταξη του μετώπου τους στο Σιμιτλί.

Αυτή η νεωτερική κίνηση εξάντλησε άσκοπα τους Ελληνες. Εξάλλου, ο Ρουμανικός και ο Τουρκικός Στρατός προήλαυναν από ΝΑ και βόρεια, δίνοντας στους Ρουμάνους τη λάθος εντύπωση ότι μόνοι τους υπέταξαν τη Βουλγαρία.

Σε κάθε περίπτωση, τώρα υπήρχαν παντού νέα σύνορα.

Τα νέα σύνορα

Η Σερβία επεκτάθηκε προς Νότο και ανατολικά, χάνοντας την πρόσβαση στην Αδριατική. Ετσι, το 1913, δημιουργήθηκε όλη εκείνη η εθνική μανία εναντίον των Αυστριακών, που οδήγησε στο μεγάλο πόλεμο.

Η Ελλάδα έφτασε στο Νέστο, αφήνοντας μόνον 80 χλμ. ακτής του Αιγαίου στη Βουλγαρία με το Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολη), ενώ υποχώρησε και από την Κομοτηνή. Η Τουρκία ξαναγύρισε στα όρια της Ανατολικής Θράκης, ενώ η ταπεινωμένη Βουλγαρία, που πολέμησε γενναία, ήταν πλέον ένα θυμωμένο πιόνι στον επερχόμενο παγκόσμιο πόλεμο. Θα επιζητούσε τη λύση των προβλημάτων της σε ένα νέο διεθνές πλαίσιο.

Μια λεπτομέρεια: ενώ η Ελλάδα, μετά την Ενωση των Επτανήσων κατείχε και τη νήσο Σάσσωνα, μπροστά στο μεγάλο λιμάνι της Αυλώνας, την παρέδωσε πειθαρχικά στους Αλβανούς, ενώ από το 1864 δε σκέφτηκε κανένας να βάλει μια ελληνική σημαία και να χτίσει ένα οχυρό, εποικίζοντας επιπλέον ένα ψαροχώρι.

Μείζων αλβανική και ιταλική ιστορία θα είχε άλλη τροπή, αν η Ελλάδα και οι σύμμαχοί της ήλεγχαν τη μια πλευρά της Αδριατικής…

Η Θεσσαλονίκη;

Κανένας δε χάρηκε υπερβολικά επειδή η Θεσσαλονίκη απαλλάχτηκε από τους «φιλοξενουμένους» της. Το θεωρούσαν, εξάλλου, ιερή υποχρέωση. Ωστόσο, τώρα υπήρχαν Βούλγαροι ένοπλοι μόνο μετά τα στενά της Κρέσνας και επιπλέον δε χρειαζόταν να ανησυχούν πολύ για τη στάση των Σέρβων, που θα ήταν έκτοτε εχθρική προς τους Βουλγάρους.

Μικρές ανησυχίες προκαλούσε η στάση των νέων νικητών, των Ρουμάνων, που τώρα θα αισθάνονταν πιο άνετα να εφαρμόσουν να νεολατινικά τους σχέδια για τους Βλάχους. Η παράξενη σιωπή των Μεγάλων Δυνάμεων, που ήταν σύμμαχοι της Ελλάδας, έδειχνε ότι ο «αχρείαστος» Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος άνοιγε διάπλατα τις θύρες για ένα νέο παγκόσμιο μέτωπο, το βαλκανικό.

Ξαφνικά, η στάση της Τουρκίας είχε τεράστια σημασία και οι Ελληνες έπρεπε πλέον να εξασφαλίσουν άμεσα τα νησιά του Αιγαίου και να προεξοφλούν ότι οι Βούλγαροι θα συμμαχούσαν με τους Γερμανούς, διεκδικώντας τη Θεσσαλονίκη.

Προσωρινό συμπέρασμα

Στη θέση του μετώπου Αίνου-Μηδείας, που σήμαινε το πέρας του οθωμανικού τόξου, ο πόλεμος της Ευρώπης που πλησίαζε καθόριζε ένα «αόρατο μέτωπο» από το Στρυμόνα έως τις μεγάλες λίμνες της κεντρικής Βαλκανικής, όπου θα παιζόταν η τύχη των Σέρβων και των Ελλήνων εναντίον της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, ενώ η Ιταλική χερσόνησος δεν ήταν ευνοϊκή για τις χώρες της νότιας Βαλκανικής.

Η κατάσταση δόξαζε την Ελλάδα, αλλά της έδινε όλο και περισσότερες νέες ευθύνες…

Ο ναυτικός ανταγωνισμός

Η Βραζιλία πολεμούσε πεισματικά με την Αργεντινή για να εξασφαλίσει μεγαλύτερο μερίδιο ελαστικό κόμμι από τις νοτιοαμερικάνικες ζούγκλες. Ηταν αρχή του 20ού αιώνα και ό,τι μύριζε βενζίνη ή λάστιχο μύριζε χρυσάφι με τόσες μηχανές ντίζελ και τροχοφόρα στον κόσμο.

Ωσπου να ρημαχτεί όλη η ήπειρος από ένα κραχ στις τιμές, του 1914, η Βραζιλία είχε παραγγείλει στην Αγγλία ένα υπερντρέντνοτ, το «Ρίο ντε Τζανέιρο», ένα θωρηκτό 30 χιλιάδων τόνων που έπιανε 22 κόμβους και ήταν γεμάτο κανόνια των 14 ιντσών σε ένα αγγλικό ναυπηγείο.

Οι Τούρκοι, θορυβημένοι που ένα θωρακισμένο καταδρομικό όπως το «Αβέρωφ» κατάφερε να αποκλείσει στα Στενά ολόκληρον το στόλο τους, έπιασαν την κρίση της Βραζιλίας και αγόρασαν την εποχή που ο Κουντουριώτης νικούσε παντού, με 2,7 εκατομμύρια λίρες, το βραζιλιάνικο θωρηκτό, το μετονόμασαν σε «Σουλτάν Οσμάν» και έστειλαν πλήρωμα και καπετάνιο, αρχές του 1914, να παραλάβει το τέρας.

Χρειαζόταν πολλές μετατροπές, επειδή, για παράδειγμα, όλες οι περιγραφές και οι οδηγίες χρήσης εντός του πλοίου ήταν στα πορτογαλέζικα, γλώσσα που οι Τούρκοι μάλλον αγνοούσαν.

Ταυτόχρονα, είχαν προχωρήσει την παραγγελία σε άλλο αγγλικό ναυπηγείο, το Βίκερς, τριών θωρηκτών τύπου «Ρεσαντιέ». Από αυτά, μόνον ένα ολοκληρώθηκε αλλά δεν παραδόθηκε ποτέ στους Τούρκους. Ολοι περίμεναν ότι αυτά τα δύο φοβερά θωρηκτά θα έφερναν τον τρόμο στα ελληνικά νησιά.

Η Ελλαδα είχε βγάλει «τα λεφτά της» με το «Αβέρωφ», αλλά η σύγκριση υπέρ των ντρέντνοτ ως προς την ισχύ και τον οπλισμό ήταν 1 προς 6. Δεν επρόκειτο για ισορροπία, αλλά για επικείμενη σφαγή.

Η ελληνική αντίδραση

Η Ελλάδα ήταν καταχρεωμένη και ξαφνικά βρέθηκε να χρειάζεται άλλα 5 ή 6 εκατομμύρια λίρες και να της λείπουν πολύτιμοι μήνες προκειμένου να ισοφαρίσει την τουρκική τακτική επιτυχία.

Παρήγγειλε στο Αμβούργο, στο ναυπηγείο Βουλκάν, ένα νέο θωρηκτό, που σκόπευε να βαφτίσει «Σαλαμινία» και ταυτόχρονα ανήγγειλε ένα φιλόδοξο ναυτικό πρόγραμμα. Ηταν ήδη Ιούλιος του 1913 όταν, εν όψει των νέων υπερθωρηκτών της Τουρκίας, οι Ελληνες αποφάσισαν να τροποποιήσουν τη «Σαλαμινία» σε πολεμικό 20 χιλιάδων τόνων, αρκετά ταχύ, με κανόνια των 14 ιντσών, αμερικάνικα.

Αλλά όταν ξέσπασε τον Αύγουστο του 1914 ο Μεγάλος Πόλεμος, το «Σαλαμίς» πάγωσε και παρέμεινε το κύτος του στο Αμβούργο. Η Ελλάδα έπαθε έναν πανικό, ώσπου βρέθηκε μια παράδοξη και μάλλον επικοινωνιακή λύση.

Δυο αργά πολεμικά, αμερικάνικα, κλάσης «Μισισίπι», αγοράστηκαν και εντάχθηκαν στον ελληνικό στόλο. Ηταν τα «Μισισίπι» και «Αϊντάχο», που μετονομάστηκαν σε «Κιλκίς» και «Λήμνος».

Χαρακτηριστικό τους η διπλή καλαθοειδής διαμόρφωση των κεντρικών ιστών τους. Επιαναν 17 κόμβους μόνον. Ωστόσο, προστέθηκαν στο στόλο τον Ιούλιο του 1914 -«στο «παρά πέντε».

Γερμανοί με Ελληνες και Αγγλοι με Τούρκους;

Πρέπει να εξηγήσουμε πώς έγινε και δύο θανάσιμοι εχθροί των Βαλκανικών Πολέμων άρχισαν να εφοδιάζονται σοβαρά από τις αντίπαλες μεταξύ των Μεγάλες Δυνάμεις. Η απάντηση είναι σχετικά απλή: ο πόλεμος της Τουρκίας με την Ελλάδα έληξε με την εκπολιόρκηση των Ιωαννίνων, αρχές του 1913. Ο Δεύτερος Βαλκανικός δε στρεφόταν κατά της Τουρκίας. Η εκκρεμότητα περί τα νησιά του Αιγαίου έφερνε τεταμένη ατμόσφαιρα, αλλά από το τέλος του 1913, το κύριο ζήτημα ήταν αν η Τουρκία θα έμπαινε στον πόλεμο με τους Συμμάχους ή με τις Κεντρικές Δυνάμεις.

Τα Στενά έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στη συμμαχική στρατηγική σκέψη. Αποδείχτηκε αργότερα, με τις επιχειρήσεις στα Δαρδανέλια και άλλες περιπτώσεις πολεμικής τύφλωσης.

Ετσι, οι Αγγλοι εκτιμούσαν πως, θωρακίζοντας τους Τούρκους στο Αιγαίο, θα κατάφερναν να τους προσεταιριστούν και στον επικείμενο πόλεμο. Βέβαια, αυτό θα σήμαινε πως δε θα υπήρχαν ελληνικά νησιά στο Αιγαίο ή, τουλάχιστον, θα υπήρχαν με πολύν κόπο και σκληρές διαπραγματεύσεις.

Η ανατροπή της κατάστασης

Οι Αγγλοι έμαθαν ότι οι Γερμανοί, τέλος Ιουλίου του 1914, είχαν καταφέρει να γείρουν την τουρκική πλευρά αποφασιστικά υπέρ αυτών. Γι' αυτό και ως άμεσο προληπτικό μέτρο, αρχές Αυγούστου, κατάσχεσαν το «Σουλτάν Οσμάν» και το «Ρεσαντιέ» και τα ενέταξαν στο βασιλικό Στόλο, το ένα ως «Αζενκούρ» και το δεύτερο ως «Ερίν».

Οι Τούρκοι αισθάνθηκαν βαρύτατη την προσβολή και άρχισαν με τον καιρό στρατηγικές τρομοκράτησης κυρίως των Ελλήνων που ζούσαν στις ακτές του Αιγαίου, όπως στη Φώκαια. Βέβαια, οι βενιζελικοί υποστήριξαν πως έπρεπε η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί υπέρ αυτής την κατάσταση, αλλά ο βασιλιάς Κωνσταντίνος φαίνεται να είχε αποφασίσει την ουδετερότητα.

Οι Τούρκοι ανταμείφθηκαν για τα χαμένα θωρηκτά: οι Γερμανοί έστειλαν ναυτικές δυνάμεις ως Mittelmeerdivision στην Προποντίδα. Κυρίως τα έξοχα, πλήρως εφοδιασμένα και με γερμανικά πληρώματα θωρηκτά τους «Γκέμπεν» και «Μπρεσλάου». Το «Γκέμπεν» ονομάστηκε «Γιαβούζ» και το «Μπρεσλάου» «Μιντιλί». Τα θωρηκτά ήταν ελαφρύτεροι τύποι καταδρομικού κατάλληλα για τον πόλεμο των νησιών.

Κι ενώ είχαν Γερμανό πλοίαρχο και πλήρωμα, για λόγους ανόρθωσης του ηθικού της χώρας, τα γερμανικά πληρώματα φορούσαν φέσι και αργότερα πλήρη στολή του τουρκικού ναυτικού.

Στο ένα υπηρέτησε ευόρκως και ο μετέπειτα μύστης του πολέμου των υποβρυχίων, ναύαρχος Ντένιτς.

Παράλληλες δράσεις

Ιδια εποχή, το ηπειρωτικό ζήτημα οδήγησε την Ελλάδα σε κρίση με την Ιταλία, με την αυτόνομη Βόρεια Ηπειρο και την κυβέρνηση Ζωγράφου, εγκαινιάζοντας μια δεκαετή ψυχρότητα στις ελληνοϊταλικές σχέσεις που είχε και επώδυνα θερμά επεισόδια.

Τα αποτελέσματα του Β΄ Βαλκανικού γρήγορα οδηγήθηκαν σε στασιμότητα και άμεση ανάγκη να διαμορφωθούν νέες συμμαχίες, ώστε τα φλέγοντα συνοριακά και εθνοτικά ζητήματα να οδηγηθούν σε θερμές, αποφασιστικές λύσεις. Οι παλαιοί βαλκανικοί σύμμαχοι είχαν διασπαστεί. Η Αλβανία οδηγούνταν σε εξάρτηση από την «προστάτιδα» Ιταλία, η Σερβία είχε προγραφεί από όλες τις περιμετρικές δυνάμεις πλην Ελλάδας, η Ρουμανία απέκτησε αμαχητί μια μειονοτική παρωνυχίδα στην Πίνδο, αφού ο Βενιζέλος, για να πιέσει τη Βουλγαρία, δέχτηκε ρουμάνικη εκπαίδευση σε ελληνική επικράτεια.

Παρόμοια ζητήματα αντιμετώπισε, όχι πάντοτε με σταθερότητα, σε ολόκληρη τη δεκαετία που ακολούθησε, όπως συνέβη με το σύμφωνο Πολίτη - Καλφώφ του 1924.

Σημασία έχει ότι στα εξημμένα πνεύματα, τα χωρισμένα με αίμα κρατών, μειονοτήτων και αμάχων, σε περιόδους όπου όλες οι χώρες κυβερνούσαν και μειονότητες αλλά και σε εποχές όπου όλες οι βαλκανικές δυνάμεις γκρίνιαζαν για αλύτρωτους συμπατριώτες εκτός των συνόρων τους, είτε ιστορικώς φαντασιακούς, όπως οι Ρουμάνοι, είτε με ολόκληρη την παλιά πατρίδα εκτός των συνόρων (όπως συνέβη με την Αλβανία, που επικάθισε σε μη αλβανικούς πληθυσμούς, ενώ οι διαμορφωτές της αλβανικής εθνικής συνείδησης, οι Κοσοβάροι, παρέμειναν «αλύτρωτοι» για ιστορικούς λόγους) ήταν εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξουν διαπραγματεύσεις και διάλογος.

Ετσι, το λεγόμενο Μακεδονικό Μέτωπο, πλαισιωμένο από ποικιλίες λαών της Αντάντ αλλά και των Κεντρικών Δυνάμεων, αντιπαρατέθηκε πεισματικά, για να οριστικοποιηθεί το βαλκανικό αίτημα «δικαίου». Σε όλα αυτά, αφανής αλλά παντοδύναμη στάθηκε η συμβολή της Θεσσαλονίκης.

Πάνος Θεοδωρίδης

Θεσσαλονίκη, διήγηση ενός αιώνα, 2011