Φως στο αόρατο και απρόσιτο εξουσιαστικό σύστημα.



Φως στο αόρατο και απρόσιτο
 εξουσιαστικό σύστημα.

Ο Τσουκαλάς καταθέτει μιαν εξαιρετικά πολύτιμη συμβολή στη συγγραφή αυτού του καινούργιου κοινωνικοπολιτικού «λεξικού», στην αναγκαία δηλαδή ανανέωση του κριτικού στοχασμού για την κοινωνία και την παγκόσμια πραγματικότητα.

Με το νέο βιβλίο του «Ο αόρατος Λεβιάθαν» (Πόλις 2020) ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς αναλύει και ερμηνεύει τους κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς μετασχηματισμούς που καθόρισαν την εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών. Φωτίζει έτσι τις μεγάλες ιστορικές διαδικασίες που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Το διάβημά του είναι τολμηρό, ιδιαίτερα απαιτητικό και φιλόδοξο.

Ο Τσουκαλάς έχει επίγνωση των υψηλών απαιτήσεων και των μεγάλων δυσκολιών με τις οποίες αναμετριέται. Σήμερα, σημειώνει, «είναι ίσως εξίσου δύσκολο να προσπαθούμε να "καταλάβουμε" τον κόσμο όσο είναι και να τον"αλλάξουμε"». Πράγματι, κάθε σοβαρή προσπάθεια ανάλυσης και κατανόησης της σύγχρονης κοινωνικής πολυπλοκότητας οφείλει να αναμετρηθεί με πολλαπλά επιστημολογικά εμπόδια και δυσεπίλυτα θεωρητικά προβλήματα.

Ενα νέο λεξικό

Πολλές από τις θεμελιώδεις έννοιες που μας κληροδοτεί η παράδοση της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας έχουν χάσει το αρχικό τους νόημα ή δεν λειτουργούν ως επαρκή αναλυτικά εργαλεία. Επιστημολογικές βεβαιότητες, που στο παρελθόν λειτουργούσαν σαν πυξίδα και προσανατόλιζαν την έρευνα, έχουν κλονιστεί ή και διαψευστεί από τις «απαντήσεις» της Ιστορίας.

Με άλλα λόγια, η κριτική κοινωνική θεωρία συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να συλλάβει τη σύγχρονη πραγματικότητα με τις έννοιες και τα σχήματα που κυριάρχησαν στη δυτική ορθολογικότητα τους προηγούμενους αιώνες. Χρειάζεται, θα λέγαμε, ένα καινούργιο «λεξικό», έναν νέο θεωρητικό εξοπλισμό, για να περιγράψει και να αναλύσει τη δομή και τις αντιφάσεις του σύγχρονου κόσμου. Με το βιβλίο του, ο Τσουκαλάς καταθέτει μιαν εξαιρετικά πολύτιμη συμβολή στη συγγραφή αυτού του καινούργιου κοινωνικοπολιτικού «λεξικού», στην αναγκαία δηλαδή ανανέωση του κριτικού στοχασμού για την κοινωνία και την παγκόσμια πραγματικότητα.

Αληθινός θησαυρός γνώσης

Προκειμένου να φωτίσει από πολλές πλευρές τη μεγάλη εικόνα του σύγχρονου κόσμου, ο Τσουκαλάς αξιοποιεί θεωρητικά εργαλεία και αναλυτικές υποδείξεις όχι μόνον της κοινωνιολογικής σκέψης, αλλά και του φιλοσοφικού στοχασμού, της ανθρωπολογίας, της πολιτικής και της νομικής επιστήμης, της ιστοριογραφίας ή ακόμη και της λογοτεχνικής δημιουργίας. Επιβεβαιώνει έτσι, γι' άλλη μία φορά, ότι δεν είναι μόνον ένας διακεκριμένος ακαδημαϊκός δάσκαλος, ένας κορυφαίος κοινωνιολόγος (στο έργο του οποίου οφείλουμε άλλωστε πολλά από όσα γνωρίζουμε για την ελληνική κοινωνία και τον κόσμο).

Είναι ταυτόχρονα και ένας κριτικός διανοούμενος με τη βαθύτερη έννοια του όρου, ένας στοχαστής που θεμελιώνει τη γνώση του αντλώντας έμπνευση και ερεθίσματα από όλες τις δυνατές και προσιτές πνευματικές πηγές. Και τη γνώση αυτή τη μοιράζεται γενναιόδωρα με όλους. Το βιβλίο του είναι πράγματι ένας αληθινός θησαυρός γνώσεων και κριτικών αναλύσεων, που δύσκολα μπορούν να συνοψιστούν από ένα βιβλιοκριτικό σημείωμα. Αρκεί εδώ να αναφέρουμε ότι οι σημειώσεις και οι παραπομπές του συναποτελούν ένα δεύτερο μεγάλο έργο και δίνουν άφθονη τροφή στον αναγνώστη, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στην έρευνα και την πνευματική αναζήτηση.


Ο αόρατος Λεβιάθαν

Ο Τσουκαλάς χρησιμοποιεί τη μεταφορά του απρόσωπου και αόρατου Λεβιάθαν για να υπογραμμίσει τη διάψευση των μεγάλων επαγγελιών της δυτικής νεωτερικότητας. Η νεωτερική προμηθεϊκή επανάσταση υποσχέθηκε την απελευθέρωση του ανθρώπου από προαιώνια δεσμά, την έξοδό του από τη σφαίρα μιας καταπιεστικής ετερονομίας. Χάρη στη δύναμη του ορθού λόγου, τα ελεύθερα υποκείμενα θα μπορούσαν στο εξής να χαράσσουν αυτόνομα την πορεία τους, να ορίζουν και να ελέγχουν την ατομική και τη συλλογική τους μοίρα.

Ο σύγχρονος κόσμος όμως εμφανίζεται ήδη σε όλους σαν μια γιγάντια καλοκουρδισμένη μηχανή, που λειτουργεί με τους δικούς της αυτοματισμούς και πορεύεται ερήμην της βούλησης όχι μόνο των απλών ανθρώπων αλλά και των πολιτικών ηγεσιών. Η μηχανή αυτή δεν βρίσκεται στα χέρια επαγγελματιών της πολιτικής, ολιγαρχών της οικονομίας ή τεχνικών της διαχείρισης, αλλά τους χρησιμοποιεί όλους αυτούς σαν ανθρώπινα γρανάζια. Εκείνοι που φαινομενικά κρατούν κάποιο πηδάλιο στην πραγματικότητα υποχρεώνονται να δρουν ως «άβουλοι διεκπεραιωτές» ή «αναγκαίοι συνεργοί» σε διαδικασίες τις οποίες δεν μπορούν να ελέγξουν.

Αυτός ο απρόσιτος, αθέατος και πολυπλόκαμος Λεβιάθαν είναι ένα εξουσιαστικό σύστημα, απαλλαγμένο από κάθε αξιακή δέσμευση και γι' αυτό ψυχρό, απρόσιτο, αμείλικτο και ανελέητο απέναντι σε εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις και σε ολόκληρα έθνη.

Οι κανόνες λειτουργίας αυτού του συστήματος επιβάλλονται ως μία και μοναδική αλήθεια και ως ασφυκτική αναγκαιότητα, ικανή να εξουδετερώνει όλα τα αντίθετα συλλογικά σχέδια και κάθε μορφή πολιτικής αυτονομίας. «Επίτευγμα» που δεν έχει προηγούμενο στην Ιστορία, καθώς καμία προγενέστερη μορφή εξουσίας δεν είχε κατορθώσει να αποκλείσει σε μόνιμη βάση τη ριζική της αμφισβήτηση από αντίπαλες ανατρεπτικές δυνάμεις. Στις μέρες μας αντίθετα δεν εκδηλώνονται δυναμικές συλλογικές αντιδράσεις εναντίον του συστήματος, ενώ οι αρνητές του θεωρούνται γραφικοί ιδεοληπτικοί και αβλαβείς εκκεντρικοί.

Το σκανδαλώδες

Μετά την ιστορική ήττα και την κατάρρευση του «αντίπαλου δέους», επικράτησε η ιδέα ότι δεν μπορεί να υπάρξει κανένας «άλλος κόσμος». Στους πολίτες επομένως δεν απομένει παρά η επιλογή της συμμόρφωσης, της παθητικής αποδοχής και της αδράνειας. Ομως, όπως σημειώνει ο Τσουκαλάς, «τίποτε δεν είναι πιο σκανδαλώδες από την αποδοχή μιας σκανδαλώδους πραγματικότητας ως φυσικής ή αυτονόητης».

Η φετιχοποιημένη συστημική αναγκαιότητα δεν επικαλείται κάποιες ηθικές ή πολιτικές αξίες, προκειμένου να πετύχει μια νομιμοποίηση. Εξοβελίζει αντίθετα κάθε προβληματισμό για το δέον και δεν προτάσσει γενικούς σκοπούς (ελευθερία, δικαιοσύνη κ.ο.κ.). Ο μόνος σκοπός στον οποίο δηλώνει ότι αποβλέπει είναι η «ανάπτυξη», η οικονομική μεγέθυνση και η αύξηση των παραγωγικών επιδόσεων. Ετσι, μια άλλη θεμελιώδης επαγγελία της νεωτερικότητας, εκείνη της αέναης κοινωνικής προόδου, καταλήγει να ταυτίζεται με έναν αναπτυξιακό οικονομισμό, εναρμονισμένο πλήρως με τις επιταγές συντήρησης και αναπαραγωγής του αγοραίου καπιταλιστικού συστήματος.

Ο στόχος της μεγιστοποίησης της ανάπτυξης γίνεται η απόλυτη προτεραιότητα κάθε κοινωνίας, το μοναδικό μέλημα όλων των κυβερνητικών σχεδίων, μπροστά στο οποίο υποχωρούν ή παρακάμπτονται όλοι οι άλλοι κοινωνικοί στόχοι, όπως είναι λ.χ. η καταπολέμηση της φτώχειας, της αδικίας και της ανισότητας.

Η δημοκρατία όμως θεμελιώθηκε ηθικά πάνω στη διεκδίκηση ισότιμης πρόσβασης όλων των ανθρώπων στα θεμελιώδη κοινωνικά αγαθά. Καθώς τώρα το πρωτείο της αγοραίας καπιταλιστικής ανάπτυξης εκτοπίζει και ματαιώνει την καταπολέμηση των κοινωνικών δεινών, η εκμετάλλευση, η ανεργία, η εξαθλίωση και ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν πλήττουν μόνον τα παραδοσιακά θύματά τους στην εργατική τάξη. Αποσταθεροποιούν και τα μεσαία στρώματα, ρίχνοντας την πλειονότητα της κοινωνίας στην αβεβαιότητα και τη γενική επισφάλεια. Αναδύεται έτσι το «νέο κοινωνικό ζήτημα», που αφορά πλέον μια διαρκώς αυξανόμενη κατηγορία πολιτών. Με τη νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση της οικονομίας, η απληστία και η ταξική αδιαλλαξία των πλουτοκρατικών ολιγαρχιών ενισχύθηκαν και αποχαλινώθηκαν. Από την άλλη μεριά, τα θύματα της κοινωνικής αδικίας πολλαπλασιάστηκαν, αλλά ο κατακερματισμός τους, η εξατομίκευση και η σχετική απομόνωσή τους δυσκολεύουν τη συγκρότησή τους σε αξιόμαχη συλλογική δύναμη.

Η Αριστερά

Η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά θα μπορούσε να ενοποιήσει και να εκφράσει τα αιτήματά τους, καθώς ήταν η πολιτική δύναμη που παραδοσιακά προέτασσε την κοινωνική αλληλεγγύη και την αναδιανεμητική δικαιοσύνη. Εδώ και χρόνια όμως έχει προσχωρήσει και αυτή στον διαχειριστικό «ρεαλισμό», που κινείται αποκλειστικά εντός των ασφυκτικών συστημικών προδιαγραφών και των προκαθορισμένων δημοσιονομικών ορίων.Ο δημοκρατικός παρεμβατικός κεϊνσιανισμός, που σφράγισε τη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση των ετών 1950-1980, ενταφιάστηκε και αντικαταστάθηκε από τη νέα μονεταριστική ορθοδοξία της Σχολής του Σικάγου. Ο κυρίαρχος πλέον αγοραίος μονοθεϊσμός εκφράστηκε με τη λεγόμενη Συναίνεση της Ουάσινγκτον, που υπονόμευε κάθε κρατική παρέμβαση στην οικονομία και επέβαλλε τη δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών.

Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ήταν ένα από τα πρώτα μεγάλα θύματα αυτών των ιδεολογικών μεταβολών. Γράφει χαρακτηριστικά ο Τσουκαλάς: «Αν μείζονα διακυβεύματα, όπως η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο περιορισμός της ασυδοσίας της ατομικής ιδιοκτησίας, είχαν ουσιαστικά απαλειφθεί από τη σοσιαλδημοκρατική ατζέντα ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, άρχισαν πλέον να υποχωρούν ακόμη και ελάσσονα παραδοσιακά μεταρρυθμιστικά αιτήματα που κατέτειναν στον σχετικό έστω έλεγχο της ελεύθερης αγοράς, στον περιορισμό της εξαθλίωσης και του κοινωνικού αποκλεισμού και στην εξασφάλιση των ελάχιστων μέσων επιβίωσης για το σύνολο των πολιτών».

Ιδεολογικό κενό

Τα πολυάριθμα θύματα του ακραίου οικονομικού φιλελευθερισμού μένουν χωρίς συνεκτική πολιτική εκπροσώπηση. Αυτή η κρίση εκπροσώπησης αντανακλά μια βαθύτερη κρίση των πολιτικών ιδεών. Η πολιτική αντιπαράθεση, η σύγκρουση ανάμεσα σε συντήρηση και μεταρρύθμιση, μοιάζει να διεξάγεται σε ένα ιδεολογικό κενό. Δεν αφορά πλέον ιδέες, αρχές, αξίες, εναλλακτικά στρατηγικά σχέδια και προγράμματα, αλλά μόνον τεχνικές που συναγωνίζονται για τη διαχειριστική τους αποτελεσματικότητα. Σύμφωνα με τον Τσουκαλά, ήδη από τη δεκαετία του 1980, οι κατακερματισμένες δυνάμεις της Αριστεράς χαρακτηρίζονται από «αφετηριακή ασάφεια και ιδεολογική ισχνότητα» σε ό,τι αφορά όχι μόνο την τακτική τους αλλά και τους μακρόπνοους στρατηγικούς τους σχεδιασμούς. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά «σε μια βαθύτερη απώλεια ευκρίνειας του οράματος, η οποία θολώνει το ίδιο το νοηματικό περιεχόμενο της αντιπαράθεσης Δεξιάς και Αριστεράς». Αναλύοντας τα νεωτερικά πολιτεύματα και την ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ο Τσουκαλάς επισημαίνει τις διαρκείς μεταβολές της δυτικής πολιτειακής πραγματικότητας. Οι μεταβολές αυτές αποτυπώνουν διαφορετικούς κάθε φορά ιστορικούς συμβιβασμούς και εκφράζουν διαφορετικές αξιακές και ιδεολογικές ισορροπίες. Διαφορετικές θεμελιώδεις προτεραιότητες υπηρετούσαν, για παράδειγμα, η αστικοφιλελεύθερη δημοκρατία του 19ου αιώνα και η συναινετική κοινωνική δημοκρατία της μεταπολεμικής «ένδοξης τριακονταετίας».

Μετά την αυτοκαταστροφική πορεία της δημοκρατίας του Μεσοπολέμου και την ιστορική παρένθεση των ολοκληρωτισμών, επιτεύχθηκε ένας ιστορικός, πολιτικός και ταξικός συμβιβασμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και στις δυνάμεις της εργασίας. Ο συμβιβασμός αυτός συνέβαλε στον «εξανθρωπισμό» των κοινωνικών σχέσεων και στη διαταξική εμπέδωση της κοινωνικής συναίνεσης. Η αυτονόμηση των αγοραίων συναλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα προκάλεσε βαθιές πολιτειακές αλλαγές και υπαγόρευσε νέες στρατηγικές προτεραιότητες.

Η ψευδεπίγραφη αυτονομία

Η νέα ασταθής και μεταβατική ιστορική φάση που διανύουμε, σημειώνει ο Τσουκαλάς, θα μπορούσε ίσως να ονομαστεί «μεταδημοκρατικός φιλελευθερισμός». Καθώς η «συστημική πραγματικότητα» (ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός) επιβάλλει παντού τους άγραφους κανόνες της χωρίς ουσιαστική αμφισβήτηση, το δημοκρατικό έλλειμμα δεν είναι πλέον συγκυριακό, αλλά γίνεται δομικό.

Και η αυτονομία του κυρίαρχου λαού «μοιάζει ψευδεπίγραφη και εν πολλοίς διακοσμητική». Η αποδυνάμωση της δημοκρατίας και η μετάβαση σε μεταδημοκρατικές κοινωνίες εκτυλίσσονται παράλληλα και συνδέονται στενά με την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, την προώθηση της λεγόμενης εργασιακής ευελιξίας και την ενίσχυση των δομών εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Απαλλαγμένο από κάθε είδους δέσμευση, που στο παρελθόν το περιόριζε σε ένα ορισμένο περιβάλλον, καθώς και από κάθε υποχρέωση απέναντι σε μιαν οργανωμένη πολιτεία, το κεφάλαιο αναπτύσσει μιαν ακραία κινητικότητα. Είναι πλέον ελεύθερο να αλλάζει τους τόπους, τους τρόπους και τους χρόνους της δράσης του, επιδιώκοντας τη μεγιστοποίηση των κερδών του.

Το αεικίνητο κεφάλαιο μπορεί να κερδοσκοπεί ανεμπόδιστα, χωρίς να λογαριάζει σύνορα και φραγμούς, χωρίς να απειλείται με εθνικοποίηση ή κοινωνικοποίηση. Μπορεί να επιβάλλει τους όρους του στα εθνικά κράτη, τα οποία άλλωστε δεν διαθέτουν πλέον ουσιαστικές παρεμβατικές δυνατότητες. Μπορεί να καταφεύγει σε φορολογικούς παραδείσους, κερδίζοντας πλήρη φορολογική ασυλία, ή να πληρώνει ελάχιστους φόρους, φορτώνοντας όλο το κόστος της κοινωνικής αναπαραγωγής στους μισθωτούς και τους μικρομεσαίους. Μπορεί να επηρεάζει τη λειτουργία των θεσμών και τις δημόσιες αποφάσεις, διαβρώνοντας έτσι με τον ιδιοτελή ωφελιμισμό του τα ηθικά θεμέλια της δημοκρατίας.

Στην υπερκινητικότητα του κεφαλαίου αντιστοιχούν η ευελιξία της εργασίας, η ρευστοποίηση όλων των μορφών απασχόλησης και η γενίκευση της εργασιακής και κοινωνικής επισφάλειας. Η εργασία γίνεται ευκαιριακή, μερική, προσωρινή, εκ περιτροπής και σε κάθε περίπτωση επισφαλής και αβέβαιη. Οι άνεργοι και οι υποαπασχολούμενοι μένουν συνήθως απροστάτευτοι και παραδίδονται στο έλεος της απορρυθμισμένης αγοράς. Και ενώ το «γυμνό» κεφάλαιο αποτινάσσει και τις τελευταίες αλυσίδες που κάποτε το έδεναν σε μιαν εδαφική επικράτεια, «οι απογυμνωμένοι από οποιοδήποτε δικαίωμα φυγάδες ή πρόσφυγες καταδικάζονται να έρπουν στα λαγούμια μιας αλλότριας γης, που πιθανότατα θα είναι και ο άγνωστος τάφος τους».

Καθώς ανέχονται την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση, τις ανισότητες, και μάλιστα τις θεωρούν αναπόφευκτες ή και συστημικά αναγκαίες, οι σύγχρονες κοινωνίες απαρνούνται την κριτική παράδοση που εγκαινίασε ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και απαξιώνουν τα ανθρωπιστικά θεμέλια του δυτικού πολιτισμού. Γεννιέται αναπόφευκτα το κρίσιμο ερώτημα: «Τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε;».

Τι να κάνουμε

Ο Τσουκαλάς δεν προτείνει εύκολες κι ετοιμοπαράδοτες λύσεις. Εκφράζει τους προβληματισμούς του και μοιράζεται με τον αναγνώστη τους δισταγμούς του, τις αμφιβολίες του, τις αβεβαιότητές του, την αμηχανία του περί του «πρακτέου». Παρουσιάζει μάλιστα το βιβλίο του ως «ένα κείμενο που πραγματεύεται το αδιέξοδο». Γνωρίζει άλλωστε καλά ότι τα παλιά προτάγματα της αλλαγής και της ρήξης έχουν υποστεί ανεπανόρθωτη φθορά, ότι «οι αντιστάσεις, οι ουτοπίες ακόμη και οι ανατροπές δεν μπορεί πια να είναι αυτό που κάποτε ήταν».

Υπογραμμίζοντας με τις αναλύσεις του το συντριπτικό βάρος των συστημικών καταναγκασμών, τη δύναμη που διαθέτουν τα πλοκάμια του αόρατου Λεβιάθαν, παραδίδει ένα χρήσιμο μάθημα σε εκείνους τους τομείς της ανυποψίαστης Αριστεράς που, παρά τις απανωτές διαψεύσεις, συνεχίζουν να πιστεύουν στην παντοδυναμία της πολιτικής βούλησης. Δεν εισηγείται όμως την παραίτηση ή τη συνθηκολόγηση με τον διαχειριστικό «ρεαλισμό».

Ολο το βιβλίο του είναι μια παθιασμένη υπεράσπιση των ιστορικών κατακτήσεων των κοινωνικών αγώνων και των θεμελιωδών αξιών της ισότητας, της ελευθερίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, που καταπατούνται από την προέλαση του θριαμβεύοντος καπιταλισμού. Καταλήγει άλλωστε εκφράζοντας την ελπίδα ότι το έργο της κριτικής αμφισβήτησης των κυρίαρχων ιδεών και όλων όσα θεωρούνται σήμερα αυτονόητα θα μας επιτρέψει ίσως «να εμπνευστούμε τις προϋποθέσεις για μια νέα ουτοπία, η οποία δεν θα έχει καμιά σχέση με όλες όσες προηγήθηκαν». Στην «απαισιοδοξία της γνώσης» έρχεται έτσι να προστεθεί η «αισιοδοξία της θέλησης».

Θανάσης Γιαλκέτσης


6/7/2020 


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

]