Η εμμονή της Κίνας με την κυριαρχία.

 Κινέζοι στρατιώτες περιπολούν στα σύνορα με την Ινδία 
στο νομό Ngari, στην Κίνα, τον Απρίλιο του 2017. Reuters

 Η εμμονή της Κίνας με την κυριαρχία.

Η ανάγκη του Πεκίνου για προβολή ισχύος 
εξηγεί την συνοριακή σύγκρουση με την Ινδία. 
  • Η πανδημία φαίνεται να έχει αυξήσει την ευαισθησία του Πεκίνου σε ζητήματα κυριαρχίας, από το Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν έως τις θάλασσες της Ανατολικής και Νότιας Κίνας, και στα τραχιά σύνορα στα Ιμαλάια με την Ινδία. Αντιμετωπίζοντας πιέσεις στο εσωτερικό και κριτική στο εξωτερικό, η Κίνα θέλει να σηματοδοτήσει ισχύ.
Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου, εκατοντάδες Κινέζοι και Ινδοί στρατιώτες συγκρούστηκαν στην κοιλάδα Galwan, ένα απομακρυσμένο τμήμα των αμφισβητούμενων συνόρων μεταξύ των δύο χωρών. Είκοσι Ινδοί στρατιώτες και ένας μη επιβεβαιωμένος αριθμός Κινέζων στρατιωτών σκοτώθηκαν σε μια μεσαιωνική σώμα με σώμα μάχη με πέτρες και ρόπαλα, μερικοί τυλιγμένοι με συρματοπλέγματα. Οι μάχες σηματοδότησαν τους πρώτους θανάτους στο μακροχρόνια αμφισβητούμενο σύνορο μετά από 45 χρόνια -και την πιο θανατηφόρα σύγκρουση μεταξύ των δύο ασιατικών γιγάντων από το 1967.

Το Πεκίνο και το Νέο Δελχί προσπαθούν τώρα να αποκλιμακώσουν τις εντάσεις, αλλά έχουν στείλει ενισχύσεις στα σύνορα και βλέπουν ο ένας τον άλλον με προσοχή. Η σειρά των γεγονότων που οδήγησαν στην σύγκρουση φαίνεται να ξεκίνησε με την κίνηση της Κίνας μέσα σε ένα τμήμα της κοιλάδας Galwan, δημιουργώντας ερωτήματα σχετικά με τα κινέζικα κίνητρα. Το να προκληθεί η Ινδία θα μπορούσε να ωθήσει το Νέο Δελχί να επιδιώξει στενότερους δεσμούς με την Ουάσιγκτον [1] σε μια εποχή που οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας βρίσκονται σε καθοδική πορεία. Δημιουργεί επίσης το ρίσκο να υπονομευθούν οι προσπάθειες της Κίνας να ενισχύσει τις σχέσεις της με την Ινδία [οι οποίες εξελίσσονται] τις τελευταίες δύο δεκαετίες -εν μέρει για να αποτρέψει την δημιουργία ενός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ συνασπισμού κρατών που θα μπορούσε να εξισορροπήσει την κινεζική δύναμη.

Μερικοί υποθέτουν ότι η πιο επιθετική στάση της Κίνας προς την Ινδία τους τελευταίους δύο μήνες αποτελεί μέρος μιας εκστρατείας για να αποσπάσει την προσοχή του κινεζικού κοινού από την κριτική για το χειρισμό του Πεκίνου στην πανδημία του κορωνοϊού και την ταχέως επιβραδυνόμενη οικονομία της χώρας. Ωστόσο, τα κομματικά-κρατικά μέσα ενημέρωσης έχουν αποφύγει σε μεγάλο βαθμό την κάλυψη της αντιπαράθεσης από τότε που ξεκίνησε σοβαρά τον Μάιο, και ακόμη και μετά την σύγκρουση αυτόν τον μήνα. Το Xinhua, το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων, δημοσίευσε μόνο λίγες λιτές αναφορές, υποδηλώνοντας ότι η κινεζική κυβέρνηση δεν κάνει καμία προσπάθεια να κινητοποιήσει την εγχώρια κοινή γνώμη εναντίον της Ινδίας.

Αντίθετα, η πανδημία φαίνεται να έχει αυξήσει την ευαισθησία του Πεκίνου σε ζητήματα κυριαρχίας, από το Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν έως τις θάλασσες της Ανατολικής και Νότιας Κίνας -και στα τραχιά σύνορα στα Ιμαλάια με την Ινδία. Αντιμετωπίζοντας πιέσεις στο εσωτερικό και κριτική στο εξωτερικό, η Κίνα θέλει να σηματοδοτήσει ισχύ. Κινέζοι αξιωματούχοι ανησυχούν ότι η μετριοπάθεια και η συγκράτηση ενδέχεται να σηματοδοτούν αδυναμία τόσο στις εγχώριες ελίτ, που ενδέχεται να αμφισβητήσουν την ηγεσία του προέδρου Xi Jinping, όσο και σε ξένες χώρες που εμπλέκονται σε διαμάχες με την Κίνα. Αυτή η αυξημένη ευαισθησία σε οποιαδήποτε πρόκληση για τις εδαφικές διεκδικήσεις της, έχει διαμορφώσει την σκληρή απάντηση της Κίνας σε αυτό που θεωρεί ως ινδική πρόκληση στη μακροχρόνια διένεξή τους.

ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΣΧΕΤΙΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

Η σύγκρουση τον Ιούνιο ήταν το αποτέλεσμα μιας αντιπαράθεσης μεταξύ κινεζικών και ινδικών δυνάμεων σε διάφορες τοποθεσίες στον «δυτικό τομέα» των αμφισβητούμενων συνόρων τους. Αυτή η περιοχή, γνωστή ως Aksai Chin, περιλαμβάνει περίπου 33.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και βρίσκεται υπό κινεζικό έλεγχο. (Ο «ανατολικός τομέας», που χονδρικά περιλαμβάνει το ινδικό κρατίδιο Arunachal Pradesh, είναι 90.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και υπό τον έλεγχο της Ινδίας, ενώ ο πολύ μικρότερος «μεσαίος τομέας» περίπου 2.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων βρίσκεται υπό λίγο-πολύ ομοιόμορφα διαιρεμένο έλεγχο). Ξεκινώντας αρχικά, στα μέσα Απριλίου, και σίγουρα στις αρχές Μαΐου, η Κίνα μετέφερε μεγάλο αριθμό στρατευμάτων στην «γραμμή του πραγματικού ελέγχου» (line of actual control, LAC) -τα de facto σύνορα που χωρίζουν τις κινεζικές και τις ινδικές δυνάμεις- σε τρεις περιοχές του δυτικού τομέα. Οι αναφορές ποικίλλουν, αλλά η κλίμακα της προέλασης της Κίνας ήταν άνευ προηγουμένου τόσο ως προς τον αριθμό των στρατευμάτων -περίπου 5.000 στρατιώτες- όσο και ως προς την τοποθεσία, με τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό να κινείται σε περιοχές στις οποίες προηγουμένως δεν ήταν ενεργός ούτε διατηρούσε ισχυρή παρουσία. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι Κινέζοι στρατιώτες διέσχισαν αυτό που βλέπει η Ινδία ως LAC σε διάφορα σημεία, συμπεριλαμβανομένης της κοιλάδας Galwan, όπου προέκυψε η σύγκρουση στις 15 Ιουνίου.

Οποιαδήποτε κατανόηση αυτών των πρόσφατων δράσεων πρέπει να ξεκινά με την πιο αυστηρή προσέγγιση περί κυριαρχίας που έχει υιοθετήσει η Κίνα από τότε που ο Xi Jinping έγινε γενικός γραμματέας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Στις αρχές του 2013, ο Xi συνέδεσε την [εθνική] κυριαρχία [2] με την ολοκλήρωση του «κινεζικού ονείρου», διακηρύσσοντας ότι «καμία ξένη χώρα δεν πρέπει να περιμένει από εμάς να πουλήσουμε τα βασικά μας συμφέροντα» ή να περιμένει από την Κίνα «να καταπιεί τον πικρό καρπό» των καταπατήσεων επί της «κυριαρχίας» της. Το 2018, ο Σι είπε πιο έντονα στον υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, James Mattis, ότι η Κίνα «δεν μπορεί να χάσει ούτε μια ίντσα από το έδαφος που άφησαν οι πρόγονοί μας» [3].

Στην πράξη, η ανανεωμένη έμφαση του Xi στην κυριαρχία είναι εμφανής στις ενέργειες της Κίνας στην γειτονιά της. Η Κίνα έχει ανακτήσει μεγάλες εκτάσεις γης πάνω σε υφάλους για να χτίσει στρατιωτικές βάσεις στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ενώ καθιερώνει περιπολίες από σκάφη της ακτοφυλακής της σε χωρικά ύδατα για τα οποία φιλονικεί με την Ιαπωνία στην Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας. Το Πεκίνο προσπάθησε επίσης να σφίξει την λαβή του στο Χονγκ Κονγκ, ενώ αύξανε σταδιακά την πίεση στην Ταϊβάν και περιόριζε την ικανότητα του νησιωτικού έθνους να συμμετάσχει στην διεθνή σκηνή.

Συνοριακές αντιπαραθέσεις με την Ινδία σημειώθηκαν το 2013, το 2014 και περιφήμως στο [πεδίο] Doklam το 2017. Τότε, η Ινδία μετακίνησε στρατεύματα πέρα από ένα διεθνές όριο για να εμποδίσει την Κίνα από το να κατασκευάσει έναν δρόμο σε έδαφος που ήταν υπό τον κινεζικό έλεγχο, αλλά διεκδικούσε και ο σύμμαχος της Ινδίας, το Μπουτάν. Αυτό το μέτρο προκάλεσε μια αντιπαράθεση που διήρκεσε πάνω από 70 ημέρες. Οι ενέργειες της Ινδίας εξέπληξαν την Κίνα, ειδικά επειδή η Ινδία δεν είχε καμία αξίωση για την περιοχή όπου ανέπτυξε στρατεύματα.

Παρά την προσωρινή αποκλιμάκωση των εντάσεων στα σύνορα μετά την Σύνοδο Κορυφής της Wuhan στις αρχές του 2018, η Κίνα φαίνεται να παρακολουθεί στενά τις δραστηριότητες της Ινδίας σε αμφισβητούμενες περιοχές. Η Κίνα δεν θέλει να εκπλαγεί ξανά. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο, οι καταγεγραμμένες περιπτώσεις κινεζικών «παραβάσεων» σε ό, τι βλέπει η Ινδία ως LAC έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο εντός μιας δεκαετίας το 2019, υποδηλώνοντας πολύ μεγαλύτερη παρακολούθηση από την Κίνα στα διαμφισβητούμενα σύνορα. Με το να περιπολεί μέχρι τα όρια της LAC όπως εκείνη την κατανοεί, η Κίνα θα μπορούσε πιο εύκολα να παρατηρήσει και να αποτρέψει την ινδική δραστηριότητα σε αυτούς τους τομείς.

Το Πεκίνο ανησυχεί επίσης για ορισμένες αλλαγές στην εσωτερική πολιτική της Ινδίας. Τον Αύγουστο του 2019, το ινδικό κοινοβούλιο κατάργησε το άρθρο 370 [4] του συντάγματος της χώρας, το οποίο είχε εγγυηθεί την αυτονομία του βόρειου κρατιδίου Τζαμού και Κασμίρ. Εκπληρώνοντας μια δέσμευση [της προεκλογικής] εκστρατείας, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Νάρεντρα Μόντι έσπασε το κράτος σε δύο ομοσπονδιακά διοικούμενες ενωσιακές περιοχές (union territory, δηλαδή ομοσπονδιακά εδάφη που διοικούνται απ’ ευθείας από την πρωτεύουσα) που θα κυβερνηθούν απευθείας από το Νέο Δελχί. Ένα από αυτά τα νέα εδάφη, η Ladakh, περιλαμβάνει ονομαστικά τόσο την ελεγχόμενη από την Κίνα Aksai Chin όσο και ορισμένες περιοχές του Κασμίρ που διοικούνται από το Πακιστάν. Σε παρατηρήσεις στο κοινοβούλιο τον Αύγουστο του 2019, ο Ινδός υπουργός Εσωτερικών, Amit Shah, χαρακτήρισε το Aksai Chin ως «κατεχόμενο» [5] και τόνισε ότι «θα θυσιάσουμε την ζωή μας για αυτό».

Ινδοί στρατιώτες στην βάση τους, κάτω από έναν παγετώνα στο Κασμίρ, τον Οκτώβριο του 2003. Pawel Kopczynski / Reuters 

Η Κίνα πιθανότατα είδε τα μέτρα της κυβέρνησης Modi ως μεταβολή του status quo κατά μήκος των συνόρων και ως μια ένδειξη μεγαλύτερης ινδικής αποφασιστικότητας να ασκήσει πίεση για τις διεκδικήσεις της στις διαφωνίες με την Κίνα. Σε μια κλειστή συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών τον Αύγουστο, ο Κινέζος εκπρόσωπος σημείωσε ότι η δημιουργία της Ladakh ως μιας ενωσιακής επικράτειας αμφισβήτησε την κυριαρχία της Κίνας [6] και «παραβίασε διμερείς συμφωνίες για την διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην παραμεθόρια περιοχή». Τον Οκτώβριο, το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών τόνισε και πάλι ότι «τοποθετώντας μέρος της κινεζικής επικράτειας υπό ινδική διοίκηση», η Ινδία βλάπτει τα «κυριαρχικά δικαιώματα και συμφέροντα» της Κίνας. [7].

Η δημιουργία της Ladakh ως ενωσιακής επικράτειας έθεσε τις συνεχείς προσπάθειες της Ινδίας για βελτίωση των στρατιωτικών υποδομών της κατά μήκος της LAC υπό πιο σκληρό φως. Επίσης το 2019, η Ινδία ολοκλήρωσε την κατασκευή ενός νέου στρατηγικού δρόμου στη Ladakh, που ονομάζεται δρόμος DS-DBO, ο οποίος συνδέει βασικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις κοντά στα σύνορα και βελτίωσε τις στρατιωτικές και υλικοτεχνικές δυνατότητες της Ινδίας. Ένα ευρύτερο δίκτυο ινδικών μεθοριακών δρόμων έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί έως το 2022 ως μέρος μιας προσπάθειας να ταιριάξει με τις υποδομές που έχει κατασκευάσει η Κίνα στην πλευρά της τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Παρόλο που η Κίνα έχει δεσπόζουσα θέση στα σύνορα μετά από τον πόλεμο του 1962 μεταξύ των δύο χωρών, παραμένει ευαίσθητη στις προσπάθειες της Ινδίας να βελτιώσει την θέση της, ακόμη περισσότερο τώρα υπό τον Xi. Η κατασκευή ενός δρόμου τροφοδοσίας από την Ινδία στην κοιλάδα Galwan, ο οποίος εκτείνεται από τον δρόμο DS-DBO προς τα θεωρούμενα ως σύνορα, βοήθησε στην πρόκληση της αντιπαράθεσης που ξεκίνησε τον Μάιο. Η Κίνα πιθανότατα θεώρησε αυτήν την κίνηση ως πιθανό κίνδυνο, βλέποντας την κοιλάδα Galwan ως την πίσω πόρτα στο Aksai Chin. Ανταποκρινόμενη σε αυτήν την απειλή, η Κίνα μετακίνησε τις δυνάμεις της πέρα από το δικό της τέλος του δρόμου για να εμποδίσει την Ινδία να μετακινηθεί πιο μακριά στην κοιλάδα. Η Κίνα πιθανότατα ήθελε επίσης να δημιουργήσει μια θέση για να παρατηρήσει ευκολότερα τις ινδικές δυνάμεις κατά μήκος των νέων δρόμων.

Αυτές οι ενέργειες οδήγησαν στην σύγκρουση στις 15 Ιουνίου, όταν αποσπάσματα Κινέζων και Ινδών στρατιωτών συγκρούστηκαν για την προωθημένη τοποθεσία μιας κινεζικής θέσης. Η επιθετική στάση της Κίνας εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την ευαισθησία της στην θεληματικότητα των ινδικών στρατευμάτων κατά μήκος των συνόρων.

ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Η θανατηφόρα σύγκρουση και η βαρβαρότητα των μαχών, θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημείο καμπής στις σχέσεις Ινδίας-Κίνας. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, και ειδικά από τότε που η Ινδία έγινε πυρηνική δύναμη το 1998, οι δύο χώρες εργάστηκαν σκληρά για να αναπτύξουν τους διμερείς δεσμούς τους παρά την επιμονή της εδαφικής διαμάχης. Αυτή η διπλωματία ήταν ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα -οι συνεχιζόμενες εδαφικές διαφορές τείνουν να αποδυναμώνουν την συνεργασία μεταξύ κρατών. Διαδοχικοί Ινδοί και Κινέζοι ηγέτες μπόρεσαν να μονώσουν τους δεσμούς από τις διαρκείς εντάσεις των διαμφισβητούμενων συνόρων. Το διμερές εμπόριο έχει αυξηθεί από 2 δισεκατομμύρια δολάρια σε πάνω από 90 δισεκατομμύρια δολάρια τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ενώ οι δύο χώρες έχουν θεσμοθετήσει συνεργασία σε φόρουμ όπως ο όμιλος BRICS (που περιλαμβάνει την Βραζιλία, την Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική) για να υποστηρίξουν τα συμφέροντα των αναπτυσσόμενων κρατών.

Αλλά χάρη σε αυτήν την τελευταία σύγκρουση, η εδαφική διαμάχη θα μπορούσε να επιστρέψει στο επίκεντρο της σχέσης, προαναγγέλλοντας το τέλος της εποχής της μεγαλύτερης ινδο-κινεζικής συνεργασίας. Οι απόψεις της Ινδίας για την Κίνα, που ήδη επιδεινώθηκαν τα τελευταία χρόνια, πιθανότατα θα επιδεινωθούν περαιτέρω. Ήδη υπήρξαν εκκλήσεις στην Ινδία για μποϊκοτάζ σε κινεζικά προϊόντα, για μπλοκάρισμα της χρήσης εξοπλισμού 5G στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας της Ινδίας, για περιορισμό των κινεζικών επενδύσεων και γενικά την υιοθέτηση μιας πολύ πιο σκληρής γραμμής ως προς την Κίνα. Ως αποτέλεσμα, η ινδική κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει αυξημένη δημόσια πίεση για να αποτρέψει την επανάληψη αυτού που συνέβη στην Galwan, πράγμα που θα σήμαινε την παρεμπόδιση της Κίνας από την αλλαγή του status quo αλλού κατά μήκος της LAC. Ακόμα κι αν επιτευχθεί προσωρινή απεμπλοκή στις τρέχουσες περιοχές έντασης, η Ινδία θα είναι πολύ πιο προσεκτική και φιλύποπτη.

Η σύγκρουση μπορεί επίσης να οδηγήσει την Ινδία πιο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Καθώς η σχέση Ινδίας-Κίνας γίνεται πιο ανταγωνιστική και έμφορτη από όσο σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή τις τελευταίες δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένας λογικός εταίρος για την Ινδία στην εξισορρόπηση της Κίνας. Οι ελπίδες για μεγαλύτερη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας μεταξύ Ουάσιγκτον και Νέου Δελχί, ωστόσο, δεν έχουν ποτέ φέρει γρήγορα ή ουσιαστικά αποτελέσματα, ακόμη και αν υπάρχει νέα ώθηση για να γίνουν περισσότερα. Σε τελική ανάλυση, η Ρωσία, όχι οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ο κύριος προμηθευτής όπλων της Ινδίας για τις ένοπλες δυνάμεις της, και το Νέο Δελχί μπορεί να μην θέλει στενή ευθυγράμμιση με την Ουάσιγκτον.

Η Κίνα φαίνεται να ελπίζει ότι η σχέση της με την Ινδία θα επιστρέψει όπως ήταν πριν από την σύγκρουση [8], καλώντας τις δύο πλευρές να «ακολουθήσουν την σημαντική συναίνεση» που επιτεύχθηκε από τον Xi και τον Modi. Ωστόσο, οι ανησυχίες της Κίνας για την [εθνική] κυριαρχία της είναι εξίσου απίθανο να υποχωρήσουν, υποδηλώνοντας ότι οι εδαφικές της διαφορές θα παραμείνουν ως μια πηγή τριβής και ανησυχίας για τους γείτονές της. Κατά ειρωνικό τρόπο, παρόλο που η Κίνα ξεκίνησε τα γεγονότα που οδήγησαν στην σύγκρουση στην κοιλάδα Galwan, ίσως εξαρτάται από την Ινδία να αποφασίσει το πού πηγαίνουν οι σχέσεις μεταξύ των δύο δυνάμεων.

Στα αγγλικά: 

Σύνδεσμοι:

M. Taylor Fravel, 
  καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στην έδρα Arthur και Ruth Sloan 
και Διευθυντής του Προγράμματος Σπουδών Ασφαλείας στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ).


30/06/2020